- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Θάνατος επί πιστώσει: Ο Σελίν σαν άλλος Ντίκενς
Ένα έχω να πω, σαπό στον Σελίν για το μυθιστόρημα και εύγε στην Εστία που μας έκανε δώρο αυτή την έκδοση
Αναγνώστης με αιτία: «Θάνατος επί πιστώσει» του Λουί-Φερντινάν Σελίν. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδ. βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ιδού το βιβλίο που κρατάει άγρυπνο τον φιλόμοχθο αναγνώστη τα βράδια –ελπίζοντας να μην τελειώσει ποτέ. Όσοι έχουν διαβάσει τα μυθιστορήματα του Λουί Φερντινάν Σελίν, «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας» και «Από τον ένα πύργο ο άλλος», ήξεραν ίσως τι να περιμένουν παίρνοντας στα χέρια αυτό το άρτι εκδοθέν βιβλίο των 700 σελίδων (που επαναλαμβάνω, δεν θέλεις να τελειώσει). Όμως η ανάγνωσή του ξεπερνάει κάθε προσδοκία.
Σαν άλλος Ντίκενς, σαν Γάλλος Ντίκενς, ο Σελίν γράφει τη δική του αυτοβιογραφία, που όμως δεν της δίνει το όνομα του ήρωα (όπως ο Ντίκενς όταν γράφει τον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ») αλλά χρησιμοποιεί για τίτλο την κατάσταση του ήρωα. Ο «Θάνατος επί πιστώσει» κυριολεκτεί. Ο Σελίν αφηγείται τα άθλια παιδικά του χρόνια, κι ύστερα τα γεμάτα οργή και οδύνη εφηβικά, για να φτάσει ως τη μίζερη νιότη και τέλος στην εξάσκηση της ιατρικής στα προάστια του Παρισιού, ανάμεσα στη φτωχολογιά και τις κακουχίες.
Δεν υπάρχει εδώ το εκλεπτυσμένο μαύρο χιούμορ του Ντίκενς, υπάρχει η ζοφερή φινέτσα της χαμοζωής μέσα από τη γραφίδα ενός συγγραφέα που βουτάει την πένα του στο μελάνι μιας βασανισμένης ζωής. Ο ήρωάς του είναι ένα ποταπό ρεμάλι, ένας ανεπρόκοπος νεανίας που μισεί τον πατέρα του και εχθρεύεται τη μάνα του, ένας ιδαλγός του εαυτού του, ένας φρενιασμένος με την κακία που συναντάει γύρω του, ένας μέγας Αυνάν – που θα έλεγε και ο Νταλί.
Κι όπως θέλω να πάρετε μια ιδέα της εξαιρετικής μετάφρασης των Μαρία και Άγγελου Αγγελίδη, αντιγράφω ταπεινά μια σκηνή όπου ο ήρωας έχει στήσει πάγκο με τη μάνα του στη λαϊκή αγορά, αλλά τον παρασύρει ένα χαμίνι σε κάτι που στην αρχή φαντάζει αθώο.
«Το όνειρο του Ποπώλ ήταν το αψέντι, η αφεντικίνα του τον κερνούσε ένα ποτηράκι όταν ερχόταν απ’ τη γύρα και της έφερνε τα λεφτά. Αυτό τον στύλωνε, του έδινε κουράγιο. Φούμαρε καπνό στρατιωτικό, τα στρίβαμε μόνοι τα τσιγάρα μας, με χαρτί εφημερίδας… Δεν σιχαινόταν να παίρνει πίπες, ήταν γουρούνι. Για όλους όσους βλέπαμε στον δρόμο βάζαμε στοιχήματα πόσο μεγάλη την έχουν. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τον πάγκο της, ειδικά σ’ αυτή τη γειτονιά. Ξέφευγα λοιπόν ολοένα και πιο πολύ… Κι έπειτα να τι συνέβη:
Εγώ νόμιζα ότι ο Ποπώλ ήταν εντάξει τύπος, πιστός και σωστός. Είχα πέσει πολύ έξω. Γιατί φέρθηκε πολύ πούστικα. Να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Συνέχεια μου ’λεγε για ένα αρκεβούζιο. Εγώ δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε. Μια μέρα λοιπόν, το ’φερε. Ήταν ένα χοντρό λάστιχο, μονταρισμένο σ’ ένα διχαλωτό ξύλο, ένα είδος μεγάλης σφεντόνας για να χτυπάς σπουργίτια. “Πρώτα θα κάνουμε εξάσκηση”, μου λέει. “Μετά θα σπάσουμε μια βιτρίνα! … Ξέρω μια στη λεωφόρο, θα την πετύχουμε εύκολα… Κι ύστερα θα βάλουμε στο σημάδι μπάτσους…” Φίνα! Ωραία ιδέα!»
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη συνέχεια.
Θα μου άρεσε να αντιγράψω εδώ τη σκηνή που ο ήρωας ξεπαρθενεύεται από τη γυναίκα του αφεντικού του, ένα Γαργαντουικό πλάσμα, αλλά φαντάστηκα ότι θα πέσω στη λογοκρισία κι έτσι το αφήνω στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.
Ένα έχω να πω, σαπό στον Σελίν για το μυθιστόρημα και εύγε στην Εστία που μας έκανε δώρο αυτή την έκδοση.