- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
(Περίληψη προηγουμένου: Ο κουμπάρος, παρά τη σιγουριά του ότι θα ήτανε πιο τρελή και από τις Ουκρανές, έκλεισε ραντεβού με το maraki_34, που τη γνώρισε σε ένα τσατ, για να πάνε στο Μοναστηράκι για καφέ)
Είχε στηθεί στην είσοδο του ηλεκτρικού, μπροστά στην πλατεία, δίπλα σε ένα ζητιάνο, κάπνιζε και κοιτούσε τριγύρω και όποτε του γυάλιζε καμιά, σκεφτόταν «λες να είναι το Μαράκι;». Από τα τσιγάρα είχε στεγνώσει το στόμα του και πήγε προς το περίπτερο να πάρει μια μπίρα, αλλά τι γνώμη θα σχημάτιζε γι’ αυτόν η κοπέλα, πρώτο ραντεβού, στα τυφλά κιόλας, να την περιμένει με την μπίρα στο χέρι; Έτσι, πήρε ξανά τη θέση του δίπλα στο ζητιάνο και άναψε ένα τσιγάρο ακόμα.
Κοιτούσε μια τουρίστρια όταν χτύπησε το κινητό του. «Μαράκι, εσύ;» «Ναι, μόλις έφτασα». Μπροστά του, στα 7-8 μέτρα είδε μια ομορφούλα με μπλε παντελόνι να μιλά στο κινητό και σαν κάτι να έψαχνε και ο κουμπάρος ένιωσε να ξανανιώνει. «Μπλε παντελόνι φοράς;». «Όχι, δεν έχω βγει ακόμα, τώρα φθάνω». Φορούσε μαύρο κολάν με μαύρες γόβες, ήταν μελαχρινή και χυμώδης. Είχε κάτι λαϊκό αλλά του άρεσε.
Έκατσαν στην Αδριανού, το κορίτσι πήρε σοκολάτα και ο κουμπάρος ένα καραφάκι ούζο. Μιλούσε πολύ αλλά τον βόλευε γιατί δε χρειαζόταν να σκέφτεται τι να πει κι εκείνη όλο γέλαγε και έλεγε «είμαι πολύ τσαχπίνα, πάρα πολύ τσαχπίνα» και δώσ’ του να κακαρίζει. Του μιλούσε για τους πρώην της, ότι ήταν περίπου ένα χρόνο μόνη, ότι έψαχνε κάτι σοβαρό, ότι δεν έχει φάει ποτέ χυλόπιτα, ότι όπου και να πάει της κολλάνε και ο κουμπάρος κούναγε το κεφάλι συμφωνώντας, αλλά σκεφτόταν ότι έμπλεξε πάλι με τρελή κι έψαχνε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει κίνηση να τη φιλήσει. Κι εκεί που έλεγε τα δικά της, μέτρησε από μέσα του μέχρι το τρία, μετά μέτρησε άλλη μια φορά και την πλησίασε, αλλά τον απέφυγε με τρόπο. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να κοιτάξει γύρω του μήπως τον έβλεπε κανείς κι έγινε ρεζίλι αλλά μετά ξανασκέφτηκε «στ’ αρχίδια μου» και παρήγγειλε ένα ακόμα ούζο.
Το κορίτσι είχε τελειώσει τη σοκολάτα, συνέχιζε με κρασί και μίλαγε δυνατά για πράγματα που του ήταν αδιάφορα αλλά το διασκέδαζε. Της έπιασε το χέρι και της έκανε κομπλιμέντο για το ωραίο δαχτυλίδι που φορούσε. Είχε όμορφα, απαλά δάχτυλα. Άρχισε να τα χαϊδεύει και είπε από μέσα του ή τώρα ή ποτέ. Και φιλήθηκαν. Ήταν ένα φιλί τρυφερό, χωρίς πάθος αλλά τρυφερό, και του άρεσε.
Η ζωή είχε αρχίσει να αποκτά και πάλι ενδιαφέρον και το καραφάκι είχε ακόμα ούζο μέσα. «Έχω μια ιδέα», της είπε, «πάμε να κάτσουμε σπίτι μου και να την κάνουμε κοπάνα από τη δουλειά αύριο;». «Τι; Από το πρώτο ραντεβού; Μετά το τρίτο» του απάντησε και ο κουμπάρος μέτρησε τις μέρες: ήταν Κυριακή, άρα θα έπρεπε να ξαναβγούν οπωσδήποτε μεσοβδόμαδα, ώστε να ξαναβρεθούν το Σαββατοκύριακο που θα είχε και χρόνο.
Έφυγαν πιασμένοι χέρι-χέρι, τη συνόδευσε στον ηλεκτρικό, στεκόντουσαν πάνω στην πόρτα για το τελευταίο φιλί και όταν η πόρτα έκλεισε και το τρένο έφυγε, με πήρε τηλέφωνο: «Έλα ρε μαλάκα, ωραία είναι! Φιληθήκαμε κιόλας, αλλά της είπα για σπίτι και δεν ψηνότανε. Θα ξαναβγούμε μεθαύριο. Τι να κάνω τώρα; Είμαι σε υπερένταση. Θα έρθεις να πάμε για καμιά μπίρα;»