- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
20 πράγματα που κάνουν το djλίκι κόλαση
Τι σπάει τα νεύρα των παιδιών που παίζουν μουσική;
Θαμώνες, αφεντικά και καταστάσεις που μετατρέπουν τη βραδιά ενός dj σε εφιάλτη.
1) Η φυλή των «Πού ’σαι, δικέ μου»
Φοράς τισερτάκι Pavement ή Chemicals και σκας στο μαγαζί. Χαίρετε, καλώς τον, γνωριμία με τα μπαρμάνια, μπαίνεις στο πόστο σου. Ξεφορτώνεις ακουστικά, δίσκους, υπολογιστή, σέα, μέα, και πάνω που λες ας ρίξω μερικά προθερμαντικά λουσένια για να γουστάρω και να στοχαστώ επί του σετ, μια φωνή, η ίδια πάντα φωνή, ανακράζει: «Πού ’σαι, δικέ μου!». Και τον βλέπεις πάλι. Γιατί οι «Πού ’σαι, δικέ μου», όπως έχω ονομάσει τη φυλή τους, πάντα σ’ την έχουν στημένη. Σειρούλα από το στρατό ή συμμαθητάκι που έχεις να τον δεις αιώνες, ή συμφοιτητάρας από εκείνους στο πανεπιστήμιο που άλλαζες μέχρι και μάθημα επιλογής για να τους αποφύγεις. Ο κόσμος είναι γεμάτος από «Πού ’σαι, δικέ μου». Ένας από παλιά, από κάποιο άλλο πάρτι, μπορεί και να ήπιατε κι ένα σφηνάκι παρέα, ή ένας ακροατής σου στο ράδιο, που ασχέτως εάν γνωρίζεστε για πρώτη φορά, αυτός σε ξέρει καλά, γιατί «σ’ ακούω κάθε μέρα, αγόρι μου, κι ήρθα σήμερα νωρίς να σε δώκω και περσονάλ γνωριμία». Την ατυχία σου μέσα. Γιατί πάντα ένας «Πού ’σαι, δικέ μου» θα σου θρονιάζεται με το καλησπέρα, έτοιμος να σου τα ζαλίσει για το πόσο χαρούμενος είναι που ανταμώνετε μετά από τόσο καιρό. Και θέλει να τα πείτε, να αναπολήσετε, να νοσταλγήσετε, να σου τα κάνει νταούλια tribal κοινώς τα αμελέτητα, χωρίς να τον νοιάζει για το αν πρέπει να είσαι αυτοσυγκεντρωμένος για τη μίξη, στα «πουσαιδικάριά του» σε έχει γραμμένο. Τι κάνεις; Το 'χω: τον γράφεις στα δικά σου «πουσαιδικάρια», γιατί, αν ενδώσεις και το παίξεις κοινωνικός ή ψυχοπονιάρης, φάση «ντάξει μωρέ, ένας μόνος του είναι και ψάχνει συμπόνια ή παρέα», τον ήπιες, φίλε δισκοβόλε. Τον ήπιες. Γιατί…
2) Άρπα την, που του μίλησες και αναπολήσατε…
Τώρα θέλει να πιείτε και σφηνάκι παρέα. Γιατί οι «Πού ’σαι, δικέ μου» είναι σφουγγάρια. Και γι' αυτό ήρθαν. Για να γίνουν ντιρλανταντά. Ένα σφηνάκι, έτσι ξεκινά. Και μετά άλλο ένα. Με το καλησπέρα δηλαδή γαμήθηκε ο Δίας, καλά ξεμπερδέματα. Γιατί, αν δεν του κόψεις φόρα, ο «Πού ’σαι, δικέ μου» θα πάρει κεφάλι και θα γίνει πιο κτητικός. Σφηνάκια, για πες, θυμάσαι την επιλόχα εκείνη την κουλή, ή την ξανθιά τη βοηθό στο Συνταγματικό, όλα τα θυμάσαι, γαμώ το φελέκι σου, αλλά εδώ ήρθες για να παίξεις. Ευτυχώς έρχεται κόσμος, κι ευτυχώς ανάμεσά τους υπάρχουν και κάνα δυο φίλοι.
