Βιβλιο

Στον δρόμο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη

Το βιβλίο του, με τον τίτλο «Στον ίδιο δρόμο», είναι από κάθε άποψη ένα γοητευτικό ανάγνωσμα. Τόσο γιατί αφηγείται μια γοητευτική ζωή, όσο και γιατί είναι γοητευτική η γραφή του.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο τίτλος του βιβλίου του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη είναι ενδεικτικός του μυστικού για μια μακρά πολιτική καριέρα και αυτός συμπυκνώνεται σε μία κυρίως ποιότητα: την ανθεκτικότητα.

Το γνωρίζουμε μάλλον όλοι: σπανίως τα αυτοβιογραφικά βιβλία των πολιτικών έχουν ενδιαφέρον. Είχαμε, άλλωστε, ακόμη μια ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και στην προσφάτως εκδοθείσα αυτοβιογραφία της Άνγκελα Μέρκελ. Κανονικά θα περίμενε κανείς από μια πρώην (επί 16ετία, μάλιστα) καγκελάριο της ισχυρότερης ευρωπαϊκής χώρας μια αφήγηση τόσο συναρπαστική όσο συναρπαστικές ήταν οι εμπειρίες που της χάρισε η θέση της. Κι όμως, στο βιβλίο της κυριαρχεί ένας λόγος ως επί το πλείστον αυτοδικαιωτικός, πολιτικά ορθός (κυριολεκτικά), με στρογγυλάδες και ανέμπνευστη αφήγηση. Αναμενόμενο όλο αυτό, έτσι κι αλλιώς, για ανθρώπους που δεν είναι εξασκημένοι στο άθλημα της γραφής – έστω και αν δεν είναι συνήθως γραμμένα τα βιβλία αυτά από τους ίδιους, αν και βεβαίως έχουν την τελική τους έγκριση και οπωσδήποτε αποτυπώνουν το ύφος τους.

Με την αυτοβιογραφική αφήγηση ωστόσο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη έχουμε μια εξαίρεση. Το βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Στον ίδιο δρόμο» (εκδόσεις Πατάκη), είναι από κάθε άποψη ένα γοητευτικό ανάγνωσμα. Τόσο γιατί αφηγείται μια γοητευτική ζωή, όσο και γιατί είναι γοητευτική η γραφή του. Πρόκειται άλλωστε εμφανώς για ένα κείμενο γραμμένο αποκλειστικά από τον ίδιο, γεγονός που αντανακλάται στην αυθεντικότητα και τη δύναμη του ύφους αλλά και στην πειστικότητα των περιγραφών. Το πετυχαίνει αυτό κυρίως διότι σε πείθει ότι δεν σου μιλάει κάποιο μέλος της πολιτικής ελίτ (παρότι ανήκει πλέον εκεί) αλλά κάποιος που, ενώ κατάφερε με τις δικές του δυνάμεις να εκτοξευτεί κοινωνικά, δεν ξέχασε ποτέ το σημείο εκκίνησής του και όσα οφείλει στον κόσμο εκείνον που τον διαμόρφωσε.

Καταγόμενος από την Ημαθία, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει από τα γεννοφάσκια του μια τυπική ζωή της μεταπολεμικής αγροτικής Ελλάδας. Η οικογένειά του είναι αγρότες Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες στο Νησί: εκεί δηλαδή που διαδραματίζονται βασικά επεισόδια του Μακεδονικού Αγώνα όπως αυτά αναπαρίστανται στα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα. Ακριβώς επειδή πρόκειται κυριολεκτικά για έναν βάλτο που χάρη στα μετέπειτα εγγειοβελτιωτικά έργα κατάφερε να γίνει καλλιεργήσιμος, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η ζωή εκεί δεν ήταν εύκολη. Ο συγγραφέας δεν έχει καμία τάση να εξιδανικεύσει τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η σκληρή και ασταμάτητη δουλειά, μέρα-νύχτα, χωρίς ποτέ διακοπές και ξεκούραση. Αυτό και σχεδόν τίποτε άλλο. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης θα εμποτιστεί μεν από μία εργασιακή ηθική που θα τον συνοδεύει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του όπως και στην πολιτική του καριέρα αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα νοσταλγεί κιόλας τις σκληρές εκείνες συνθήκες της βιοτής στην επαρχία. Γι' αυτό και τον περιγράφει όπως ήταν: έναν κόσμο αγαπημένων προσώπων από τη μία αλλά και περιορισμένων οριζόντων και ελάχιστων ευκαιριών, τουλάχιστον για όσα παιδιά ήταν διανοητικά πιο ανήσυχα. Και ο νεαρός Μιχάλης ήταν ένα τέτοιο παιδί. Έτσι, η δική του διέξοδος θα είναι ίδια με εκείνη πολλών boomers στην μεταπολεμική Ελλάδα: σπουδές σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο που για τον ίδιο ειδικά σήμαινε, νομικά στην Θεσσαλονίκη.

