- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Λένα Διβάνη και ο γάτος της, ο Ζάχος
Μια ιστορία αγάπης και αυτογνωσίας γεμάτη λευκές τρίχες
Λένα Διβάνη - Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης: Το βιβλίο επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Η συγγραφέας Λένα Διβάνη στο βιβλίο της «Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης», που μόλις επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, αφήνει τον γάτο της Ζάχο να μιλήσει για την ίδια και την τελευταία από τις επτά ζωές του με τρόπο τρυφερό, αστείο, διεισδυτικό και συγκινητικό. Είναι η αυτοβιογραφία μιας γυναίκας μέσα από την ενσυναίσθηση του γάτου της.
Συνήθως λένε ότι οι γυναίκες αγαπούν τις γάτες περισσότερο ενώ οι άντρες τους σκύλους. Στην περίπτωσή μας και η Λένα Διβάνη προτιμούσε τους σκύλους μέχρι που, με ένα παιχνίδι της μοίρας, βρέθηκε μπροστά της μία χνουδωτή, λευκή μπαλίτσα σαν σύννεφο από ζάχαρη κι έτσι η ίδια απέκτησε γατάκι κι εκείνο απέκτησε όνομα: Ζάχος Ζάχαρης.
Και του έδωσε τον λόγο.
Το πιο ενδιαφέρον με αυτό το βιβλίο είναι ότι η Λένα αναδεικνύει την προσωπικότητα του γάτου της και του σκιαγραφεί ένα πορτρέτο με ανθρώπινα, σχεδόν, χρώματα ενώ, παράλληλα, κάνει και το δικό της ταξίδι στην αυτογνωσία αλλά μπαίνοντας στη θέση του παρατηρητή και μάλιστα από την πλευρά ενός γάτου. Είναι ένα πολύ έξυπνο παιχνίδι ρόλων που κάνει τον αναγνώστη να τους αγαπήσει και τους δύο.
Το πιο αστείο είναι ότι ο γάτος χρησιμοποιεί λόγιες εκφράσεις, λέξεις στην καθαρεύουσα, τσιτάτα φιλόσοφων, παροιμίες και γενικά φαίνεται να έχει σε πλήρη ετοιμότητα την πλούσια εμπειρία των προηγούμενων έξη ζωών του στις οποίες, μάλιστα, ανατρέχει κάθε τόσο.
Ο Ζάχος, όπως τον ονόμασε η συγγραφέας κατά τον Ζάχο Χατζηφωτίου (τον all time classic γνωστό κοσμικό Αθηναίο) κάνει αναφορές σε ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχει μεθοδικό μυαλό, κάνει συνέχεια λίστες και ανασύρει κανόνες του προσωπικού του συντάγματος, είναι σέξι και ζωηρός και λέει απίθανες ατάκες, π.χ. “Ασχέτως κι αν τις φάγαμε, ο καβγάς έπρεπε να γίνει”.
