Βιβλιο

Από τα άσυλα των φτωχών στην αδελφότητα των αλητών

Κείμενα των Όργουελ, Λούξεμπουργκ, Ιστράτι, Γκόρκι και Γκογκ για τους «τελευταίους των τελευταίων»

Τάκης Σκριβάνος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μπάμπης Κοσοβίτσας για το βιβλίο «Από τα άσυλα των φτωχών στην αδελφότητα των αλητών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Firebrand

Το λούμπεν προλεταριάτο που αρνείται να μπει στον ζυγό της αστικής εργασίας. Η περιφερόμενη πλέμπα που προκαλεί απέχθεια ακόμα και στην «ενάρετη εργατική τάξη». Οι τελευταίοι των τελευταίων που «προτιμούν να ψοφήσουν στο δρόμο, παρά να γίνουν δεκανίκι αυτού του κόσμου». «Από τα άσυλα των φτωχών στην αδελφότητα των αλητών» λοιπόν, από τις εκδόσεις Firebrand, με κείμενα των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τζωρτζ Όργουελ, Παναΐτ Ιστράτι, Μαξίμ Γκόρκι και Γκρέγκορ Γκογκ. Ιστορίες εκατό χρόνια πίσω αλλά επίκαιρες και σήμερα - ιδιαίτερα στις χριστουγεννιάτικες μέρες μας που η υποκριτική φιλανθρωπία ανθεί. Για όλα αυτά μιλάει στην ATHENS VOICE ο Μπάμπης Κοσοβίτσας, ο οποίος έχει κάνει τη μετάφραση των κειμένων που περιέχονται στο βιβλίο και έχει γράψει την εισαγωγή και τα σημειώματα.

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και όπως κάθε χρόνο οι φτωχοί, οι απόκληροι, οι άνθρωποι που ζουν στο δρόμο, θα βρεθούν στο επίκεντρο του φιλανθρωπικού ενδιαφέροντος. Διαβάζοντας το βιβλίο, το οποίο ναι μεν περιέχει κείμενα που έρχονται από μία άλλη εποχή, ωστόσο, με την κατατοπιστική εισαγωγή σου και τα συνοδευτικά σημειώματα, αντιλαμβανόμαστε, όπως γράφεις, ότι αφορούν και τη δική μας  «εποχή της αφθονίας». Έμεινα με την εντύπωση ότι για αυτούς τους συγγραφείς ένα τέτοιο ενδιαφέρον είναι, αν μη τι άλλο, υποκριτικό. Είναι όντως έτσι;

Πράγματι, έτσι είναι. Δεν σταματάνε όμως σε αυτή την πικρή διαπίστωση, πάνε ένα βήμα παραπέρα, καθώς θεωρούν ότι το φιλανθρωπικό φαινόμενο αποκρύπτει όψεις ενός ευρύτερου φαινομένου και από τους τεχνικούς της εξουσίας, σήμερα, θα ονομαζόταν διαχείριση της φτώχειας. Συνδυάζοντας τα κείμενα των τεσσάρων συγγραφέων, επεδίωξα να φωτιστούν αυτές οι όψεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Σε ποια γεγονότα ή εμπειρίες βασίζονται; Πώς φτάνουν σε αυτό το συμπέρασμα;

Μιας και το κλίμα είναι χριστουγεννιάτικο, ας μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το άρθρο της Ρ. Λούξεμπουργκ, το οποίο γράφεται με αφορμή τη μαζική δηλητηρίαση των τρόφιμων του μεγαλύτερου δημοτικού ασύλου αστέγων στο Βερολίνο, τα Χριστούγεννα του 1911. Δημοσιεύεται στο έντυπο Die Gleichheit, στο οποίο υπεύθυνη έκδοσης ήταν η φίλη της Ρόζας, και σύντροφός της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, Κλάρα Τσέτκιν. Με  λόγο τολμηρό, ειρωνικό αλλά και σε υψηλούς δραματικούς τόνους, όπου χρειάζεται, καυτηριάζει τη ρουτινιάρικη αντιμετώπιση του «συμβάντος» και τις σαθρές δικαιολογίες της διοίκησης του ασύλου και της δημοτικής αρχής της πρωτεύουσας του δεύτερου Ράιχ. Περιγελάει την ψεύτικη συμπόνια της πρωσικής αυτοκρατορικής οικογένειας προς τους τελευταίους των υπηκόων της και στηλιτεύει τις κοινωνικές διακρίσεις. Αναφέρεται, επίσης, στα φοβικά ανακλαστικά της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στο εξαθλιωμένο, περιθωριοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού, που εκδηλώνονται με αφορμή αυτό το συμβάν· την ίδια ώρα μάλιστα, γεμάτη ευσέβεια, η ίδια αυτή κοινωνία ετοιμάζεται να υποδεχτεί το πνεύμα των Χριστουγέννων. Μιλάει επίσης και για την ελίτ του ιατρικού σώματος, που κλεισμένη στο γυάλινο πύργο της επιστήμης, αδιαφορεί για τις άθλιες συνθήκες ζωής των απόκληρων. Εν τέλει, καταδεικνύει ως κύρια αιτία των δεινών που βρίσκουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.

