Trending Now

Ο κουμπάρος πάει Ουζμπεκιστάν

Για την ώρα νοερά…

Μπάμπης Κωφός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος γλυκάθηκε αλλά μόνο προσωρινά…)


Τον τελευταίο καιρό είχε τις κλειστές του. Έβγαινε μόνο Σάββατο βράδυ και τις καθημερινές την άραζε σε ένα σουβλατζίδικο στη γειτονιά του μαζί με τον πιτσιρικά. Έπαιρνε για τον μικρό ένα πίτα γύρο, μόνο με γύρο, χωρίς κρεμμύδια, πατάτες, ντομάτες και τα λοιπά, και τον κυνηγούσε με ένα πηρουνάκι να φάει, κι όταν ο πιτσιρικάς πήγαινε παραπέρα, έπινε ούζο κι έριχνε ματιές προς την κουζίνα, που δούλευε μια Γεωργιανή που είχε βάλει στο μάτι. Με πήρε τηλέφωνο: «Έλα ρε μαλάκα, στο σουβλατζίδικο είμαι. Καλά ρε, την άλλη φυλακισμένη στη λάντζα την έχουνε; Έχω γράψει το τηλέφωνό μου σε ένα χαρτάκι να της το δώσω με την πρώτη ευκαιρία αλλά δεν τη βλέπω να βγαίνει από κει μέσα».

Στο σπίτι είχε πάρει δύο τεράστιους θερμοπομπούς και με το που κοιμόταν ο μικρός, άνοιγε την μπουκάλα με το ούζο και την άραζε στο ίντερνετ. Είχε πάρει χύμα πέντε λίτρα, προς έξι ευρώ το λίτρο. Θα την έβγαζε κάμποσες μέρες. Άναψε τσιγάρο, μπήκε στο γνωστό σάιτ με τις κοπέλες από το ανατολικό μπλοκ και άρχισε να στέλνει μηνύματα κι ένα ανθρωπάκι που προσφέρει λουλούδι σε όποια του γυάλιζε.

Μία του ζήτησε να της στείλει κάρτα για να τον πάρει τηλέφωνο. Της είπε ότι δυστυχώς δεν είχε και της αντιπρότεινε να τα πουν από το τσατ. Του απάντησε ότι με τσιγκούνηδες δεν ήθελε να έχει σχέσεις. Σε μια άλλη που φαινόταν να ’ναι ονειροπαρμένη και με φωτογραφία πολύ μοιραία, με το κεφάλι να γέρνει λίγο προς το πλάι και να χαμογελάει σαν τη μις κόσμος στο σινεμά, που της είχε ξαναστείλει μήνυμα στο παρελθόν, της έγραψε: «Γιατί δε μου μιλάς ποτέ;» και της έστειλε κι ένα λουλούδι. Τον έκανε μπλοκ.

Και μετά το μάτι του έπεσε σε μια κοπέλα, όμορφη φαινότανε από τις φωτογραφίες, 30 χρόνων, που έλεγε ότι είχε κι ένα κοριτσάκι. Της έγραψε: «Είσαι πολύ όμορφη και από τις φωτογραφίες σου καταλαβαίνω ότι είσαι πολύ ευγενικός άνθρωπος» και της έστειλε και το μπαρμπαδάκι με το λουλούδι. «Merci, κι εσύ πολύ ευγενικός». Το κορίτσι αυτό λεγόταν Κίκα και είχαν τον εξής διάλογο:

Κουμπάρος: «Από πού είσαι;»

Κίκα: «Από την Τασκένδη»

Κουμπάρος: «Α, πολύ ωραία χώρα πρέπει να είναι η Γεωργία»

Κίκα: «Στο Ουζμπεκιστάν είναι η Τασκένδη»

Κουμπάρος: «Α, ναι! Ωραίο πρέπει να είναι το Ουζμπεκιστάν»

Κίκα: «»

Κουμπάρος: «Πώς είναι η ζωή στην Ελλάδα; Σου αρέσει εδώ;»

Κίκα: «Θέλω να μείνω για πάντα αλλά δεν ξέρω τι να κάνω για να βγάλω χαρτιά»

Κουμπάρος: «Τον άντρα σου τον βλέπεις καμιά φορά;»

Κίκα: «Είναι γάιδαρος. Έχει να δει το παιδί δυο χρόνια»

Κουμπάρος: «Θέλεις να πάμε για κάνα καφέ να τα πούμε και από κοντά;»

Κίκα: «Τι θέλεις από μένα;»

Κουμπάρος: «Καλό παιδί φαίνεσαι, όμορφη είσαι, τι άλλο να θέλω…»

Κίκα: «Θα πάμε σύντομα. Αλλά μέχρι τη 1»

Κουμπάρος: «Το βράδυ;»

Κίκα: «Όχι, το μεσημέρι. Δε βγαίνω πιο μετά, φοβάμαι»

Κουμπάρος: «Τι φοβάσαι; Που δεν έχεις χαρτιά;»

Κίκα: «Όχι, γενικά δε βγαίνω»

Κουμπάρος: «Φίλες και φίλους δεν έχεις;»

Κίκα: «Λίγους, μόνο Έλληνες. Οι δικοί μας είναι όλο ωραία λόγια μπροστά σου και από πίσω σε χτυπάνε με το μαχαίρι»

Κουμπάρος: «Καλά, μη νομίζεις, και οι Έλληνες έτσι είναι»

Κίκα: «Όλοι ίδιοι είναι. Πιο πολύ κάνω παρέα με μεγάλες γυναίκες, μου μαθαίνουν πολλά για τη ζωή»

Αυτό το τελευταίο δεν του άρεσε καθόλου. Σκέφτηκε μια τεράστια πεδιάδα που βόσκανε πρόβατα με μεγάλα μούσια και μια μεγάλη καλύβα στη μέση που έβγαινε καπνός από πάνω κι εκείνος καθότανε, λέει, οκλαδόν σε ένα χαλί από προβιά δίπλα στην Κίκα και τριγύρω ένα σωρό Ουζμπέκες εξηνταφεύγα, με χοντρές παντόφλες και χοντρές κάλτσες, και με τσεμπέρια στο κεφάλι, τον περιεργάζονταν. Μετά σκέφτηκε ότι του σέρβιραν ζεστή σούπα και ντόπια δυνατή βότκα και κάπως χαλάρωσε. Και μετά με πήρε τηλέφωνο.

Κουμπάρος: «Έλα ρε μαλάκα, έτσι κι έτσι. Πώς σου φαίνεται η περίπτωση;»

Μπάμπης: «Τι να σου πω, βγες για κάνα καφέ και βλέπεις. Πού θα την πας; Στο σουβλατζίδικο;»

Κουμπάρος: «Στις φωτογραφίες φαίνεται πολύ όμορφη, ρε… Γαμώ τα παιδιά. Άμα και στην πραγματικότητα είναι έτσι θα την πάω Μοναστηράκι. Αλλιώς σουβλατζίδικο…»


Συνεχίζεται