3) Γι’ αυτό είναι οι φίλοι!
Οι μόνοι που μπορούν να εξοντώσουν τους «Πού ’σαι, δικέ μου» είναι οι φίλοι. Τους φωνάζεις να έρθουν μπροστά, να χρησιμεύσουν σαν ασπίδα δηλαδή. Τους απευθύνεις συνεχώς τον λόγο, για πες, ξες και τέτοια. Και μεγαλοπρεπώς λες στον «Πού ’σαι, δικέ μου»: Χάρηκα που σε είδα, πολύ χάρηκα, σειρούλα, αλλά ξέρεις, να εδώ, με τα παιδιά έχουμε κάτι θέματα να λύσουμε, γεια, τα λέμε κάποια άλλη φορά».
4) Στο μεταξύ δεν βολεύεσαι καθόλου…
Είσαι στριμωγμένος στην άκρη του μπαρ, κι ένας μπαρμάνος με μούσι, τατού και καικαλά ύφος μπαρίστα-φυλακόβιου στο Σινγκ Σινγκ - όλοι οι μπαρμάνοι στην Ελλάδα έχουν μούσι, τατού και καικαλά ύφος μπαρίστα φυλακόβιου στο Σινγκ Σινγκ, όλο σε σπρώχνει για να σερβίρει το παρεάκι που κάθισε στην άκρη του μπαρ. Και σόρι λίγο, και κάνε άκρη, για μισό, κι όλο διαλέγει τη στιγμή που πας για την τέλεια μίξη, με τις μπότες να συντονιστούν και ο Black Coffee να παίζει συγχρονισμένα για είκοσι κολασμένα δευτερόλεπτα με τον Jan Bloquvist, αλλά… πάπαλα. Γιατί το μπαρμάνι σκουντάει, χάνεις τον ειρμό και πατάς το cue σε λάθος χρόνο, γαμώ τα πατατάκια, τα κωλοφίστικα και ό,τι άλλο πάει να δώσει. Αλλά ευτυχώς σε πιάνει το ταξικό, το ποπλεταριακό και η αλληλεγγύη: τι φταίει ο μπαρμανάκος; Κι αυτός μεροκαματιάρης είναι. Και δεν έκανε ούτε τα σχέδια του μπαρ ή του κλαμπ, ούτε ρωτήθηκε για το πού να μπει ο δισκτζόκεϊ, για να απαντήσει «κάπου μόνος, ώστε να ασκήσει την τέχνη του απερίσπαστος». Γιατί όπως λένε και οι Panx Romana, «Οι μόνοι φταίχτες για όλα αυτά, τα δυο γαμημένα τα αφεντικά»!
5) Βρε, καλώς τον, ή όταν ο ιδιοκτήτης σου λέει «Περίμενα περισσότερο κόσμο»
Να έβαζες διαφήμιση στο ράδιο ή να πλήρωνες και κανένα boost post στο fb, να του απαντήσεις του παλιοματζίρη. Που πήγε να τη βγάλει τσίπικα με ένα event μόνο που έφτιαξε και νόμισε πως θα κάνει κασέ λες και κάλεσε τον λαό σε βραδιά με τον Giles Peterson ή τον Norman Cook και το μαγαζί θα τιγκάρει μόνο με το word of mouth. Μεγάλο σπάσιμο αυτό, άσε που είναι και πρόλογος για την επόμενη ατάκα που είναι...
6) «Μήπως να ξαναβλέπαμε την αμοιβή σου», αν σου πει, φυλάξου!
Μην τον λυπάσαι και υποχωρήσεις, κωλώσεις, σε πιάσει η ευγένεια και δεχτείς ματσολιά. (σ.σ. ματσολιά θα πει ψαλίδι)! Τα αφεντικά, σε γενικές γραμμές, όσο καλά παιδιά και να είναι, προβλέπουν από την αρχή το πώς θα πάει η βραδιά. Αν έχει ή δεν έχει κόσμο. Και παίρνουν τις προφυλάξεις τους. Όμως έχει δεν έχει, και να ήταν ζίγκα τίγκα το μαγαζί, και να έσπαγαν οι ταμειακές, και να παραμιλούσαν τα πελατάκια, και να άνοιγαν σαμπάνιες Moët, εσύ στο τέλος τα ίδια λεφτά θα πάρεις. Αυτά που συμφώνησες, από την αρχή. Δυνατό σε θέλω και κράτα χαρακτήρα.