Ο ίδιος αυτοσυστήνεται: «Αρχικά θέλω να ξέρετε κάτι. Εγώ δεν είμαι οποιοσδήποτε γάτος. Τυγχάνω πανέξυπνος, μορφωμένος, κούκλος και απίστευτα παρατηρητικός. Όφειλα λοιπόν να διασώσω την ιστορία των επτά ζωών μου και κυρίως τις σκέψεις μου για το πόσο ασυνάρτητα ζούνε τη μοναδική ζωή τους όλοι οι άνθρωποι, και πιο συγκεκριμένα Εκείνη. Δε θέλω να φλυαρήσω άλλο. Μου πήρε έξη ζωές και πολύ μεγάλη ταλαιπωρία για να καταφέρω να τρυπώσω στο σπίτι και μετά στο κεφάλι της, ώστε να την πείσω να καταγράψει τις σκέψεις μου. Τα κατάφερε όμως! Ιδού, λοιπόν, τα απομνημονεύματά μου και ολίγον τα δικά της αφού οι ζωές μας διαπλέχτηκαν αγρίως. Ιδού τα ζόρια που υφίσταται οποιοδήποτε νοήμον ζώον στο σπίτι οποιουδήποτε συγγραφέα – για να μην πω οποιουδήποτε ανθρώπου. Ιδού το νόημα του να αγαπάς και να μην αγαπιέσαι, αλλά να μην το βάζεις κάτω. Νομίζετε ότι είναι εύκολο να γράψει κανείς μια ανθρωπογατική ιστορία αγάπης;»
Η Λένα Διβάνη πρωτοείδε τον νεογέννητο γατούλη στον κήπο σε ένα οικογενειακό μπάρμπεκιου. «Η παλλευκότητά μου έμοιαζε έκπαγλη πάνω στο καταπράσινο χόρτο» περιγράφει ο ίδιος. Η γοητεία του άλλωστε είχε και κάτι από David Bowie αφού το ένα του μάτι ήταν πράσινο και το άλλο μπλε. Κάτι που εντυπωσίασε τη Λένα. Εκείνος την αγάπησε κεραυνοβόλα και της έκανε μία επίθεση λαχτάρας με αγκαλιές και νυχάκια επάνω στο παντελόνι της. «Ρε συ, αυτό σε υιοθέτησε» της είπε η ομήγυρις. Η τρυφερότητα ξεχείλισε. Ο γατούλης ήθελε αυτή και μόνο να είναι η νέα του κυρά. «Θα ελέγχω πάντα τι κρύβεται κάτω από το κρεβάτι της ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ!» υπόσχεται στον εαυτό του.
Οι άνθρωποι των πόλεων για να κάνουν τη σύμβαση και να δεθούν με ένα ζώο χρειάζεται πρώτα να αντιμετωπίσουν τις αμφιβολίες, τους φόβους – στην προκειμένη περίπτωση και την ανασφάλεια και τις ενοχές μια και η συγγραφέας είχε μία προηγούμενη τραυματική εμπειρία με γατάκι την οποία περιγράφει -μέσω του Ζάχου- στο βιβλίο.
Η Λένα Διβάνη μπλέκει τις προσωπικές της αναφορές με το μυαλό μιας γάτας, τις φιλτράρει με αναπάντεχο τρόπο ενώ διηγείται βήμα-βήμα πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε η σχέση αυτών των δύο ζωντανών πλασμάτων. Καθώς αναπτύσσεται η σχέση τους, φαίνεται καθαρά και ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο μία σύγχρονη, δραστήρια γυναίκα της πόλης αλλά και των μεγάλων παγκόσμιων ταξιδιών αντιμετωπίζει το pet της: τις δυσκολίες, την έγνοια, τις ανασφάλειες, τη φροντίδα, την άδολη αγάπη, τους μικρούς «καυγάδες», τις «τρίχες παντού», τις γκουρμέ κονσέρβες, το ερωτικό ξύπνημα του ενός αλλά και την ερωτική ζωή της άλλης. Παράλληλα, ακολουθούμε τη Λένα και τον Ζάχο στην αθηναϊκή ζωή τους, π.χ. έναν καυγά στη μέση της οδού Σκουφά, ένα καθοριστικό ταξίδι στο Βερολίνο κ.α.
Ο Ζάχος, λέει, δεν της απέδειξε μόνο την ευαισθησία του αλλά και την αναισθησία της. Η «Δεσποσύνη» όπως την αποκαλεί, ήταν παγερά αδιάφορη προς τους γάτους. Ούτε ήταν καμιά «πασταφλόρα», κατά το κοινώς λεγόμενον, απ’ αυτές που θεοποιούσαν τα γατιά και τα σκυλιά τους παραλόγως, μόνο και μόνο γιατί αντιπαθούσαν απαξάπαντες τους ανθρώπους. Η Λένα «που πάντα ήθελε σκύλους» συμπεριφέρεται, στην αρχή, στον Ζάχο σαν να ήταν σκύλος. «Με φώναζε και περίμενε να απαντήσω αμέσως» λέει. Αλλά σιγά σιγά η σχέση άλλαξε και η μία άρχισε να καταλαβαίνει τις σκέψεις, τις ανάγκες και την αγάπη του άλλου.
