- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Η λοξή συγγραφική ματιά του Γιάννη Παλαβού
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Γιάννης Παλαβός: Όσο ευσύνοπτος, μαζεμένος και στακάτος είναι στα διηγήματά του, τόσο σχοινοτενής και χειμαρρώδης είναι στον προφορικό του λόγο
Συναντώ τον Γιάννη Παλαβό ένα μεσημέρι Σαββάτου στην Κυψέλη. Έχουν προηγηθεί φέτος οι επανακυκλοφορίες των πολυσυζητημένων και βραβευμένων συλλογών διηγημάτων του «Αστείο» και «Το παιδί» από τις εκδόσεις Ίκαρος. Έχει κάτι παράξενο ο Γιάννης Παλαβός: όσο ευσύνοπτος, μαζεμένος και στακάτος είναι στα διηγήματά του, τόσο σχοινοτενής και χειμαρρώδης είναι στον προφορικό του λόγο. Όταν του το επισημαίνω, μου απαντά με στίχους του Άκη Πάνου που τραγούδησε η Λίτσα Διαμάντη.
Τον ήξερα από τα κόμικς που έχει φτιάξει με τον Τάσο Ζαφειριάδη και τον Θανάση Πέτρου, «Το πτώμα» (Jemma Press, 2011) και «Γρα Γρου» (Ίκαρος, 2017). Και λόγω των κόμικς γνωριστήκαμε. Σ’ ένα φεστιβάλ στα Χανιά πριν από μήνες. Εκεί, ανάμεσα σε πολύχρωμες σελίδες και μπίρες, με γοήτευσε με την ποικιλία των αναφορών του και το χιούμορ του. Διάβασα τα βιβλία του και του είπα πως ήθελα να βρεθούμε. Ξεκινήσαμε να κουβεντιάζουμε, με τον Γιάννη Παλαβό να με ρωτά για μένα. Το θέμα όμως είναι αυτός.
― Εσύ από ποιο περιβάλλον προέρχεσαι;
Γιάννης Παλαβός: Προλεταριάτο.
― Για περίγραψέ το μου λίγο αυτό.
Ο μπαμπάς μου –έχει πάρει σύνταξη τώρα– ήταν φορτηγατζής. Δούλευε στα ΚΤΕΛ, σε φορτηγά, μετά ως οδηγός εκσκαφέα σε ορυχεία αμιάντου και τελευταία στα ορυχεία λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα. Οι πρώτες φωτογραφίες που έχουν με τη μαμά μου είναι φρεσκοαρραβωνιασμένοι στο φορτηγό, ο μπαμπάς μου οδηγεί και οργώνουν την Ελλάδα μ’ αυτό. Η μαμά μου ήταν η μοδίστρα του χωριού. Παράλληλα ήταν και αγρότες. Ο μπαμπάς μου δούλεψε επίσης ως οικοδόμος και, όταν ήταν άνεργος για κάποια χρόνια, είχε πάρει ένα μηχανάκι και όργωνε χωράφια. Γι’ αυτό και στο «Αστείο» υπάρχει ένα διήγημα, το «Αυτοκόλλητο»...
― Υπάρχει κι ένα άλλο διήγημα, η «Λένα», όπου η μαμά είναι μοδίστρα και έχει το περιοδικό με τα πατρόν…
Που είναι αληθινή ιστορία, γιατί υπήρχε ένα τέτοιο περιοδικό στο σπίτι… (Γέλια)
― Μπορούσα να σε φανταστώ, για κάποιον λόγο, όταν το διάβαζα…
For better or worse, είναι αλήθεια… Αυτό είναι το background. Οι γονείς μου είναι γενιά προς γενιά από το Βελβεντό. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση κοσμοπολιτισμού. Η μαμά μου δεν έχει μπει σε αεροπλάνο ποτέ. Και οι δύο μου γονείς έχουν πάει σχολείο μέχρι την έκτη δημοτικού, κανείς δεν έχει πάει στο γυμνάσιο. Και όλο μου το περιβάλλον είναι ένα περιβάλλον αγροτικό. Επίσης είναι ένα περιβάλλον γυναικείο. Επειδή ο μπαμπάς μου δούλευε πολύ, έλειπε από το σπίτι, κι επειδή η μαμά μου είναι μοδίστρα… ξέρεις, στην απουσία πάντα έρχεται κάτι να την καλύψει. Εν προκειμένω ήταν ένας κύκλος γυναικών στο χωριό: γειτόνισσες, θείες, ξαδέρφες, γιαγιάδες, που κάλυπταν αυτό το κενό στο σπίτι.