7) Όλα τέλεια, αλλά…
Όχι, ρε γαμώτο. Γκαντεμιά, ξεχασιά, πάλι την πάτησες, και αντάπτορα δεν έφερες. Το καβλιτζέκι, για τους ανεξοικείωτους, που κάνει συμβατά τα ακουστικά σου με το μικρό βύσμα και την κονσόλα ήχου με τη μεγάλη τρύπα. Εννιά στους δέκα djs που ξέρω, και βάζω εαυτόν μέσα, πάντα το ξεχνάμε. Μεγάλο σπάσιμο! Κι αν δεν υπάρχει κολλητός εκεί κοντά να του στείλεις sms και να πλακώσουν πρώτες βοήθειες, μπορεί να χάσεις ως και το μεροκάματο. Χρυσή συμβουλή: πάντα στην τσάντα έχουμε έναν έξτρα αντάπτορα. Πάντα.
8) Ξεκινάς επιτέλους!
Παίζεις τραγουδάρες, σου βγαίνουν οι αλλαγές, το Born Slippy των Underworld το κόλλησες με την πειραγμένη θρακιώρικη μπαϊντούσκα «Το Μαργούδι κι ο Αλεξανδρής», φάση Yolo και γιάμπαλα, το μαγαζί ίπταται στον αέρα, yeahhhhh και… όχι γαμώ σας, ρε παρτάκηδες! Γιατί, η θεάρα ήταν, ο αστραγαλέτος της ήταν (σ.σ. δανδήδες με παντελόνι που σφίγγει προς τα κάτω με λάστιχο, ώστε να φαίνεται ο αστράγαλος), ένας από τους δυο ήταν που έριξε τα ποτά και όλο το υγρό έπεσε στο βαλιτσάκι με τα cd ή έκανε λούτσα τον υπολογιστή, και εκείνοι είπαν «σόρι», αλλά από τότε που βγήκε το σόρι, χάθηκε το φιλότιμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο σπάσιμο αλλά και καγκουριλίκι από τους Highδες, που, μαθηματικά, αν δεν προσέξεις να απομακρύνεις το σταφ σου από τη highλα τους, θα καταστραφεί όλος ο εξοπλισμός σου. Και δεν μπορείς να τους «στολίσεις» με κοσμητικά, α, πελάτες είναι, κατανάλωση κάνουν, από αυτούς θα πληρωθείς. Λες ένα σκέτο «οκ, νο πρόμπλεμ, πιο προσεκτικά την άλλη φορά» και προσεύχεσαι. Να μην είναι μεγάλη η ζημιά, να συνεχίσουν να παίζουν τα μηχανήματα ή τα γραμμένα σιντί κι ο Θεός να τους εκδικηθεί ώστε, όταν ξεκουμπιστούν, να σπάσει τη γόβα της ή να μην του κάνει κούκου όλη νύχτα το «μηχάνημα» του αστραγαλέτου. Ή να πέσουν σε μπλόκο αντιαλκοόλ της τροχαίας και να φάνε πρόστιμο ισόποσο με αυτά που θα πληρώσεις εσύ στον «γιατρό» των PC την επόμενη μέρα που θα τρέχεις τα «μωρά» για επισκευή. Δικαιοσύνη για όλους.
