- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μακάριοι θεατές: μια αλληγορική δυστοπία από τον Μενέλαο Πειστικό
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του συνθέτη & πιανίστα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος
Οι «Μακάριοι θεατές» του Μενέλαου Πειστικού είναι ένα υβρίδιο οιονεί επιστημονικής φαντασίας που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας
Ένα βιβλίο αποκάλυψη του κοινότοπου ανθρωπολογικού μας τύπου που, ακόμα και αν νομίζουμε πως διαφέρει από το σύνολο, εντάσσεται ως ένα ακόμα υπολογισμένο «κλισέ» στο τσουνάμι της μαζικής κουλτούρας, η οποία αποτελεί τον παντοκράτορα της «Κοινωνίας των Ζωνών», τοποθετημένης σε ένα απροσδιόριστο κοντινό μέλλον, μιας κοινωνίας όπου έχει εκλείψει πια κάθε ίχνος πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος είναι εθισμένος στα «καθρεφτόφωνα» (όπως αποκαλεί τα κινητά ο συγγραφέας), ακραία εξαρτημένος από τη φτηνή διασκέδαση, οικειοθελώς χειραγωγημένος από τα υπεράριθμα ερεθίσματα που λαμβάνει μέσα από τα «mirror» media. Τα Ζαχαρωτά του κ. Κάντυμαν –αφετηρία στους «Μακάριους θεατές» του Μενέλαου Πειστικού–, είναι για την ελίτ η μόνη λύση απέναντι στη μαζική υστερία και τις παθογένειες μιας λαίμαργης, άπληστης και συνεχώς ανικανοποίητης μάζας και ανακουφίζουν «προσωρινά – τον πόνο της αρρώστιας που προκάλεσε ο ανεξέλεγκτος εθισμός του κοινού στα mirror media» (σελ.72). Είναι το χάπι που θεραπεύει τις ανεκπλήρωτες μας επιθυμίες και εκπληρώνει τις κοινωνικές μας φαντασιώσεις, γεννημένες μέσα από την έκθεση του ασυνείδητού μας στις μυριάδες εικόνες των καθρεφτόφωνών μας.
Ο συγγραφέας, άλλοτε με αλληγορία και χιούμορ, άλλοτε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και φιλοσοφική διάθεση, απογυμνώνει το χαμογελαστό προσωπείο μιας ζοφερής πραγματικότητας που επιλέγουμε επιδεικτικά να αγνοούμε και, ύστερα πια από τον φυγόπονο στρουθοκαμηλισμό μας, δεν την αντιλαμβανόμαστε καν ως τέτοια. Στο καφκικό σύμπαν του κ. Μ., το άτομο είναι φυλακισμένο μέσα στον κατακερματισμό της σκέψης του, κινείται μηχανικά και ημισυνείδητα, οι αισθήσεις του είναι βιασμένες από την ακτινοβολία των οθονών που έχουν κατακλύσει πια όλο του τον περίγυρο, τόσο μέσα στον εγκέφαλό του όσο και έξω από αυτόν.
«Περισσότερες ειδήσεις, περισσότερες εκδηλώσεις, περισσότερες προσφορές, περισσότεροι διαγωνισμοί, περισσότερος θόρυβος και οι οθόνες να στενεύουν με την όλο και πιο επικλινή τους κλίση τη νοητή στοά, δημιουργώντας ένα ακτινοβόλο και πολύχρωμο ημικύκλιο χαμηλό ταβάνι λίγο πριν την έξοδο από την πλατεία. Κόσμος ανέβαλε την αποχώρησή του, μαγεμένος από τις γρήγορες εναλλαγές φωτός των οθονών, οι οποίες στέκονταν