Βιβλιο

Δημήτρης Καραγιάννης: Η κρυμμένη μας ψυχική ομορφιά και το ερώτημα του θανάτου

Αν δεν υπήρχε καμιά εξωτερική επίπτωση, τιμωρία, θα άλλαζες κάτι από τις επιλογές στη ζωή σου;

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 938
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δημήτρης Καραγιάννης: Μιλήσαμε με τον γνωστό ψυχοθεραπευτή με αφορμή το βιβλίο του Κρυμμένη ψυχική ομορφιά (εκδ. Αρμός)

Έχω έρθει στον χώρο της «Αντίστιξης», του ψυχοθεραπευτικού - εκπαιδευτικού κέντρου όπου εκπαιδεύονται ειδικοί της ψυχικής υγείας ως ψυχοθεραπευτές με βάση την Υπαρξιακή Συστημική θεώρηση, για να συναντήσω τον Δημήτρη Καραγιάννη. Δεν ξέρω αν ήταν ενδόμυχη προσδοκία μου να μοιάζει με συνεδρία η συνάντησή μας, αλλά ήδη, όταν φτάνω, το βιβλίο του «Κρυμμένη ψυχική ομορφιά» (εκδ. Αρμός) μου έχει γεννήσει αναστοχαστικές σκέψεις, που η ηρεμία του χώρου τις επιτρέπει: Πώς θα βρεις το κουράγιο να αντικρίσεις όσα αρνιέσαι για την ύπαρξή σου; Πώς θα αντιμετωπίσεις τα σκοτάδια σου χωρίς να χάνεις την αγάπη για τον εαυτό σου; Πώς μπορείς να ανακαλύπτεις την ψυχική ομορφιά κάτω από τα στρώματα αρνήσεων και αποκρύψεων;

Όταν κλείνουμε την πόρτα και καθόμαστε απέναντι, με ανοιχτά τα ερωτήματα μέσα μου, του λέω πόσο χαίρομαι που θα είναι μαζί μας στο Forum της Athens Voice για να μας μιλήσει για τη σημασία της Ενσυναίσθησης και της απουσίας της. «Η ενσυναίσθηση είναι κάτι που καλλιεργούμε από την παιδική ηλικία. Σημαίνει το να έχουμε την ευαισθησία να μπορούμε να πιάσουμε πώς νιώθει ο άλλος, ανάλογα με τη στιγμή και το πλαίσιο, να είμαστε ανοιχτοί ώστε να αφεθούμε να μας επηρεάσει. Μερικές φορές η ευαισθησία αυτή γίνεται αντιληπτή ως ευαλωτότητα, μπορεί να εκλαμβάνεται με όρους αδυναμίας, θα σου πει κάποιος “γιατί μπλέκεις...”. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που έχουν ενσυναίσθηση διαθέτουν τεράστια δύναμη. Έχουν την ασφάλεια ότι μπορούν να στηρίζονται στον εαυτό τους και, χωρίς να τον χάνουν, μπορούν να μπαίνουν στον κόσμο του άλλου και να τον κατανοούν».

Ο Δημήτρης Καραγιάννης και η έννοια της ενσυναίσθησης και της ψυχικής ομορφιάς

Ο Δημήτρης Καραγιάννης σχολιάζει ότι η ενσυναίσθηση, που έχει γίνει «της μόδας», είναι το αντίθετο μιας άλλης λέξης που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν στις μέρες μας πολύ και αβασάνιστα, που είναι η τοξικότητα. «Συχνά ακούμε να μιλάνε για τοξικούς ανθρώπους και τοξικές σχέσεις, άνθρωποι που, όταν αναφέρονται στον εαυτό τους, λένε ότι διαθέτουν ενσυναίσθηση. Μα, αν όλοι γύρω μας έχουν τοξικότητα, τότε ποιοι είναι αυτοί που διαθέτουν ενσυναίσθηση;» λέει χαμογελώντας με κατανόηση.

© Τάσος Ανέστης

— Η ενσυναίσθηση, άλλωστε, σε κάνει να διακρίνεις στους άλλους το καλό, κι αυτό μας πηγαίνει κατευθείαν στο βιβλίο σας. Έχετε ένα ερώτημα στον Πρόλογο: «Γιατί επιμένω να πιστεύω στην ομορφιά των ανθρώπων;». Και πιο κάτω, ρωτάτε τι κρατάει τους ανθρώπους να πιστεύουν ακόμα στην καλοσύνη με όλο αυτό το κακό που υπάρχει γύρω μας. Γιατί;

Ήθελα να προλάβω την ερώτηση. Όταν μιλάς για ψυχική ομορφιά σήμερα, σε κοιτάζουν καχύποπτα, με ένα βλέμμα που λέει «ξέρεις τι συμβαίνει στον κόσμο;». Ή θεωρούν ότι μιλάς με όρους θετικής ψυχολογίας, που θέλει να τα παρουσιάζει όλα όμορφα αλλά επιφανειακά. Όμως το να μπορούμε να αναγνωρίζουμε την ομορφιά στους άλλους δεν είναι μια καλή πράξη, ούτε μια ηθική που πρέπει να υπηρετήσουμε. Είναι το συμφέρον μας.