9) Άλλη μια φυλή για να φυλαχτείς: οι Τζαμπαντανοστικίστας
Και Yolo, και σφηνάκια, και πάμε, και «τι παίζεις, ρε Θεέ», και «μπράβο, παικταρά μου, έλα, έλα, ένα σφηνάκι από μένα, α, δεν θα πεις όχι». Έτσι, με τέτοιες ιαχές και κραυγές και αποθεωτικούς παιάνες για την πάρτη σου πλησιάζουν οι «Τζαμπαντανοστικίστας». Από τις λέξεις στικάκι και στο τζαμπαντάν προέρχεται η κωδικοποίηση της φυλής τους. Και καλά ήρθαν για σφηνάκι. Πρόσεξέ τους και μη μασάς στην κολακεία, γιατί με τρία ή πέντε ευρώ, όσο δηλαδή κάνει ο σφήνος, ο «Τζαμπαντανοστικίστα» έρχεται για να… «κόλλα μου, μωρέ, καμιά τριανταριά τραγουδάκια σου εδώ στο στικάκι, να το, γαμώ παίζεις, ρε φίλε, πω πω μουσικάρες, δεν το συζητώ, θα μου τις δώσεις, έτσι, αδέλφι;» Όχι, δεν θα του τις δώσεις. Του Κούτραμαν. Του γελοίου. Κινητό με σαζάμ έχει, ας μαρκάρει κι ας τα αγοράσει, άμα τα θέλει τόσο πολύ, από τα πόρταλ που πουλάνε μουσική. «Τζαμπαντανοστικίστας», αυτή η μάστιγα. Και προ αλλά και επί κρίσης, αυτοί οι κηφήνες, που βαριούνται ή τσιγκουνεύονται να αγοράσουν μουσική, σε αντίθεση με τα ποσέ και τα τρεντοσκαρπίνια, για τα οποία μια χαρά ξοδεύονται και τους περισσεύουν, εφορμούν και ζητιανεύουν σε βαθμό κακουργήματος. Ευγενικά τους λες, «yo, peace και respect bro» και τους ζητάς να σου γράψουν το μέιλ τους, ώστε να τους τα στείλεις το άλλο πρωί πακέτο με we transfer, «ναι, θα σου κάνω εγώ μια κομπιλεσιόνα γαμάουα» θα τους πεις και… θα σωθείς. Πρόσκαιρα, βέβαια, γιατί την άλλη μέρα θα σε ενοχλήσουν στο fb, «για εκείνα τα τραγουδάκια που λέγαμε». Δεν απαντάς. Και τους μπλοκάρεις. Αυτό.
10) Φοβού τους Συναδέλφους, και κολακεία φέροντας
Κουτσά στραβά, καλά τα πας, η νύχτα τρέχει, βρήκες ρυθμό και τέμπο, κουνιέται το μαγαζί, ουφ, λες και χαλαρώνεις για να το απολαύσεις. Και πάνω που λες τι ωραία, τσακ σκάει ο «Συνάδελφος»… Την γκίνια σου, φίλε, την γκίνια σου μέσα. Ναι, είναι κι αυτός dj, αλλά πήρε ρεπό για να σε ακούσει. Ναι, σε παρακολουθεί χρόνια και «πολύ θα ήθελα έτσι να μιλήσουμε λίγο για τη φάση, να μου δώσεις και καμιά συμβουλή ή να με πεις αν άκουσες το καινούργιο του Larry Gus, το άκουσες»; «Συνάδελφοι», αυτή η μάστιγα. Μη σου πω και οι χειρότεροι όλων. Ζηλιάρηδες του κερατά και ματιάχτρες, χα, λίγα είναι τα καλά τα παιδιά. Οι αγνοί, οι φιλοσοφημένοι, που δεν έρχονται να πουλήσουν ωραιάδα ή κόμπλα για να σου δείξουν πόσα ξέρουν και να τεστάρουν πόσα ξέρεις. Γιατί τι νομίζετε είναι οι djs; Σαν όλα τα αγοράκια: θέλουν βασικά να τις βγάλετε και να τις μετρήσετε! Τις γνώσεις, τις δισκοθήκες σας, τα giga στοκ και τα gigs. Ποιος παίζει πιο πολύ, «α, με κάλεσαν και Άμστερνταμ σε ένα κλαμπάκι την άλλη εβδομάδα». Χαμογελάς και τους εύχεσαι καλή επιτυχία. Ως εκεί κι όχι πολλά πολλά. Εκτός αν είναι παιδιά από την επαρχία, που ήρθαν να σε ακούσουν όντως καλοπροαίρετα και με αγάπη. Εκεί όχι απλώς πας πάσο, όχι μόνο κερνάς, αλλά και μιλάτε όλη τη νύχτα. Μόνο οι «Συνάδελφοι» της επαρχίας αξίζουν της αγάπης και του σεβασμού σου. Κι αξίζει για πάρτη τους μέχρι και μουσική να τους δώσεις και να τους δείξεις και τα κόλπα σου. Και μεταξύ μας τώρα κι ο λόγος επί του προσωπικού: όσες φορές έπαιξα στην ελληνική επαρχία και τράκαρα με τη φυλή μας, μόνο αγάπη και σοφία πήρα και κατάφερα να επικοινωνήσω και να γυρίσω πίσω στη ρίζα του DJing, που δεν είναι άλλη από το μοίρασμα, τα όνειρα, την άδολη φιλία και τον αλληλοθαυμασμό ανάμεσα στους παίκτες. Γκαραντί.
