Βιβλιο

Τι είδε ο Ντέιβιντ Κέιντ στην Αθήνα

Ο Νεοζηλανδός συγγραφέας και «βαρεμένος» φιλαθηναίος γράφει ένα ιδιότυπο οδοιπορικό για την πόλη μας λίγο πριν τον Μάρτιο του 2010

Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 530
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ντέιβιντ Κέιντ, Νεοζηλανδός συγγραφέας και «βαρεμένος» φιλαθηναίος, έβγαλε πρόσφατα το ενδιαφέρον βιβλίο «Αθήνα - Η αλήθεια. Αναζητώντας τον Μάνο Χατζιδάκι λίγο πριν “σκάσει η φούσκα”», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαββάλα, σε μετάφραση Βεατρίκης Κάντζολα-Σαμπατάκου. Είναι ένα πολύ ιδιότυπο και απαιτητικό οδοιπορικό, που αναφέρεται στην πόλη μας λίγο πριν τον Μάρτη του 2010.

Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σας με λίγα λόγια;

Πρόκειται για ένα χρονικό όσων είδα περνώντας μια πυρετική περίοδο στην Αθήνα λίγο πριν «σκάσει η φούσκα». Η παρατήρηση των πραγμάτων μέσα από τα μάτια κάποιου που έρχεται από τους αντίποδες, αλλά που περνάει έρωτα δεκαετιών με την Αθήνα.

Ποια είναι τα κύρια στοιχεία που άφησε στο μυαλό σας η επαφή σας με την Αθήνα;

Όταν σκέφτομαι την Αθήνα μού έρχεται πρώτα η πληθωρικότητα και ο ενθουσιασμός των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή, καθώς κάνουν τις βόλτες τους ή πάνε σε παραστάσεις ή να ακούσουν μουσική, μ’ ένα αξιοσημείωτο κέφι που στην ουσία του είναι διονυσιακό. Ύστερα σκέφτομαι το χάος της πόλης, ταυτόχρονα στην αρνητική και στη θετική του έκφραση: το χάος που σε μπερδεύει και σε τρελαίνει και το χάος που προκαλεί τόσα απρόσμενα και υπέροχα πράγματα. Ακόμα, ξέρω πως η Ελλάδα εξακολουθεί να προσφέρει πολύ ξεχωριστή, προσωπική κουλτούρα, πέρα από την αμείλικτη πολιτισμική ομογενοποίηση που πηγάζει από την «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή το πώς τυποποιούνται οι διαφορετικές κουλτούρες του πλανήτη από τους άκαρδους και οικονομικά άπληστους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας είναι η αδιάλειπτη παρουσία της μοναδικής ελληνικής μουσικής, οι νύχτες με ρεμπέτικα, οι συναυλίες με έντεχνα και λαϊκά τραγούδια. Χρόνια ακούω αυτές τις μουσικές, αλλά ακόμα δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω ότι οι Έλληνες τη συνθέτουν και την εκτελούν ασταμάτητα. Άλλη πλευρά της Αθήνας που θαυμάζω είναι η εξάπλωση των βιβλιοπωλείων, των μουσείων και των γκαλερί, κάτι που δείχνει πόσο σέβονται τις ιδέες και την κουλτούρα στην Ελλάδα. Οι πιο πολλοί Αθηναίοι δεν συνειδητοποιούν ότι η Αθήνα έχει τόσο πολλά βιβλιοπωλεία – και τα έχει ακόμα, παρά την κρίση και παρότι κάποια έχουν κλείσει την τελευταία πενταετία. Και, τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό στη δική μου αντίληψη, είναι η γενική ανοιχτοσύνη του ελληνικού λαού, το πόσο εύκολα μπορείς να μιλήσεις με Έλληνες που δεν ξέρεις και να κάνεις φίλους τόσο εύκολα στην Ελλάδα. Η ελληνική αγάπη για την «παρέα» είναι, ξεκάθαρα, μία από τις χαρές της ελληνικής ζωής, και είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι.

