Βιβλιο

Το τέλος των βιβλίων

Τέσσερις συγγραφείς απαντούν για το μέλλον του βιβλίου

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 236
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Του Δημήτρη Σωτάκη

Σύμφωνα με μια αλάθητη μαθηματική εξίσωση που έκανα πρόσφατα, αν πιστέψουμε τους δημοσιογράφους των δελτίων ειδήσεων, οι οποίοι προαναγγέλλουν την άνευ προηγουμένου οικονομική κατάρρευση της χώρας, τότε σε λίγο όλοι θα κυκλοφορούμε στην πόλη ρακένδυτοι, εκλιπαρώντας για μερικά νομίσματα. Απ’ αυτή την αναπάντεχη χιονοστιβάδα δεν θα γλιτώσουν φυσικά ούτε τα βιβλία... Πλέκοντας, λοιπόν, αυτό το φανταστικό σενάριο, ότι δηλαδή οι εκδοτικοί οίκοι, μην έχοντας πια τους πόρους, σταματούν να κυκλοφορούν καινούργια βιβλία, ρώτησα 4 ομότεχνούς μου συγγραφείς το εξής: «Εν μέσω αυτού του δυσοίωνου οικονομικού κλίματος, αν σταματούσατε διά παντός να εκδίδετε, τι θα κάνατε με τη ζωή σας; Πώς θα διαγραφόταν το μέλλον σας;».

Αλέξης Σταμάτης
Αν δεχτούμε ότι όλα γύρω μας γκρεμίζονται και η οικονομία, έτσι όπως την ξέρουμε, βαράει κανόνι, με αποτέλεσμα οι εκδοτικοί οίκοι να βάλουν με τη σειρά τους λουκέτο, τα πράγματα για έναν άνθρωπο που ίσως το μόνο που ξέρει στη ζωή του είναι να γράφει, αρχίζουν και αποκτούν έναν εξαιρετικά υψηλό δείκτη δυσκολίας.

Η ανάγκη του κόσμου να ακούει ιστορίες βέβαια ποτέ δεν θα εκλείψει, κι έτσι κάποιος θα μπορούσε να μου προτείνει να γίνω ένας σύγχρονος τροβαδούρος, να πηγαίνω από χωρίου εις χωρίον και να αφηγούμαι ιστορίες… Ελάτε όμως που το αφηγείσθαι δεν το διαθέτω – μόνο γραπτά μπορώ να διηγηθώ. Ροκ τραγουδιστής, που είναι το απωθημένο, δεν βγαίνει μια και είμαι τελείως φάλτσος, αφήστε που και οι δισκογραφικές θα κλείνουν τα μαγαζιά, οπότε η νέα εποχή θα με βρει κάνοντας το τελευταίο πράγμα που μου απομένει... Να γράφω θεατρικά, να στήσω ένα θίασο με φίλους και να ταξιδεύουμε ανά την Ελλάδα παίζοντας παραστάσεις σαν τα παλιά μπουλούκια.

Όμως παρόλο που η υπόθεση εργασίας ευτυχώς για μένα ανήκει ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, βλέπω στον πυρήνα της μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα για μυθιστόρημα. Φίλε Δημήτρη, το κοπιράιτ σε παρακαλώ, μην έχουμε τρεχάματα με τη λογοτεχνική αστυνομία!

Θανάσης Χειμωνάς
Δεν πιστεύω πως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τη χώρα μας. Όσοι ήταν πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι, όσοι ήταν φτωχοί εξακολουθούν να είναι φτωχοί. Ούτως ή άλλως, όμως, θεωρώ πως ο μέσος Έλληνας είναι σαφώς πιο πλούσιος από το μέσο Ευρωπαίο.