11) Και ξαφνικά έρχεται η Ντόγκω, γνωστή και ως «ν' ανεβούμε λίγο;»
Ουστ, μωρή κάργια, πρέπει να πεις, αλλά πρώτον δεν αγριομιλάμε στα κορίτσια, όσα γκαγκάου και να λένε, και βήτα, πελάτισσα είναι κι έχει ένα δίκιο. Συγκρατήσου, χαμογέλασε και πες της «σε λίγο, γιατί τώρα είναι νωρίς ακόμα». Γιατί αυτό το «ν' ανεβούμε λίγο», όταν εσύ παίζεις καλό rave ή nu disco, μαρτυρά κρυφοσκυλού, πλουταρχικιά ή παντελιδικιά καρακαηδόνα, που για μπουζούκια ετοιμάστηκε ή εκεί θα ήθελε να είναι, αλλά κάποιος από την παρέα της επέμεινε για πρώτο ποτό αλλού και αυτή δεν αντέχει. Θέλει το τέλι της η Ντόγκω (σ.σ. σκυλού, από το dog/θηλυκό). Ζούκω είναι (σ.σ. από το μπουζούκω) και γρυ δεν παίρνει ούτε από Leonard Cohen ούτε από Cat Power.
12) Αν όμως περάσει το «σε λίγο» και η Ντόγκω ξαναέλθει στο πιο τσαμπούκ;
Το 'χω και τραστ μι, είναι χρυσός κανόνας: βάζεις James. Ναι, κάνεις την καρδιά σου πέτρα και βάζεις James, που είναι το ροκ των τσιφτετελόβιων, που δεν υπάρχει Ντόγκω που φτιάχνεται με Ρέμο και Σφακιανάκη αλλά και δεν τους γουστάρει και αυτούς. James, ρε φίλε. Πιο δραστικοί κι από Καρρά, πιο λουλουδάτοι και πανεριτζήδες και από Πάολα. Και γλίτωσες, δικέ μου!
13) Πάλι το αφεντικό: «Μήπως να χαμηλώναμε λίγο τα φώτα;»
Άντε πάλι με τον ανήσυχο. Γιατί είναι νόμος. Αν η ταμειακή δεν κάνει γκλιν γκλον, πάντα κάτι φταίει. Εσύ που δεν παίζεις τα «ανεβαστικά», ή τα φώτα που και καλά είναι πολύ dim on και γι' αυτό δεν παίζει ατμόσφαιρα, έξαψη, λαγνεία και παραγγελιές ποτών. Ούτε η αφραγκιά του κόσμου φταίει, ούτε και τα φιστίκια που είναι προχθεσινά και δεν τα τρώει ούτε υποσιτισμένος αρουραίος, μπα, τα φώτα φταίνε. Και δεν μπορείς να του πεις για τα φιστίκια. Οπότε απαντάς, «ναι, για κατέβασε λίγο, κι άλλο, κι άλλο, μπράβο, εδώ!» Όμως για να γλιτώσεις τη μίρλα, πάλι James πρέπει να βάλεις. Να κινηθεί λίγο το μπαρ, να πέσει καμιά γύρα ακόμα, να κατευναστεί ο μαγαζάτορας το θεριό. Οκ, και λίγο Red Hot Chilli Peppers ή Placebo. Και Bob Marley. Ειδικά στον τελευταίο, δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά τη σώζει την παρτίδα. Λες και ο «Κουτζουμπιλάς» (σ.σ. το Could you be loved) γράφτηκε για να σώζει τους djs από την απόλυση: όλοι πίνουν τα τερλίκια τους, όλοι ακούνε την πενιά κι ο νους τους ταξιδεύει.