Έχουμε συνηθίσει να ταυτίζουμε το συμφέρον με όρους οικονομίας και «εύκολες» πράξεις, αλλά όταν μιλάμε για το μακροπρόθεσμο ψυχικό μας συμφέρον, αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, πράττουμε, σχετιζόμαστε. Κι ένα κριτήριο είναι το να διατηρούμε την ελπίδα και την επιθυμία για συνάντηση με τους άλλους. Η εμπειρία μου μέσα από τις χιλιάδες ψυχοθεραπευτικές ώρες με ανθρώπους κάθε είδους μού πρόσφερε αυτή τη βεβαιότητα: η ψυχική ομορφιά υφίσταται, εν δυνάμει, σε όλους τους ανθρώπους, υπάρχει ένας πυρήνας της που ζητά να τον ανακαλύψουμε.

— Η αναζήτηση του πυρήνα της ψυχικής ομορφιάς έχει να κάνει με την επιθυμία για νοηματοδότηση της προσωπικής μας ζωής, όπως λέτε. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί πολλοί άνθρωποι σήμερα πάσχουν από έλλειψη νοήματος.

Σήμερα παρά ποτέ. Παλαιότερα, επειδή οι άνθρωποι απασχολούνταν με την επιβίωση, δεν χρειάζονταν άλλο νόημα από το να καταφέρουν να βγει η καθημερινότητα, να έχουν το φαγητό τους, την ασφάλεια σε αντίξοες καιρικές συνθήκες. Αντιμετώπιζαν οικονομική δυσπραγία, πολέμους, το νόημα επενδυόταν στο να μπορούν να επιβιώσουν και να προχωρήσουν στη ζωή. Σήμερα, στον βαθμό που με κάποιον τρόπο καλύπτεται η επιβίωση, αναδύεται πιο ψηλά το ζήτημα του νοήματος. Και μάλιστα, ο καθένας μας καλείται να το απαντήσει προσωπικά.

Ωστόσο, το ερώτημα αυτό πολλοί άνθρωποι το αποφεύγουν, όπως το αποφεύγει και ο πολιτισμός μας δίνοντας πολύ μεγάλη βάση στην ευχαρίστηση, προκρίνοντας την παραίτηση από την
επιθυμία, το βόλεμα στο λίγο. Και, ξέρετε, η προσωπική αναζήτηση νοήματος έρχεται και συναντάει ένα άλλο ερώτημα υπαρξιακής φύσης: το ερώτημα του θανάτου. Το οποίο δεν είναι ένα καταθλιπτικό ερώτημα, το αντίθετο, όταν τίθεται προκαλεί εγρήγορση –τι κάνω στη ζωή μου, τι είναι σημαντικό;– και προκύπτει όταν αποκτούμε συνείδηση ότι ο χρόνος που έχουμε να ζήσουμε είναι πεπερασμένος.

— Επειδή ζούμε με άγχος και γρήγορους ρυθμούς, νομίζω ότι συμβαίνει σε πολλούς από εμάς να σταματάμε κάποιες φορές και να αναρωτιόμαστε: έχει νόημα τώρα όλο αυτό; Μερικές φορές, δεν σας κρύβω, με πιάνει μια αγωνία, τη στιγμή που θα φεύγω από τη ζωή, ποια θα είναι η απάντηση: Τελικά;... άξιζε;

Το υπαρξιακό ερώτημα τι νόημα έχει ζωή μου είναι πολύ έντονο όταν οι έφηβοι ψάχνουν την ταυτότητά τους. Δυστυχώς, μετά καταστρέφεται. Είναι σημαντικό να το κρατάμε ζωντανό. Κι αν κανείς αναρωτιέται όσο είναι νέος, τότε θα μπορεί να πει, ανεξάρτητα από την ηλικία που θα πεθάνει, ότι πέθανε πλήρης ημερών.

Αυτό μου το έχει προσφέρει ένας θεραπευόμενός μου γιατρός, ο οποίος πέθανε πλήρης ημερών, όπως έλεγε, στα 49 του χρόνια. Ζούσε έντονα κάθε στιγμή, κι ακόμα πιο πολύ από τότε που διέγνωσε ο ίδιος τον καρκίνο του. Υμνούσε τη ζωή, ανεξάρτητα αν ήταν η ώρα της χημειοθεραπείας ή βρισκόταν με τους φίλους του, και συνέχιζε με αμείωτο πάθος την εργασία του, ενώ γνώριζε ότι είχε λίγο χρόνο.

