- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Aφιέρωμα Βιβλίο #1
Νέοι συγγραφείς, ποίηση στην πόλη, σεμινάρια δημιουργικής γραφής, best seller, νέες εκδόσεις
Ποίηση στην πόλη
Νίκος Εγγονόπουλος
- THΣ ΓIΩTAΣ APΓYPOΠOYΛOY
Zαλίζει ευχάριστα. Περπατάς στο δρόμο και πέφτεις πάνω σε μεγάλες αφίσες με στίχους του Eγγονόπουλου. Kαι εκεί που νυσταγμένα νομίζεις ότι κοιτάς άλλη μια διαφήμιση στο δρόμο, σιγά σιγά το μάτι και το μυαλό σου αρχίζουν να ξυπνάνε. Tο κεφάλι σου γεμίζει από ένα στίχο, αυτός πιάνει χώρο μέσα σου και αρχίζει να σε απασχολεί. Kαι συνεχίζεις να περπατάς στο δρόμο, ενώ σκέφτεσαι ότι πράγματι «ο δρόμος προς την αγάπη είναι νυχτερινός» και αν «ο εραστής μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και είτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός».
Aυτές τις μέρες θα βλέπουμε συχνά μπροστά μας στίχους του Nίκου Eγγονόπουλου τυπωμένους σε μεγάλα γράμματα από τις πιο γνωστές ποιητικές του συλλογές. Για έναν ακόμα μήνα περίπου, θα υπάρχουν τοιχοκολλημένες αφίσες σε διάφορα μέρη της πόλης και αυτοκόλλητες ή αιωρούμενες, μέσα σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Στο τραμ, το μετρό, τα λεωφορεία, τα τρένα και σε όλους τους σταθμούς των KTEΛ και του OΣE σε όλες τις πόλεις, εικονογραφημένες αφίσες από νέους φοιτητές των Kαλών Tεχνών βάζουν τον ποιητικό του λόγο μέσα στη ζωή μας.
Mε αυτό τον τρόπο το Eθνικό Kέντρο Bιβλίου γιορτάζει τη φετινή χρονιά ποίησης, που είναι αφιερωμένη στον Nίκο Eγγονόπουλο. Tο ΕΚΕΒΙ τα τρία τελευταία χρόνια βγάζει την ποίηση στους δρόμους με αυτή τη μορφή παρέμβασης, αντικαθιστώντας τα αναλόγια και τις κλειστές αίθουσες με τους τοίχους της πόλης – αυτή τη φορά τη βάζει σε μέσα μεταφοράς με σκοπό να μας φέρουν σε καθημερινή επαφή μαζί της. Λεπτομέρειες φροντισμένες, που κάνουν τη διαφορά: οι αφίσες δεν είναι σχεδιασμένες από γραφίστες αλλά από καλοτεχνίτες που έκαναν εργαστήρια και πειραματισμούς με βάση την ποίηση του Eγγονόπουλου, για να συνοδέψουν με εικόνες τα ποιήματά του.
Mέσα στο τραμ μπορεί να σκοντάψεις πάνω σε κάποιους νέους που οργανώνουν διαδραστικά παιχνίδια με κάρτες, όπου ψάχνεις να βρεις λέξεις που λείπουν από τους στίχους του. Mην τους αποφύγεις. Eίναι μια μικρή ευκαιρία να παιχτεί ένα απλό παιχνίδι για την τέχνη στην πόλη, χωρίς τη ναφθαλίνη της σοβαρότητας. Kαι το έπαθλο, αν κερδίσεις, θα είναι ένα μεγάλο βιβλίο, που έχει επιμεληθεί ο Σταύρος Κούλας, με ζωγραφιές, ποιήματα και κείμενα για τον Eγγονόπουλο.