Πώς σας φάνηκαν οι εργατικές γειτονιές, ταβέρνες κ.λπ. καθώς και οι γειτονιές και πόλοι συγκέντρωσης των μεταναστών στην Αθήνα; Πήγα σε κάμποσες φτωχογειτονιές που κατοικούνται από Έλληνες, μετανάστες, ή είναι μικτές. Μερικές μοιάζουν μάλλον, όπως λέω στο βιβλίο, με ανοιχτές φυλακές, μόνο που οι άνθρωποι ζουν σε τσιμεντένια κελιά και μπορούν να μπαινοβγαίνουν κατά τη θέλησή τους. Τέτοιες γειτονιές αποτελούνται από συνεχείς πολυκατοικίες με μεσοτοιχίες και σχεδόν τίποτ΄ άλλο, χωρίς κοντινούς ανοιχτούς χώρους. Καθώς έρχομαι από τη Νέα Ζηλανδία, όπου σχεδόν όλα τα σπίτια στο κέντρο της πόλης έχουν κήπο μπροστά και πίσω, κι ακόμα και στα πλάγια μερικές φορές, αυτός ο τρόπος ζωής σαν μελίσσι μού μοιάζει αφύσικος. Έχω ανάγκη να δω πράσινο και φύση, έστω κατά μίμηση. Καταλαβαίνω βέβαια ότι αυτό έχει να κάνει με το πώς μεγάλωσα και το πώς προσαρμόζομαι, και δεν είναι το ίδιο για όλους. Ακόμα, οι φτωχοί άνθρωποι στις πυκνοκατοικημένες αυτές περιοχές έχουν έντονη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι οι άνθρωποι στα σπίτια με μεγάλους κήπους: αυτοί οι τελευταίοι συνήθως δεν μιλάνε μεταξύ τους ή δεν γνωρίζονται καν, κάτι όχι υγιές ψυχολογικά κι ούτε καν ανθρώπινο. Κάτι τέτοιο φαντάζομαι ότι μπορεί να συμβαίνει, επίσης, στις πράσινες και ευημερούσες περιοχές της Αθήνας.

Ποιες είναι οι πιο αγαπημένες σας περιοχές στην Αθήνα και στην Αττική, οι πρώτες που έρχονται στο μυαλό σας για να τις ξαναεπισκεφτείτε;

Λοιπόν, αν μπορούσα να ξυπνήσω αύριο το πρωί όπου θέλω στην Αθήνα, σίγουρα θα ξεκινούσα με τη Βαρβάκειο Αγορά, την κρεαταγορά και την ψαραγορά, όπως και τα πολλά γοητευτικά παλιού τύπου μαγαζιά της οδού Ευριπίδου. Αγαπάω το πηγαινέλα, την όψη και τις μυρωδιές της όλης περιοχής. Μετά θα πήγαινα στο μεγάλο μουσικομάγαζο του Νάκα στη Ναυαρίνου και θα τσεκάριζα τι καινούργιο έχει κυκλοφορήσει για πιάνο και φωνή από την τελευταία μου επίσκεψη στην Αθήνα. Ύστερα θα ’τρεχα στο Κολωνάκι, στο μητρικό Μουσείο Μπενάκη, που δεν έχει μόνο σπουδαίες συλλογές, αλλά και κάθε έκθεμα είναι σοφά και όμορφα τοποθετημένο. Λογαριάζω πως δεν θα ξεκόλλαγα από το Μπενάκη μέχρι την ώρα που θα ’κλεινε. Το βραδάκι θα ’θελα να ’μαι σε κανένα κρυφό ταβερνάκι ή κλαμπάκι, όπου η ατμόσφαιρα θα «λάμπει» από τα λάιβ ρεμπέτικα ή τα έντεχνα, ελπίζω λίγο πιο πέρα απ΄το τραπέζι μου. Αν ερχόμουνα και δεύτερη φορά στην Αθήνα, θα διχαζόμουν ανάμεσα στους θησαυρούς του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και την τελευταία έκθεση μοντέρνας τέχνης στο Mουσείο Φρυσίρα. Αν ξεκινούσα νωρίς μπορεί να τα προλάβαινα και τα δυο. Και πρέπει να πω πως, αν και άθεος, θα έμπαινα για λίγα λεπτά σε όλες τις εκκλησίες που θα ’βρισκα στο δρόμο μου, για να κρατήσω μέσα μου το σκοτεινό και μυστήριο εσωτερικό τους. Κι αυτό πιθανότατα θα με ωθούσε να ξαναπάω στα μεγαλεία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Ύστερα, είναι όλα αυτά τα μαγαζάκια και δρομάκια στα Εξάρχεια, και ειδικά τα βιβλιοπωλεία, όπως και τα πολλά ενδιαφέροντα δρομάκια στο εμπορικό τρίγωνο, νότια της Ομόνοιας. Το απόγευμα θα ανέβαινα τις όμορφες και γεμάτες κυπαρίσσια πλαγιές του βουνού στην Καισαριανή ή, αν είχα κι άλλο χρόνο, θα περπατούσα τουλάχιστον στην κορφή του Φιλοπάππου, να απολαύσω το πράσινο ανάμεσα στο μνημείο του και το Αστεροκοπείο. Κι αν τύχαινε να βρεθώ στον Πειραιά, θα περπατούσα μέχρι το μόλο, να χαζέψω τα νερά και να ευχαριστηθώ την υπέροχη μυρωδιά της θάλασσας. Κι αν δεν πήγαινα για δεύτερη νύχτα να ακούσω ελληνική μουσική, τότε θα πήγαινα σε κάποιο αθηναϊκό θέατρο, για να σώσω μέσα μου αυτή τη μοναδική ελληνική θεατρικότητα, ακούγοντας τις γοητευτικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας.

