- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι νέοι και τι σημαίνουν.
Στην ερώτηση «πώς είναι η Τάδε;» τα παιδιά μου απαντάνε «α τίποτα είναι μία άκυρη». Σκέφτομαι να εξηγήσω ότι «άκυρο» είναι ένα εισιτήριο λεωφορείου όταν έχουν περάσει 90΄, ή ένα ραντεβού που το τσακίζει ο κωρονοϊός και σβήνει από τον χάρτη μέχρι νεωτέρας. Άκυρο είναι το βραβείο που σου δίνουν κατά λάθος και στο παίρνουν πίσω για να το δώσουν σε άλλον, καλύτερο, το γκολ που δεν είναι (γκολ), η πρόσκληση ή η δουλίτσα που ανακαλείται για λόγους σχετικούς με τον κωρονοϊό, το τεστ του κορωνοϊού που δεν έχει σαφή αποτελέσματα, και άλλα τέτοια πράγματα. Κατά το βικιλεξικό, «άκυρος» είναι αυτός: «που έγινε κατά παράβαση κάποιων κανόνων ή χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες και γι' αυτό το λόγο θεωρείται ως μη γενόμενος»
Άρα μία κυρία ή ένας κύριος δεν μπορεί να είναι «άκυρος». Φυσικά το επίθετο χρησιμοποιείται μεταφορικά, ή με λάθος τρόπο που όμως εκφράζει το σωστό νόημα: η κυρία «άκυρη» δεν είναι αυτή που θα ήθελαν τα παιδιά, δεν είναι… σούπερ, καλή, σωστή, ουάου, τζάμι, τέλος πάντων δεν είναι καν «έγκυρη» μια και δεν έχει την έγκρισή τους. Επειδή η ελληνική γλώσσα εξελίσσεται και αλλάζει όπως όλες οι γλώσσες του κόσμου, σημειώνω εδώ μερικές σχετικά φρέσκες λέξεις και εκφράσεις που τσιμπάω κατά καιρούς από τα παιδιά μου, αλλά και από ξένα παιδιά, επειδή είμαι τέτοιος άνθρωπος, επιρρεπής στο τσίμπημα:
- «Άκυρος» Δεν μας κάνει, τζάμπα κόπος, σχεδόν άχρηστος, κούραση, μα δεν έπρεπε, θέλαμε άλλονα.
- «Κρίμα» Κανονική λέξη που όμως χρησιμοποιείται σκωπτικά, με βαρύ σαρκασμό. Λέει π.χ. η μαμά «Μα δεν έφαγες το μπιφτεκάκι σου!» και το σπλάχνο απαντάει περιφρονητικά, «Κρίμα!»
- «Ισχύει», ή και «σχύει»: ρήμα, που σημαίνει αυτό που σήμαινε πάντα, απλώς καλείται ενισχυτικά, να υποστηρίξει το προφανές, που δεν αμφισβητήθηκε, πχ «Βρέχει», με απάντηση «Ισχύει!»… υποδηλώνει μια λίγο αδιάφορη έγκριση δε θα σκάσουμε κιόλας, αλλά ισχύει, άρα: «σωστά τα λες σύντροφε, συμφωνώ, επικροτώ συγκρατημένα, αλήθεια είναι…»
- «Αλήθεια είναι» Συχνά αντικαθιστά το «ισχύει» ή το συνοδεύει, π.χ. «Το Α7 περνάει από δω;» «Ισχύει, αλήθεια είναι!» Αν δεν ίσχυε, θα ήτανε ψέματα και αν ήτανε ψέματα δεν θα ίσχυε. Φαντάσου.
- «Φασώνομαι» Αντίστοιχο με το απαρχαιωμένο «χαμουρεύομαι», το «φασώνομαι» σήμαινε «κουτουπώνομαι» τα παλιά χρόνια, αλλά σήμερα αναφέρεται στο επίσης παλαιότερο «μπαλαμούτιασμα», με χαμούρεμα ή άνευ. Πάντως χωρίς σεξ (για να είμαστε ξεκάθαροι).
- «Κριντζάρω» Η κόρη μου κριντζάρει όταν μπαίνουμε σε H&M και φο-ρά-ω μά-σ-κα, δηλαδή ίιιιου, μά-σ-κα, δεν ξέρει πού να κρυφτεί, κάνει ότι δεν είμαστε μαζί (μέχρι να φτάσουμε στο ταμείο). Το ρήμα προέρχεται από το αγγλικό «cringe» που σημαίνει ντρέπομαι σε βαθμό ανατριχίλας, ή «δεν ξέρω πού να κρυφτώ», ή «να ανοίξει η γη να με καταπιεί». Ειδικά αν μια μαμά ανεβάζει στο ίνσταγκραμ φωτογραφίες της με σορτς, μίνι, μαγιό κ.λπ. είναι φριχτά κρίντζι, απαπα.
- «Ντισάρω» Θάβω ανελέητα, πάλι από το αγγλικό «diss», που σημαίνει έχω πάρει φόρα και κακολογώ κάποιον/αν με φούρια.