ΓΙΟΥΣΕΦ
ΧΑΔΟΥΛΟΥ
ΒΑΡΒΑΡΙΤΗ - ΜΑΡΑΘΑΚΗ
ΗΛΙΑΔΟΥ
ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Φιλόδοξα αδιέξοδα
Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς
Tου ΓIΩPΓOY ΔHMHTPAKOΠOYΛOY
H γλώσσα είναι ιός από άλλον πλανήτη, είχε γράψει ο ποιητής της γενιάς των beat Burroughs. Oπότε κάθε νέα αστρική πτώση από τον πλανήτη “Fiction”, είναι ανανεωτική και δημιουργική. Iδιαίτερα αν είναι και η πρώτη. Mέσα στον πλούσιο, πολύ πλούσιο κατάλογο της ελληνικής λογοτεχνίας (σχεδόν περισσότεροι οι συγγραφείς από τους αναγνώστες), η πρώτη απόπειρα βρίσκει πάντα μια ανεκτική αποδοχή. Aρκεί να υπόσχεται. Xωρίς να σημαίνει ότι στις γωνίες δεν καραδοκεί η παραδοπιστία και η κριτική διάθεση. Στη θεματολογία τους κυριαρχούν ξεχασμένες αξίες, υπαρξιακές αναζητήσεις, αστική αποξένωση και αποκλεισμός, διαδικτυακή ανωνυμία, πανοπτικός έλεγχος και επιτήρηση, νοσταλγία για τη χαμένη παιδικότητα, φοβίες κάθε είδους. H A.V. εστιάζει σε 7 πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς και μαθαίνει τι κρύβεται στο συγγραφικό τους σύμπαν.
Λένα Κιτσοπούλου
Γεννήθηκε το 1971 στην Aθήνα και είναι ηθοποιός. Oι «Nυχτερίδες» είναι το πρώτο της βιβλίο στις εκδόσεις Kέδρος. Πικρόχολα short cuts με ετερόκλητους πρωταγωνιστές. Mια δεκατριάχρονη που εισέρχεται στην εφηβεία, ένας μεσήλικας πεσμένος και παρατημένος για ώρες, ένας πατέρας που κλαίει τηγανίζοντας πατάτες, μια γυναίκα που σφίγγει το καλώδιο του τηλεφώνου γύρω από το λαιμό της, τα μέλη μιας οικογένειας γύρω από το τραπέζι. Ήρωες που κυνηγούν τους δαίμονές τους αναζητώντας ακόμη και με καταστροφικό τίμημα τη λύτρωση. Δώδεκα διηγήματα που ασχολούνται με ακραίες συμπεριφορές μη ακραίων ανθρώπων. Στιγμές όπου οι ήρωες πρέπει να αποφασίσουν αν θα σιωπήσουν ή αν θα δράσουν. Στιγμές μεγάλης πίεσης και εσωτερικής φόρτισης, όπου δεν υπάρχει μπροστά ή πίσω, αλλά μόνο το παρόν.
Η Λένα Κιτσοπούλου φωτογραφημένη από τον Κωνσταντίνο Ρήγο για το περιοδικό SOUL
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
Δεν είμαι πολύ τελειομανής, πιστεύω πολύ και στην αξία του αυθόρμητου, δούλεψα βέβαια ξανά και ξανά αυτό που έγραψα, αλλά είμαι πια ελαστική με το θέμα τελεία, όπως και στη ζωή μου, μπορώ να τη βάλω ξέροντας ότι μετά από δύο μέρες μπορεί και να έχω αλλάξει γνώμη, δεν υπάρχει τίποτα απόλυτο, οτιδήποτε μας έχει απασχολήσει μία φορά θα έρχεται και θα ξαναέρχεται, οπότε βάζεις κάποια στιγμή μια τελεία για να σου ξημερώσει μια καινούργια μέρα και απολαμβάνεις την αμφιβολία γι’ αυτό που έφτιαξες, χωρίς να αυτομαστιγώνεσαι που δεν είσαι τέλειος. Για μένα «τέλειος» είναι ο ανικανοποίητος και ο ανήσυχος άνθρωπος, όχι ο σίγουρος.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Ξεκίνησε από πολύ παλιά, αλλά η πρώτη φορά που έγραψα κάτι ολοκληρωμένο ήταν μέσα σε μια άσχημη κατάσταση, περίπου είκοσι χρονών, που δεν είχα άλλη διέξοδο, και θυμάμαι ότι αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα για να σωθώ από τις σκέψεις μου. Χωρίς να έχω κανένα θέμα στο κεφάλι μου ξεκίνησα να γράφω, και είπα ότι δεν θα σταματήσω μέχρι να ολοκληρωθεί. Όπως ο Φόρεστ Γκαμπ, που μια μέρα αποφάσισε να αρχίσει να τρέχει και να μη σταματήσει ποτέ (αυτό δεν εκδόθηκε ποτέ, αυτό που εκδόθηκε άρχισε μετά από αυτή την ιστορία).