κατακόρυφα από πάνω του σαν τετράγωνες πρέσες ατμοσίδερου. Το πίσω μέρος του κεφαλιού τους είχε διπλωθεί οριζόντια στον σβέρκο και η κάτω γνάθος αφηνόταν στη βαρύτητα συμπαρασύροντας ένα ορθάνοιχτο στόμα και τη γλώσσα να επιπλέει στα όρια του κάτω χείλους. Πολλοί στέκονταν έτσι, με τα δύο τους χέρια να κρατούν ασυναίσθητα σφιχτά τα καθρεφτόφωνά τους, κοιτώντας χωρίς βλεφαρίσματα τις κατακόρυφες οθόνες. Άλλοι πάλι ύστερα από λίγο, επέστρεφαν προς τα πίσω, και επαναδιαχέονταν με αποφασιστικότητα στις τεχνολογικές λιχουδιές των θεαμάτων της Χριστουγεννιάτικης Γιορτής. Διάφορα μικρά φωτάκια, ενσωματωμένα στα «έξυπνα» ρούχα τους και στα διάφορα gadgets που τα περικοσμούσαν, έλαμπαν σαν σήματα Μορς και πυροδοτούσαν σε stretto ad minimum μικρές διακυμάνσεις στις εκφράσεις των προσώπων, κυρίως στην κάτω γνάθο και στα ζυγωματικά, όμοιες με τις διακριτικές σπασμωδικές αναλαμπές των πομπών, χωρίς να αναστατώσουν τη στάση αποχαυνωτικής προσήλωσης ή προσηλωμένης αποχαύνωσης.» (σελ. 166-167)
Στον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Πειστικού οι άνθρωποι φυλακίζονται από μόνοι τους αναζητώντας θαλπωρή και ασφάλεια στην οριοθέτηση. Αντιστρέφοντας το moto στη «Δίκη» του Κάφκα, δεν είναι το κλουβί που βγήκε να ψάξει για πουλιά, αλλά το πουλί που από μόνο του μπαίνει μέσα στο κλουβί. «Δεν κατευθύνουμε εμείς τις μάζες, οι μάζες μάς κατευθύνουν. Εμείς απλώς προσαρμοζόμαστε στις ανάγκες τους» (σελ. 75) διατείνεται ο κ. Κάντυμαν στην συνεδρίαση της Λέσχης Διαμορφωτών του Ξενοδοχείου.
Ο κ. Μ., χωρίς αναμνήσεις, σα να ήταν πάντοτε κάτοικος του Ξενοδοχείου –στο οποίο συνεδριάζει η ελίτ και τον καλεί στα διαφόρων ειδών Φεστιβάλ που πραγματοποιούνται εντός του–, οδηγείται από την έκπληκτη παρατήρηση της κοινωνικοπολιτισμικής παρακμής στην αυτοπαρατήρηση, και προσπαθεί να κατανοήσει την εισβολή της πληροφορίας στον εγκέφαλό του και τον ντετερμινιστικό μηχανισμό της σκέψης του. Αν και συνειδητοποιεί ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στο ορμητικό κύμα της σύγχρονης πραγματικότητάς του που δεν παύει συνεχώς να τον ξαφνιάζει, αρνείται πεισματικά να προσαρμοστεί. Συνεχώς περιτριγυρισμένος από τείχη και τεχνητό φως, περιπλανιέται πάντα εντός των ορίων της πλαισίωσης που του έχουν καθορίσει τυχαίες χωροχρονικές συγκυρίες. Ένας σταθμός με πολλούς διερχομένους, επιβάτες και μη, βαλίτσες, που κινούνται, εκατοντάδες ρολόγια, φώτα, οθόνες, αλλεπάλληλες ανακοινώσεις, διαφημίσεις και κλισέ, υπό το φως ενός ήλιου που είναι εν τέλει ψεύτικος, τον κάνουν να νιώθει μικροσκοπικός. Ο παγκόσμιος χάρτης έχει μια άλλη μορφή· δεν υπάρχουν διακεκριμένες χώρες και πόλεις, πάρα ένας τετραγωνισμένος κόσμος Ζωνών.
