Βιβλιο

Εμ: Ίσως το πιο προσωπικό βιβλίο της Κιμ Τούι για τον πόλεμο του Βιετνάμ

Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία

Τζέμη Τασάκου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Εμ» της Κιμ Τούι: Η ποιητική αφήγηση της Βιετναμέζας συγγραφέως για τον πόλεμο του Βιετνάμ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα

«Ο πόλεμος και πάλι. Σε κάθε ζώνη σύρραξης, το καλό το σκάει και τρυπώνει μες τις ρωγμές του κακού». Με αυτή την πρόταση αρχίζει το μυθιστόρημα της Κιμ Τούι, «εμ». Σε ποιον πόλεμο αναφέρεται; Σ΄ εκείνον που οι Αμερικανοί ονομάζουν «πόλεμο του Βιετνάμ», και οι Βιετναμέζοι «αμερικανικό πόλεμο». Είναι θέμα οπτικής γωνίας. Γεννημένη στη Σαϊγκόν το 1968, η Κιμ Τούι εγκατέλειψε το Βιετνάμ μαζί με τους boat people, και εγκαταστάθηκε στο Κεμπέκ του Καναδά. Πτυχιούχος μεταφράστρια και δικηγόρος, έχει εργαστεί ως μοδίστρα, διερμηνέας, ιδιοκτήτρια εστιατορίου και κριτικός γαστρονομίας. Το πρώτο της βιβλίο, το «Ρου» κυκλοφόρησε το 2009 και τιμήθηκε με πολλά βραβεία. Το 2017 ανακηρύχθηκε επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κονκόρντια για τη δύναμη με την οποία έδωσε φωνή στην προσφυγική εμπειρία.

Αυτή την προσφυγική εμπειρία περιγράφει και το μυθιστόρημα «Εμ»· προπάντων για τον Πατέρα αυτής της εμπειρίας: τον Πόλεμο.

Ας ξετυλίξουμε το νήμα απ’ την αρχή: Η ιστορία ξεκινά σε μια φυτεία καουτσούκ στο Βιετνάμ. Ο ιδιοκτήτης της, ο Αλεξάντρ, γόνος Γάλλου αποικιοκράτη, ξέρει καλά πώς να επιβάλλεται στους έξι χιλιάδες «κουρελήδες Βιετναμέζους κούληδές του». Περιβαλλόμενος από τους υπηρέτες και τις πόρνες του, διαβαίνει αγέρωχος τις αλέες –το εκρού λινό κοστούμι σκεπάζει τους φόβους του. Υπάρχουν βέβαια φορές που διασχίζει μονάχος του τις σειρές των δέντρων «αναζητώντας ένα χέρι με λεπτά δάχτυλα, ικανό να ξεσφίξει τη γροθιά του, μια ευέλικτη γλώσσα ικανή να ξεμπλοκάρει τα σφιγμένα του δόντια, ένα σφιχτό αιδοίο ικανό να συγκρατήσει την οργή του». Την ημέρα που ο Αλεξάντρ μαθαίνει πως μεγάλο μέρος της φυτείας του έχει καταστραφεί από τα ισχυρά φυτοκτόνα χημικά που έριχναν οι Αμερικανοί πιλότοι για να αποψιλώσουν τα γειτονικά δάση και πως ο επιστάτης του έχει σφαγιαστεί από έναν κομάντο της κομμουνιστικής αντίστασης, στον δρόμο του βρέθηκε η Μάι, επαναστάτρια έφηβη με αποστολή να καταστρέψει τον αφέντη.

«Ο Αλεξάντρ συνάντησε τη Μάι γεμάτος οργή. Η Μάι συνάντησε τον Αλεξάντρ γεμάτη μίσος». Όμως… Η Μάι κι ο Αλεξάντρ ερωτεύονται. Από το σμίξιμό τους μέσα στη ζούγκλα, κι ενώ τα καουτσοκόδεντρα συνεχίζουν να δακρύζουν (caa=δάκρυα, ochu= του δέντρου), γεννιέται ένα κοριτσάκι. «Η γέννηση της Ταμ, του παιδιού δυο εχθρών, του αφεντικού και της εργάτριας, διέθετε πάντως κάτι από καθημερινή κοινοτοπία». Ναι, οι συγκρούσεις που διεξάγονται εντός μας, στις ζούγκλες των νευρώνων μας, οι συρράξεις ανάμεσα στην κρίση και στους πόθους μας είναι πράγματι κοινότοπη ιστορία. Κοινότοπο είναι επίσης το γεγονός πως οι σφαίρες όταν πέφτουν δεν κάνουν διακρίσεις. Συντρίβουν βίλες και καλύβες. Σκοτώνουν εργάτες κι αποικιοκράτες.