14) Γίνεσαι, λοιπόν, εμπορικός και ρεφάρεις. Ώσπου έρχεται ο ψαγμένος, βρε καλώς τον Burial!
Burial και Four Tet και ρεμιξάκια D.F.A. στους LCD Soundsystem και Nick Drake και psychobilli και Cocteau Twins και Factory records και lo-fi ή ECM, και τελειωμό δεν έχει η ψαγμενίλα. Και οι ψαγμενουά, που αντί να κάτσουν και να στοχαστούν πως αυτά τα ακούμε μόνο σπίτι μας, πως με αυτά δεν βρίσκεις ταίρι, αφού δεν τα γουστάρουν τα κορίτσια, άρα τη νύχτα και τα πάρτι που όλοι βγαίνουν να φλερτάρουν ή να κουνηθούν τα καίνε, τουναντίον. Ο ψαγμενουά, επειδή είναι «τυπάκι», κοινώς σπαζοκλαμπάνιας πιο πολύ κι από την Ντόγκω ή το αφεντικό, και τα «τυπάκια» έχουν γενικώς μια έφεση για επίδειξη και ποζεριά, σου ζητά κάτι ελίτ και τέρμα άκυρο για την ώρα και τον τόπο. Πώς τον αντιμετωπίζεις; Με φουλ επίθεση! Τον κάνεις δικό σου, με ρεβέρ ψαγμενοσύνης, τύπου «ω, ρε φίλε, τι είπες τώρα! Μακάρι τα ζώα, μεταξύ μας, να ήξεραν τον Blixa και τους Neubauten, αλλά Ούγκανοι είναι, δικέ μου, ακαλλιέργητα μοσχάρια, τι να λέμε τώρα». Εννοείται πως δεν θα βάλεις Blixa, ούτε Yo La Tengo, ούτε Velvets, ούτε Spiritualized, μην είσαι μαλάκας. Τους έχω ψυχολογήσει χρόνια τώρα τους ψαγμενουά. Εφέ θέλουν να πουλήσουν και να σου την πουν ή να δείξουν στην παρέα τους πως μπορούν να σου την πουν. Οπότε τους μπλοκάρεις αποθεώνοντας το γούστο και την ευρυμάθειά τους, κάνοντάς τους να νιώσουν θεούληδες σε σύγκριση με το mainstream crowd, που «ξέρεις, ρε φίλε, τα ίδια και τα ίδια θέλουν να ακούνε, αλλά τι να κάνω, αφού αυτοί πληρώνουν». Πιάνει. Όσες φορές και να το είπα σε ψαγμενουά, πιάνει. Στο τέλος ξεκουμπίζονται με μια αίσθηση δικαίωσης και ανωτερότητας-συνωμοτικότητας. Μαλάκες!
15) Όχι άλλα καμικάζι!
Αφεντικό, μπαρμάνια, σερβιροπούλες, επίλεκτα πελατάκια, κι εσύ φυσικά, τσουγκρίζετε και περνάτε τέλεια και πάμε τεκίλες και σαμπούκες σφήνος, ναι, ναι, πάμε, πάμε! Τι να κάνεις κι εσύ; Πίνεις και γελάς και λες Yolo, γιούπι, πέντε yeahhh και μια τρομάρα. Γιατί άρχισες να παίζεις στις 10:00 κι έχει πάει 3:00, κι η νύχτα εξελίσσεται σε διαρκείας, και δεν σε βλέπεις να φεύγεις πριν τις 5:00, εσύ που ονειρεύεσαι εκείνη που κοιμάται μόνη στο σπίτι ή στο ξενοδοχείο, και θα ήθελες μόνο για αυτήν να παίζεις μουσική και για μερικούς μόνο φίλους που τη νιώθουν, και μπορείς τέτοια ώρα να τους βάλεις Brian Eno ή Laurie Anderson. Κι όχι να βρίσκεσαι εδώ που θέλουν κι άλλο μπιτ κι άλλο μπιτ κι άλλο σφηνάκι και yeah και σντρο και ουάου! Τι να κάνεις κι εσύ, πίνεις, μέχρι που το παίρνεις απόφαση και ή συνθηκολογείς με την κατάσταση όσο πάει, ή βάζεις μπρος το μεγάλο σχέδιο. Το σχέδιο που το λένε…
16) The Big «Ουστ»!