― Τι σημαίνει, λοιπόν, γυναικείο περιβάλλον;
Σημαίνει ότι εγώ ανατράφηκα μακριά από αρσενικά πρότυπα, με τα οποία άλλοι συμμαθητές μου ενδεχομένως ήταν αναθρεμμένοι. Ποτέ δεν ήμουν, έτσι κι αλλιώς, καλός στα σωματικά πράγματα, στα αθλήματα και σ’ όλα αυτά. Σημαίνει, επίσης, ότι από πολύ νωρίς έμαθα να στήνω αυτί και ν’ ακούω. Αυτό το περιβάλλον, καταρχάς, ήταν πολύ υποστηρικτικό απέναντι στη μαμά μου. Και η μια γειτόνισσα απέναντι στην άλλη. Έχουν, δηλαδή, μια φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ τους αυτές οι γυναίκες, την οποία εγώ ως μικρός –και κρυμμένος καμιά φορά πίσω από τα έπιπλα ή πίσω από πόρτες– τις έβλεπα να ξεδιπλώνουν, υποκαθιστώντας αυτό που δεν είχαν στο σπίτι τους: την αντρική παρουσία. Και το να ακούνε και να στηρίζουν η μία την άλλη ήταν κάτι που συνέβαινε πολύ σ’ αυτό το περιβάλλον.
Επίσης μάθαινα τα πάντα για το χωριό, δηλαδή συνέβαινε και μια ανταλλαγή πληροφοριών που θα λέγαμε «κουτσομπολιό». Οι δύο τελετουργίες της μαμάς μου: ο πρωινός καφές στις εννιά και ο απογευματινός στις πέντε, τις οποίες τηρεί μέχρι σήμερα, αποτελούσαν έναν φαντασιακό χώρο, απ’ όπου όλο το χωριό κι όλοι οι χαρακτήρες του χωριού παρήλαυναν. Τι έκανε ο ένας, πέθανε ο άλλος, γέννησε εκείνη… και δε συμμαζεύεται. Μάθαινα πάρα πολλά πράγματα για τον συλλογικό χώρο του χωριού. Έβλεπα και αυτή την αλληλεγγύη γυναικών που ήταν κάπως μοναχικές και δεν είχαν ποτέ στο σπίτι τους αυτό που ήθελαν, αγάπη δηλαδή, και το δημιουργούσαν μεταξύ τους.
Και κάτι ακόμα που με εντυπωσίαζε και υπάρχει και σε άλλα χωριά, όχι μόνο στο δικό μου, είναι εκείνα τα άτυπα «σουαρέ», όπου οι γυναίκες θα πάνε στο τάδε ξωκκλήσι, το οποίο φροντίζουν, θα κάνουν λειτουργία το πρωί, θα μείνουν όλη μέρα εκεί, θα διανυκτερεύσουν κιόλας και θα γυρίσουν την άλλη μέρα. Μια στιγμή όπου οι γυναίκες θα κάνουν μόνο τα δικά τους. Το βρίσκω πολύ ιδιαίτερο όλο αυτό, πάντα με συνάρπαζε. Τι να κάνουν άραγε αυτές οι γυναίκες εκεί πέρα; Με λίγα λόγια, είχα πολύ λίγες αντρικές παραστάσεις στην οικογένειά μου. Πιο πολύ ως απουσία και πάντα με μια βία στο περιβάλλον της επαρχίας της δεκαετίας ’80-’90. Ενώ το άλλο ήταν πολύ πιο μαλακό και πολύ πιο αλληλέγγυο.
― Θεωρείς ότι οι άντρες δεν ακούνε; Γιατί είπες προηγουμένως ότι αυτό το περιβάλλον σε έμαθε να ακούς.