Στην ουρά για ένα δωρεάν πρωινό στο προαύλιο του καταφυγίου του Στρατού της Σωτηρίας (Λονδίνο, 1902). Φωτογραφία του Τζακ Λόντον από το βιβλίο του «Οι άνθρωποι της αβύσσου»

Ξαφνιάζει, διότι στο άρθρο της δεν αρκείται στην καταγγελία  των ταξικών ανισοτήτων στο εσωτερικό της αστικής κοινωνίας, επισημαίνει και τις τεράστιες διαφορές στους κόλπους των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων. Πώς ακριβώς τοποθετείται πάνω σε αυτό το ζήτημα;

Ήδη, από τον 19ο αι., έχει καθιερωθεί η διάκριση, κοινωνιολογικού χαρακτήρα, μεταξύ προλεταριάτου και λούμπεν προλεταριάτου.  Σχηματικά, από τη μια βρίσκονται οι ευυπόληπτοι εργαζόμενοι που βγάζουν τίμια το ψωμί τους κι από την άλλη όσοι πετάχτηκαν στο δρόμο ή ζουν στο περιθώριο, αρνούμενοι να μπουν στο ζυγό της αστικής εργασίας. Η Λούξεμπουργκ θέλει να γεφυρωθούν οι διαφορές, ξέρει ότι δεν είναι εύκολο, κι όπως λέει η ίδια: «μεταξύ της ενάρετης εργατικής τάξης και των απόκληρων ορθώνεται ένα τείχος, και σπάνια σκέφτεται κανείς τον εξευτελισμό που υφέρπει στον βόρβορο πέρα από το τείχος, … εικόνες κόλασης, όπου ανθρώπινα πλάσματα, ψάχνοντας για αποφάγια στα σκουπίδια, κουλουριάζονται από τους πόνους μέσα σε σπασμούς θανάτου…». Για να συμπληρώσει: αυτός που «τερματίζει τη ζωή του στο δρόμο δηλητηριασμένος… είναι εξίσου μέρος της ύπαρξης του προλεταριάτου όσο και ο κάθε ειδικευμένος, καλοπληρωμένος εργάτης, ο οποίος είναι σε θέση να χαρίσει στον εαυτό του πρωτοχρονιάτικες ευχετήριες τυπωμένες κάρτες και μια επίχρυση αλυσίδα ρολογιού».

Η επιχειρηματολογία της Λούξεμπουργκ έχει ένα χαρακτήρα, κατά κύριο λόγο, πολιτικό. Ο Τζωρτζ Όργουελ, από την άλλη, γράφει ένα ημιαυτοβιογραφικό κείμενο-άρθρο, που δημοσιεύεται το 1931 στο λονδρέζικο περιοδικό New Adelphi. Από πού αντλεί  το υλικό του;

Η καταγωγή του Όργουελ είναι μεσοαστική. Εν τούτοις, δεν διστάζει να υπερβεί το  χάσμα που τον χωρίζει από τον κόσμο των απόβλητων της κοινωνίας. Αντικαθιστά το οικογενειακό επώνυμο Μπλαιρ με διάφορα ευφάνταστα ψευδώνυμα, αφήνει πίσω του τις κοινωνικές συμβάσεις του κύκλου του, φοράει τα κουρέλια του αλήτη και μπαίνει στις γειτονιές των εξαχρειωμένων του Λονδίνου και στα άσυλα των φτωχών.

Τι αναζητά εκεί;

Κατά ένα τρόπο, ζητά να βγάλει από πάνω του το βάρος της ενοχής που είχε αποκτήσει όταν υπηρέτησε για ένα διάστημα σαν αστυνομικός στην κατεχόμενη από το βρετανικό στέμμα Βιρμανία. Όπως γράφει ο ίδιος: «Ένιωθα ότι έπρεπε να ξεφύγω όχι απλώς από τον ιμπεριαλισμό αλλά από κάθε μορφή κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Ήθελα να βυθιστώ, να κατέβω ανάμεσα στους καταπιεσμένους, να γίνω ένας από αυτούς και να είμαι στο πλευρό τους ενάντια στους τυράννους τους». Έχοντας επιστρέψει στην Αγγλία με την απόφαση να γίνει συγγραφέας, επιδιώκει να γνωρίσει τις σκοτεινές πτυχές του μεγαλείου της κραταιάς Βρετανίας, μέσα στην ίδια την αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Γράφει σε ένα σημείο: «Όταν σκεφτόμουν την φτώχεια, τη σκεφτόμουν με όρους ωμής λιμοκτονίας. Επομένως το μυαλό μου στράφηκε αμέσως προς τις ακραίες περιπτώσεις, τους κοινωνικά απόβλητους: αλήτες, ζητιάνους, εγκληματίες, πόρνες. Αυτοί ήταν οι “τελευταίοι των τελευταίων”, και αυτοί ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους ήθελα να έρθω σε επαφή. Αυτό που ήθελα βαθιά, εκείνη την εποχή, ήταν να βρω έναν τρόπο να ξεφύγω εντελώς από τον ευυπόληπτο κόσμο».

