Trending Now

Ο κουμπάρος πάει για μπάνιο

Στο εξωτικό Καβούρι

Μπάμπης Κωφός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος γνώρισε απ’ το τσατ μια όμορφη κοπέλα από τη Μολδαβία, τη Μιμή, και θα πάνε για μπάνιο)


Έκανε το σπίτι άνω κάτω για να βρει εκείνο το μαγιό που φορούσε πριν από 6 χρόνια στην Αντίπαρο και όταν το βρήκε ανακάλυψε ότι είχε μια μεγάλη τρύπα στον κώλο. Έτσι, έβαλε το καινούργιο. Ήτανε θαλασσί, μέχρι το γόνατο, με κάτι κόκκινα σχέδια. Το φόρεσε, στάθηκε στον καθρέφτη, ρούφηξε την κοιλιά του και κοιτάχτηκε. Κοιτάχτηκε και στο πλάι. Μετά άνοιξε μια μπίρα και με πήρε τηλέφωνο.

Κουμπάρος: «Έλα ρε μαλάκα. Θα πάμε για μπάνιο αύριο με τη Μιμή. Λες να γίνω ρεζίλι με το μαγιό; Πολύ φαρδύ μου φαίνεται…»

Μπάμπης: «Δεν πειράζει ρε, είναι και της μόδας»

Είχανε ραντεβού στις 12 στο σπίτι της Μιμής στην Καλλιθέα. Περίμενε, κάπνιζε και ίδρωνε, όταν εμφανίστηκε μια οπτασία: φανελάκι, σορτσάκι, ψάθινο καπελάκι. Η Μιμή. Φιλήθηκαν στο μάγουλο και ο κουμπάρος ίδρωσε κι άλλο. Δεν είχε και air condition στο αμάξι.

Είχε πολύ κόσμο στο Καβούρι, βρήκανε ένα κυκλάκι τρία επί τρία και ο κουμπάρος έχωσε την ομπρέλα στην άμμο. Όταν τελείωσε, η Μιμή είχε ήδη γδυθεί και διαπίστωσε ότι φορούσε ροζ βραζιλιάνικο μαγιό. Έριξε μια ματιά τριγύρω και όσοι βρίσκονταν στα 20 μέτρα την κοιτούσαν. Ο κουμπάρος έκατσε κάτω από την ομπρέλα και η Μιμή κάτω από τον ήλιο. Αισθανόταν βασιλιάς. Κοιτούσε με τρόπο και τις άλλες κοπέλες δεξιά κι αριστερά. Και λίγο μετά, όταν σηκώθηκε να πάρει καφέδες, η Μιμή του πρότεινε να πληρώσει εκείνη αλλά ο κουμπάρος δεν το δέχτηκε.

Με πήρε τηλέφωνο από την καντίνα: «Δεν το πιστεύω ρε, προσφέρθηκε να πληρώσει τους καφέδες. Σωστή, ε;»

Όταν γύρισε, η Μιμή μιλούσε στο τηλέφωνο με μια φίλη της. Για την ακρίβεια φώναζε, με τη χαρακτηριστική προφορά του ανατολικού μπλοκ και την άκουγε όλη η παραλία: «Έλα Ζουζουυύ μουυυ! Τι κάνεις; Ναι, στην παραλία είμαι. Α, είναι πολύ ωραία, έχει πολύ κόσμο! Ναι, θα σε πάρω το απόγευμα. Φιλάκια Ζουζουυυύ μου!»

Μετά άλλο τηλέφωνο, με άλλη Ζουζού. Και δώσ’ του η Μιμή να φωνάζει. Ο κουμπάρος είχε αρχίσει να αισθάνεται άβολα, είχε βρει ένα ξυλαράκι και ανακάτευε την άμμο. Όταν έριξε μια ματιά πίσω που ήτανε μια παρέα 7-8 άτομα, άντρες – γυναίκες, του φάνηκε ότι τον κοιτούσανε σα να ήτανε νταβάς. Αυτό του ανέβασε λίγο το ηθικό.

Όταν μπήκαν στη θάλασσα η Μιμή έκανε σαν παιδάκι. Του πέταγε νερά, προσπαθούσε να ανέβει στην πλάτη του, του όρμαγε για να του βουλιάξει το κεφάλι στο νερό και ο κουμπάρος είχε το νου του μην του φύγει το μαγιό. Τότε, πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι, επιτέλους, ξέφυγε από τις χοντρές και πλησίασε τη Μιμή να τη φιλήσει, αλλά εκείνη του γύρισε το μάγουλο.

Στην επιστροφή της πρότεινε να πάει το βράδυ στο σπίτι του να κάτσουνε, να δούνε τηλεόραση και να ακούσουνε μουσική κι εκείνος θα μαγείρευε. «Ωραία ιδέα», είπε η Μιμή. Μετά με πήρε τηλέφωνο.

Κουμπάρος: «Έλα ρε, θα έρθει στο σπίτι το βράδυ»

Μπάμπης: «Θα μαγειρέψεις;»

Κουμπάρος: «Μαλάκας είσαι; Θα πάρουμε κάνα σουβλάκι απ’ έξω. Αλλά τι να της έλεγα, έλα να παραγγείλουμε σουβλάκια; Να σου πω, για να έρχεται σπίτι, πάει να πει ότι γουστάρει. Λες να παιχτεί τίποτα;»


Συνεχίζεται…