Όμως αν πεις σε μια παρέα «Παιδιά, τι γίνεται; Κάποια στιγμή θα πεθάνουμε», η απάντηση είναι «Έλα τώρα, πώς σου ήρθε; Έχει γίνει τίποτα; Χτύπα ξύλο!». Οι άνθρωποι, για να ξεφύγουν από το ερώτημα που αφορά τη νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου, κατασκευάζουν μια ροή που τίποτα δεν πρέπει να τη διαταράξει, δημιουργώντας έναν ψευδή εαυτό.

© Τάσος Ανέστης

Οι άνθρωποι, για να ξεφύγουν από το ερώτημα που αφορά τη νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου, κατασκευάζουν μια ροή που τίποτα δεν πρέπει να τη διαταράξει.

— Το βιβλίο ξεκινάει με ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό σας, μια ημέρα στην Ατλάντα των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2022. Περιγράφετε ότι περιφέρεστε στα βρόμικα σοκάκια στα γκέτο, «εκεί που νιώθεις ότι αν ακουμπήσεις κάπου θα λερωθείς ή θα μολυνθείς, σε νυχτερινές γειτονιές που οι μεθυσμένοι είναι το αυτονόητο και το σεξ πουλιέται φθηνά». Είναι η εποχή που γράφετε το βιβλίο για την «κρυμμένη ψυχική ομορφιά των ανθρώπων»… Κάποια στιγμή ένας ντίλερ σάς προσφέρει ναρκωτικά και, αφού αρνηθείτε, τον ρωτάτε πού μπορείτε να φάτε. Κι εκεί, στην καχυποψία που αισθάνεστε, αναγνωρίζετε τον δικό σας σκοτεινό εαυτό.

Σωστά. Όταν μου προτείνει ένα μέρος όπου μπορώ να φάω φτερούγες κοτόπουλου και προσφέρεται να με συνοδεύσει, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι θέλει να με κλέψει ή να με παγιδεύσει. Εκ των υστέρων τότε συνειδητοποιώ ότι είναι μια παιδική περιέργεια που τον κάνει να θέλει να είναι κοντά μου. Την ίδια ώρα που εγώ έχω περιέργεια να τον συναντήσω, έχει κι εκείνος να καταλάβει ποιος είμαι και τι κάνω εκεί, αφού δεν πήγα για ναρκωτικά ή πληρωμένο σεξ.

Ο σκοτεινός εαυτός δεν είναι μόνο κάτι κακό, περιέχει τα ένστικτα και τις ενορμήσεις που υπηρετούν την επιβίωση, άρα είναι φυσιολογικό το να θέλεις να πάρεις προφυλάξεις όταν αισθάνεσαι ότι μπορεί να κινδυνεύεις. Την ίδια στιγμή, αν μείνεις στον φόβο της επιβίωσης, θα χάσεις την ευκαιρία της επαφής με τον άλλο άνθρωπο. Γιατί κάθε άνθρωπος, που είναι διαφορετικός, σου προσφέρει κάτι επιπλέον από αυτό που είσαι.

— Μου θυμίζετε μια φίλη μου, που μένει στον σταθμό Λαρίσης. Όταν πηγαίνω εκεί νύχτα, αισθάνομαι καχυποψία με τους ανθρώπους που βλέπουμε στον δρόμο. Μου έκανε εντύπωση όταν μου πρωτοείπε «εγώ κερδίζω από την επαφή μ' αυτούς ανθρώπους».

Ναι, είναι ένα αντίστοιχο γκέτο ο σταθμός Λαρίσης. Το να αποδεχτούμε και να ομολογήσουμε τον φόβο μας μας επιτρέπει να μη δημιουργούμε φοβίες. Γιατί αυτό είναι οι φοβίες, το να κρύβεις τους φόβους σου και να τους απωθείς στον σκοτεινό εαυτό σου. Από την άλλη, ακόμα κι όταν η φθορά πλαισιώνει τα πάντα, ακόμα κι εκεί που νιώθουμε παράταιρα, μπορούμε να υπερασπιστούμε την ψυχική ομορφιά, έχει δίκιο η φίλη σας.