Από αυτές τις εμπειρίες, τι μεταφέρει στο άρθρο του;

Πέρα από το ότι περιγράφει εξαιρετικά τις ιδιαίτερες φυσιογνωμίες των αλητών που συναντά στα άσυλα και στους δρόμους, αποκαλύπτει με άμεση και απλή γραφή όσα κρύβονται κάτω από το πέπλο της κρατικής πρόνοιας και πίσω από την όποια φιλανθρωπική στάση. Αναφέρεται επίσης και στην απέχθεια που προκαλεί η περιφερόμενη πλέμπα. Παραξενεύεται, όταν  μιλώντας με ένα νεαρό ξυλουργό, που περιπλανιέται άνεργος και ανέστιος, τον ακούει να καταφέρεται εναντίον όσων περιφέρονται στους δρόμους: «Εάν κάνανε αυτά τα μέρη (τα άσυλα) πολύ ευχάριστα, θα είχες όλα τα αποβράσματα της χώρας να συρρέουν σ’ αυτά. Μόνο το κακό φαΐ κρατάει μακριά όλα αυτά τα καθάρματα. Αυτοί οι αλήτες είναι πολύ τεμπέληδες για να δουλέψουν, αυτό είναι το μόνο τους πρόβλημα. Δεν χρειάζεται να τους ενθαρρύνεις… Δεν πρέπει να δείχνεις κανένα οίκτο… αποβράσματα είναι. Δεν πρέπει να τους κρίνεις με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν γι’ ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα». Και ο Όργουελ σημειώνει: «Ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο επιτήδεια διαφοροποιήθηκε από τους συναδέλφους του αλήτες. Ήταν στο δρόμο έξι μήνες, αλλά στα μάτια  του Θεού, όπως φάνηκε να υπονοεί, δεν ήταν αλήτης. Μπορεί το σώμα του να ήταν στον γάντζο (στην αργκό, το άσυλο), αλλά το πνεύμα του ίπτατο μακριά, στον καθαρό αιθέρα των στρωμάτων της μεσαίας τάξης».

Πώς συνδέεται ο ελληνο-ρουμάνος συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι, με τον Τζωρτζ Όργουελ;

Όταν ετοιμάζεται η έκδοση του πρώτου βιβλίου του Όργουελ «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» (1933), στη γαλλική γλώσσα (1935), ζητάνε από τον Ιστράτι να γράψει τον πρόλογο. Είναι ήδη διεθνώς καταξιωμένος συγγραφέας, και έχει ζήσει πάνω από τα μισά χρόνια της ζωής του αλητεύοντας, οπότε είναι και ο πλέον ενδεδειγμένος για να συστήσει ένα τέτοιο βιβλίο στο γαλλικό κοινό.

Διαβάζοντας τον πρόλογό του, εντυπωσιάζει η επίμονη αναφορά του στον Ρώσο συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι. Έχει κάποιον ιδιαίτερο λόγο που το κάνει αυτό;

Ο Γκόρκι, φτωχόπαιδο ακόμα, ξεκίνησε να αλητεύει στους δρόμους, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, όπου εύρισκε. Για να γίνει σιγά-σιγά ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής του. Ήταν το ίνδαλμα και κάθε νέος συγγραφέας έπρεπε να αναμετρηθεί μαζί του, κατά κάποιο τρόπο. Ο Ιστράτι, λοιπόν, βλέπει ότι ο Όργουελ καταφέρνει να χαράξει τον δικό του δρόμο, ξεχωριστό από αυτόν του Ρώσου συγγραφέα, και του αναγνωρίζει την αυθεντικότητα της γραφής. Γράφει μεταξύ άλλων: «Το θαυμαστό σε αυτό το βιβλίο είναι η φυσικότητα. Ακολουθούμε τον Όργουελ σ’ αυτή τη φριχτή ζωή στις φτωχογειτονιές του Παρισιού και κυρίως του Λονδίνου σαν να είμαστε οι σύντροφοί του· μας τη δείχνει ενώ τη μοιράζεται μαζί μας. …Ζούμε όλοι, μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, χωρίς να υποφέρουμε πολύ, χωρίς πολύ να εξεγειρόμαστε, τη στιγμή που όλα εκεί μέσα είναι τρομακτική οδύνη και αγία εξέγερση. Πως τα κατάφερε ο Όργουελ να φτάσει σε αυτή την ισορροπία;».