Έτσι το λένε το σχέδιο: The Big «Ουστ»! Προσοχή όμως: μην το δοκιμάσετε, αν δεν είστε «φίρμα», κοινώς αν δεν έχετε μιξάρει Roots Manuva με Κλειώ Δενάρδου και όχι απλώς δεν σας πήραν με ντομάτες, αλλά αντιθέτως ανέκραξαν: αποψάρα, απόψε το άτομο παίζει τα άπαιχτα, χρυσοδάχτυλος ο καργιολάκος, και τέτοια! Marvin Gay με Θεοδωράκη, Maya Jane Coles με Μάγια η Μέλισσα, Cramps με Σαλαμπάση και E-Street Band του Springsteen με τα Γίδια που μπήκαν στο Μαντρί. Γιατί βασικά αυτό θέλεις, αλλά από την ανάποδη, οι θαμώνες δηλαδή να βγούνε από το μαντρί, κι αυτό θα το πετύχεις μόνο αν παίζεις κουλαμάρες-σινιάλα πως αλεβουλέ πουλέ, μωρά μου, άντε να πάμε και σπίτια μας. Επαναλαμβάνω όμως πως αυτό το κάνεις μόνο αν είσαι φιρμάουα. Αλλιώς μένεις εκεί μέχρι να φύγει ξεχαρμανιασμένος κι ο τελευταίος σουρωμενάκιας. Ξέρεις! Εκείνος ο τύπος ο τίγκα στο ξύδι που θαρρείς κι είναι τάνκερ πετρελαιοφόρο ο μπαγάσας και δεν μπατάρει-νυστάζει για να φύγει με τίποτα, ο ανάρμοστος, για να μην πω καμιά άλλη πιο βαριά κουβέντα…
17) Γιατί ο «Σουρωμενέιτορ» είναι πάντα εκεί!
Ανεξαρτήτως ηλικίας. Ραμολιμέντοι γερορέιβερς που το έχουν αμαρτία να πέσουν για ύπνο πριν το πρώτο φως, ή νεαροί πύρκαυλοι φοιτηταράδες που το παλεύουν ακόμα με ψηστήρι στη «θεά». «Πού πας, νωρίς είναι ακόμα, κάτσε λίγο και για πες μου το ζώδιο είσαι!». Και κοπανάνε αλκοόλες, κι άλλη μια γύρα, και Yolo, κι εσένα πιάστηκαν τα πόδια σου από την ορθοστασία, και πάλι Yolo, και δεν μπορείς να πεις γιατί τον ακούς, «αυτή είναι τοξότης, αλλά εσύ στο ζώδιο είσαι γίδι, ρε φίλε, γίδι, γίδι, γίδι, και σπάσε, αγόρι μου, άντε να κάνουμε Χριστούγεννα σπίτι μας». Γενικώς στον κόσμο του DJing παίζει πολύ μπινελίκι και βρισίδι ολκής. Αλλά στα βουβά. Από μέσα σου όλα τα «γαλλικά». Από έξω ευγένεια, συγκατάβαση, υπομονή και καλά ξεμπερδέματα.
18) Εν πάση περιπτώσει, το θαύμα έγινε!