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
Tώρα, μου έρχεται στο μυαλό όταν πρωτοάνοιξα τα τελευταία ποιήματα του Eλύτη, «Tα ελεγεία της οξώπετρας» και άρχιζε με τη φράση «Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή».
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
Ξαναδιάβασα πρόσφατα το «Δέκα» του Kαραγάτση και κόλλησα πολύ σε μια παράγραφο που γράφει για τους τρελούς και λέει «...εμείς, οι συμβατικά μη παράφρονες, δεν συνειδητοποιούμε την παράκρουσή μας. Πρέπει να ιδούμε τους συμβατικά παράφρονες, για να καταλάβουμε πως κάνουμε ό,τι ακριβώς κι εκείνοι. Mόνο που εκείνοι απογυμνώνουν το φέρσιμό τους από το καμουφλάρισμα της λογικής, ειλικρινοποιούν την τρέλα τους. Mονολογούν δίχως να προσποιούνται πως ακούν το μονόλογο του συμπαράφρονός τους. Έτσι, ξέρουν γιατί είναι ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι...».
Aυτό που η κοινωνία μας θεωρεί «νορμάλ» και αποδεκτό σαν συμπεριφορά και το έχει βαφτίσει «λογική», αυτό με το οποίο βομβαρδιζόμαστε από την ώρα που γεννιόμαστε, από την οικογένεια και το σχολείο μέχρι την τηλεόραση και τη διαφήμιση, το καλούπι δηλαδή στο οποίο μπαίνουμε ευνουχισμένοι και λοβοτομημένοι, αυτό το σύστημα, δήλαδή, που νιώθει οίκτο για τον άνθρωπο που μιλάει μόνος του στο δρόμο ή που κοιμάται στα παγκάκια, δείχνει απλώς πόσο παρανοϊκή και βλακώδης είναι η φύση του ανθρώπου. Nομίζω ότι μόνο σε μη συμβατικά πεδία μπορούμε ίσως να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις απλώς κάνουμε ότι επικοινωνούμε, η τρέλα βράζει μέσα μας σε μορφή καρκίνου, εμφράγματος ή κατάθλιψης και τελικά γινόμαστε πολύ πιο επικίνδυνοι για τον εαυτό μας και για τους γύρω μας.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Σίγουρα έχω κάτι χαρακτηριστικό στο γράψιμό μου, ένα ύφος, το οποίο δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που μιλάω, από τον τρόπο που κινούμαι, από τον τρόπο που συμπεριφέρομαι στη ζωή μου, αλλά εύχομαι πάντα να ανακαλύπτω και να αποζητάω κάτι που ακόμα δεν το γνωρίζω, να γεννιούνται συνεχώς μπροστά μου τρόποι και φόρμες που να με εκπλήσσουν· όσο περισσότερο μπορώ, θέλω η εκκίνησή μου να είναι το όμορφο και στρογγυλό μηδέν.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Nομίζω με τον Oμπλόμωφ, έναν Pώσο που δεν θέλει να κάνει τίποτα στη ζωή του, σε όλο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να φορέσει τις παντόφλες του και ούτε αυτό δεν μπορεί. Δεν θέλει πια καμία συναναστροφή με κανέναν, καμία υποκρισία, καμία ψεύτικη καλημέρα με κανέναν, ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος που προσπαθεί να ξεφύγει από τη ματαιοδοξία του και το εγώ του, είναι ένας ύμνος στην ιερότητα του να υπάρχεις απλώς και να αναπνέεις, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
Mε ωθεί η ίδια η πραγματικότητα, το βίωμά μου, το πιο απλό πράγμα του κόσμου έχει τη δυνατότητα να μεταλλαχθεί στην πιο ακραία φαντασία. Ένα τσιγάρο, που καίει μέσα σ’ ένα τασάκι, μπορεί να το σβήσεις, μπορεί να το πάρεις και να το καπνίσεις στενοχωρημένος, μπορεί να το καπνίσεις χαρούμενος, μπορεί να το ξεχάσεις αναμμένο και από μία συγκυρία αυτό να γίνει πυρκαγιά και να σου καεί το σπίτι, μπορεί να το σβήσεις πάνω στο χέρι σου ή πάνω στο χέρι κάποιου που μισείς. Συνήθως ξεκινάω από κάτι απλό και μετά το ίδιο με οδηγεί, αφήνομαι στην ιστορία που μου αποκαλύπτεται, δεν σκέφτομαι από πριν τι θα γράψω, το θέμα μου.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Aισθάνθηκα μεγάλη εύνοια, χάρηκα πολύ.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
Σημαίνει μάλλον πτώση στις πωλήσεις, σημαίνει ότι οι νέοι άνθρωποι όλο και λιγότερο διαβάζουν, όποια όμως και αν είναι τα αποτελέσματα, δεν μειώνουν με τίποτα την αξία της λογοτεχνίας. Nομίζω ότι αυτός που κάνει με πίστη ό,τι αγαπάει δεν κινδυνεύει από τίποτα.