Οι συγκεκριμένοι άντρες δεν ακούνε. Δεν είναι θέμα έμφυλο το να ακούς ή όχι. Το ξέρεις. Κι εσύ ακούς κι εγώ. Εμείς, όμως, έχουμε μεγαλώσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο μάλλον. Είμαστε μια πετριά από μόνοι μας. Και έχουμε επιδιώξει να πάμε και σε άλλα περιβάλλοντα. Να χωρέσουμε σ’ αυτά. Εκείνοι οι άντρες... Ας πούμε, ο πατέρας μου –πολύ καλός άνθρωπος– από τα δεκατρία του δούλευε οικοδομή, ήδη κάπνιζε. Είχε αντιστοίχως έναν πατέρα τέτοιον τύπο. Κανείς ποτέ δεν του είπε τι σημαίνει να έχεις επαφή με τα συναισθήματά σου. Ποτέ κανένας δεν του είπε ότι πρέπει με τα παιδιά του, με τον γιο του, ας πούμε, να έχει επαφή, να μιλάνε…
― Έχεις αδέρφια;
Έχω δύο αδερφές, μικρότερες. Και είναι μεταξύ τους πιο στενά δεμένες απ’ ό,τι ήμουν εγώ με την υπόλοιπη οικογένεια. Αυτοί οι άντρες ποτέ δεν μάθανε τι θα πει είμαι παρών στην οικογένεια και δίνω κάτι από τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Ήταν η εικόνα τού «φέρνω τα λεφτά, είμαι και κάνω κάτι που πρέπει να κάνω, είμαι σωστός, τυπικός», αλλά συναισθηματικές στιγμές δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε καμία αίσθηση τρυφερότητας. Ή δοσίματος. Κι όταν είσαι παιδί δεν θες τίποτα άλλο. Δεν θες να είναι κανένας τυπικός, θες στοργή και προδέρμ. Και το βρίσκεις στο άλλο, που είναι όλες αυτές οι γυναίκες. Εγώ πάντα είχα στενότερη σχέση με γυναίκες. Με λίγους άντρες κάνω παρέα. Και όλοι τους είναι σαν κι εμένα, δηλαδή λίγο επικλινείς, λίγο λοξοί, ας πούμε…
― Δηλαδή, τι λοξό έχεις;
Δεν μπορούσα ποτέ να κάνω παρέα με τους συμμαθητές μου, να νιώσω ότι έχω κάτι να πω. Ποτέ. Και αυτό είναι, Γιάννη, που σε κάνει να είσαι δημιουργικός, να διαβάζεις, να ακούς – είναι η ξενότητα. Χρειάζεται μια ξενότητα. Αυτή την αίσθηση της ξενότητας τη βίωνα λιγότερο όταν ήμουν πιο κοντά στα κορίτσια. Ακόμα και τώρα έχω πιο πολλές φίλες. Τα κορίτσια τρώγανε πάντα κατραπακιές, ειδικά στο δικό μου περιβάλλον θεωρούνταν πάντα δεύτερης κατηγορίας. Ας πούμε, η νονά μου, η Μαριάννα, μου λέει ότι, όταν εκείνη μεγάλωνε, τα κορίτσια θεωρούνταν «πράγματα». Λέγανε «έχω δύο παιδιά και δύο κορίτσια». Είναι συγκλονιστικό. Το βλέπω και τώρα στον παιδικό σταθμό που πάει ο γιος μου. Τα κορίτσια φαίνονται πολύ πιο συγκροτημένα από τα αγοράκια της τάξης, του γιου μου συμπεριλαμβανομένου. Δεν ξέρω πώς μεγάλωσες εσύ, αλλά νομίζω ότι συνήθως οι μαμάδες μιλάνε πολύ και οι μπαμπάδες πολύ λίγο…
― Έτσι ήταν και στο δικό μας σπίτι. Νομίζω, σε πολλά σπίτια. Ο πατέρας η κεφαλή, αλλά η μάνα ο λαιμός, που αποφάσιζε πού θα κοιτάξει το κεφάλι…
Το λέει πολύ ωραία ο Σαββόπουλος κάπου: «Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη, γι’ αυτό και η κυρα-Άσπα του Διονύση πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί». Πάρα πολύ ωραίος στίχος. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν έχει κι έναν κρυφό σεξισμό κατά βάθος, αλλά αν αφαιρέσεις αυτή την υποψία σεξισμού…
― Ποια είναι η υποψία σεξισμού;
Ότι μπορεί του ποιητή μας να του αρέσει και λίγο να υποχωρεί η γυναίκα… Κάπου το αισθάνομαι αυτό.
