Trending Now

Ο κουμπάρος μελαγχολεί

Χειμώνας ίσον πουλόβερ, μακριές φούστες και γαλότσες

Μπάμπης Κωφός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος περιμένει επίσκεψη από την Ευρυδίκη η οποία είναι ομορφούλα αλλά παλαβιάρα)


Ήτανε σταματημένος στο φανάρι και χάζευε δυο κοπελίτσες, φοιτήτριες θα’ τανε, με μίνι, φανελάκια και σαγιονάρες, που περνούσαν το δρόμο και γελούσαν και ο κουμπάρος απόμεινε να τις κοιτάει μέχρι που του τράβηξε την προσοχή μια σαραντάρα με ακόμα πιο κοντό μίνι. Τον έπιασε μελαγχολία και με πήρε τηλέφωνο: «Έλα ρε, θα πάμε για κάνα ούζο το βράδυ

Συναντηθήκαμε στου Ψυρρή, κάτσαμε στη Μιαούλη, παραγγείλαμε ένα καραφάκι ούζο (σερβιτόρος: «Θα τσιμπήσετε κάτι;», κουμπάρος: «φέρε μας κάνα φιστικάκι») και είχαμε τον εξής διάλογο:

Μπάμπης: «Τι έγινε ρε με την Ευρυδίκη;»

Κουμπάρος: «Τίποτα...»

Μπάμπης: «Τι τίποτα; Δεν ξαναβγήκατε; Δεν ήτανε να έρθει απ' το σπίτι;»

Κουμπάρος: «Την πήρα τηλέφωνο, δεν το σήκωνε. Της έστειλα μήνυμα, δεν απάντησε. Και μου ’στειλε την άλλη μέρα ότι είναι απασχολημένη αυτό τον καιρό και άμα χαλαρώσει θα με πάρει εκείνη»

Μπάμπης: «Δεν θα την πάρεις εσύ;»

Κουμπάρος: «Ντρέπομαι, ρε μαλάκα, να κάθομαι να παρακαλάω την κάθε τρελή, θα με περνάει και για λιγούρη»

Μπάμπης: «Καλά, πώς έτσι; Ψημένη δεν ήτανε;»

Κουμπάρος: «Ξέρω κι εγώ, άντε βγάλε άκρη. Μήπως ξέρει και καμία τι θέλει;»

Έπινε, κάπνιζε κι έτρωγε φιστίκια και μετά μου ανακοίνωσε ότι ο καιρός επρόκειτο να χαλάσει. «Μαλάκα, 22 βαθμούς θα έχει μεθαύριο. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, ε;». «Τι;». «Πάει το καλοκαιράκι. Ό,τι είδαμε, είδαμε. Τώρα θα βάλουν όλες τα μακρυμάνικα, τα παντελόνια, τα παλτά, και ξέρεις τι έχω παρατηρήσει; Ότι αν είναι καλοκαιρινά ντυμένη η άλλη, άμα βγάλει λίγο το μπούτι έξω, λίγο το ντεκολτέ, άλλη εικόνα σου δίνει, φαίνεται πιο ωραία. Τώρα θα τρελαθούμε στη γαλότσα. Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι έτσι όπως πάω με βλέπω να ξεχειμωνιάζω χωρίς γκόμενα».

Την άλλη μέρα το απόγευμα πήγε στο παρκάκι στη γειτονιά του, ο μικρός κυνηγούσε τα άλλα παιδάκια στην παιδική χαρά και ο κουμπάρος έπινε μπίρα στο παγκάκι, όταν την ξαναείδε: Ήτανε μια κοπέλα που κάθε τόσο πήγαινε εκεί για περπάτημα, γύρω στα 35, όμορφη, λεπτή με μεγάλο στήθος και ο κουμπάρος την είχε βάλει στο μάτι καιρό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο μικρό -που είχε πιάσει κεφαλοκλείδωμα ένα άλλο μικρό- και αποφάσισε ότι θα έπρεπε επιτέλους να της μιλήσει. Αν δεν της μιλούσε ποτέ, δεν είχε καμία πιθανότητα, αν της μιλούσε όμως, είχε έστω και μία στις εκατό. Και την πήρε από πίσω.