«Λειτούργησε» το βιβλίο στο εξωτερικό; Εννοώ τι ανάκλαση υπήρξε από κόσμο που δεν είχε σχέση με την Ελλάδα;

Νομίζω πως οι Έλληνες ξέρουν ότι οι ξένοι μπορεί να ενδιαφέρονται για την Ελλάδα για δύο πιθανούς λόγους: Υπάρχουν οι πανεπιστημιακοί και οι διαβαστεροί τύποι, που ενδιαφέρονται για την Αρχαία Ελλάδα και τα απομεινάρια της, και υπάρχουν κι οι άλλοι, οι περισσότεροι, που ενδιαφέρονται για το μύθο της Ελλάδας, δηλαδή την εντύπωση ότι είναι ένας τόπος όπου οι Έλληνες παίρνουν τη ζωή χαλαρά, πίνουν γουλιά γουλιά κρύες μπίρες, ρετσίνα ή ούζο στις ταβέρνες και χαζεύουν τη θάλασσα, καθώς ροδίζει το ηλιοβασίλεμα. Με άλλα λόγια, μια φανταστική χώρα, κατοικημένη από απλούς μα γοητευτικούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι ξένοι που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα πέφτουν σε μια από τις δυο ομάδες, τους «ακαδημαϊκούς» και τους ονειροπόλους. Δηλαδή, δεν ενδιαφέρονται για την πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας. Όμως, γι’ αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο μου: για τις πραγματικότητες, για την αλήθεια της Αθήνας.

Έτσι, το βιβλίο μου προκάλεσε μερικές αντιδράσεις που έφερναν έκπληξη, ήταν εξαιρετικές. Επικοινώνησαν μαζί μου Έλληνες της διασποράς, είτε γεννημένοι έξω είτε πολύ παλιοί μετανάστες σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Αυστραλία ή Νέα Ζηλανδία. Με γράμματα και μέιλ μ’ ευχαριστούσαν επειδή τούς γέμισα «κενά», επειδή τους απάντησα μακροχρόνια ερωτηματικά που τα είχαν στο μυαλό τους για χρόνια, ερωτηματικά που οι γονείς τους, για διάφορους λόγους, δεν μπορούσαν να απαντήσουν. Υποθέτω πως έκανα γι’ αυτούς τους αναγνώστες ό,τι δεν είχαν χρόνο να κάνουν οι ίδιοι από μόνοι τους: να πάω στην Αθήνα και να «αρπάξω» για λογαριασμό τους τις πραγματικότητες της πόλης (και της υπαίθρου). Ακόμα, νομίζω πως η θετική τους αντίδραση έχει να κάνει με το ότι οι δικές μου λέξεις και σκέψεις, αν και δεν είμαι Έλληνας, τους έδειξαν ότι είμαι «ένας απ’ αυτούς», ξενόφερτος μεν που όμως έδειξε κάτι σπουδαίο κι αγαπητό μέσα τους. Αυτό με χαροποίησε πολύ, κι έκανα φίλους ανθρώπους που, σαν και μένα, είχαν κυρίως ή αποκλειστικά στο κέντρο της προσοχής τους την Ελλάδα, για όλη ή σχεδόν όλη τη ζωή τους, κι είχαν μια αντίστοιχη ανάγκη να «αρπαχτούν» απ’ αυτήν. Τώρα, σε ό,τι αφορά την έκδοση στ’ αγγλικά, από την πρώτη έκδοση του βιβλίου το 2013 οι πωλήσεις είναι καλές και σταθερές.