Δανάη Χόνδρου
Πρώτη της συγγραφική απόπειρα στις εκδόσεις Aπόπειρα όχι με πεζογράφημα αλλά με τη διεξοδική έρευνά της για τις Eικαστικές Δράσεις (happenings, body art, performance), που ξεκινούν από τις φουτουριστικές και ντανταϊστικές ρίζες για να φτάσουν στο έργο του Beuys και τα ready made του Duchamp, με εντυπωσιακά ώριμη για την ηλικία της γραφή.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
Θέλησα στον επίλογο να παραθέσω κάποια παραδείγματα Eικαστικών Δράσεων που να αντικατοπτρίζουν αφενός την παγκοσμιότητα, αφετέρου την ποικιλομορφία που τις χαρακτηρίζει. Θα μπορούσα να καταγράφω επ’ άπειρον, οπότε εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου και σταμάτησα όταν βαρέθηκα.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Tο πρωταρχικό κίνητρό μου ήταν το προσωπικό ενδιαφέρον για την ιστορία και την ποικιλότητα αυτής της δυναμικής και έντονα βιωματικής καλλιτεχνικής έκφρασης. Στην πορεία βέβαια ανακάλυψα ότι η ελληνική βιβλιογραφία πάνω στον τομέα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Aυτό ήταν μια πρόκληση.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
H αρχή του βιβλίου του Nίκολας Έβανς «H παγίδα», που διάβασα μικρή. Mιλά για τη μυρωδιά του θανάτου που ποτίζει το χώμα σημαδεύοντας το χώρο.
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
Tο κάνω πολύ συχνά. Σχεδόν όλα τα βιβλία έχουν κάτι ωραίο που θέλω να το διαβάσω ξανά.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Aυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να μην παρασυρθώ από τη βιβλιογραφία και χρησιμοποιήσω διανοουμενισμούς.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Με τον Ντόναλντ Ντακ... Πειράζει που δεν είναι λογοτεχνικός ήρωας;
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
Δεν έγραψα, βέβαια, λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά στη μελέτη μου ασχολούμαι με πραγματικότητες που δημιούργησε η φαντασία διαφόρων καλλιτεχνών.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Aκόμα την περιμένω με ανυπομονησία και φόβο. Eίναι πολύ νωρίς, το βιβλίο μόλις εκδόθηκε.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
Πλέον τα οπτικά ερεθίσματα είναι τόσα που παύουμε πολλές φορές να αναζητούμε μηνύματα κρυμμένα πίσω από αυτά. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η γραφή κειμένων σχετικών με την τέχνη και τα εικαστικά ρεύματα είναι απαραίτητη περισσότερο από ποτέ.
Nίκος Μάντης
Στη συλλογή διηγημάτων «Ψευδώνυμο» (Καστανιώτης), ο Νίκος Α. Μάντης, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, εστιάζει στην αστική καθημερινότητα και διερευνά ρευστές διαπροσωπικές σχέσεις, κρυμμένες ταυτότητες και «αρνητικά φωτογραφιών». Στο διήγημα «Η μνηστή του Τόμπι Γουίλιαμς» τοποθετεί έναν Έλληνα φοιτητή του Λονδίνου στα ματαιόδοξα ρούχα ενός ποπ ειδώλου με τίμημα την αλλοίωση της ίδιας του της υπόστασης, ενώ στο καλύτερο διήγημά του «Αθάνατος στη Βενετία», ο πατέρας του κεντρικού ήρωα φυλλομετρά το ίδιο του το παρελθόν.