- «Φλεξάρω» Επίσης αγγλικούρα – όταν μιλάω για το αμάξι/σπίτι/κότερο του μπαμπά μου, φλεξάρω, όπως και όταν κοκορεύομαι για τα ψώνια, κινητά, γκάτζετς μου ή για οτιδήποτε. Τώρα που το σκέφτομαι «κοκορεύομαι» είναι πολύ καλύτερη λέξη…
- «Ταγκάρω» Mεταφορικά, ακολουθώ πιεστικά κάποιον/αν σα να μην είμαι στα καλά μου. Υπέθεσα ότι και το «στοκάρω» θα είναι ανάλογο (από τα ρήματα «tagging» και «stalking», αντίστοιχα) αλλά το «στοκάρω» χρησιμοποιείται μόνον από μεγάλους που κρατάνε μυστρί, όχι από νεολαίους.
- «Ομιτζί» Αρχικά του «όουμάιγκοντ (OMG, oh my God)». Εδώ η λέξη επιστρατεύεται για οτιδήποτε, κυριολεκτικά για ό,τι να ’ναι (βλέπε: παρακάτω), από «ομιτζί, ήρθες!», «ομιτζί, έφυγες!», «όμιτζί, έμεινα (τάξη)!», «όμιτζί, είναι υπέροχο/σκατά!» Την έχω ακούσει από κορίτσια κυρίως, τα αγόρια είναι πιο μπλαζέ.
- «Ο,τι να 'ναι» Περιφρονητική μπλαζέ έκφραση που όταν την ακούς ξέρεις ότι σημαίνει «είσαι πολύ μαλ..ας και σε περιφρονώ βαθιά» αλλά κάνεις πως δεν το καταλαβαίνεις. Είναι η απάντηση-πασπαρτού, όταν ένας μεγάλος ρωτάει έναν έφηβο ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ – «διάβασες;», «σ’ αρέσει το μπιφτέκι;», «να κόψω σαλάτα;», «τις φλέβες μου;», «να πάμε Ζούμπερι ή φεγγάρι;» κ.λπ.
- «Σλατίνα» Κοπέλα που ντύνεται τραπεράδικα, σύμφωνα με τις πιστές ακόλουθους του κουλού τράπερ Thug Slime (ο οποίος έβγαλε το ανατριχιαστικά ορίτζιναλ σλόγκαν «Slime Love All The Time», και τα αρχικά του σλόγκαν είναι ΣΛΑΤ. Οπότε, Σλατίνα.)
- «Φασέα» Κορίτσι που ακούει μουσική πολύ συγκεκριμένη (Χατζηφραγκέτα και Μποφίλιου) αλλά δεν έχουμε παραπάνω πληροφορίες, έφαγα πόρτα ως προς την κατηγορία. Καλές πάντως, δε βαριέσαι.
- «Κοπέλα μου» Έκφραση που πετάνε αγόρια και κορίτσια προς όλες τις κοπέλες ανεξαρτήτου ηλικίας – δεν ξέρετε πόσο περίεργο είναι να σε αποκαλεί «κοπέλα μου» το σπλάχνο σου…
- «Γουαδεφα» Λέξη που σχηματίστηκε από το αγγλικό «what the fuck», είναι το κλασικό «μωρ’ τι’ ν’ τούτο;» ή «τι ’ναι αυτό πάλι;», ανάμεσα σε έκπληξη και αδιαφορία μαζί. Πώς κολλάνε αυτά τα δύο; Άγνωστο, αλλά ναι, η εκπληξοαδιαφορία είναι πολύ της μόδας.
Βρήκα ένα σωρό άρθρα για το θεματάκι μου (λέξεις της πιτσιρικαρίας), εκτός που έχω ασχοληθεί διακόσιες φορές με τις αλλαγές της γλώσσας από την δεκαετία του ’80, λες και δεν έχουμε άλλα θέματα, η γλώσσα μας μάρανε… Για κάποιο λόγο, μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει τα πιο ακραία, «μπιφ» ας πούμε, που το πέτυχα μόνο σε άρθρο και σημαίνει «έχω προηγούμενα» ή/και «λεκτική μονομαχία» – ίσως το λένε οι τράπερς πιο πολύ από τους μη-τράπερς, ίσως μου ξέφυγε, ενώ ακούω συνέχεια το «Τι φάση;» μέσα σε ΜΜΜ και το λέει φίλος 50άρης οπότε έχει ήδη υιοθετηθεί από τους μεγαλύτερους.
Γιατί αυτό συμβαίνει με τις λέξεις και φράσεις που εφευρίσκει, κατασκευάζει, αντιγράφει ή προσεταιρίζεται η κάθε νέα γενιά: είτε δένουν μέσα στη γλώσσα και μονιμοποιούνται καθώς απλώνονται πέρα από τα ηλικιακά τους σύνορα, είτε ξεφτίζουν με τον καιρό, μέχρι που ξεχνιούνται πέφτοντας στα αζήτητα της προφορικής ομιλίας.
Είναι λίγο κρίντζι αυτό το φινάλε αλλά ταυτόχρονα και «οτουκού» (=ό,τι καλύτερο). Που, ένα περίεργο πράγμα, παίρνει τον ίδιο χρόνο είτε λέγεται «οτουκού» είτε «ό,τι καλύτερο»… μόνο που ως «οτουκού» δεν καταλαβαίνει ο άνω-των-πενήντα κατά πόσον δεν έχει καταλάβει Χριστό ή αν κάποιος χτυπάει την πόρτα.