- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο πίνακας και ο καθρέπτης» (εκδ. Εστία) μοιάζει να είναι μια αισθητική παρακαταθήκη του συγγραφέα για τη γλώσσα. Τον συναντήσαμε και μας είπε…
«Με το πλοίο να μπαίνει στο λιμάνι του Πειραιά ξεκινάει το μυθιστόρημα. Πάντοτε αναρωτιόμουν τι νιώθουν οι άνθρωποι, καθώς βγαίνουν από το καράβι των διακοπών τους. Αυτή ήταν η αφορμή να το γράψω. Ο ήρωάς μου επιστρέφει στην Αθήνα και πρέπει να κάνει κάτι πάση θυσία ώστε να διατηρήσει την ψυχοσύνθεση των διακοπών, να γλιτώσει τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Δεν είχα σχεδιάγραμμα ή κάποιο σκελετό ξεκινώντας το, είχα απλά στο μυαλό μου έναν ήρωα που αντιμετωπίζει μια προσωπική δυσκαμψία.
Πάντοτε έγραφα, κυρίως ποίηση. Τα περισσότερα από τα ποιήματα τα έχω βάλει στην άκρη ‒τα έχω πετάξει μου αρέσει να λέω, γιατί αν δεν μισήσεις κάτι που έχεις γράψει δεν μπορείς να προχωρήσεις‒ και έχω εκδώσει μια συλλογή με χαϊκού. Το μυθιστόρημα το έγραφα κοντά πέντε χρόνια, με μεγάλα διαστήματα διακοπών. Ωρίμαζα ταυτόχρονα με το βιβλίο ‒ από το ύφος και τη σκέψη μέχρι τα διανοήματα. Ο αρχικός πυρήνας του είναι η συνθήκη του κανιβαλισμού. Οι περισσότερες σχέσεις καταλήγουν σε κανιβαλισμό, γιατί καθώς βλέπουμε τον εαυτό μας στον άλλο, «κανιβαλίζοντάς» τον είναι σαν να τρώμε τον εαυτό μας. Πάνω σε αυτό ήθελα να δουλέψω Αυτός ο πυρήνας στην πορεία εμπλουτίστηκε καθώς δημιουργήθηκαν ομόκεντροι κύκλοι γύρω του.
Από την αρχή ήθελα να υπάρχουν ως προμετωπίδες στα κεφάλαια του βιβλίου ποιήματα του Καβάφη και του Καρυωτάκη. Μοιάζουν λίγο με σελιδοδείκτες-οδοδείκτες ‒ δείχνουν με κάποιο τρόπο τι πρόκειται να ακολουθήσει. Αυτό που μ’ ενδιέφερε πολύ και στους δύο τους είναι ο ηδονισμός τους. Ο ένας ηδονίζεται με τις αισθήσεις και ο άλλος με τον ευνουχισμό των αισθήσεων και αυτή είναι μια αναλογία που με ιντριγκάρει.
Το ότι σχολιάζω πάρα πολλά θέματα στο μυθιστόρημα νομίζω προέρχεται από το άγχος του θανάτου ‒ θέλεις να τα πεις για να μη χαθούν μαζί σου. Θέλεις κάποια πράγματα να τα βγάλεις προς τα έξω και να θέσεις ερωτήματα. Αν αυτό μπορέσεις να το κάνεις με συνεκτικό τρόπο είναι μια επιτυχία. Κάθε φορά που έβαζα στο βιβλίο κάτι που με απασχολούσε ένιωθα σαν να λυνόταν ένας προσωπικός κόμπος. Στην πραγματικότητα όλο αυτό δεν είναι δείγμα εξωστρέφειας αλλά προσπάθεια για μια παρακαταθήκης της οπτικής μου για τον κόσμο. Σίγουρα το βιβλίο είναι μονόλογος και δεν είχε τη φροντίδα να γίνει διάλογος∙ το αναγνωρίζω ως στοιχειώδες μειονέκτημα, όπως και ότι απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια από τον αναγνώστη. Όμως, δεν μπορούσα να το κάνω διαφορετικά γιατί αποτελεί και μια προσωπική μου δήλωση απέναντι στη γλώσσα, μια αισθητική παρακαταθήκη. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα με τη χρήση της παραληρηματικής γλώσσας, που για μένα είναι ο τρόπος που περνάει η ζωή επί της ουσίας. Ήθελα η γλώσσα να γίνει όχημα για να παρουσιαστεί το πολύτροπον της ζωής.
Μπαίνοντας στο παιχνίδι συγγραφής ενός βιβλίου μπορείς να βάλεις ένα γκολ – παίρνεις τις λέξεις, καταφάσκεις την αρχική τους νοηματοδότηση, την οποία και αποδεχόμαστε όλοι, αλλά σιγά-σιγά μπορείς να διασκορπίζεις νέα νοήματα και σημασίες. Ουσιαστικά είναι ένας τρόπος να επανανοηματοδοτήσεις τη γλώσσα. Το ανθρώπινο συναίσθημα, αυτή η διαίσθηση του ανθρώπου απέναντι στα πράγματα ίσως τελικά να είναι ανείπωτο. Και αυτό είναι και η τραγωδία της γλώσσας και όσο το συνειδητοποιούμε τόσο περισσότερο γράφουμε τελικά. Γιατί θέλουμε να κατακτήσουμε μια κορυφή, κι ας γνωρίζουμε πως είναι μάλλον αδύνατον να συμβεί. Όμως όλη η διαδικασία έχει την αξία της γιατί η τραγωδία του να ξέρεις ότι δεν ξέρεις δίνει το νόημα και ζωή στη γλώσσα.
