Βιβλιο

Ρόυ Γιάκομπσεν: Ο Νορβηγός συγγραφέας που ήρθε απ’ τις ακτές

Μιλήσαμε με αφορμή το βιβλίο του Με τα Μάτια του Ρίγκελ

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 942
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρόυ Γιάκομπσεν - Με τα Μάτια του Ρίγκελ: Συνέντευξη με τον Νορβηγό συγγραφέα με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία

Στο οικογενειακό σάγκα «Η τετραλογία των Μπαρόυ», ο συγγραφέας Ρόυ Γιάκομπσεν καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την ιστορία ολόκληρης της μη-αστικής Νορβηγίας, μέχρι το σημείο που η χώρα μπήκε με τα χίλια στην ανθρωπόκαινο εποχή, με την ανακάλυψη του πετρελαίου.

Στις άγριες, ανεμοδαρμένες, έρημες και σχεδόν αφιλόξενες ακτές της βορειοδυτικής Νορβηγίας «γεννιέται», στις αρχές του 20ού αιώνα, μια εμβληματική γυναικεία λογοτεχνική πρωταγωνίστρια: η Ίνγκρι Μπαρόυ, δημιούργημα του σπουδαίου Νορβηγού συγγραφέα Ρόυ Γιάκομπσεν. Την παρακολουθούμε να μεγαλώνει στο ομώνυμο νησάκι υπό τη σκέπη της σκληροτράχηλης κι αυτάρκους οικογένειάς της, που ζει με απόλυτο κύριο της ζωής της τον Καιρό.

Η Ίνγκρι, μοναδικό παιδί του πατέρα της, Χανς, θα μάθει ό,τι χρειάζεται να ξέρει για να επιζήσει σ’ αυτή την ερημιά: πώς να ψαρεύει και να διατηρεί τα ψάρια, πώς να χτίζει, πώς να φροντίζει τα ζώα, πώς να κυνηγάει – τις εποχές, τους ανέμους, τα νερά, τις μορφές του χιονιού. Όλα αυτά, στο πρώτο μέρος της τετραλογίας («Οι αφανείς», Εστία 2019).

15 χρόνια αργότερα, στο δεύτερο βιβλίο («Λευκός ωκεανός», Εστία 2023) ξεσπάει ο Β’ ΠΠ. Η Ιστορία έρχεται να μπει με τη βία στη ζωή της Ίνγκρι: τη βρίσκει μόνη της στο νησί, να μαζεύει ξεσκισμένες στολές και πτώματα στρατιωτών, που ξεβράζονται στην παραλία μες στο κρύο. Στα ανοιχτά του νησιού έχει συμβεί ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός: η βύθιση του πολεμικού πλοίου Ρίγκελ, που κουβαλούσε Ρώσους, Πολωνούς και Σέρβους αιχμαλώτους πολέμου, από την αγγλική πολεμική αεροπορία.

Ένας από αυτούς, ο Ρώσος Αλεξάντερ, θα ξεβραστεί στο Μπαρόυ και η Ίνγκρι θα τον περιθάλψει, θα τον φροντίσει και θα τον αγαπήσει. Μέχρι που θα χρειαστεί να τον αποχωριστεί, δίνοντάς του ό,τι εφόδια μπορεί, για να επιστρέψει αυτός πεζός στην πατρίδα του, επειδή οι Γερμανοί φτάνουν στο Μπαρόυ.

Ο Αλεξάντερ φεύγει, ο πόλεμος τελειώνει και φτάνουμε στο τρίτο βιβλίο («Με τα μάτια του Ρίγκελ», Εστία 2024), όπου, με την κόρη της πια –και κόρη του Αλεξάντερ–, η Ίνγκρι θα αφήσει το νησί για την ενδοχώρα, ακολουθώντας κι αυτή πεζή τα ίχνη του Αλεξάντερ μέσω Νορβηγίας και Σουηδίας.