image

Πέρα απ’ όσα είπατε αρχικά, τι άλλο θα θέλατε να προσθέσετε σχετικά με την ελληνική μουσική;

Θεωρώ ότι η ελληνική μουσική –και ειδικά τα ρεμπέτικα, τα έντεχνα και τα λαϊκά– είναι μοναδική, μαγική και πλήρως γοητευτική. Έχω πείρα απ’ όλα τα είδη μουσικής. Τώρα, καθώς εκτιμώ όλο και περισσότερο πόση σημασία έχει ο χρόνος, έχω χρόνο για δύο μόνο είδη μουσικής: κλασική και ελληνική. Και οι δύο έχουν υψηλή ποιότητα. Και οι δύο προσφέρουν μεγάλη γκάμα έκφρασης, πολυπλοκότητας και ενδιαφέροντος. Τέλος, και οι δύο δίνουν θαυμάσιες μελωδίες, συνδυασμένες με σαγηνευτικές αρμονίες. Επιπλέον, τα λόγια στην ελληνική μουσική, όπως και τα λόγια (όταν υπάρχουν) στην κλασική, έχουν πολλές φορές μεγάλο βάθος.

Ελπίζω ότι η ελληνική μουσική θα συνεχίσει, παραμένοντας αυθεντική στις ρίζες της. Μα ενοχλούμαι κάθε τόσο όταν ακούω στο ράδιο ελληνικό ραπ, για παράδειγμα, με στίχους επιθετικούς κι εχθρικούς, σαν να ήτανε ήχος του Σικάγου ή του Χάρλεμ. Το ελληνικό τραγούδι είχε δεχτεί επί πολύ καιρό επιρροές απέξω, κι οι επιρροές αυτές το εμπλουτίσανε. Γαλλικά και ινδικά τραγούδια, για παράδειγμα, εισαχθήκανε στο ελληνικό τραγούδι με μεγάλη επιτυχία. Αλλά ελπίζω ότι (τώρα) οι Έλληνες μουσικοί θα αποκρούσουν τις κοινότοπες επιρροές από τους εμπορικούς μεγαλοπαραγωγούς της Δύσης.  Ένα από τα πιο απολαυστικά στοιχεία στην ελληνική μουσική είναι ότι η φωνή και τα λόγια είχαν πάντα προτεραιότητα, ποτέ δεν «πνίγονταν» στην υπόκρουση, κι έτσι όλοι μπορούν να εκτιμήσουν την ομορφιά των στίχων και της γλώσσας. Φυσικά, και η φωνή α καπέλα μπορεί να ακουστεί και να αρέσει.

Κι αυτό είναι ακόμα ένας λόγος για να αγαπάει κανείς την ελληνική μουσική. Εσείς οι Έλληνες συνεχίζετε να βγάζετε τόσες πολλές καλές φωνές, αμέτρητες μεγάλες φωνές. Νομίζω πως αυτό σχετίζεται με τη μοναδική λαλιά, τον τρόπο που οι φωνές σας μιλάνε τη γλώσσα, οπότε αυτή η γλώσσα που παράγεται μιλητά συνεχίζει σε στιλ τραγουδιού.

Οι ελληνικές φωνές συνεχίζουν να μου προκαλούν έκπληξη. Σχεδόν κάθε μέρα προσέχω ακόμα μια καλή ελληνική φωνή, που συνήθως τραγουδάει μια όμορφη μελωδία με μια τελείως ελληνική υπόκρουση – αυτό το πλημμύρισμα από τον ήχο του μπουζουκιού. Αυτός ο ήχος για μένα είναι αχτύπητος.