Κουμπάρος: «Γεια σου»

Εκείνη (που άκουγε μουσική με ακουστικά): «…»

Κουμπάρος (που αισθανόταν τη χυλόπιτα να έρχεται): «Καλησπέρα, τι κάνεις

Εκείνη: «Καλησπέρα, καλά»

Κουμπάρος: «Θέλεις να περπατήσουμε λίγο μαζί;»

Ήθελε.

Δούλευε ως λογίστρια σε μια εταιρεία, ζούσε μόνη της και ο κουμπάρος τη ρώτησε αν είναι παντρεμένη. Όταν εκείνη του είπε όχι, υπέθεσε ότι δεν θα έχει ούτε φίλο, διαφορετικά θα του έλεγε κάτι του στιλ «δεν είμαι παντρεμένη αλλά έχω σχέση» ή κάτι παρόμοιο. Ότι θα του έλεγε, τέλος πάντων, αν έπαιζε κάτι σοβαρό. Και της πρότεινε μιας και της αρέσει το περπάτημα, να πάνε κάνα απόγευμα βόλτα στην πλατεία, στη Νέα Φιλαδέλφεια. «Θέλεις;», τον ρώτησε εκείνη. «Θέλω, αφού μόλις στο πρότεινα», είπε ο κουμπάρος. «Θα τελειώνω αργά, όμως, αυτές τις ημέρες από τη δουλειά», είπε πάλι εκείνη.

Το βράδυ με πήρε τηλέφωνο και ήταν ενθουσιασμένος.

Κουμπάρος: «Έλα ρε μαλάκα, έτσι κι έτσι. Μιλάμε ότι είναι και γαμώ τις γκόμενες. Μακάρι να μου καθότανε καμιά τέτοια φάση. Και μοιάζει και ισορροπημένη»

Μπάμπης: «Δεν πήρες τηλέφωνο;»

Κουμπάρος: «Αφού της είπα να πάμε βόλτα και μου είπε ότι έχει δουλειές, τι να της έλεγα, καλά, δώσ’ μου το τηλέφωνό σου; Αφού θα την ξαναδώ»

Το άλλο απόγευμα πήγε πάλι στο παρκάκι. Είχε αφήσει και τον πιτσιρικά στην πρώην του και ήτανε πιο άνετος. Και την ξαναείδε. Την πλησίασε με χαμόγελο και καρδιοχτύπι.

Κουμπάρος: «Γεια σου! Τι κάνεις;»

Εκείνη (με χαμόγελο): «Α, γεια σου. Καλά είμαι, εσύ;»

Έλεγαν περί ανέμων και υδάτων, εκείνη δε μιλούσε και πολύ και ο κουμπάρος όλο έψαχνε κάτι να σκεφτεί να πει αλλά στο μεταξύ υπήρχαν και κάποιες παύσεις. Σε κάποια από αυτές, της πρότεινε πάλι να πάνε βόλτα κι εκείνη του μίλησε πάλι για τις δουλειές της.

Το βράδυ με πήρε πάλι τηλέφωνο, αλλά αυτή τη φορά ήταν λιγότερο ενθουσιασμένος.

Μπάμπης: «Αφού σου μιλάει, ρε»

Κουμπάρος: «Ναι, αλλά ψιλοντρέπομαι κιόλας. Όταν την ξαναδώ λες να της μιλήσω πάλι;»

Μπάμπης: «Καλά, μαλάκας είσαι; Εννοείται. Γιατί να μην της μιλήσεις

Κουμπάρος: «Και να της πω πάλι να βγούμε

Μπάμπης: «Την επόμενη φορά παίξ’ το άνετος, μη λες για εξόδους και τέτοια, να δούμε τι θα σου πει κι εκείνη. Και της λες την άλλη φορά πάλι»

Συνεχίζεται