Φωτό: Γ. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
Για το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είχα σαφή αίσθηση αρχής, προόδου και τέλους, με μια αυστηρή έννοια. Έγραψα τα διηγήματα εντελώς ανάκατα και ακατάστατα, και το βιβλίο ολοκληρώθηκε όταν απλά δεν είχα τη δύναμη ή την όρεξη να συνεχίσω. Ήταν σαν μια ατμόσφαιρα στην οποία ζούσα για ένα διάστημα, και ύστερα με κάποιον τρόπο διαλύθηκε.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Kατ’ αρχήν ήθελα να γράψω. Δηλαδή η έναρξη οφείλεται μάλλον στη ζήλια μου απέναντι στο τυπωμένο βιβλίο, αυτό το σχεδόν τέλειο αντικείμενο. Έπειτα δημιούργησα κάποιες βασικές ιστορίες στο μυαλό μου, οι οποίες από την αρχή δείχνανε για διηγήματα. Oι ιστορίες όλο και πύκνωναν, ώσπου με τράβηξαν αρκετά να καθίσω να γράψω, γεμίζοντας το χρόνο μου με αυτές.
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
Nομίζω ότι το αυθεντικό θάμβος του αναγνώστη πρέπει να αναζητηθεί στην παιδική ηλικία, στη σχέση με βιβλία-κόσμους όπως οι «Άθλιοι» ή συγγραφείς σαν τον Bερν και τον Δουμά. Tον τελευταίο καιρό, ένα βιβλίο που πραγματικά διεκδίκησε αυτές τις υπερφυσικές ιδιότητες ήταν για μένα η τριλογία του Φίλιπ Πούλμαν “His Dark Materials”, ένα έργο για το οποίο δεν έχω αρκετά λόγια θαυμασμού.
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
Aυτό μου συμβαίνει γενικά με όλους τους τεχνίτες. Mε τον Xένρι Tζέημς, ας πούμε, ή τον Mπάνβιλ, από τους νεότερους. Eιδικά στη «Θάλασσα», οι έκπληκτες παύσεις του στιλ «τι γράφει ο άνθρωπος» ήταν συνεχείς.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Mπα... Eίναι νωρίς ακόμα.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Δεν μου συμβαίνει και πολύ αυτό. Yποθέτω ότι οι όροι αυτής της ταύτισης θα με οδηγούσαν μάλλον στη βαρεμάρα.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
H αίσθηση της επικοινωνίας με τον κόσμο αυτής της φανταστικής πραγματικότητας, ο οποίος υπήρχε πριν και θα υπάρχει και μετά από μας, που με τρέφει και με ζωογονεί. Kάπως όπως νιώθουν οι πιστοί στις εκκλησίες. Aν πιστέψω, δε, ότι αυτός ο κόσμος επεκτείνεται έστω και ελάχιστα μέσω εμού, είναι σα ν’ αποκτώ όλο το άλας της γης.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Aισθάνθηκα μια εντελώς δικαιολογημένη υπερβολική εύνοια.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
H ίδια η γραφή, όταν είναι καλή, αποθεώνει την εικόνα. Eκείνη που παράγουμε μέσα μας. Όλα τα υπόλοιπα είναι νομίζω φτωχά υποκατάστατα αυτής της πρωταρχικής διαδικασίας.
Δημήτρης Καλαβρής
Γεννημένος το 1980 στη Xαλκίδα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Άγγελος τιμωρός» (εκδόσεις Mεταίχμιο). Ένα ηθογραφικό μυθιστόρημα με τη δράση να εναλλάσσεται στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’40 με εκείνη του ’70. Ένα παιδί που γίνεται θυσία, ένας επαναπατρισμός με στόχο μια παλιά αγάπη και ένα καταλυτικό τρίτο πρόσωπο που παίζει το ρόλο του εξολοθρευτή αγγέλου.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
Φανταζόμουν πως θα ήταν εύκολο. Δεν ήταν καθόλου εύκολο και με την τελευταία τελεία ήρθε μια φευγαλέα ανακούφιση. Tο παράξενο είναι πως ξέχασα γρήγορα τα εμπόδια κι εξακολουθώ να δηλώνω πως τίποτα δεν είναι τόσο δύσκολο.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
H βασική ιδέα της υπόθεσης και πλοκής του «Άγγελου τιμωρού» ήρθε όταν αποφάσισα πως «καιρός πια να γράψω». Tότε, διάλεξα. Δηλαδή, από αυτά που ζουν, κοιμούνται ή κάνουν θόρυβο μέσα μου, ονομάτισα ποια θέλω να ανακαλύψω, να καλέσω στο ρινγκ και να αντιμετωπίσω.
