- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια ανάσα στην ξεραΐλα
O Βασίλης Βασιλικός διαβάζει το νέο βιβλίο της Ελένης Πριοβόλου, μια ποιητική ματιά στη μικροαστική φρίκη της ελληνικής επαρχίας
Η Ελένη Πριοβόλου είναι μια ταλαντούχα πεζογράφος που έγραψε την «Τριλογία των Αθηνών: Όπως ήθελα να ζήσω - Για τ’ όνειρο πώς να μιλήσω - Το τέλος του γαλάζιου ρόδου», τρία μυθιστορήματα που όχι μόνο αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό (Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ) αλλά ταυτόχρονα σημάδεψαν την πενταετία 2009-2014 με την ποιότητά τους. Τώρα, πάντα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφορεί το νέο βιβλίο της «Φωνές στο νερό». Κι ενώ πρόκειται για ένα σύντομα αφήγημα, μόλις 150 σελίδων, με παράλληλες διαφορετικές ιστορίες, αυτές συναρμολογούνται αριστοτεχνικά σε ένα σύντομο και πυκνό μυθιστόρημα.
Στην αρχή νόμισα πως έβλεπα την ταινία του Ζακ Τατί «Οι διακοπές του κυρίου Υλό». Μα όσο προχωρούσα στην ανάγνωση ξεθώριαζε αυτή η επιφανειακή εντύπωση που οφειλόταν στη ρομποτική κίνηση των χαρακτήρων (κι αυτοί σε διακοπές, όπως στην ταινία του Τατί, σε μια λουτρόπολη στο Ιόνιο πέλαγος απέναντι από την Ιθάκη) και κέρδιζαν (οι χαρακτήρες) σε βάθος ανθρώπινου πόνου ξεσκεπάζοντας, με την ηθελημένη σιωπή τους, τη μικροαστική φρίκη της ελληνικής επαρχίας. Να πώς μας παρουσιάζει, για παράδειγμα, έναν από αυτούς, τον απόμαχο ναυτικό, τον Νέστωρα:
«Είκοσι χρόνια αρμένιζε στα πέλαγα. Λάτρεψε τη θάλασσα με τα στοιχειά της. Πάλευε με τη γλύκα του νόστου και τη θαλπωρή του κόρφου εκείνης της μυρωμένης με αρμύρα γυναίκας που άφησε πίσω του. Νοστάλγησε τη ζωή μαζί της από ξημέρωμα σε ξημέρωμα. Πόθησε τη στρογγυλάδα της ζωής και των φεγγαριών στον όρμο του Ιονίου. Μα ποιο όνειρο, όταν γίνει βίωση και πραγματικότητα, συνεχίζει να έχει τη γλύκα του ίδιου του ονείρου; Εκτός κι αν μπορείς να συνεχίζεις να ζεις τη ζωή σαν σε άυλο κόσμο, αδιαφορώντας για τη στενάχωρη πλευρά της πραγματικότητας».
Η λέξη κλειδί είναι το «άυλο». Δηλαδή πώς από μια ύλη μαρτυρική (η ζωή του κάθε ανθρώπου στο σύνολό της) μπορείς να καταλήξεις στην άυλη ευδαιμονία. Κι αυτή μας πλημμυρίζει παρακολουθώντας καθένα ξεχωριστά τους μοναχικούς ήρωες και ηρωίδες του βιβλίου: την Ντόλυ Παρασόλη, που ψαρεύει στον Φάρο κάθε ξημέρωμα με καλάμι χωρίς αγκίστρι, την «ποδηλάτισσα» με το ίδιο πάντα δρομολόγιο να φτάνει στο βράχο κάθε πρωί, πριν οι παραθεριστές κατέβουν στην παραλία για το μπάνιο τους, να γδύνεται και να βουτά γυμνή στο νερό, τον Πολυκράτη τον «τενεκετζή», βλοσυρό κι αμίλητο στο λαγούμι του με τα αλουμίνια που την παρακολουθεί και φτιάχνει τα μπακίρια του στο σχήμα του κορμιού της, τον καπετάν Αντάρα με τον ανέκφραστο για χρόνια καημό, το ηλικιωμένο ζευγάρι των ηθοποιών που κανένας πια δεν τους αναγνωρίζει όσο κι αν δοξάστηκαν στις μέρες του λαμπρού παλιού ελληνικού κινηματογράφου κι «εκείνον τον περίεργο εκειπέρα», όπως λέγαν οι ντόπιοι τον άγνωστο (διάσημο διεθνώς αστροφυσικό που κατέρριψε τη θεωρία «του άτμητου των φωτονίων») και ζούσε αποτραβηγμένος στο εξοχικό του στις παρυφές της πολίχνης κάτω από το θόλο του αστεροσκοπείου που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Και να που όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί για πρώτη φορά, στο τελευταίο κεφάλαιο, στο αστεροσκοπείο του «περίεργου», τη νύχτα της «διαστημικής καταιγίδας» παρακολουθώντας έκθαμποι τη «βροχή αστρικής σκόνης που εκτινάσσεται εκείνο το βράδυ του Αυγούστου σε αμέτρητους φαντασμαγορικούς πίδακες από την ουρά του κομήτη 109p/Σουίφτ τατλ».
Εκείνο που πάντα με εντυπωσίαζε στην γραφή της Ε.Π. ήταν η γλώσσα της. Λέξεις και ρήματα που σπάνια τα έχουν χρησιμοποιήσει οι πεζογράφοι, όχι μόνο οι τωρινοί αλλά και οι παλιότεροι. Μια γλώσσα διόλου επιτηδευμένη, που απορροφά από την τρισχιλιετή ιστορία της ό,τι έφτασε μέχρι τις μέρες μας να επιζεί αζήτητο στα ράφια της συλλογικής μας μνήμης. (Κι αυτό τον αθησαύριστο θησαυρό έρχεται, νομίζω, να καλύψει το άρτι εκδοθέν «Λεξικό των απαιτητικών λέξεων της νέας ελληνικής» του Γ. Μπαμπινιώτη.)
Οι αυτοτελείς ιστορίες, με αναδρομές στο παρελθόν, του «Φωνές στο νερό» συμβαίνουν στις μέρες μας (υπάρχουν και λιγοστές, μα καίριες νύξεις για την κρίση), όμως η ποίηση, δηλαδή «οι βακχείες της ψυχής», όπως τις αποκαλεί η συγγραφέας, είναι πανταχού παρούσα.
Διαβάστε το βιβλίο! Ο ζέφυρος που φυσά μέσα στις σελίδες του θα σας δροσίσει. «Σαν κινούμενο μετείκασμα καλοκαιρινού ενυπνίου».