Και ο Γκρέγκορ Γκογκ από που μας έρχεται;

Ο Γερμανός Γκογκ έρχεται από πολύ μακριά. Εντάσσεται στη μακρά ιστορία της περιπλάνησης, συνεχίζει πάνω στα ίχνη που άφησαν μυριάδες αλήτες και αλήτισσες στις απέραντες εκτάσεις της Mitteleuropa, από τους περιπλανώμενους ιεροσπουδαστές του Μεσαίωνα μέχρι τους αλήτες του Μεσοπολέμου. Το πνεύμα του δρόμου τον συνδέει με ποιητές-αλήτες ή με αλήτες-στοχαστές, όπως οι Φρανσουά Βιγιόν, Γουώλτ Γουίτμαν, Αρθούρος Ρεμπώ, ΜαξίμΓκόρκι· μέσα από τον μύθο του Ahasver συνδέεται με τον περιπλανώμενο Ιουδαίο, ενώ συντροφεύει πνευματικά τον περιοδεύοντα Ναζωραίο που είπε «Εγώ ειμί η οδός». Θα μπορούσε κάποιος να τον πάρει και για μακρινό απόγονο ενός ένθερμου ακόλουθου του θεολόγου και ιερέα Τόμας Μίντσερ, τότε που εκείνος υποδαύλιζε με τρομερή δύναμη πνεύματος τις εξεγέρσεις των Γερμανών χωρικών. Και τα πνευματικά εφόδια δεν του λείπουν: γνωρίζει τη Βίβλο απέξω κι ανακατωτά, ενώ έχει διαβάσει Στίρνερ, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Λαντάουερ, Τολστόι και πολλούς άλλους.

 Έχει ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο· ξαφνιάζει, και την ίδια στιγμή βάζει σε σκέψεις. Θες να μας μιλήσεις γι’ αυτό;

Ο Αμερικάνος ποιητής Γουίτμαν, από τα μέσα του 19ου αι., μιλάει με θέρμη υπέρ της «αρχαίας και αξιοσέβαστης αδελφότητας των αλητών». Την οποία, όπως λέει, «τιμά περισσότερο από όλους τους νεόκοπους, τους δανδήδες και τους πολιτικούς χρησμολόγους». Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι., ο παλιός ναύτης Γκρέγκορ Γκογκ, παίρνει αυτή τη συμβολική, κατά έναν τρόπο, αναφορά του Γουίτμαν σε μια αδελφότητα αλητών, και επιχειρεί να της δώσει οργανωτική μορφή. Και όχι μόνο αυτό· εκδίδει ένα περιοδικό δρόμου με τη συμβολή  των συντρόφων του, αδελφών του δρόμου, που ζωγραφίζουν, γράφουν ποιήματα, στέλνουν ανταποκρίσεις κλπ. (να πω ότι το ριζοσπαστικό πνεύμα του συγκεκριμένου εντύπου απέχει παρασάγγας από εκείνο των αντίστοιχων σημερινών), ενώ σχεδιάζει και πραγματοποιεί μαζί με τους συντρόφους του, ένα διεθνές Συνέδριο Αλητών, στη Στουτγάρδη, το 1929. Λίγους μήνες πριν τη μεγάλη οικονομική κρίση, άνθρωποι του δρόμου που έχουν επιζήσει από το σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, και συνέβαλλαν στη συνέχεια στην επανάσταση που έριξε το αυτοκρατορικό καθεστώς στη Γερμανία (1918), απογοητευμένοι από την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα στην λεγόμενη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, βρίσκονται με τους αδελφούς τους από τις άλλες χώρες, ώστε η Αδελφότητα των Αλητών να πάρει σάρκα και οστά. Το κείμενο του Γκογκ που δημοσιεύουμε, είναι η γραπτή ομιλία του σε αυτή την πρωτοφανή σύναξη. Φανερώνει το μαχητικό του πνεύμα και την αποφασιστικότητά του καθώς καλεί σε έναν ανυποχώρητο αγώνα «ενάντια στην αστική κόλαση, την ιδέα του κράτους και την πνευματική εξουσία της εκκλησίας».  Αυτή η μικρή φράση, από την ομιλία του, τα λέει όλα: «Προτιμάμε να ψοφήσουμε στο δρόμο παρά να γίνουμε δεκανίκι αυτού του κόσμου».