Σε μια αμερικανική επιδρομή ο Αλεξάντρ και η Μάι σκοτώνονται. Η Ταμ επιζεί καταφεύγοντας «ανάμεσα στο αδιαπέραστο χρηματοκιβώτιο, που έγινε ασπίδα, κι ένα μπαούλο πιατικών…» Η τροφός της, πιστή υπηρέτρια του Αλεξαντρ την παίρνει υπό την προστασία της· γίνεται μητέρα της. Μέρες και νύχτες ταξιδεύουν η Ταμ με την τροφό, άλλοτε πεζή, άλλοτε με τη βοϊδάμαξα ενός αγοριού ή με το τζιπ κάποιου φαντάρου. Φθάνουν στο χωριό Μι Λάι, όπου ζει ο γιος της τροφού. Η Ταμ περνά εκεί τρία χρόνια. Τα πρωινά μαζεύει «ριζόσπορους που πέφτουν από τα δεμάτια κατά το αλώνισμα και το λίχνισμα». Τα απογεύματα κάνει μαθήματα πιάνου. Καθώς μεγαλώνει, η τροφός επιμένει πως πρέπει να σπουδάσει, να φύγει από το χωριό που την αναγκάζει «να σκύβει τη μέση και να γέρνει τους ώμους…» 

Να τες λοιπόν, οι δυο γυναίκες στην Σαϊγκόν. Πολύχρωμη πόλη με σκόνη στους δρόμους… Η Ταμ διαπρέπει στο σχολείο. Τις ώρες των μαθημάτων της, η τροφός γυρίζει στις γειτονιές με τα βαριά παλάντζα στους ώμους πουλώντας ζωμούς. Ό,τι δεν προφταίνει να πουλήσει ως το σχόλασμα της Ταμ, το μοιράζει στους ζητιάνους. Η γέννηση του εγγονού της τροφού είναι ο λόγος που θα επιστρέψουν οι δυο γυναίκες στο Μι Λάι. «…ένα μπουκάλι ταλκ, ένα μπιμπερό, ένα καπέλο…» είναι τα δώρα τους στο νεογέννητο. Η γιορτή κρατάει ως αργά… Το επόμενο πρωί, ελικόπτερα εμφανίζονται σαν «καταιγίδα εντόμων» στον ουρανό. Οι κάτοικοι του χωριού όμως, είναι συνηθισμένοι στις αιφνιδιαστικές περιπολίες, έτσι: «τα παιδάκια έτρεξαν προς τους στρατιώτες που έφταναν πεζή, ελπίζοντας πως θα τους χαρίσουν σοκολάτες, μολύβια και καραμέλες. Κανείς δεν περίμενε πως θα βάλουν φωτιά στις καλύβες πυροβολώντας ανέμελα τα πουλερικά μαζί και τους ανθρώπους». Βία, βαρβαρότητα, κτηνωδία: χωρικοί καίγονται ζωντανοί μες τις υπόγειες κρυψώνες τους, στρατιώτες κόβουν αυτιά, τρυπούν στήθη’ μανάδες βλέπουν τον βιασμό των κοριτσιών τους. Κι ένας φοβισμένος στρατιώτης που «ακόμα δεν έχει ζήσει τον πρώτο του έρωτα», κλείνει τα μάτια κι αδειάζει το γεμιστήρα του πυροβόλου του… Πάνω σε αμάχους.

Κάμποσους μήνες ή χρόνια μετά, όταν δικαστές και πολιτικοί δείχνουν στον στρατιώτη τη φωτογραφία ενός γυμνού μωρού πάνω στην στοίβα των πτωμάτων, εκείνος θα πει: «Πήρα την εντολή να σκοτώσω ό,τι κινείται». Σ’ εκείνη την σωρό των άψυχων σωμάτων δεν βρίσκεται το κορμί της Ταμ. Η κοπέλα λιποθύμησε προτού αδειάσει ο γεμιστήρας… Ώρες αργότερα, ένας πιλότος ελικοπτέρου θα την δει. Τα μακριά, κυματιστά μαλλιά της του θυμίζουν εκείνα της κόρης του. Ο πιλότος κατεβάζει το ελικόπτερό του, τραβά την Ταμ από τη μουσκεμένη μπλούζα της, τη «λεκιασμένη από ανεξίτηλες εικόνες». «Ο πιλότος έδωσε μια ευκαιρία στη ζωή. Έδωσε μια ευκαιρία στην ίδια του τη ζωή… »

Εσείς που διαβάζετε ετούτες τις αράδες ίσως νομίζετε πως σας αποκαλύπτουμε την πλοκή τούτου του βιβλίου: όμως η αφήγηση τις Κιμ Τούι είναι πυκνή με πολλά νήματα που ξεγλιστρούν από το χαρτόκουτο του ζωγράφου Louis Boudreault που βλέπουμε στο εξώφυλλο. Νήματα που συναντούνται, τέμνονται, κάποιες φορές μπερδεύονται, κι έπειτα τραβούν τον δρόμο τους· νήματα που το άνυσμά τους κατευθύνεται στον Ουρανό. Ίσως το σημείο τομής τους να είναι το γεγονός πως οι άνθρωποι που τα κινούν ή οι άνθρωποι που ακροβατούν επάνω τους υπηρετούν το Καλό, δίνουν ευκαιρίες στη ζωή. Δεν είναι μόνο ο πιλότος, είναι και οι καλόγριες που περιθάλπουν την Ταμ, είναι η Ναόμι, που έχει πέντε δικά της παιδιά και μεριμνά για εφτακόσια ορφανά, είναι η Πάμελα, η Αμερικανίδα δασκάλα που μαθαίνει αγγλικά στα χαμίνια του δρόμου, στη «σκόνη ζωής» —έτσι ονόμαζαν τα αλητάκια, τα ορφανά. Είναι ακόμη, εκείνη η μουγκή γυναίκα, η ρακένδυτη που γίνεται θετή μάνα για το μπασταρδάκι που έσπειρε κάποιος φαντάρος. Ολόγυρά τους δρόμοι της Σαϊγκόν σκονισμένοι, μαγαζιά της νύχτας όπου Βιετναμέζες τρέφουν με την σάρκα τους ανθρώπους λιμασμένους, στρατιώτες που φωνασκούν: «Rape & run», «Rape & ruin» «Ash & Alcohol».

«Σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου, σ’ αυτή τη γωνιά του πεζοδρομίου», μεγαλώνει κι ο Λούις, το «μαύρο Αμερικανάκι», το «μιγαδάκι». Του έδωσαν αυτό το όνομα γιατί την ώρα της γέννησής του από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός μπαρ ακουγόταν η φωνή του Λούις Άrμστρονγκ που τραγουδούσε: «What a wonderful world». Ο Λούις δεν μπορεί να θαυμάσει την ομορφιά του κόσμου «όταν τα κουνούπια σφυρίζουν αδιάκοπα γύρω του από το κεφάλι του, όταν τον διώχνουν με το σκουπόξυλο μαζί με τα σκουπίδια, όταν του τρέχουν τα σάλια μπροστά σε ανθρώπους που φυσούν τα καυτά νούτνλς τους για να κρυώσουν λίγο, λιγουλάκι…» Οχτώ χρονών (όταν τον γνωρίζει η Ταμ), ο Λούις είναι ήδη βετεράνος των δρόμων, σαΐνι στις μικροκλοπές· κοιμάται πίσω από θάμνους και κάτω από παγκάκια. Ένα βράδυ, κάποιοι αφήνουν δίπλα του ένα μωρό, ένα κοριτσάκι. Ο Λούις κλέβει γάλα για να το ταΐσει, ένα χαρτόκουτο για να το κοιμίσει. Τη νύχτα κλείνει προσεχτικά το χαρτόκουτο για να μη φάνε οι αρουραίοι τα δαχτυλάκια του μωρού, τη μέρα, το κουβαλά δεμένο με ιμάντες στην πλάτη του. «Όσοι δεν έχουν άλλα ρούχα από εκείνα που φορούν ξέρουν ότι μπορούν και πρέπει να στηρίζουν ο ένας τον άλλον». Ο Λούις ονομάζει το κοριτσάκι εμ Χονγκ. Εμ…

Να είναι άραγε η «Εμ» η κεντρική ηρωίδα ετούτου του μυθιστορήματος;

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η συγγραφέας μας πληροφορεί πως η λέξη εμ (em) δηλώνει πρωτίστως τον μικρό αδελφό ή τη μικρή αδελφή σε μια οικογένεια. Και συμπληρώνει «Μου αρέσει η σκέψη ότι η λέξη εμ είναι ομώνυμη με το ρήμα αγαπώ (aimer) στα γαλλικά, στην προστακτική: aime. Nα αγαπάς.

Ιστορίες «απρόβλεπτης αγάπης» γράφουν οι ήρωες ετούτου του βιβλίου, «ιστορίες προβλέψιμης τρέλας» ή «συνηθισμένου ηρωισμού». Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία. Κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί σε φαντασία την ίδια τη ζωή: όπως γράφει η Κιμ Τούι, «…οι ερευνητικές μου προσπάθειες με έπεισαν ότι ποτέ η φαντασία μου δεν θα μπορέσει να συλλάβει την πλήρη πραγματικότητα».

Πρόζα ποιητική. Κεφάλαια μινιατούρες: κάποια από αυτά αποτελούνται από μια μόνο παράγραφο, ενώ κανένα δεν ξεπερνά τις τρεις σελίδες. Έργο αισθαντικό, που, διαβάζοντάς το, συναντάμε εικόνες, ήχους, μυρωδιές, γεύσεις: βλέπουμε το αφόρητο μπλε του ουρανού και τα συντρίμμια· ακούμε γέλια, ψιθύρους και γόους. Μυρωδιά αίματος και καμένου καουτσούκ μας φράζει τα ρουθούνια. Γευόμαστε τη σούπα Φο –η σούπα μάς καίει το στόμα.

Την υπέροχη μετάφραση, την «πολυτονική» κυριολεκτικά και μεταφορικά, (μετάφραση με περισπωμένες και δασείες, και το «τραίνο» με «αι»), υπογράφει η Λίζυ Τσιριμώκου. Το βιβλίο έχει τιμηθεί με: Βραβείο Prix du Grand Public –Salon du livre de Montreal, Βραβείο Governor General’s Literary Award for Fiction και Βραβείο Grand Prix RTL-Lire. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.