― Μα πού είναι η υποψία σεξισμού; Αφού της αναγνωρίζει ανωτερότητα.
Ένας φίλος μου λέει ότι η παραδοχή είναι φερετζές. Μπορείς να παραδεχτείς τα πάντα and get away with it. Μαλακία δεν είναι; Αν δεν το κάνεις πράξη, τι να τα κάνω τα λόγια; Είναι αυτό που λέει κάπου ο Χρήστος Οικονόμου, ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, η αγάπη είναι πράξη. Αν δεν μου δείχνεις ότι μ’ αγαπάς, τι να τα κάνω τα λόγια; Τα λόγια είναι φτηνά. «Γι’ αυτό μη λες πολλά, κάτσε καλά», που λέει και το τραγούδι…
Ο Γιάννης Παλαβος, η γνωριμία με τον Άμος Οζ και η αποστροφή για τα μεγάλα λόγια
― Μου αρέσει που στα διηγήματά σου δεν λες μεγάλα λόγια.
Τα διηγήματά μου είναι το αντίθετο από τις συζητήσεις μας (γέλια), γιατί λέω πάρα πολλά… Έχω καταλάβει αυτό που λέει ο Άκης Πάνου:
«Αυτά που σου μολόγησα / δεν ήταν τα μεγάλα.
Στιγμή δεν υπολόγισα / αυτά που σου μολόγησα.
Εκείνα που δεν λέγονται, / αυτά τι να τα κάνω,
που δεν αντέχω να τα πω / ούτε να τα πεθάνω».
Αυτό που μετράει είναι η πράξη. Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε.
― Δεν είναι περίεργο να το λες αυτό όταν η ιδιότητά σου είναι να γράφεις;
Τα βιβλία είναι πολύ καλύτερα από τους συγγραφείς τους. Αυτό που υπάρχει μέσα σ’ ένα βιβλίο είναι απόσταγμα: διαβασμάτων, εμπειριών, αναγνωσμάτων, διορθώσεων. Και συνήθως μια ευαίσθητη στιγμή σου. Δεν είσαι έτσι πάντα και συνήθως φοράς τη μάσκα και προσπαθείς να πείσεις τον άλλο ότι είσαι αρραγής. Στο γράψιμο λες πάντα λιγότερα, αλλιώς θα ήταν συζήτηση με τον αναγνώστη. Ο Άμος Οζ έλεγε ότι αντιμετωπίζει τους αναγνώστες του ως συνεργάτες. Πρέπει να υπάρχει ο χώρος να παίξει ο αναγνώστης το κομμάτι πάνω στην παρτιτούρα που του δίνεις.
― Τον αναφέρεις συχνά τον Άμος Οζ. Τον είχες αναφέρει και όταν γνωριστήκαμε.
Ειδικά τώρα, σ’ αυτή τη συγκυρία με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, η φωνή του λείπει. Τον είχαν όλοι για προδότη, οι συντηρητικοί Ισραηλινοί… Με τον Νετανιάχου μισιούνταν. Οι αριστεροί δεν τον θεωρούσαν αρκετά ριζοσπαστικό. Εκείνος έλεγε ότι αυτό που χρειάζεται είναι συμβιβασμός. Έλεγε: «Ξέρω πολύ καλά τι θα πει συμβιβασμός: ζω με την ίδια γυναίκα πενήντα χρόνια» (γέλια). Ο συμβιβασμός είναι ρεαλισμός και ζωή. Πέραν όλων αυτών, τον θεωρώ τεράστιο συγγραφέα, ο οποίος έζησε στη σκιά ενός μεγάλου πένθους (σ.σ. η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν δώδεκα ετών).