Η Νορβηγία έχει μόλις βγει από τη ναζιστική κατοχή και προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί από την αξιοπρέπειά της: όχι μόνο επειδή ισοπεδώθηκε στον βορρά, αποκτώντας εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, αλλά κι επειδή πολλοί Νορβηγοί, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της κυβέρνησης Κουίσλινγκ, συντάχθηκαν και συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Με το τέλος του πολέμου, προσπαθούν όπως όπως να κρύψουν ή ν’ αφήσουν πίσω τους ό,τι έκαναν κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Ρόυ Γιάκομπσεν | Ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό ταξίδι «Η τετραλογία των Μπαρόυ»

Το εντυπωσιακό στη γραφή του Ρόυ Γιάκομπσεν είναι ότι, ενώ στα δύο πρώτα βιβλία είχαμε μια φρενήρη, πλούσια, κοφτερή γλώσσα, για τη θάλασσα, τους ανέμους, τα πουλιά, τις καταιγίδες, τον πόλεμο, τα τραύματα, τα νοσοκομεία, τους πρόσφυγες –μια γλώσσα που καθρεφτίζει τις ταχύτητες με τις οποίες άλλαζε ο καιρός και ο κόσμος– εδώ, στο τρίτο βιβλίο, είναι λες και η Ίνγκρι βυθίζεται σε μια ενδοχώρα χωρίς καταιγίδες και ανέμους, με ανθρώπους που μιλούν με μισόλογα ή και καθόλου, προσπαθώντας να καταλάβουν αν οι συνομιλητές τους είναι εχθροί ή φίλοι.

Η γλώσσα του βιβλίου του Ρόυ Γιάκομπσεν αποτυπώνει αυτή την αργή, επίπονη πορεία στην ξηρά, την απώλεια των συντεταγμένων της ίδιας της νησιώτισσας Ίνγκρι αλλά και ολόκληρης της Νορβηγίας, που προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της και να κοιτάξει κατάματα κι επώδυνα τον εαυτό της στον καθρέφτη.

Την ακολουθούμε ν’ αφήνει πίσω της την πλανεύτρα και ύπουλη θάλασσα, να ανεβαίνει λόφους και βουνά, να συναντάει χωριά χωρίς ίχνος βροχής, σιδηροδρόμους και τελεφερίκ, που ξεκίνησαν να χτίζουν οι Γερμανοί και κατόπιν ολοκλήρωσαν οι Νορβηγοί, για να συνδέσουν μια για αιώνες διαιρεμένη από τις οροσειρές και τις κοιλάδες χώρα. Τη βρίσκουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά στη ζωή της σε μια πόλη, το Τροντχάιμ, να βλέπει ασφαλτοστρωμένους δρόμους και μαγαζιά και βιτρίνες, μια ζωή εντελώς διαφορετική από τη ζωή των εναλλασσόμενων εποχών που έχει ζήσει στο νησί…

Είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι, όλη η σειρά των βιβλίων του Ρόυ Γιάκομπσεν, στην ιστορία του εκσυγχρονισμού μιας χώρας που, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, μοιάζει πάρα πολύ με την ιστορία του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας –ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς τα νησιά μας, την ηλεκτροδότησή τους, το πώς απέκτησαν σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα και κλήθηκαν να ενσωματωθούν στο συλλογικό εθνικό αφήγημα–, παρ’ όλο που διαδραματίζεται στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Δηλαδή, η ιστορία της Ίνγκρι Μπαρόυ είναι, κατά κάποιον τρόπο, και αντικατοπτρισμός της ιστορίας των Ελλήνων της περιφέρειας, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Και είναι φοβερά γοητευτική.

Μερικές από αυτές τις σκέψεις θέσαμε ως ερωτήματα στον ίδιο τον Ρόυ Γιάκομπσεν με ηλεκτρονική αλληλογραφία. Ακολουθούν οι απαντήσεις του.