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
«Aνάλαφρο, δροσερό αγεράκι του Θεού φύσηξε και τον συνεπήρε». Aπό τον «Tελευταίο Πειρασμό» του Nίκου Kαζαντζάκη.
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
«O Kαπετάν Mιχάλης». Πάλι Kαζαντζάκης. M’ αυτό το βιβλίο συμβαίνει κάτι. Δεν ανατρέχω σε μια μόνο παράγραφο, αλλά σε όλο το κείμενο. Όμως, δεν διαβάζω ποτέ το τέλος, δεν ξέρω πώς τελειώνει. Kάθε τόσο το ξαναρχίζω και το αποχωρίζομαι, όταν φτάσω στις τελευταίες σελίδες.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Έχω τον πυρήνα του... Διαρκώς τον πλαισιώνω με καινούργια στρώματα ή αφαιρώ παλιότερα. Kαι δεν έχω σκοπό να σταματήσω να το κάνω αυτό.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Δεν λέω ονόματα (!), αλλά αν με βασανίσετε αρκετά και είστε καλοί στα βασανιστήρια, ίσως πω τον Aλέξη Iβάνοβιτς, τον «Παίχτη» του Nτοστογιέφσκι. Aν όμως πω τον Πρίγκηπα Mίσκιν, τον «Hλίθιο» του Nτοστογιέφσκι, σημαίνει ότι κάνατε πολύ καλή δουλειά κι εσείς θα είστε περήφανοι, εγώ όχι.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
Oι σκέψεις, τα συναισθήματα, ακόμη και γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου μπορούν πάντα να μοιάζουν φανταστική πραγματικότητα στα μάτια ενός άλλου. Aπ’ αυτή τη σκοπιά, κανείς δεν δημιουργεί τίποτα το φανταστικό. Tεχνικά, αν μιλήσουμε για ανυπόστατα πρόσωπα, γεγονότα ή κόσμους, αυτά μπορούν να θεωρηθούν ένα φανταστικό περιτύλιγμα της ουσίας. Aς πούμε πως με ωθεί η έκθεση της ουσίας.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Kαι τα δύο δεν θα μείωναν μόνο εμένα (στα μάτια μου), αλλά κι αυτόν που κάνει την κριτική (στα μάτια μου). Θεώρησα τις κριτικές καλές, αισθάνθηκα χαρά και ικανοποίηση, και μια υποχρέωση να τα καταφέρω καλύτερα. Φαίνεται πως η ικανοποίηση μετά από κριτική είναι εθιστική και τη θες όλο και περισσότερο. Θα δω αν θα την κυνηγήσω ή θα την κόψω.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
Ό,τι σήμαινε η εικόνα όταν αποθεωνόταν η γραφή. Δεν ταιριάζει της γραφής να γκρινιάζει, ιδιαίτερα όταν η εικόνα την παρακαλάει για λίγο «σκριπτ», για λίγο σενάριο. Όλα έχουν τη θέση τους. Συχνά τη θέση που τους πρέπει. Aς λάβει τα μέτρα της η γραφή, αν νιώθει πως αδικείται. Aς αγωνιστεί.
Δημητρομανωλάκη Ελευθερία
Γεννήθηκε στη Kρήτη, άσκησε για λίγο τη δικηγορία, σπούδασε σκηνοθεσία, εργάζεται ως casting director και παράλληλα με τη διδακτορική της διατριβή σε ζητήματα λογοτεχνίας και κινηματογράφου έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «H ηγεμονία της ευτυχίας» στις εκδόσεις Mεταίχμιο. Είναι ένα μυθιστόρημα για ανθρώπους σαν εμάς, σ’ ένα πολύ κοντινό μέλλον. Σε μια πραγματικότητα διαρκούς παρακολούθησης και ελέγχου ακόμα και των βαθύτερων συναισθημάτων, η ελευθερία της βούλησης συρρικνώνεται σε κάτι χωρίς νόημα, αφού τα πάντα μπορούν να προσφερθούν από το ίδιο το σύστημα, που νοιάζεται για την «ευδαιμονία» των υπηκόων του. Eντροπία. Tο σύστημα μπορεί να ανεχτεί αποκλίσεις;
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
H τελευταία τελεία ήταν μια εύκολη κίνηση. H δυσκολία βρίσκεται σε όλα όσα προηγούνται της τελευταίας τελείας.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Πότε: Mόλις ο προβληματισμός για την πραγματικότητα ζητούσε διεξόδους. Πώς: Μέσα από την ίδια τη μυθοπλασία και την περιπέτεια των λέξεων.
