Βιβλιο

«Η μαμά, στην κουζίνα, καθαρίζει αιωνίως φασολάκια»

Ποιητικά αφηγήματα για μικρές στιγμές του παρελθόντος που μένουν μετέωρες ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία.

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 526
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Θάνο Κάππα με αφορμή το πρώτο του βιβλίο Πικρούτσικα, Πικρούτσικα (εκδόσεις Εστίας)

Θάνο, είμαστε πολύ χαρούμενοι που σε συναντάμε και πάλι στο «δημόσιο χώρο». Τι έκανες από τότε που σταμάτησες να γράφεις στην A.V.; Εκτός από το να διδάσκεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση...

Συνέχισα, βέβαια, το γράψιμο, αλλά με έναν πιο εσωτερικό τρόπο. Πρέπει να εξηγήσω γιατί σταμάτησα τότε να γράφω στην A.V. (με την ευκαιρία, καλώς σας ξαναβρίσκω). Μετά από τέσσερα χρόνια είχα φτάσει σε σημείο μιας μικρής νεύρωσης, είχα καταλήξει να κοιτάζω γύρω μου σαν υστερόβουλο αρπακτικό μήπως στη στροφή του δρόμου κρυβόταν το επόμενο θέμα. Μάθαινα τα κείμενα σχεδόν απ’ έξω – μιλάμε για εξαντλητικό εργόχειρο. Ξαφνικά ένιωσα τέτοια ασφυξία που θέλησα να αναπνεύσω και πάλι τον αέρα μιας αμεριμνησίας, να μη χρειάζεται να αξιοποιήσω τίποτα, να πετάξω από πάνω μου τις λέξεις.

Συνέχισες πάντως να γράφεις στο μπλογκ σου, τη vita moderna… Ένιωθες πιο ασφαλής εκεί, σαν ένα μέρος προστατευμένο συγκριτικά με την έκθεση σε μια εφημερίδα;

Ακόμα και στο μπλογκ έγραφα πάντα με δυσκολία και συνήθως μικρά κομμάτια. Γενικά μ’ αρέσει να διαβάζω σύντομα, στοχαστικά ή ποιητικά κείμενα. Με ενδιαφέρει η δουλειά που γίνεται στο επίπεδο της πρότασης, το θαύμα που θα προκύψει από τη νέα συναρμογή των κοινών λέξεων – γι’ αυτό και λάτρεψα το μπλογκ της ou ming. Πάντως τα μπλογκς, παρά την έκρηξη και διασπορά τους, νικήθηκαν τελικά από το Facebook – μια πορεία που κατά τη γνώμη μου σηματοδοτεί τη μετάβαση από το κείμενο (ως κέντρο του ενδιαφέροντος) στο ίδιο το πρόσωπο. Αν και η λογοτεχνία ξέρει να τρυπώνει παντού. Η Όλια Λαζαρίδου, για παράδειγμα, γράφει στο fb δυο-τρεις γραμμές που λειτουργούν σαν ποιητικοί δυναμίτες – το λέω γιατί συνέβη να ανατιναχτεί πρόσφατα ένας τέτοιος δυναμίτης μέσα μου, στις 4 το πρωί, επιστρέφοντας από ξενύχτι. Είναι απίθανη.

Πόσα χρόνια μαζεύεις υλικό για βιβλίο;

Μια δεκαετία περίπου, αλλά ας μη φανταστεί κανείς ποσότητες. Στο βιβλίο συμπεριέλαβα μόνο τα κείμενα (δημοσιευμένα και αδημοσίευτα) που συγκροτούσαν στα μάτια μου ένα συνεκτικό ανάγνωσμα, με συγκεκριμένη στόχευση.

Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που σε έκανε να θέλεις να γίνεις συγγραφέας;

Θα προτιμούσα να αφήσουμε το συγγραφέα στο βάθρο του, είναι ιδιαίτερα φορτισμένος όρος, εκτός αν μιλάμε με τη στενά τεχνική έννοια του όρου, του γραφιά ή του γραφομανή, όπως λέει κάπου η Κατερίνα Σχινά. Νομίζω πως κατά βάση γράφουμε για να ενωθούμε με τους άλλους, να μπούμε μέσα τους, να εγκατασταθούμε εκεί για πάντα. Σκέφτομαι την ανθρώπινη κατάσταση σαν διαρκή διάψευση και ματαίωση – είναι η αντίληψή μου για μια ζωή παγιδευμένη εκ των προτέρων και προσπαθώ συνήθως να μιλήσω από την πλευρά μιας (μοιρασμένης) ήττας. Ελπίζω το συγκαλυμμένo μελό μου να μαλακώνει κάπως την επιφύλαξη του αναγνώστη, να τον φέρνει σε μια θέση φυσικής συνομιλίας με το κείμενο. Αυτή υπήρξε πάντα και η βασική φιλοδοξία μου: η συνοδοιπορία, η συνάντηση με συγγενείς, μια παρηγορητική νοερή αγκαλιά. Υπάρχει μάλιστα ένα υπερρομαντικό στοιχείο μέσα μου που αφορά την ιδέα πως το βιβλίο απορροφά τις αναγνώσεις του, σαν να μην πρόκειται για ένα «εγώ» που γράφει αλλά ένα συλλογικό «εμείς» που αφήνει την πνοή του πάνω στις τυπωμένες σελίδες. Όμως αυτές είναι μεταφυσικές παραδοξότητες, ας τις προσπεράσουμε.

Τα κείμενα του βιβλίου σου είναι κατά βάση κείμενα αυτοβιογραφικά ή προϊόντα μυθοπλασίας;

Νομίζω πως η αυτοβιογραφία είναι πάντα μια επινόηση. Η ζωή δίνει τα ερεθίσματα αλλά η μεταγραφή τους, η μεταποίησή τους διά της γραφής, καθρεφτίζει το εσωτερικό βίωμα με τον τρόπο ενός παραμορφωτικού καθρέφτη. Αυτό που γράφουμε δεν είναι ποτέ αυτό που ζήσαμε αλλά αυτό που ανακτήθηκε μετά από αυτοπαρατηρήση (ξέρουμε, φυσικά, τι κόλακες του εαυτού μας είμαστε) και κυρίως μετά από την κρίσιμη μάχη με τις λέξεις. Θα γράψεις μια πρόταση με δέκα τρόπους και θα εισπράξεις δέκα διαφορετικές ποιότητες – είναι γνωστό αυτό. Όπως είναι γνωστό πως οι λέξεις σου εμψυχώνονται από την αλήθεια του βιώματός σου, από το βάθος του. Από εκεί και πέρα, έχω κάποιο προσωπικό ζήτημα με την καθαρή μυθοπλασία. Παρότι συνήθως την εκτιμώ σε άλλους, δεν μπορώ να με φανταστώ εύκολα στην ίδια θέση – θα έλεγα ότι βρίσκω κάτι ενοχλητικό σ’ αυτή την εικόνα ενός σκηνοθέτη του παντός. Οπότε προτιμώ μια πιο ταπεινή θέση, όπου τα πράγματα λέγονται μέσα σ’ ένα πνεύμα προσωπικής κατάθεσης-εξομολόγησης. Δεν μου διαφεύγει βέβαια πως κι αυτό αποτελεί ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό στιλ που μπορεί να γίνει εξίσου ενοχλητικό.

image

Χώρισες το βιβλίο σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, «Εμμονές και καθηλώσεις», συναντάμε θραύσματα από μακρινές δεκαετίες. Ήταν καλύτερα τα πράγματα τότε ή στην ανάμνησή τους μας φαίνονται ωραιότερα;

