Trending Now

Ο κουμπάρος και η Ινδιάνα

Υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας;

Μπάμπης Κωφός
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος κρυβόταν πίσω από έναν σαλεπιτζή στο Μοναστηράκι, φοβούμενος ότι το τυφλό ραντεβού του από το τσατ δεν θα βλέπεται)


Σαλεπιτζής: «Να σου βάλω ένα σαλέπι;»

Κουμπάρος: «Τι

Σαλεπιτζής: «Ένα σαλέπι θέλεις;»

Κουμπάρος: «Όχι, ευχαριστώ. Να σε ρωτήσω κάτι;»

Σαλεπιτζής: «Ναι»

Κουμπάρος: «Αν είχες ραντεβού με μια κοπέλα που δεν είχες δει ποτέ, και σου εμφανιζόταν καμιά χοντρή, τι θα έκανες;»

Σαλεπιτζής: «Τι πράμα;»

Κουμπάρος: «Τίποτα, άσ’ το»

Είχαν ραντεβού στις 8 και είχε πάει 8 και δέκα. Έπρεπε να την πάρει τηλέφωνο. Πήγε σε ένα σημείο όπου ήταν λίγο σκοτεινά, αλλά εκείνος μπορούσε να βλέπει τριγύρω, και την πήρε. «Ελπίδα;» «Ναι;» «Έλα ρε, έφτασες;» «Ναι, είμαι εδώ κάνα δεκάλεπτο. Κι εσύ εδώ είσαι;»

Κοιτούσε γύρω-γύρω να δει ποια μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά μιλούσαν ένα σωρό και τη ρώτησε τι φορούσε. Τελικά κατάφεραν να συνεννοηθούν και συναντήθηκαν. Είχε μαύρα μακριά πυκνά μαλλιά, που έπεφταν στο πρόσωπό της σα να ήταν Ινδιάνα, ήταν λεπτή, φορούσε ένα τζιν παντελόνι και γόβες, κι ένα κυριλέ παλτό. Δεν είχε γαλάζια μάτια όπως του είχε πει, ούτε ήταν 32. Είχε πατήσει τα 42. Αλλά ήταν όμορφη και ο κουμπάρος μπορούσε να βολτάρει στο Μοναστηράκι σαν άνθρωπος, χωρίς να αισθάνεται ότι τον κοιτάνε με βλέμμα συμπαράστασης και χωρίς να χρειάζεται να ψάχνει την καφετέρια με τον λιγότερο κόσμο.

Η Ελπίδα έμενε με τον πατέρα της και τον αδερφό της κι έψαχνε για δουλειά. Η προφορά της είχε κάτι ξενικό, γιατί είχε κάνει πολλά χρόνια στον Καναδά, απ’ όπου είχε επιστρέψει οριστικά πριν από δύο χρόνια. Ο κουμπάρος παρήγγειλε ένα καραφάκι ούζο, ζήτησε από τον σερβιτόρο να του φέρει και φιστίκια, κι εκείνη μια μπίρα και πατατάκια. Και τον κοιτούσε με τον αέρα της γυναίκας που ξέρει ότι είναι όμορφη.

Η Ελπίδα έλεγε ότι έψαχνε για μια οποιαδήποτε δουλειά. Το καλοκαίρι δούλευε στην κουζίνα σε ένα εστιατόριο, αλλά η δουλειά ήταν εποχιακή και δε χρειαζόταν άλλο πια. Έλεγε ότι στην Ελλάδα δύσκολα βρίσκει δουλειά μια γυναίκα πάνω από 35, σκεφτόταν μάλιστα να δηλώνει ότι είναι 32. «Δεν θα με έκανες για 32;». Ο κουμπάρος την έκανε για 38 αλλά της είπε «ναι, άνετα, μη σου πω και λιγότερο».