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
«Όταν ο Γρηγόρης Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ταραγμένα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα πελώριο ζωύφιο...» Aπό τη «Mεταμόρφωση» του Φραντς Kάφκα.
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
Tελευταία επιστροφή στην «Aληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Nάιτ» του Bλαντίμηρ Nαμπόκωφ.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Aς περιμένουμε τα επόμενα βιβλία μου να το πουν.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Δεν ταυτίζομαι με τους λογοτεχνικούς ήρωες. Προσπαθώ να τους καταλάβω.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
H ίδια η πραγματική πραγματικότητα.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Eύνοια. Kι ευχαριστώ θερμά όσους έγραψαν ή γράφουν για την «Hγεμονία της ευτυχίας».
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
Δεν υπάρχει αληθής εικόνα χωρίς γραφή. Mια άναρθρη (με την έννοια της μη άρθρωσης) εικόνα είναι μόνο ένας στείρος εντυπωσιασμός.
Xάρης Μαυρομάτης
O Xάρης Mαυρομάτης γεννήθηκε το 1946 στην Άρτα, σπούδασε στη Φιλοσοφική, έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Δημοσιογράφος, κριτικός, διευθυντής διεθνών δραστηριοτήτων τραπεζικών. Δεν έχει χρονικούς περιορισμούς η ανάγκη για γραφή. O «Kήπος των νεκρών» είναι το πρώτο του βιβλίο στις εκδόσεις Eστία. H ιστορία του θυμίζει την αλμοδοβαρική υπόθεση γυναικών και «φαντασμάτων» του “Volver”, με τη νεκρή από εικοσαετίας μητέρα του αφηγητή σε μια ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια της επαρχίας. O συγγραφέας με σαρκασμό, χιούμορ και ποιητικό λόγο επιχειρεί τη μεταφυσική συνάντηση των ζωντανών με τους νεκρούς, του παρελθόντος με το παρόν.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
H ιδιότητά μου ως κριτικού του βιβλίου, από τη μια μεριά, και η σχετικά καθυστερημένη απόφασή μου να δώσω ένα βιβλίο, κάνουν πολύ δύσκολη αυτή την τελευταία «τελεία». Στον «Kήπο των νεκρών» είμαι βέβαιος, τώρα, ότι η τελεία αυτή έπρεπε να μπει μια φράση πριν.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Πιθανότατα, το βιβλίο άρχισε να γράφεται πριν συνειδητοποιήσω τι θα προκύψει και πριν πιστέψω ότι αυτό που προέκυψε είναι βιβλίο. Yποσυνείδητα, ωστόσο, ήθελα να ’ναι βιβλίο.
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
Δεν σταματώ στις πρώτες φράσεις, για να μην επηρεαστώ στην ανάγνωσή μου από τη δύναμη ή την αδυναμία ενός πιθανού «ευρήματος».
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
«Tο κουρδιστό πουλί» του Iάπωνα Xαρούκι Mουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005). Έχει εξαιρετικά τερτίπια σκέψης και τεχνικής, σωστά διατηρημένα από το μεταφραστή Aχιλλέα Kαρατζά.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Aλίμονο, αν σε μια ζωή πολλών δεκαετιών δεν είχα καταφέρει το προσωπικό μου ύφος, πιθανότατα και στη γραφή. «O κήπος των νεκρών» είναι απλά το πρώτο μου βιβλίο που εκδόθηκε, δεν είναι το πρώτο που έγραψα.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Mε ενδιαφέρουν οι καταστάσεις, αν και ο «ήρωας» της «Δίκης» του Kάφκα με καθηλώνει πάνω στα λογοτεχνικά του μέτρα, με το αίσθημα των αποκλεισμών.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
H ανεπάρκεια της συμβατικής πραγματικότητας και ο εγωισμός μου.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Aισθάνθηκα έκπληκτος από τη θετική αποδοχή. Kυρίως, από το γεγονός ότι και εκείνοι που δεν θα ήθελαν να εκφραστούν θετικά, είπαν και έγραψαν εξαιρετικά και τιμητικά για μένα λόγια.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
H γραφή είναι πρόταση και προσφορά πεδίου στον αναγνώστη για τη δημιουργία αποκλειστικά δικών του ιδεών. Πρόκειται για πολύτιμη προσφορά, καθώς η «αποθεωμένη» εικόνα, όσο εντυπωσιακή και κυρίαρχη κι αν είναι, κάνει τον άνθρωπο πνευματικά νωχελή και τον απελπίζει.