Ξεκουμπίστηκαν ή τον βγάλαν ημιλιπόθυμο από το ξύδι, η την κοπάνησε για κανένα «αφτεράκι». Ουφ! Τα μπαρμάνια με τα τατού, το μούσι και το καικαλά ύφος μπαρίστα-φυλακόβιου από το Σινγκ Σινγκ λένε ουφ κι αυτά. Κι ο πορτιέρης και οι γκαρσόνες αναστενάζουν και γουργουρίζουν ηδονικά. Αυτό ήταν. Αύριο πάλι. Χα! Στο τέλος μπορεί να ξυρίζουν τον γαμπρό, αλλά πώς ξεμπερδεύεις με τους «Κάτσε λίγο ακόμα, ρε παίκτη»;
19) Famous last words
Το τελευταίο το λέει το αφεντικό. Παιδί της νύχτας, της ανησυχίας, θέλει να πιείτε ένα τελευταίο ποτάκι και να τα πείτε λίγο. Συνήθως και βασικά θέλουν αυτοί να πουν τον πόνο τους κι εσύ να υπογραμμίζεις εμφατικά με «ναι, αστειεύεσαι, ναι, ρε φίλε, δίκιο έχεις, σίγουρα, πόσο σωστό σε βρίσκω!» Περί ανέμων και υδάτων αλλά και για το εξής ένα: δεν πίνει ο κόσμος (έχει κρίση, ρε άνθρωπε, πού ζεις;), δεν πίνει γιατί δεν έχει λεφτά ο κόσμος (μπράβο, ρε τσάκαλε, έχει κρίση και το κατάλαβες επιτέλους), δεν πίνει ο κόσμος γιατί έχει κρίση και δεν έχει λεφτά και μας έγραψε προχθές και ο δήμος (μπράβο, ρε παντογνώστη, διαβάζεις τις οικονομικές σελίδες εσύ, φαίνεσαι, οπότε ξέρεις πως λόγω κρίσης και δεν πίνει ο κόσμος αλλά και ξαμολιούνται οι δήμοι στο κυνήγι για έσοδα γιατί έχει κρίση, ναι, εδώ θα συμφωνήσω). Και τικ τακ το ρολόι, και πάει, πάλι σαν ζόμπι θα τρέχω για το ράδιο, ή θα κοιμάμαι και θα χαθεί όλο το Σάββατο και θα ξυπνήσω στις οκτώ το βράδυ για να ετοιμαστώ, γιατί παίζω πάλι, έλεος! Και το θαύμα γίνεται, τι χρωστώ λέει, αυτά που συμφωνήσαμε απαντάς, τα ματσακώνεις και αντιός αμίγκο. Ως την άλλη φορά.
20) God is a dj, όχι εσύ, αν και ναι!
Που θα είναι παρόμοια με την προηγούμενη. Αυτή δηλαδή. Γιατί δεν είσαι ο Τζον Πηλ, ασχέτως αν το μαγαζί είναι στο Πήλιο, κι αύριο παίζεις στο Hacienda, όχι όμως το παλιό του Μάντσεστερ, σιγά μην είσαι κι ο Τόνι Γουίλσον. 24 hour party people η φάση αλλά στη Hacienda, παράρτημα Καταρραχιάς ή δυτικής Τουμποκαλιακούδας γωνία με Δερβίκλανα. Είσαι όμως dj. Είσαι καλός, είσαι για Ίμπιζα, καλοκαίρι για πάντα, κοκτέιλ, γκομενάρες, πέντε χιλιάρικα ευρουλάκια η ριξιά, κι όχι 50 ή 100, κι εμείς κινήσαμε για αλλού κι αλλού η κονσόλα μάς πάει. Και ξέρεις κάτι, γιατί τελειώνει ο εξάψαλμος: πολύ σε γουστάρω, ρε αγόρι ή κορίτσι. Πολύ σε αγαπώ και σε τιμώ, για όσο κάνεις αυτά τα γενναία σετ, περικυκλωμένος από κρίση, αφραγκιές, κόσμο που έρχεται να σου πει τα δικά του, το κορίτσι ή το αγόρι σου που σε κυνηγάει και λέει «αμάν με τα djιλίκια, κάνε μια δουλειά πρωινή ή πιο ανθρώπινη»! Πολύ σε γουστάρω, αρρώστια και πώρωση είναι το «επάγγελμα». Μόνο εμείς το ξέρουμε. Σωστά; Γαμώ!