Βλέποντάς το τυπωμένο ένιωσα σαν να συνέβη μια δεύτερη γέννηση∙ η πρώτη συνέβη όταν το τελείωσα. Τυπωμένο συνειδητοποίησα πως μπορεί ν’ αποτανθεί και σε άλλο κόσμο. Νομίζω πως μ’ αυτό το βιβλίο μου έφυγε το άγχος «θέλω όλα να τα πω» και στο επόμενο, για το οποίο ήδη νιώθω έτοιμος να προχωρήσω, θα μιλήσω για πιο ειδικευμένα πράγματα.
Εγώ είμαι ο ιδανικός αναγνώστης του βιβλίου, το είπα ευθύς εξαρχής πως αυτό είναι το ελάττωμά του. Οι πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις ήρθαν από ανθρώπους που δεν το διάβασαν απλά, αλλά το μελέτησαν. Βρήκαν πράγματα που υπήρχαν και ποτέ δεν πίστευα πως θα βρεθούν, ή πράγματα που ούτε εγώ ήξερα πως υπάρχουν. Όλοι συγκλίνουν πως πρόκειται για καλή γραφή, πως είναι ένα δύσκολο βιβλίο – και δεν θεωρώ πως το δύσκολο βιβλίο σημαίνει και καλό ή πως είναι δείγμα ποιοτικής γραφής. Είμαι ευχαριστημένος με τα σχόλια, έχοντας πάντα κατά νου όσα ανέφερα περί δυσκολίας.
Κάποιος κοντινός μου άνθρωπος μου είπε πως όλο αυτό που έγραψα είναι προϊόν διαστροφής. Κολακεύτηκα. Η λεκτική διαστροφή είναι πάντα πολύ πιο δύσκολη από τη σωματική.
Και στην προσωπική μου ζωή είμαι δέσμιος της γλώσσας. Πάντα παρατηρώ πως μιλάει κάποιος, τον κρίνω από τη χρήση της γλώσσας – και από τα εξωγλωσσικά βέβαια στοιχεία της ομιλίας που χρησιμοποιεί. Για μένα η γλώσσα είναι σκέψη∙ η σκέψη είναι ιδέα∙ η ιδέα είναι ιδεολόγημα ή ιδεολογία ή ηθική∙ η ηθική είναι πολιτική. Πολιτική είναι η ζωή μας. Κατά συνέπεια η γλώσσα είναι η ζωή».
Απόσπασμα:
«… Λίγο πιο κάτω στη Σταδίου ή την Πανεπιστημίου, ακόμα και τη Σόλωνος, οι άνθρωποι δεν βαδίζουν, τρέχουν, τη μισή ζωή τους τη διαβαίνουν τρέχοντας, δεν προλαβαίνουν, βλέπουν γνωστούς στο δρόμο, αν έχουν καιρό να τους δουν κάνουν ότι δεν τους είδαν γιατί θα τους απομυζήσουν τουλάχιστον δέκα ολόκληρα λεπτά, το ίδιο κάνουν άλλωστε και οι γνωστοί τους, μοιράζονται την ντροπή αφού δεν μπορούν να μοιραστούν δέκα λεπτά, συνένοχοι, θα συναντηθούν αφού πεθάνουν στο καθαρτήριο και θα πουν εκεί όλα μαζί τα νέα της ζωής τους, βλέπουν γνωστούς στον δρόμο, αν τους βλέπουν συχνά, τους υπόσχονται από απόσταση και χωρίς να κόψουν βήμα ένα τηλεφώνημα εν κινήσει ή σταθερό, δεν έχει σημασία αν θα το κάνουν, σκοπός είναι να το υποσχεθούν, να συντηρήσουν με κάθε δυνατή υπεκφυγή την κοινωνικότητά τους που συντηρεί με τη σειρά της την κοινωνία, τον ιστό, η σημαία του ανούσιου κέρδους ύλης συνεχίζει να κυματίζει στο διηνεκές, μια ζωή για ένα αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού αλλά καλύτερο, για ένα εξοχικό στα σαράντα πέντε σε πείσμα της αναδάσωσης, δύο ή τρία ταξίδια στο εξωτερικό με τη σύνταξη, εκτός κι αν προέχουν οι σπουδές των παιδιών, ελληνικές καλένδες, οι στόχοι του καθενός προσωπικά υπήρχαν πριν καν τους σκεφτεί, πριν καν μεγαλώσει, πριν καν γεννηθεί, θα υπάρχουν αυτούσιοι και μετά τον θάνατό του, δεν χρειάζεται να συμφωνεί παρά μόνο να συγκατατεθεί και να ακολουθήσει, να τρέχει για μια άγνωστη αιτία, για μια συγκεκριμένη αφορμή, για πολλές συγκεκριμένες αφορμές που στο σύνολό τους δίνουν την υποψία αιτίας, ένα βιβλίο με πολλές σελίδες, κάθε σελίδα και τρεις με πέντε παράγραφοι, κάθε παράγραφος δέκα με δεκαπέντε προτάσεις, κάθε πρόταση είκοσι λέξεις, το τρέξιμο στη Σταδίου δεν είναι παρά μία δευτερεύουσα λέξη, ένα άρθρο ή επιφώνημα, σπανίως καταλαβαίνει ή τον ενδιαφέρει το σύνολο της πρότασης για να μη γίνει αναφορά στην παράγραφο ή τη σελίδα, το βιβλίο προφανώς δεν το κατέχει στο σύνολό του κανείς…»