Οι «εμμονές και καθηλώσεις» θα έλεγα ότι περιλαμβάνουν, πρόχειρα, το υλικό μιας ψυχανάλυσης. Μαμά, μπαμπάς, επαρχία, παιδικοί έρωτες, αφύπνιση της σεξουαλικότητας, οι Κυκλάδες (ως Ουτοπία). Η μικροαστική ελληνική οικογένεια από την οποία καταγόμαστε είναι η κοινή μας μήτρα: η μαμά, στην κουζίνα, καθαρίζει αιωνίως φασολάκια. Η αναφορά στο παρελθόν είναι περισσότερο μια τεχνική να θερμανθεί το υπέδαφος των λέξεων, να μηνμείνουν τα πράγματα ψυχρά και ασυγκίνητα. Μέσα σ’ αυτή τη θέρμη των αισθημάτων μπορεί, νομίζω, ευκολότερα να συντελεστεί μια ποιητική σύλληψη αυτού του σωρού από ερείπια που είναι, ή καταλήγει να γίνει, η ζωή. Η νοσταλγία είναι ένας μηχανισμός εξιδανίκευσης, ο οποίος παραδόξως καταφέρνει με λάθος τρόπο να μας οδηγήσει σε μερικά σωστά, ουσιαστικά συμπεράσματα.

Μελαγχολική διάθεση διαπνέει τα διηγήματα. Είμαστε όλοι μόνοι και αθωράκιστοι, γράφεις κάπου. Τι συμβαίνει καθώς περνούν τα χρόνια; Ναι, αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο μόνο και ανυπεράσπιστο – από κει νομίζω πηγάζει και ένα βλέμμα συγγνώμης για τα ανθρώπινα. Υπάρχει αυτός ο στίχος του Harrison σαν εισαγωγικό μότο, το «Ι’m sitting here doing nothing but ageing» που περιγράφει κατά τη γνώμη μου την αίσθηση της παράλυσης, το μούδιασμα της ύπαρξης απέναντι στον αδυσώπητο χρόνο, το γεγονός ότι απέναντι στη ζωή που περνά μπροστά στα μάτια μας, θα έλεγα ακόμα και απέναντι στο λευκό χαρτί, μένουμε αμήχανοι, δεν ξέρουμε τι να πούμε.

Η ενότητα «Tragicomedia moderna» περιλαμβάνει αφορμές που δίνει η επικαιρότητα. Η κρίση εμφανίζεται πλέον σαν «βιβλική κατάρα», όλοι συζητούν σενάρια πτώχευσης… Πτωχεύσαμε και συναισθηματικά ή μπορούμε να αισιοδοξούμε;

Η αισιοδοξία είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση. Όμως η νέα μας πραγματικότητα αφορά κυρίως το ρημαγμένο ψυχικό τοπίο μιας κοινωνίας χωρίς ορίζοντα. Ζω για χρόνια από πολύ κοντά τους υλικούς όρους αυτής της κρίσης, δουλεύοντας σε περιοχές που οι άνθρωποι κυριολεκτικά ισοπεδώθηκαν. Δεν αποφασίζω να μιλήσω γι’ αυτόν τον κόσμο περισότερο από μια αίσθηση προστασίας της ιδιωτικής τους δυστυχίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κοινωνικής κατάρρευσης είναι αδύνατο να διεκδικήσεις μια ασφαλή θέση για τον εαυτό – δεν υπάρχει ατομική, προσωπική εξασφάλιση. Γι’ αυτό και το πένθος μας είναι συλλογικό.

Πες μου ένα βιβλίο που σε έκανε να κλάψεις...

Η «Φλέβα του λαιμού», το βιβλιαράκι του Σωτήρη Δημητρίου και συγκεκριμένα το διήγημα «Ως κόρην οφθαλμού». Θυμάμαι ότι ξαφνικά έγινε ένα κρακ και παραδόθηκα – δάκρυα άρχισαν να αναβλύζουν, έκλαιγα με λυγμούς. Έκτοτε, πάνε πάνω από δέκα χρόνια, δεν μου έχει ξανασυμβεί.

Ποιο βιβλίο βρίσκεται τώρα στο κομοδίνο σου;

Τα πεζά της Πολυδούρη, στην πρόσφατη έκδοση της Εστίας.