Στην «Ιστορία αγάπης και σκότους», που είναι η αυτοβιογραφία του, έλεγε ότι, όταν αυτοκτόνησε η μαμά του, με τον πατέρα του, που ήταν διανοούμενος και έγραφε, για δύο χρόνια δεν μίλησαν για τίποτα. Για τίποτα σημαντικό. Έλεγαν για βιβλία, για τα γραψίματα, για το ένα, για το άλλο, για το σπίτι, αλλά δεν ανέφεραν ποτέ ούτε λέξη για τον χαμό της μαμάς. Ποτέ. Και λέει ότι κατάλαβε πως οι άνθρωποι μιλάνε για τα πάντα, αλλά ποτέ για το ουσιαστικό συναισθηματικό προκείμενο. Δεν μιλάμε για αυτά που μας διέλυσαν κάποια στιγμή. Δεν μιλάμε για αυτά που μας τέμνουν και μας ορίζουν.
― Αυτό που είπες πριν... με τις γυναίκες στο σπίτι, που άκουγες τα πάντα που λέγανε και τα μάθαινες από πρώτο χέρι… νομίζω το βγάζουν και τα διηγήματά σου. Γιατί, όταν τα διαβάζεις, η γλώσσα τρέχει σαν μια γριά κουτσομπόλα να σου δίνει πληροφορίες.
Αυτό είναι το πιο ωραίο κομπλιμέντο που μου έχουν κάνει. Μου θυμίζει αυτό που είχαν σχολιάσει αρνητικά για το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Είχαν πει ότι ήταν γραμμένο σαν να ακούς δυο πλύστρες πάνω από τα μπουγαδόνερα να μιλούν για την ελληνική ιστορία. Γαμάτο δεν είναι; Δύο πλύστρες, με τη γλώσσα αυτή, η οποία είναι παντοδύναμη, ευθύβολη, γεμάτη ρωγμές και ασυνέχειες, όπως είναι η σκέψη μας, και όπως είναι η καρδιά μας, χωρίς διάθεση να πουλήσει μούρη σε κανέναν και σε απευθείας σύνδεση με αυτό που σκέφτεσαι. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος να γράψεις, πέρα από το να είσαι απλός και ακριβής. Οτιδήποτε άλλο είναι φιλολογία.
― Ζεις είκοσι χρόνια στην Αθήνα και τα περισσότερα γραψίματά σου αναφέρονται στην επαρχία. Γιατί;
Γιατί μέχρι τώρα αυτά που ήθελα να διερευνήσω είχαν να κάνουν με βιώματα και αισθήματα τα οποία ήθελα να τα ξορκίσω και στα οποία η αίσθηση του τόπου ήταν έντονη. Ήταν πολύ συνυφασμένα με τον τόπο. Νιώθω ότι έχω κλείσει κάπως έναν κύκλο. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Τους λογαριασμούς μου με αυτό το μέρος και με αυτά τα βιώματα. Όπως και να ’χει, τα πρώτα βασικά χρόνια της ζωής σου, δηλαδή οι άνθρωποι και ο τόπος, οι γονείς πρώτα απ' όλα, οι πρώτες απορρίψεις, οι πρώτες χαρές, τα πρώτα σοβαρά λάθη, όλα αυτά γίνονται σ’ εκείνη την ηλικία. Για μένα, αυτή η ηλικία είναι αυτό που σε τροφοδοτεί για πάντα. Ό,τι και να γίνει. Μετράς 14-15 χρόνια κι έχεις όλο το υλικό για να γράψεις. Τελείωσε.
Μετά τα δεκαπέντε έχεις βιώσει τον έρωτα. Έχεις βιώσει την απόρριψη του έρωτα. Έχεις βιώσει θανάτους, παππούδες, συγγενείς. Φεύγουν. Ξέρεις τι θα πει να είσαι έφηβος, με όλη την αναστάτωση, την τεράστια, που σου προξενεί αυτό το πράγμα. Έχεις δει τους γονείς σου. Τους έχεις παρατηρήσει γιατί ζεις μαζί τους. Έχεις όλο το βασικό υλικό που χρειάζεται. Έχω αντλήσει όλο το βασικό μου υλικό μέσα από εκεί πίσω. Έχω μεγαλώσει. Έχει έρθει κι ένα παιδί. Έχω μια δουλειά που μου αρέσει πολύ. Και σιγά σιγά νομίζω ότι κάπως φεύγω από εκεί.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία
Η χαρισματική αφήγηση του Morris, μέσα από σημαντικές πηγές και σπουδαίο documentation
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.