Οι κοινωνικές συνθήκες που ευνοούσαν την ανοδική κοινωνική κινητικότητα σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα θα συνδυαστούν και με μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Είμαστε πια στην δεκαετία του '70, έχει μόλις πέσει η χούντα και το κλίμα είναι ενθουσιώδες αλλά και ιδιαιτέρως διεκδικητικό ιδίως στους κόλπους της νεολαίας. Οι συνθήκες υπερπολιτικοποίησης που επικρατούν θα οδηγήσουν πολλούς νέους ανθρώπους σε ένταξη στα νέα κόμματα της μεταδικτατορικής περιόδου, με πιο ευνοημένο εκείνο του ΠΑΣΟΚ που άλλωστε είχε το πλεονέκτημα να ευαγγελίζεται μια (υποτιθέμενα ριζοσπαστική) κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Ομολογουμένως, το κόμμα αυτό θα αποτελέσει σε όλη τη μεταπολίτευση τον διαμετακομιστικό ιμάντα ανάδειξης ενός εντελώς νέου πολιτικού προσωπικού που δεν προέρχονταν από παλιά πολιτικά τζάκια και δεν χρειαζόταν να διαθέτει άλλα κοινωνικά διαπιστευτήρια. Εκεί είναι που θα βρει αυτονοήτως πολιτική στέγη και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μετά τις σπουδές του, αναπτύσσοντας πολιτική δραστηριότητα στην περιφέρειά του - αρχικά παράλληλα με την άσκηση της δικηγορίας. Με δεδομένο ότι, όπως παραδέχεται, ποτέ δεν τον γοήτευε το δικηγορικό επάγγελμα και με δεδομένο ότι ήταν άνθρωπος της δράσης και ταυτόχρονα προικισμένος με ένα έμφυτο ταλέντο στην επαφή του με τους ανθρώπους, το δίλημμα γρήγορα θα ξεπεραστεί από την ίδια την ζωή. Θα του προταθεί η θέση του Νομάρχη Καρδίτσας και τα υπόλοιπα θα αρχίσουν να παίρνουν τον δρόμο τους: θριαμβεύσας βουλευτής του νομού από την πρώτη του φορά (από το 1989 ως το 2007) και ακολούθως υφυπουργός Εμπορίου, υπό τον Κ. Σημίτη, καθώς και υφυπουργός Ανάπτυξης.

Αλλά οι προκλήσεις που τον περίμεναν, θα αποδεικνύονταν απείρως μεγαλύτερες μετά την μετακίνησή του στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης θα βρεθεί εκεί το 1999, δηλαδή σε μια κρίσιμη στιγμή της μεταπολίτευσης. Η χώρα στα τέλη της δεκαετίας του '90 είχε απέναντί της δύο για τα μέτρα της κολοσσιαία στοιχήματα. Αφενός την είσοδό της στην ευρωζώνη αφετέρου την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο, οι εκσυγχρονιστικές αυτές προκλήσεις που υπόσχονταν το πέρασμά της σε μια νέα εποχή έμοιαζαν να σκοντάφτουν σε διάφορα βαρίδια της και σε διάφορες προβληματικές κληρονομιές της μεταπολίτευσης. Μία βασική εξ αυτών ήταν η επιμονή του φαινομένου της εγχώριας τρομοκρατίας που είχε μέχρι τότε στοιχίσει την ζωή σε πάνω από 20 ανθρώπους και που επίσης εξέθετε την χώρα διεθνώς ως αδύναμη, επικίνδυνη για να ζει κανείς και αναξιόπιστη. Οι διεθνείς πιέσεις προς την Ελλάδα να λύσει επιτέλους την χρόνια αυτή γάγγραινα πύκνωναν αλλά ούτε η πολιτική βούληση είχε υπάρξει ποτέ επαρκώς ισχυρή αλλά ούτε είχε εκδηλωθεί η απαραίτητη κοινωνική νομιμοποίηση. Κοινώς η τρομοκρατία, αν παρέμενε ζωντανή, ήταν λόγω της πολιτικής και κοινωνικής ανοχής απέναντί της αλλά και γιατί οι αναλύσεις του φαινομένου από τους ιθύνοντες ήταν επιεικώς αφελέστατες, αν θυμηθούμε μόνο ποιές ήταν οι θεωρίες συνωμοσίας που διακινούνταν όλα εκείνα τα χρόνια.