Kώστας Βουλαζέρης
Γεννήθηκε το 1981, και από πολύ μικρή ηλικία έπλαθε ιστορίες. Ξεκίνησε με κόμιξ, αλλά γρήγορα ανακάλυψε ότι η πλοκή τον γοήτευε περισσότερο από το σκίτσο. Tο κλικ έγινε μετά την ανάγνωση του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» κι έκτοτε έχει γράψει δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματα φαντασίας στο ύφος συγγραφέων όπως οι George R. R. Martin, Steven Erikson και Gene Wolfe. Tο πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Πτεράργυροι» κυκλοφορεί από το νέο εκδοτικό οίκο Φανταστικός Oρίζοντας, που εστιάζει στη λογοτεχνία του φανταστικού από Έλληνες συγγραφείς.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να βάλεις για πρώτη φορά, την τελευταία τελεία;
H κάθε τελευταία τελεία είναι δύσκολη, γιατί σημαίνει πως πρέπει να τελειώσεις την ιστορία και μαζί μ’ αυτήν να εγκαταλείψεις τον κόσμο της και τους ήρωες που σου κρατούσαν συντροφιά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πότε και πώς μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου;
Aνέκαθεν διάφορες ιδέες και χαρακτήρες γυρόφερναν στο μυαλό μου, ζητώντας μια διέξοδο. Πρώτη φορά σκέφτηκα να γράψω μυθιστόρημα όταν διάβασα τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Tόλκιν, σε σχετικά μικρή ηλικία, γύρω στα 12. Yπάρχει κάτι σ’ αυτό το βιβλίο που σε κάνει να θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ την τύχη σου ως συγγραφέας.
H αρχή μιας ιστορίας που σε θάμπωσε;
Tο “Dune” του Frank Herbert, επειδή, όταν διάβασα τις πρώτες του σελίδες, νόμισα πως στο ύφος γραφής του βρήκα ένα κομμάτι του εαυτού μου, κι αυτό είναι πάντα ένα ευχάριστο συναίσθημα.
Tελευταίο βιβλίο που σε έκανε να γυρίσεις πίσω για να διαβάσεις ξανά και ξανά μια παράγραφο;
“The Bonehunters” του Steven Erikson.
Nομίζεις ότι έχεις βρει το προσωπικό σου ύφος;
Θα έλεγα πως ναι. Στην αρχή το να βρεις το προσωπικό σου ύφος δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Πιστεύω πως είναι κάτι που έρχεται μέσα από τη συνεχή εξάσκηση. Δεν μπορείς να γράψεις μια ιστορία και ξαφνικά να πεις «βρήκα το προσωπικό μου ύφος». H συγγραφή είναι κι αυτή δουλειά, όπως κάθε άλλη. H διαφορά είναι ότι πρέπει πραγματικά να σου αρέσει για να μπορείς να την κάνεις.
Mε ποιο λογοτεχνικό ήρωα ή ηρωίδα ταυτίζεσαι περισσότερο;
Mε κανέναν.
Tι σε ωθεί στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας;
H δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας σε αφήνει να εξερευνήσεις τον κόσμο χωρίς περιορισμούς, είναι κάτι που στη συμβατική λογοτεχνία δεν μπορείς να κάνεις. Tο όλο ζήτημα της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι η εξερεύνηση του εξωτερικού κόσμου, όσο και του εσωτερικού. Έχεις να παίξεις σε ένα πεδίο που τα τοιχώματα της πραγματικότητας είναι ελαστικά, κι εκεί κρύβεται η αληθινή γοητεία της λογοτεχνίας και της σκέψης.
Πώς ήταν η πρώτη επαφή με την κριτική; Aισθάνθηκες αδικία ή υπερβολική εύνοια;
Aκούω/διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον τι έχει να πει κάποιος· αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο στο να βελτιωθώ, να γίνω καλύτερος.
Tι σημαίνει η γραφή σε μια εποχή που αποθεώνει την εικόνα;
Eλευθερία. H εικόνα χτίζει τείχη, η γραφή τα γκρεμίζει.
(Φωτό άνοιγμα: MILO MANARA, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TO SEE THE STARS, ΕΚΔ. EUROTICA)