Ένας άνθρωπος-έκθεμα στην «Αίθουσα των αέναων βουβών δραστηριοτήτων» που τρέχει στο διάδρομο γυμναστικής και μπορεί να εκπονεί πολλές διαφορετικές δραστηριότητες μαζί χωρίς να χαλάει το ρυθμό του, αναγνωρίζεται ως ο «No. 1 multitasking operator» από μια οθόνη, και του χαρίζεται η δυνατότητα να απολαύσει μία εβδομάδα διακοπών στον Άγιο Δομίνικο. Το σκηνικό αλλάζει∙ από τη θέα των ουρανοξυστών βρίσκεται αυθωρεί στην παραλία. Αυτός όμως επιλέγει να μην κατέβει ποτέ από τον διάδρομο για να ζήσει την εμπειρία: «Ο διάδρομος σταμάτησε σταδιακά. Ο άντρας επιβράδυνε ακολουθώντας τη θέληση του διαδρόμου, αλλά βρισκόταν ακόμη σε διάθεση έντονης εγρήγορσης. Συνέχιζε να επαναλαμβάνει νευρικός τις κινήσεις του χωρίς να τρέχει, προσθέτοντας τη λήψη φωτογραφιών και βιντεοσκοπώντας τον εαυτό του «…» συνέχιζε να πληκτρολογεί και να απασχολείται με τις εργασίες του, χωρίς να αφαιρέσει το ακουστικό και το bluetooth από τα αφτιά του, χωρίς ποτέ να κατεβεί από τον διάδρομο. Κοίταξε ελάχιστα γύρω του, βιντεοσκοπούσε τον εαυτό του με την ακτή για σκηνικό υπόβαθρο και χωρίς καθυστέρηση ενεργοποίησε ξανά τον διάδρομο. Άρχισε πάλι να τρέχει. Αυτήν τη φορά ακόμα γρηγορότερα από το αρχικό στάδιο. Η παραλία εξαφανίστηκε και επέστρεψε η θέα με τους ουρανοξύστες. Η κίνηση των χεριών του απέκτησε και πάλι έναν φοβερό ρυθμό, σαν βιρτουόζικη μελωδία ενός ξύλινου πνευστού πάνω στο ostinato της κίνησης των ποδιών του». (σελ. 59-60)
Ο Πειστικός μάς υπενθυμίζει πως η ακατάπαυστη ανάγκη μας για επιβεβαίωση και επίδειξη σχετικής ανωτερότητας στον κοινωνικό μας περίγυρο, μάς απομακρύνει από το παρόν και την ίδια εμπειρία της ζωής. Ο μιμητισμός, μια βασική λειτουργία της ανθρώπινης φύσης για την εδραίωση του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αποκτά επικίνδυνη όψη καθώς πάνω του παρασιτεί ο Τεχνολογικός Μεσσιανισμός. Η συντριπτική δυναμική της πλειοψηφικής επιρροής είναι άνευ αμφισβήτησης. Και μόνο για λόγους επιβίωσης, είμαστε καταδικασμένοι να ακολουθήσουμε τη ροή του ποταμού της Μάζας, ακόμα και αν συνειδητοποιούμε ότι αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι της και ότι η όποια ιδιαιτερότητά μας ως ξέχωρη ατομική οντότητα αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Μοιάζει να μην έχουμε άλλη επιλογή από το να αφεθούμε στον γλυκό ύπνο των ατέλειωτων διαθέσιμων αντιπερισπασμών που μας προσφέρει απλόχερα η Μαζική Κουλτούρα, και την οποία επίσης παράγουμε εμείς οι ίδιοι, εκπαιδευόμενοι στους μηχανισμούς λειτουργίας της ήδη από τη γέννησή μας. Όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε την έλεγχο, στον κόσμο του κ. Μ. όλοι μοιάζουμε με έρμαια της πλαισίωσης:
«Οι 12 πένθιμοι χτύποι της καμπάνας και το lasciar vibrare υπενθύμιζαν για λίγο το παράλογο για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν και η κίνηση των δεικτών συνέχιζε για τον επόμενο κύκλο· λόγια, χοροί, φυγές, εφάπτονταν στα στόματα και στα σώματα των ανθρώπων και περιπλανιούνταν με μια ανεξέλεγκτη φορά ανέμου μέχρι οι δείκτες να ξανασμίξουν στην κάθετη στη βαρύτητα ακτίνα του κύκλου. Άλλοι συνέχιζαν τον σκοπό τους και δεν αντιλαμβάνονταν την προειδοποίηση, φορτώνονταν με αμέτρητα αγαθά της ημισυνειδητότητας και της ματαιότητάς τους πάνω στην επιφάνεια του ρολογιού και το