- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη: Πώς ο δημοσιογραφικός λόγος πέταξε τη γραβάτα και πότε την ξαναφόρεσε
Έρευνα που εκδόθηκε από το Harvard University Press περιγράφει τις αλλαγές στον λόγο των ΜΜΕ στην Ελλάδα από την πτώση της δικτατορίας ως σήμερα

Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη: Το βιβλίο της «Ο δημοσιογραφικός λόγος - Από τη Μεταπολίτευση έως τα “Μνημόνια”» κυκλοφορεί από τις εκδ. Gutenberg
Οι μεταβολές στη μορφή και τους συμβολισμούς της δημοσιογραφικής γλώσσας στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα περιγράφονται σε πρόσφατη έρευνα που κυκλοφορεί από τη σειρά Hellenic Studies Monograph Series του Center for Hellenic Studies του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Όπως υποστηρίζεται στο βιβλίο «Greek Media Discourse from the reconstitution of democracy to the Memorandums of Understanding», που υπογράφει η καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Νικολέττα Τσιτσανούδη Μαλλίδη, η γλώσσα δέχτηκε μια σειρά αλλαγών που οφείλονταν στις διάφορες πολιτικές αλλά και εμπορικές βλέψεις των διαμορφωτών της.
Μία από τις σηματοδοτήσεις της αποκατάστασης της δημοκρατίας το 1974 στην Ελλάδα ήταν η ανάγκη καλλιέργειας μιας καινούργιας κοινωνικοπολιτικής και πολιτισμικής παιδείας. Στον υποδοχέα του καινούργιου εστίασαν όχι μόνον οι φορείς της πολιτικής, αλλά και αυτοί της νεότερης δημοσιογραφίας, με την υιοθέτηση μιας λαϊκής ή και λαϊκότροπης γλώσσας με δημοκρατικές συνδηλώσεις. Οι γλωσσικοί κώδικες και το ρεπερτόριο των δημοσιογράφων εγκολπώθηκαν πολλά από τα χαρακτηριστικά της λαϊκής γλώσσας από το 1974 και μετά.
Με την είσοδο της ελεύθερης ραδιοτηλεόρασης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι εκπρόσωποι της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας επιχείρησαν να εμφανιστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οικείοι έναντι των αποδεκτών του λόγου τους, συγκλίνοντας «προς τα κάτω» το ρεπερτόριό τους. Αν και φορείς ενός εκ φύσεως δημόσιου και διακεκριμένου είδους λόγου, εν τούτοις εντρύφησαν στην άτυπη καθημερινή γλώσσα του μικρομεσαίου πολίτη, εγκαταλείποντας την τυπικότητα και αυστηρότητα του παρελθόντος. Οι εκπρόσωποι της πολιτικοεκδοτικής ιεραρχίας προσέγγισαν τα «χαμηλά» κοινωνικοοικονομικά στρώματα μέσω της λαϊκότητας του γλωσσικού κώδικα ακόμη και με την επαναφορά διαλεκτικών στοιχείων, στο πλαίσιο μιας στάσης που η συγγραφέας ονομάζει στάση υψηλής εικονικής και απατηλής οικειότητας.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η οικονομική κρίση και τα διάφορα κινήματα διαμαρτυρίας, επανέφεραν τον συμβολισμό της χρήσης της δημοτικής στο φυσικό του πεδίο, αυτό της ανατροπής και της αντίστασης στην εξουσία από όπου κι αν αυτή προέρχεται. Οι συμβολισμοί περί τη δημοτική διακρίνονταν μεν από επαναστατική διάθεση, συσχετίζονταν όμως στη συνέχεια με την προσπάθεια της εξουσίας να πείσει τις μάζες για τη φιλολαϊκότητα και την κοινωνική της ευαισθησία.
Στη συγκεκριμένη έκδοση μελετάται η (μετα)μνημονιακή γλώσσα ή «νεογλώσσα». Όπως υποστηρίζεται, μολονότι, πριν από την εφαρμογή των μνημονίων, η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιούνταν από δημοσιογράφους, πολιτικούς και διαφημιστές για τη διεύρυνση των ακροατηρίων και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η ίδια μορφή της γλώσσας επιλέχθηκε στο εξής προκειμένου να διευκολύνει την κατασκευή της συναίνεσης και αποδοχής των σκληρών μνημονιακών μέτρων. Εάν, δηλαδή, στα χρόνια της ευμάρειας για την ελληνική κοινωνία η γλώσσα υπηρετούσε την εικονική ευμένεια και την απατηλή οικειότητα, στα «πέτρινα χρόνια» των μνημονίων, η ίδια γλώσσα επιστρατεύτηκε για να στιγματίσει τον λαό εν γένει και την κάθε μονάδα χωριστά για το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η χώρα. Η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός αφηγήματος για τον στιγματισμό των μονάδων, που δεν μπορούν παρά να αποδεχτούν μια «κατωτερότητα» ως στοιχεία μαζοποιημένα έναντι της (υποτιθέμενης) πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής «ανωτερότητας» των κεφαλαιοκρατών.
Ο «λαός» απεικονίστηκε ως βαθιά εμπλεκόμενος στην αλγεινή εμπειρία του «θύματος». Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε η παρουσίαση του οφειλέτη λαού ως αρρώστου, συχνά μάλιστα με πρωτόγονες αντιδράσεις απελπισίας και απαρέσκειας σε όσα του συμβαίνουν. Το χρέος παρομοιάστηκε με ασθένεια, τα μέτρα με φάρμακο και οι δανειστές ήταν οι «σωτήρες γιατροί».
Το βιβλίο, που στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε συνεργασία του Harvard University, Center for Hellenic Studies και των εκδόσεων Gutenberg, καταλήγει με αναφορές στον κίνδυνο μιας μη κριτικής ανάγνωσης των τηλεοπτικών κειμένων: Κείμενα τα οποία είναι διατυπωμένα σε λαϊκή μορφή γλώσσας ενέχουν ορισμένες φορές τον κίνδυνο να λειτουργήσουν παγιδευτικά και αποκοιμιστικά για τον αναγνώστη ή τον τηλεθεατή.