Κάθονταν απέναντι ο ένας στον άλλο και ο κουμπάρος προσπάθησε να απωθήσει από το μυαλό του τη σκέψη πώς βολεύει να κάτσει ώστε αν της την πέσει να γίνει όσο πιο ανώδυνα γίνεται και κατέληξε ότι θα τελείωνε πρώτα το καραφάκι και αυτό το θέμα θα τον απασχολούσε μετά.

Κουμπάρος: «Σαν Ινδιάνα είσαι, το ξέρεις;»

Ελπίδα: (δεν είπε τίποτα αλλά φάνηκε να της αρέσει το κομπλιμέντο)

Κουμπάρος: «Είχες κανένα φίλο τώρα τελευταία, κανένα αίσθημα;»

Ελπίδα: «Όχι… Να σου πω και κάτι; Όλοι οι άντρες από 40 και πάνω θέλουνε μόνο να παίξουνε»

Κουμπάρος: «Τι εννοείς;»

Ελπίδα: «Βλέπω από τις φίλες μου. Μια κολλητή μου έβγαινε με κάποιον, ο οποίος ήταν και 46-47 χρονών, και μετά από κάνα μήνα δύο ούτε στα τηλέφωνα απαντούσε ούτε τίποτα. Να περάσει την ώρα του ήθελε, μόνο για σεξ. Ας το έλεγε από την αρχή»

Κουμπάρος: «Κάτσε ρε Ελπίδα, τι να της πει; Ότι τη θέλει μόνο για σεξ; Λέγονται αυτά; Άσε που πώς μπορεί να ξέρει κανείς αν βλέπει έναν άνθρωπο πιο σοβαρά αν δεν περάσει και κάποιος καιρός»

Ελπίδα: «Ναι καλά. Ξέρω τι σου λέω. Όλοι τις μικρούλες κοιτάνε»

Κουμπάρος: «Και οι κοπέλες όμως, δεν ξέρουν τι θέλουν. Όποια και να ρωτήσεις πώς θέλει να είναι ένας άντρας, θα αρχίσει να λέει τα γνωστά, ότι να είναι και έξυπνος, να είναι γοητευτικός, να έχει χιούμορ, να είναι και σοβαρός, να έχει ένα επίπεδο, και στο τέλος άμα δούνε κανέναν με κοιλιακούς φέτες τα ξεχνάνε όλα και κολλάνε μαζί του και μετά, όταν ο τύπος την κοπανήσει, παραπονιούνται κιόλας»

Ελπίδα: «Έτσι είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας. Πιστεύεις στον κεραυνοβόλο έρωτα;»

(Μετά από αυτό, ένα ανεπαίσθητο αίσθημα απελπισίας άρχισε να τον τριγυρίζει, πάλι σε μουρλή πέσαμε σκέφτηκε, και παρήγγειλε ένα ακόμα καραφάκι ούζο)

Κουμπάρος: «Όχι, δεν πιστεύω. Να είσαι 17 χρονών και να τρελαθείς από μια εικόνα, ναι, το καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ερωτεύεται από την πρώτη στιγμή μια γυναίκα, ένα πρόσωπο ή ένα σώμα, όσο ωραία κι αν είναι αυτά, χωρίς παράλληλα να μου αρέσουν και άλλα πράγματα»

Ελπίδα: «Το λες επειδή δεν το έχεις ζήσει»

Κουμπάρος: «Τι να σου πω, πιστεύω πως είναι κάπως ανώριμο συναισθηματικά. Πώς μπορείς να ερωτευτείς μια εικόνα; Ακόμα κι αν γίνει, θα είναι μόνο για λίγο καιρό»

Η Ελπίδα τίναξε τα μαλλιά της πίσω, κοίταξε γύρω της αυτάρεσκα και του είπε ότι κι αυτός κάποια στιγμή, αν ήταν τυχερός, θα ζούσε κάτι ανάλογο και τότε θα καταλάβαινε. Του τη δίνανε λίγο όλα αυτά και τα βαριότανε, αλλά στο δίλημμα χοντρή και λογική ή αδύνατη και παλαβή, μάλλον ψήφιζε το δεύτερο.

Συνεχίζεται ...