είχαν διακοσμήσει σαν ροκοκό με τις δανεισμένες προεκτάσεις των εγωκεντρισμών τους, έχοντας επισκιάσει πλήρως τις κρούσεις της καμπάνας με τα εκκωφαντικά decibel. Έμπαινα και εγώ στον πεισματάρικο κυκλικό χορό και φορές ξεχνούσα τη χρονική διώρυγα των μεσάνυχτων, γέμισα με επιπλέον δέρματα που με ορμή με σκέπαζαν και κολλούσαν πάνω μου και άλλα που σχεδόν οικειοθελώς τα έσερνα στο μέρος μου. Λέξεις τρέχανε σαν πνεύματα που είχαν κατοικήσει στο σώμα μου και με φυλάκιζαν στην ταχύτητα των ερωταπαντήσεων, κίβδηλες σταθερές, δεσμά που ελίσσονται και προσαρμόζουν συνεχώς τη μορφή τους για να με κρατούν αγκυροβολημένο ενώ καταφέρνουν και με πείθουν πως κινούμαι. Ποια αλήθεια και ποια ψέματα, συνάφειες πλασματικές στη μνήμη και τη ζωή της, μια μαζική κουλτούρα η αρένα του εγκεφάλου μου. Έτσι χαίρονται οι μορφές να με βλέπουν ντυμένο και στολισμένο, κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσίν τους γίνομαι αποδεκτός στις αόρατες σέχτες τους. Μοτίβα που μπαίνουν στη θέση τους ανακουφίζουν τις μορφές και ο χορός μπορεί να συνεχίζει χωρίς να τραμπαλίζεται. Διαφορετικά βήματα, διαφορετικοί ρυθμοί, διαφορετική ταχύτητα, διαφορετικές φιγούρες, τώρα ως ένα και το αυτό τυραννικά εξουσιάζουν και εξουσιάζονται στη ροή του κύκλου και της οριοθέτησης· μια έμφυτη τάση υποταγής των μορφών, μια δουλικότητα ανακούφισης γιατί αποσύρονται οι ευθύνες, και αυτό επιτρέπει στον κύκλο να διεκπεραιώνει ατάραχα τα περάσματα της περιμέτρου του.» (σελ. 203-204)
Ολοζώντανες εικόνες και κινηματογραφική ατμόσφαιρα που ενισχύονται από τη γραφή σε πρώτο πρόσωπο, εντάσσουν «με τη βία» τον αναγνώστη σε ένα φανταστικό, δυστοπικό αλλά μαζί και ρεαλιστικό κόσμο. Η αναλυτικότητα των περιγραφών γίνεται τόσο για την ίδια την ηδονή της συγγραφής αυτής καθαυτής αλλά όσο και για την αποκάλυψη της κρυμμένης αξίας στιγμών που τις προσπερνάμε ως ανιαρές στην καθημερινότητά μας. Στοιχεία που μοιάζουν αδιάφορα επειδή δεν είναι τελεολογικά, παίρνουν μια άλλη ενδιαφέρουσα όψη στον λόγο του Πειστικού. Ο συγγραφέας κάνει συνεχώς νύξεις για τη σημασία της προσήλωσης, βρίσκοντας το νόημα σε κατ’ επίφαση «κενούς» χρόνους, όπως, για παράδειγμα, είναι η απλή θέαση ενός άδειου τοίχου, θέλοντας να μας πει πως οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της αφύπνισης – αρκεί κανείς να είναι συνειδητός στο παρόν:
«Καθόμουν ακόμη στον καναπέ και κοιτούσα τον απέναντι τοίχο, που αντανακλούσε τη λάμψη του λαμπτήρα. Κοιτούσα τη λάμψη του σομόν τοίχου, καθισμένος με τις παλάμες ακίνητες χωρίς πρόθεση κίνησης, αφημένες στους μηρούς μου. Κοίταζα τη λάμψη, χωρίς σκέψη, χωρίς περισυλλογή «…» Ίσως να ανοιγόκλεινα τα μάτια αλλά ένιωθα σα να μην τα ανοιγόκλεινα. Ίσως προκαλούσα θόρυβο με την αναπνοή μου αλλά η λάμψη τον έθετε αυτόματα σε σίγαση. Μια υπόσταση παγωμένη και θερμή, οι δύο ιδιότητες ξεπηδούσαν ακριβώς από την ίδια αιτία, από την ακινησία και το φως. Δεν μύριζε τίποτα, δεν θύμιζε τίποτα, δεν είχε πρόσημο, δεν είχε συνειρμούς. Κοίταζα τη λάμψη, χωρίς σκέψη, χωρίς περισυλλογή.» (σελ. 275-276)
Οι «Μακάριοι θεατές» είναι ένα υβρίδιο οιονεί επιστημονικής φαντασίας που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Η λογοτεχνία στην υπηρεσία της φιλοσοφίας και η φιλοσοφία στην υπηρεσία της λογοτεχνίας.