Ρόυ Γιάκομπσεν © Lina Hindrum

— Διαβάζοντας την ιστορία και τις περιπέτειες της Ίνγκρι, σκέφτομαι πάντα την Κρίστιν Λαβρανσντάττερ, εκείνη την άλλη εμβληματική ηρωίδα της νορβηγικής λογοτεχνίας, δημιούργημα της νομπελίστριας Σίγκρι Ούντσετ, που μοιάζει πολύ στην Ίνγκρι Μπαρόυ: έχουν το ίδιο ανεξάρτητο πνεύμα, την ίδια επιμονή και αποφασιστικότητα και κυρίως, την ατρόμητη θέληση ν’ αναλάβουν κι οι δύο την ευθύνη της πορείας της ζωής τους. Σκεφτήκατε ποτέ αυτόν τον παραλληλισμό;

Ντρέπομαι λίγο που θα απαντήσω όπως θ’ απαντήσω αλλά δεν είχα ποτέ σχέση με τη λογοτεχνία της Σίγκρι Ούντσετ και δεν έχω διαβάσει για την Κρίστιν Λαβρανσντάττερ. Αλλά δεν είστε η πρώτη που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Τα χαρακτηριστικά που αναφέρετε σίγουρα συνάδουν με τις προθέσεις μου όταν έπλαθα τον χαρακτήρα της Ίνγκρι. Ωστόσο, η Ίνγκρι δεν είναι μια ενιαία προσωπικότητα: είναι πολύπλευρη, μπορεί να θυμώσει να γίνει χειριστική, πεισματάρα και παράλογη.

— Έχετε γράψει για τις μη κυρίαρχες τάξεις της Νορβηγίας και στο παρελθόν. Όπως και για τη γερμανική κατοχή. Για την κοινωνική κινητικότητα και για τις ζωές που καταστράφηκαν από τη διάλυση που επέφερε στη Νορβηγία ο Β’ ΠΠ. Επιστρέφετε ξανά και ξανά σε αυτά τα θέματα, σε πολλά βιβλία σας. Γιατί;

Καλό ερώτημα! Και δεν είναι τόσο εύκολο να το απαντήσω ξεκάθαρα, αλλά για να το πω απλά: αυτή είναι η ζωή μου. Γεννήθηκα στην εργατική τάξη, αμέσως μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, κι έχω ζήσει στο πετσί μου τις βίαιες ανατροπές που συνέβησαν εντός της νορβηγικής κοινωνίας έκτοτε. Συνήθως λέω ότι μπορεί να μην είχαμε επανάσταση στη Νορβηγία, αλλά εξελιχθήκαμε με τρόπο που λίγα έθνη ή και κανένα άλλο δεν κατάφεραν.

Με την έννοια ότι πουθενά αλλού το ταξίδι αυτό δεν υπήρξε πιο δραματικό, διαφανές και μαζικό απ’ ό,τι στη Νορβηγία – χάρη στο πετρέλαιο, φυσικά, που μας έδωσε ευκαιρίες τις οποίες κανείς άλλος δεν είχε, να πραγματοποιήσουμε ουτοπικά σχεδόν όνειρα, να οικοδομήσουμε ένα κράτος πρόνοιας, μαζί με όλες τις προκλήσεις που αυτό συνεπάγεται. Αυτή η τεράστια «αλλαγή» της κοινωνίας είναι φοβερά εύφορο και συναρπαστικό θέμα για μένα. Η αλλαγή δοκιμάζει και διαμορφώνει τους ανθρώπους με τρόπους που κάνουν τους χαρακτήρες τους τρισδιάστατους, όχι επίπεδους και βαρετούς.

Ρόυ Γιάκομπσεν © Ulf Andersen/Getty Images

— Γιατί όμως μια ολόκληρη τετραλογία για τους Μπαρόυ; Τι σας έκανε να θέλετε να «συνοδεύσετε» την Ίνγκρι και το νησί της για τόσο καιρό; Δεν συνηθίζετε να επανέρχεστε στις ίδιες ιστορίες στα βιβλία σας.

