Βιβλιο

Λένια Ζαφειροπούλου: Φύση μισή, ένα έργο ωριμότητας, γλωσσικής και βιωματικής

Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 939
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Λένια Ζαφειροπούλου: Η νέα της ποιητική συλλογή «Φύση μισή - Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Το τελευταίο βιβλίο της Λένιας Ζαφειροπούλου, «Φύση μισή», που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας. Χρησιμοποιώντας καπνούς και καθρέφτες (δοξασίες, φαντάσματα, ανύπαρκτα πλάσματα που, όμως, όλοι γνωρίζουμε) συνθέτει μια πολυφωνική αφήγηση, για να πει ένα παραμύθι μέσα σ’ ένα παραμύθι.

Τα δύο κύρια μυθεύματα του βιβλίου (η γυναίκα-πουλί και η ημι-υπαρκτή πόλη) αίρουν την καταγωγή τους από το «Θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλντερσον» της Σουηδής Σέλμα Λάγκερλεφ. (Που, αξίζει να σημειωθεί ότι χάρισε στη συγγραφέα του το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1909, πρώτη απονομή του βραβείου αυτού σε γυναίκα.)

Όμως αυτά είναι μόνο το έναυσμα για μια σπονδυλωτή, ελικοειδή αλληλουχία μονολόγων (πεζών ή με ρίμα) που διαβάζεται σαν κείμενο μουσικοθεατρικής παράστασης/λιμπρέτο κι επίσης σαν βουκολικό θρίλερ, με μεταφυσικές προεκτάσεις. Σε τούτη την κειμενική παράσταση, εκτός από τους ανθρώπινους συντελεστές (η Κυρά, ο Χωρικός, ο Κυνηγός), παίρνουν ακόμα μέρος (και φωνή) μια Χήνα που γεννά χρυσά αυγά, μια δεισιδαίμων Αλεπού, ένας Κόρακας ψυχοπομπός, ένα στωικό Μυρμήγκι… Επιπλέον, τη δράση σιγοντάρουν τα φυσικά φαινόμενα. Η πανσέληνος είναι «ένας άηχος οικουμενικός συναγερμός που κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει». Και:

…Η σελήνη είχε ρουφήξει όλα τα χρώματα
απ’ το δωμάτιο. Και το ρόδινο σώμα της γυναίκας,
το μόνο σώμα που το φεγγάρι δεν μπορεί
να αποχρωματίσει, ήταν άφαντο.

Υπάρχει λόγος που όλα αυτά συναγελάζονται ισότιμα στη μυθωδία της Ζαφειροπούλου. Είναι μια συνέργεια απαραίτητη για να διαυγάσει εκείνη τη διαισθητική, πρωτογενή σχέση με τον κόσμο όπου το μυστήριο των πραγμάτων είναι το πρωταρχικό τους πρόσημο.  

Φιλική προς τον αναγνώστη χειρονομία είναι και οι βινιέτες στην αρχή κάθε μονολόγου, σαν μικρές περιλήψεις που σε προϊδεάζουν για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει, μια πρακτική που θυμόμαστε αμυδρά από τα παιδικά παραμύθια τα οποία διαβάζαμε μικροί.

Όμως εκεί, το δίδυμο του έρωτα και του θανάτου δεν έπαιρνε ποτέ ορατό, ανάγλυφο σχήμα, όπως συμβαίνει εδώ συχνά, π.χ. με τρόπο απροκάλυπτο και φρενήρη στον μεγάλο μονόλογο της Κυράς (23):

Και πρόφερε από πάνω μου ανάκατες
πότε τις προσταγές του δυνάστη, πότε τις ικεσίες
του προσκυνητή.
Κι έμεινε όλη νύχτα μέσα μου,
Πότε ως στυγνός επιδρομέας, ξεριζώνοντας, τρώγοντας
με βουλιμία και πετώντας μου τα αποφάγια,
πότε ως υπηρέτης στον ναό, επαναλαμβάνοντας χίλιες
φορές την ίδια φόρμουλα,
μέχρι να τον σείσει η θεία καταιγίδα.

Παρότι γνωρίζει ότι η νίκη του ποιητή επάνω στις μορφές είναι πάντα πρόσκαιρη, η Ζαφειροπούλου μετέχει στις επιλεγμένες μεταμορφώσεις της με ευρηματικότητα, διεισδυτικότητα και στοχαστική φαντασία. Γίνεται ένα πολλαπλό ον και γονιμοποιεί τα πεδία που διατρέχει: τη συστατική αντίφαση του να είσαι άνθρωπος, το δυσπρόσιτο της ελευθερίας, το αναπάντητο αίνιγμα στον πυρήνα της ερωτικής επιθυμίας.

Κάνοντάς το, ούτε προσφέρει ούτε ψάχνει για παγιωμένα νοήματα ή απαντήσεις. Δεξιοτεχνική εικονοποιία και δραματουργική ροή, ναι. Ωστόσο, η αποδοχή του να ζούμε με αναπάντητα ερωτήματα δείχνει να είναι αξιωματική. Πρόκειται για ένα έργο ωριμότητας, γλωσσικής και βιωματικής, που φέρει το αποτύπωμα του χρόνου. «Κι ένιωσα πάλι φρίκη γι’ αυτόν τον πολύπλοκο, κρυφό/ μηχανισμό που πριν δέκα χρόνια έθεσα σε λειτουργία/ χωρίς στην πραγματικότητα να γνωρίζω τους νόμους του».

Έτσι, η αφήγηση κλείνει με μια εναλλακτική ανάγνωση όσων έχουν προηγηθεί και, μετά, μια ακόμα. Στα αναπάντητα ερωτήματα η Λένια Ζαφειροπούλου αρκείται να εμφυσά πνοή, προσφέροντάς μας σαν απολύτως ικανοποιητική απάντηση την αλληγορία.