Το ενδεχόμενο να μην ξαναεκδοθούν βιβλία στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να με ανησυχήσει. Αντιμετωπίζω κάθε βιβλίο μου σαν να είναι το τελευταίο, κανείς δεν μπορεί να μου εγγυηθεί πως θα ξαναγράψω, κανείς δεν μπορεί να μου εγγυηθεί πως θα ξαναγράψω κάτι που θα αξίζει. Τελευταία δε, σκέφτομαι πολύ σοβαρά να ακολουθήσω τελείως διαφορετικούς δρόμους έκφρασης και εκτόνωσης. Αν όταν αποφασίσω να ξαναγράψω βρεθώ αντιμέτωπος με μια γενική κατάρρευση του ελληνικού εκδοτικού γίγνεσθαι… δόξα τω Θεώ υπάρχει και το ίντερνετ, υπάρχει και η λύση του συναγωνιστή Νίκου Κοεμτζή ο οποίος, ως γνωστόν, εκδίδει μόνος του τα βιβλία του, τα οποία και πουλάει στο Μοναστηράκι…

Δημήτρης Μαμαλούκας
Εμέ δεν με αγγίζει η οποιαδήποτε οικονομική κρίση. Διότι εγώ, αν γνωρίζετε, είμαι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος και ιατρικής ειδικότητας στη νευροχειρουργική από το πανεπιστήμιο του Pricseton. Ω, ναι, μην εκπλήσσεστε, το έκανα στα διαλείμματα της συγγραφής των βιβλίων μου. Έτσι, τώρα στον ελεύθερο χρόνο μου πηγαίνω στο Ιατρικό κέντρο, φορώ τα σαμπό μου (καθαρό ξύλο, κατευθείαν από Ολλανδία, δύο διακόσια το ένα), βάζω την πράσινη φόρμα μου (του Παναθηναϊκού), ενόσω άσπρες λάγνες νοσοκόμες μού φορούν τα γάντια κουζίνας που έκλεψα δίχως αιδώ από τη φοιτητική λέσχη της ερωμένης μου. Λίγο μετά, κι αφού ο ειδικευμένος βοηθός μου, ο Μπάμπης με το πριόνι, ανοίξει το κεφάλι του προβληματισμένου ασθενούς, εφορμώ στο μουδιασμένο εγκέφαλό του. Ω, το ξέρω πως κρέμεστε από τα χείλη μου για να ακούσετε τη συνέχεια. Όπως ο Θεός δημιούργησε το φως, την υπέρτατη απλότητα, έτσι κι εγώ με απλές κινήσεις –δαχτυλοσκοπικό χάδι το ονομάζουν επιστημονικώς– πειράζω λίγο τα καλωδιάκια και τους νευρώνες και θεραπεύω σχεδόν όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες. Βλέπετε, φίλοι μου, έτσι είναι οι άνθρωποι. Σαν τα παλιά αμάξια. Πού και πού λασκάρει καμιά βίδα κι εγώ τη σφίγγω, μεγάλη η χάρη μου. Αν ποτέ νιώσετε την ανάγκη, μη διστάσετε να με καλέσετε.

Χρήστος Αστερίου
Ντάου Τζόουνς, Νόρα Τζόουνς, Κεζάια Τζόουνς: δεν ξέρω τι ακριβώς έχει συμβεί, πώς ακριβώς εξαφανίστηκε το τελευταίο μου κατοστάρικο, αλλά έξω από το σταθμό Λαρίσης καταλαβαίνω πως δεν έχω δεκάρα τσακιστή. Περνάω το χέρι μου μέσα από τη γυάλινη χαραμάδα κι αρπάζω με ευλυγισία μαϊμούς μια τελευταία τυρόπιτα απ’ τη γυάλα του καντινιέρη που ροχαλίζει. Τη γωνιά μου έχει καπαρώσει άλλος συγγραφέας, ποιος δεν φαίνεται, αλλά δεν πειράζει, βαριέμαι να τσακωθώ. Βγάζω την πινακίδα και κάθομαι οκλαδόν απέναντι. Μπρος-πίσω, μπρος-πίσω (λες να ζεσταθούμε;), πιάστηκα κιόλας, ας γίνει κάτι... Κάποια πλησιάζει, τη βλέπω, μαύρα σπαστά μαλλιά, τι ωραία, ψήνεται, σκύβει στα περιεχόμενα, ξεφυλλίζει, διαλέγει την ιστορία με τις πεταλούδες. Τραβάω το κίτρινο μπλοκ και της διαβάζω σιγανά στο αυτί. Και τι μας νοιάζει που δεν υπάρχουνε βιβλία;