Τα παιδικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο Χέλγκελαν, γιατί από εκεί ήταν η μητέρα μου. Δεν είχα σκοπό, αρχικά, να κάνω τους Μπαρόυ τετραλογία. Ήθελα απλώς να γράψω τους «Αφανείς». Όταν τους τελείωσα όμως, συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα στην αρχή, ότι το υλικό αυτό ήταν τεράστιο, ότι έπρεπε να υπάρξει και δεύτερο βιβλίο. Κι ενώ δούλευα τον «Λευκό ωκεανό», συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να υπάρξει και τρίτο βιβλίο, το «Με τα μάτια του Ρίγκελ». Αυτό δεν έχει ξαναγίνει στη συγγραφική μου πορεία επειδή, κατά κανόνα, βαριέμαι τα μυθιστορήματα. Με το που τα εκδίδω, έχω την ανάγκη να περάσω αμέσως σε κάτι καινούργιο…

Τώρα που το σκέφτομαι, η προηγούμενη ερώτησή σας ήταν λίγο παραπλανητική: μπορεί να έχουν κοινά θέματα τα μυθιστορήματά μου αλλά, για παράδειγμα, δεν θα βρείτε ομοιότητες μεταξύ των «Συνόρων» («Grenser»), των «Ξυλοκόπων» («Hoggerne») και των «Ανάξιων» («De Uverdige») [σημ.: και τα τρία μόνο στα νορβηγικά για την ώρα], παρ’ όλο που διαδραματίζονται και τα τρία κατά τον Β’ ΠΠ. Διαφέρουν εντελώς στη μορφή, στο περιεχόμενο και στην οπτική τους. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω κανέναν Νορβηγό συγγραφέα του οποίου τα βιβλία να διαφέρουν σε αυτά τα τρία επίπεδα τόσο πολύ μεταξύ τους.

— Κατά κάποιον τρόπο, παρ’ όλο που η Ίνγκρι μεγαλώνει στην άλλη άκρη της Ευρώπης, οι αγώνες και η πάλη της ζωής της είναι άκρως αναγνωρίσιμοι στους Έλληνες αναγνώστες, ίσως λόγω της νησιωτικής κι απομονωμένης φύσης της ιστορίας της. Σας έχει αναφέρει άλλος παρόμοια ομοιότητα με το παρελθόν κάποιας άλλης χώρας;

Ναι, φυσικά. Είναι μια άποψη που την ακούω σχεδόν παντού, είτε βρίσκομαι στην Ιρλανδία, είτε στην Ολλανδία, είτε στην Ιταλία… Ένα νησί δεν λειτουργεί μόνο μεταφορικά ή ως μυθοπλαστικό σύμπαν (ως σκηνικό μιας «Ροβινσωνιάδας», ας πούμε), είναι ένας πραγματικός τόπος, με δικούς του κανόνες και ρυθμούς ζωής και τη δική του τεταμένη σχέση μεταξύ φύσης και ανθρώπου. Δεν θα βρεις αλλού «περισσότερη» φύση απ’ ό,τι σ’ ένα νησί.

Θέλω να πω: εδώ ο ουρανός και η θάλασσα και το χώμα ορίζουν τη ζωή σου σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ οπουδήποτε αλλού. Και βρίσκω φοβερά ενδιαφέρον που τόσες πολλές γλώσσες έχουν κατ’ αντιστοιχία το περίπλοκο, τεχνικό, ενίοτε παλιομοδίτικο λεξιλόγιο που χρησιμοποιώ στα νορβηγικά για τη φύση και την ενασχόληση μαζί της, κι επομένως μπορούν να μεταφράσουν με μεγάλη συναισθηματική και πραγματολογική ακρίβεια τις λέξεις μου στα ισπανικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ολλανδικά ή τα αραβικά (όπως μου έχουν πει).