Από τη στιγμή που ο Ζάχος μπαίνει στο σπίτι το οποίο είναι γεμάτο βιβλία παντού, αρχίζει να παρατηρεί την καθημερινότητα μίας συγγραφέως, «τη στοχοπροσήλωση της Δεσποσύνης» όταν γράφει: «Μόνο τουαλέτα, καφετιέρα και ψυγείο». Ο Ζάχος εξημερώνει την κυρά του, της δείχνει τη σιγουριά που νιώθει μαζί της. Για παράδειγμα, ένας γάτος ποτέ μα ποτέ δεν κοιμάται με την πλάτη γυρισμένη σε κάποιον. «Άμα μας πάρει ο ύπνος όμως με την πλάτη γυρισμένη σε κάποιον, είναι σαν να του δίνουμε ένα παράσημο υψίστης εμπιστοσύνης και άδολης αγάπης».
Ωστόσο, η Λένα κλείνει πάντα την πόρτα του χολ πίσω της όταν πηγαίνει για ύπνο. «Νιαούριζα κι έκλαιγα με τις ώρες ενώπιον της μισητής πόρτας» εξομολογείται ο Ζάχος. «Σκάσε πια Ζαχούλη, μας ζάλισες» έλεγε η Δεσποσύνη. «Για χάρη των ανθρώπων αρχίσαμε τα νιαουρίσματα. Εμείς οι γάτες, αγχωνόμαστε ακόμα κι αν μας αλλάξεις τη μάρκα της άμμου μας»...
Κι έτσι, ο μικρός μαθαίνει να δίνει σάλτο για να φτάσει το χερούλι της πόρτας και να την ανοίγει. Μαθαίνει να τρυπώνει ακόμα και στο κρεβάτι της κυράς του. Να ξύνει τα νύχια του στην καλή, κόκκινη, δερμάτινη πολυθρόνα της. Να προαισθάνεται τον σεισμό και να της το δείχνει, με τον τρόπο του. Να συντονίζεται και να παρατηρεί τις συνήθειες όσων αντρών μπαίνουν και μένουν στο σπίτι. Να καταλαβαίνει πότε η συγγραφέας πρόκειται να φύγει για μεγάλο ταξίδι, ετοιμάζοντας το μεγάλο, κόκκινο, νάιλον σακίδιό της. Να νιώθει πότε η συγγραφέας χωρίζει, πότε είναι πληγωμένη, πότε του επιτρέπει να την πλησιάζει και να κουλουριάζεται στην αγκαλιά της έστω κι αν άφηνε τις άσπρες του τρίχες επάνω στα πάντα-μαύρα ρούχα της. «Ήμουν αποφασισμένος να κάνω ό,τι χρειαζόταν για να πάρω την αγάπη που μου άξιζε» λέει στο βιβλίο.
Οι δυο τους ένιωσαν ακόμα περισσότερο κοντά όταν ο Ζάχος γνώρισε «τον άντρα που έστυβε τα πορτοκάλια», τον μυθικό φάδερ όπως τον αποκαλούσαν αγαποκοροϊδευτικά η Λένα με τις δύο αδερφές της. Ήταν ο αόρατος αλλά αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής. Με την έγνοια του να μετριέται σε πορτοκάλια: Πόσα πορτοκάλια έστυψες σήμερα; τις ρωτούσε, με την παροιμιώδη αφοσίωσή του στη βιταμίνη C και με την αγάπη του χωρίς όρους. Άλλωστε και το βιβλίο, η Λένα Διβάνη το αφιερώνει «Σε όσους στύβουν αυτή τη στιγμή πορτοκάλια για κάποιον που αγαπάνε». Ο Ζάχος είχε το ένστικτο να καταλάβει εκείνη τη σχέση των κοριτσιών με τον πατέρα τους.
Με μια τέτοια ξέχειλη αγάπη τελειώνει το βιβλίο, όπως αυτή που αφήνει το αποτύπωμά της στη ζωή μας, για ανθρώπους και ζώα που αγαπάμε ακόμα και όταν εκείνοι κι εκείνα φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους άρωμα πορτοκαλιού και ωραία βιβλία κοντά στην καρδιά μας.
* Το βιβλίο της Λένας Διβάνη “Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.