- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος κατέληξε ότι οι Ελληνίδες στα τσατ είναι όλες χοντρές και το γύρισε στο ανατολικό μπλοκ που μπορεί να είναι τρελές, αλλά τουλάχιστον είναι αδύνατες)
Μιλούσε στο τηλέφωνο με τη Μιμή από τη Μολδαβία και η Μιμή έβρισκε αστείο ό,τι κι αν της έλεγε ο κουμπάρος και όλο γέλαγε. Έμενε στην Καλλιθέα, μαζί με μια φίλη της από την Κροατία, και δούλευε baby siter σε μια οικογένεια, όπου βοηθούσε και στις δουλειές του σπιτιού. Έδωσαν ραντεβού στην πλατεία Δαβάκη στις 9 και ο κουμπάρος έφτασε 9 παρά τέταρτο. Στις 9 και τέταρτο η Μιμή τον ειδοποίησε ότι θα αργούσε κάνα 20λεπτο και ο κουμπάρος με πήρε τηλέφωνο: «Έλα ρε μαλάκα, στο περίμενε είμαι ακόμα. Και δεν μου το έλεγε τουλάχιστον από την αρχή να πάρω να πίνω καμιά μπίρα…»
Καθόταν σε ένα πεζούλι και χάζευε την κίνηση όταν είδε μια ξανθιά κοπέλα να έρχεται από μακριά. Τα μαλλιά της ήτανε λίγο κάτω από τους ώμους, φορούσε ένα άσπρο φανελάκι και ένα κοντό άσπρο σορτσάκι με ψηλά άσπρα πέδιλα. Δυο παππούδες σταθήκανε και κοιτάγανε. Όταν τον πλησίασε, σηκώθηκε, της χαμογέλασε και είχαν τον εξής διάλογο:
Κουμπάρος: «Είσαι η Μιμή;»
Μιμή (όλο χαρά και νάζι): «Ναι!»
Ο κουμπάρος τη συνόδευσε μέχρι το αμάξι του σκεπτόμενος ότι θα έπρεπε να το είχε πλύνει, της άνοιξε την πόρτα και, μπαίνοντας εκείνη μέσα, παρατήρησε ότι και το στρινγκ που φορούσε ήταν κι αυτό άσπρο.
Περπατούσαν στο Θησείο και τη Μιμή την κοιτούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Η Μιμή, για τα πέντε χρόνια που είχε στην Ελλάδα, τα μιλούσε καλά τα ελληνικά, αλλά η προφορά της έκανε μπαμ ότι ήτανε από το ανατολικό μπλοκ κι επίσης έκανε κάποια λαθάκια όπως το οπωσδήποτε το έλεγε «οπωσδήποτα», το αλλού «άλλου», τη φράση να προλάβω την έλεγε «να προλαβαίνω» και κάτι τέτοια, που για τον κουμπάρο δεν είχαν και πολύ σημασία.
Κάθισαν σε ένα διακριτικό τραπεζάκι, πλησίασε η σερβιτόρα, ο κουμπάρος προθυμοποιήθηκε να παραγγείλει εκείνος μήπως και η Μιμή είχε κάποια συστολή στο να πολυμιλάει σε αγνώστους λόγω της προφοράς της, αλλά η Μιμή δεν καταλάβαινε από τέτοια: «Μια μπίρα παρακάλω!» φώναξε δυνατά. Τότε ο κουμπάρος διαπίστωσε ότι τη Μιμή, όπως και όλες τις κοπέλες από το ανατολικό μπλοκ με τις οποίες είχε βγει κατά καιρούς, οι περισσότερες Ελληνίδες τις αντιμετώπιζαν με μια δόση απαξίας.
Η Μιμή μιλούσε και ο κουμπάρος έπινε. Του έλεγε ότι είναι πολύ δραστήρια κοπέλα, ότι η γυναίκα στο σπίτι της οποίας δουλεύει την αγαπάει πολύ, ότι τη γουστάρει ο περιπτεράς, ο γείτονας, ο προπονητής στο γυμναστήριο, το αφεντικό της φίλης της, ενώ κι ένας τύπος πίσω στη Μολδαβία την περιμένει κάποια μέρα να γυρίσει για να παντρευτούν. Και ότι κάθε τόσο ξύπναγε από τις 5 το πρωί για να στηθεί στο Αλλοδαπών, γιατί είχε χάσει την κόκκινη κάρτα της και έπρεπε να βγάλει καινούργια.
Τη Μιμή την ενθουσίαζαν διάφορα πράγματα που του κουμπάρου του ήταν αδιάφορα. Τα σπορ αυτοκίνητα, οι κοιλιακοί, οι μαφιόζοι, το καράτε, τα κλαμπ της παραλιακής. Με την πολυλογία της είχε αρχίσει να ζαλίζεται, βρισκόταν πια και στο τέταρτο ούζο. Τότε, της έπιασε απαλά το χέρι και διαπίστωσε ότι ήταν μεγάλο και σκληρό. Το δικό του, αντιθέτως, ήταν σαν πιανίστα. Το προσπέρασε, χαμογέλασε και έσκυψε να τη φιλήσει, αλλά η Μιμή του γύρισε το μάγουλο. Της είπε ότι του αρέσει και η Μιμή του απάντησε ότι κι εκείνος όμορφος είναι, και φαίνεται και καλό παιδί, και ότι αν γνωριστούν και περάσει λίγος καιρός γιατί όχι να μη συμβεί και κάτι περισσότερο μεταξύ τους.
Μετά με πήρε τηλέφωνο και είχαμε τον εξής διάλογο:
Κουμπάρος: «Έλα ρε μαλάκα, μόλις γύρισα. Ωραίο παιδάκι η Μιμή και μου φαίνεται ψημένη»
Μπάμπης: «Τη φίλησες;»
Κουμπάρος: «Στο μάγουλο»
Μπάμπης: «Εντάξει, κάτι είναι κι αυτό. Θα ξαναβγείτε;»
Κουμπάρος: «Ναι, θα πάμε μεθαύριο για μπάνιο»