Ρόυ Γιάκομπσεν © Ulf Andersen/Getty Images

— Μια και μιλάμε για τη γλώσσα: πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι πολλοί μεταφραστές σας (συμπεριλαμβανομένης και της παρούσης) πήραν το ρίσκο να μεταφράσουν τη διάλεκτο του Χέλγκελαν σε κάποια αντίστοιχη διάλεκτο ή ιδίωμα της γλώσσας τους; Ίσως έχετε διαβάσει την αγγλική μετάφραση με τους σκωτσέζικους, εν μέρει, διαλόγους;

Το σύνηθες είναι να μη μεταφράζεται διάλεκτος σε διάλεκτο. Για παράδειγμα, εγώ ο ίδιος ανατριχιάζω αν ακούσω/διαβάσω τον Τάρας Μπούλμπα να μιλάει στη νορβηγική διάλεκτο του Χέντμαρκ (λέμε τώρα), επειδή ο Τάρας Μπούλμπα δεν έχει καμία σχέση με το Χέντμαρκ. Από την άλλη, έχω δει ότι όντως μπορεί να λειτουργήσει μια τέτοια επιλογή: ο Σουηδός μεταφραστής μου, Σταφάν Σέντερμπλουμ, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε μια χαρακτηριστική διάλεκτο της βόρειας Σουηδίας και η μεταφορά πέτυχε. Το ίδιο έκανε και ο Ντον Μπάρτλετ στα αγγλικά.

Ο Alain Gnaedig απέφυγε να το κάνει στα γαλλικά. Οπότε τείνω να αφήνω την επιλογή στους ίδιους τους μεταφραστές, επειδή γνωρίζουν τη γλώσσα, το ειδικό της βάρος, τις παραδόσεις (και κυρίως τις μεταφραστικές παραδόσεις) της χώρας τους πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ, αλλά κι επειδή η σχέση συγγραφέα-μεταφραστή είναι μια σχέση εμπιστοσύνης. Η μετάφραση είναι εν τέλει μια μετα-ποίηση, ένα έργο τέχνης από μόνη της. Και σας ευχαριστώ, παρεμπιπτόντως, πάρα πολύ για τη δουλειά που κάνετε.

— Μια τελευταία ερώτηση, κύριε Γιάκομπσεν. Αν, όταν τελειώσει η μετάφραση όλης της τετραλογίας, μπορούσατε να επιλέξετε ένα και μόνο ένα από τα βιβλία σας ώστε να μεταφραστεί στα ελληνικά, ποιο θα διαλέγατε και γιατί;

Ίσως το «Παιδί-θαύμα» («Vidunderbarn») γιατί είναι ένα βιβλίο από την οπτική γωνία ενός παιδιού, γεμάτο χιούμορ και ευφορία, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα απεικονίζει το πόσο οδυνηρό είναι να χάνει κανείς την αθωότητά του. Μια τέτοια θεματική είναι οικουμενική, κάτι που περνούν όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως κουλτούρας ή χώρας: είναι μια παγκόσμια ασάφεια της μοίρας, σαν να λέμε. Μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί bildungsroman. Κι αμέσως μετά, αν μου επιτρέπετε: το «Νέο ύδωρ» («Det nye vannet»), το πιο πολυμεταφρασμένο μου μυθιστόρημα, ένα νεανικό έργο αλλά και μια πραγματική αρχαιοελληνική τραγωδία.

***

Ρόυ Γιάκομπσεν- σύντομο βιογραφικό

Ο Ρόυ Γιάκομπσεν γεννήθηκε το 1954 στο Όσλο. Η μητέρα του καταγόταν από την περιοχή του Χέλγκελαν. Μετά από μια εφηβεία συμμετοχών σε συμμορίες, άρχισε να γράφει στα 28 του χρόνια κι έκτοτε έχει εκδώσει 26 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Έχει κερδίσει τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία της χώρας του και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Το 2023, τιμήθηκε με την εισαγωγή του στο νορβηγικό Τάγμα του St. Olav «για τις εξαιρετικές του υπηρεσίες προς τη Νορβηγία και την ανθρωπότητα».