Το γεγονός που θα οδηγούσε, ωστόσο, το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού ακόλουθου Στίβεν Σόντερς από την τρομοκρατική οργάνωση της 17Ν, τον Ιούνιο του 2000. Η σοκαριστική δολοφονία του Σόντερς (που θεωρήθηκε «υπεύθυνος» για την ξένη επέμβαση στον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο...) θα αποτελέσει για τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη αλλά και την τότε κυβέρνηση Σημίτη το γεγονός-τομή που θα οδηγούσε στην πρώτη σοβαρή και μεθοδική προσπάθεια από την πλευρά ενός Υπουργού Δημοσίας Τάξης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τρομοκρατία. Η πολύ συστηματική δουλειά αναδιάρθρωσης της λειτουργίας αλλά και της κουλτούρας των υπηρεσιών της Αστυνομίας καθώς και η συνεργασία κυρίως με τους αντίστοιχους Βρετανούς εδικούς θα καταφέρει να θέσει εκείνο το υπόβαθρο που θα είναι έτοιμο να δρέψει τους καρπούς όταν θα το επέτρεπαν οι συγκυρίες. Και αυτό θα γίνει από ένα λάθος στη συνδεσμολογία μιας βόμβας που θα σκάσει στα χέρια του τρομοκράτη Σάββα Ξηρού το 2002 οδηγώντας στη σύλληψή του. Τα γεγονότα από εκεί και μετά τα γνωρίζουμε καλά και περιγράφονται συναρπαστικά στο βιβλίο.

Εκείνο που περισσότερο όμως έχει σημασία για εμάς σήμερα είναι να κατανοήσουμε πώς έγινε εφικτή μια τέτοια επιτυχία. Όπως προκύπτει, κανένα τέτοιο επίτευγμα δεν ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο αλλά είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς απαιτώντας πολύ ικανά και αφοσιωμένα κρατικά στελέχη (όπως ο Στρατηγός της ΕΛΑΣ, Φώτης Νασιάκος ή ο αείμνηστος εισαγγελέας Ιωάννης Διώτης). Δεύτερον, αναδεικνύεται πόσο σημαντική σε τέτοια εγχειρήματα είναι η τέχνη της μεθοδικότητας, της επιμονής και της υπομονής. Κανένας σχεδιασμός δεν αποδίδει αμέσως και χωρίς επίμονη προσπάθεια αλλά αν ξέρεις να περιμένεις, θα αποδώσει σίγουρα αποτελέσματα. Τρίτον, ο συνδυασμός της σωστής κοινωνικής ανάλυσης με την μεθοδική αστυνομική επεξεργασία των τεκμηρίων. Τέταρτον, η εκμετάλλευση της κατάλληλης συγκυρίας (όπως π.χ. η 11η Σεπτεμβρίου) που επιτρέπει την αλλαγή του κλίματος στην κοινή γνώμη και την απονομιμοποίηση κυρίαρχων νοοτροπιών. Τέλος, η ριζική αλλαγή του βλέμματος που στην περίπτωση της αντιμετώπισης της ελληνικής τρομοκρατίας είχε να κάνει με την για πρώτη φορά υιοθέτηση της πλευράς του θύματος από το κράτος καθώς μέχρι τότε εκείνο που κυρίως ακουγόταν ήταν η φωνή των τρομοκρατών μέσω των προκηρύξεών τους και των «επιχειρημάτων» τους - όσο μπορεί να θεωρούνται επιχειρήματα οι δολοφονίες ανθρώπων.

Η μεγάλη επιτυχία του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στην εξάρθρωση της εγχώριας τρομοκρατίας είναι πλέον αναγνωρισμένη ακριβώς χάρη σε όσα επισημάνθηκαν. Πρόκειται άλλωστε για τον μακροβιότερο υπουργό σε αυτό το πόστο στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Δεν σημαίνει ωστόσο αυτό ότι δεν είχε προσωπικό κόστος για τον ίδιο, αρκεί κανείς να θυμίσει την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του το 2010, που είχε ως θύμα τον υπασπιστή του Γ. Βασιλάκη. Ο τίτλος του βιβλίου του Μ. Χρυσοχοΐδη, ωστόσο, είναι ενδεικτικός του μυστικού για μια μακρά πολιτική καριέρα και αυτός συμπυκνώνεται σε μία κυρίως ποιότητα: την ανθεκτικότητα.