— Ο σκοτεινός εαυτός είναι κεντρικό θέμα στο βιβλίο σας για την «Κρυμμένη ψυχική ομορφιά». Είναι κάτι που μπορεί να έχει κάποιος που δεν συμπεριφέρεται σωστά, κάποιος με παραβατική συμπεριφορά, ένας «κακός» άνθρωπος. Αλλά είναι και κάτι που όλοι έχουμε…

Το θέμα του σκοτεινού εαυτού είναι κρίσιμο για την κατανόηση του ψυχισμού. Ο σκοτεινός εαυτός είναι εκείνος που εμπεριέχει ένστικτα και ενορμήσεις που αφορούν την άμυνα και την ασφάλειά μας, τη σεξουαλικότητα, όλα τα βιώματά μας που έχουμε απωθήσει, για τα οποία δεν νιώθουμε καλά, που περικλείουν ενοχή, ντροπή, φόβο, απελπισία και που τα έχουμε αφήσει στην αποθήκη ή στο πατάρι του εαυτού, για να μη μας ενοχλούν, με την ελπίδα ότι κάποτε θα τα αγγίξουμε. Και μπορεί ποτέ να μην τα αγγίξουμε, αλλά αυτά είναι εκεί, ο σκοτεινός εαυτός κινεί τα νήματα της συμπεριφοράς μας.

Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που επιλέγουν να ταυτιστούν με τον σκοτεινό εαυτό τους. Αν κάποιος θεωρεί ότι μπορεί να επιτίθεται και να επικρατεί, αν δεν υπολογίζει καμία αξία και περιφρονεί τους άλλους, αν συμπεριφέρεται απαξιωτικά, αν έχει συσσωρευμένη επιθετικότητα... τότε ο κοινωνικός εαυτός γίνεται ένα με τον σκοτεινό εαυτό – σε αυτούς τους ανθρώπους είναι δύσκολο να δεις
ψυχική ομορφιά.

© Τάσος Ανέστης

Ο σκοτεινός εαυτός εμπεριέχει όλα τα βιώματα που έχουμε απωθήσει, για τα οποία δεν νιώθουμε καλά, που περικλείουν ενοχή, ντροπή, φόβο, απελπισία.

— Με αυτό δεν παλεύουμε οι περισσότεροι; Αν παλεύουμε…

Στην εποχή μας πάρα πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται με τον επιφανειακό εαυτό τους και αρνούνται να δουν οτιδήποτε αρνητικό μέσα τους. Και εκεί είναι που δημιουργούνται οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες. Ζητούν από τους άλλους να τους καθρεφτίζουν το πόσο τέλειοι είναι, αποζητώντας να τους υπηρετούν επειδή είχανε τραύματα στην παιδική τους ηλικία. Όταν ο κοινωνικός εαυτός αρνείται συνειδητά να αντικρίσει τα επώδυνα στοιχεία του σκοτεινού εαυτού και να τα επεξεργαστεί, τότε μεταπίπτει σε ψευδή εαυτό. Και ενώ εξωτερικά δείχνει να ισορροπεί, υποφέρει από νευρωτικές διαταραχές ή διαταραχές προσωπικότητας και τρέμει κάθε αποκάλυψη.

— Οι άλλοι άνθρωποι μας βοηθούν να έρθουμε αντιμέτωποι με τον σκοτεινό εαυτό μας;

Είναι πολύ σημαντική η ύπαρξη κάποιου άλλου στη ζωή μας που θα μας τον καθρεφτίσει. Η ύπαρξη κάποιου που να μπορεί να τον αναγνωρίζει αλλά να μην το φοβάται, να μη μας ταυτίζει με αυτόν, που το βλέμμα του να μπορεί να μας διαπερνά και να μας λέει «δεν είσαι μόνο οι αποτυχίες σου, οι φόβοι σου, οι ανεπάρκειές σου, δεν είναι μόνο τα ένστικτά σου, τα ναρκισσιστικά σου στοιχεία – τα έχεις κι αυτά, αλλά δεν είσαι μόνο αυτό». Το πέρασμα μέσα από τον σκοτεινό εαυτό απαιτεί ένα σταθερό χέρι που θα σε κρατά ή ένα τρυφερό βλέμμα που θα σε περιβάλλει.

Αυτός μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτής –αν και πολλοί ψυχοθεραπευτές σήμερα κινούνται στη γραμμή ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, άρα δημιουργούν ψευδείς εαυτούς–, μπορεί να είναι οι σύντροφοι, που μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο στα δύσκολα αλλά μένουν εκεί γιατί βλέπουν τον πυρήνα της ψυχικής ομορφιάς ο ένας του άλλου. Και οι καλοί φίλοι, οι διαχρονικοί. Αυτοί που μπορεί να είσαι κοντά τους, ή να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν τους έχεις δει, αλλά υπάρχουν, και όταν τους συναντάς μπορείς να αφήσεις την κουβέντα εκεί που την άφησες.

— Όταν μεγαλώνουμε, επιλέγουμε συνειδητά τους ανθρώπους με βάση την ψυχική τους ομορφιά. Οι ενήλικες φιλίες, πιστεύω, δίνουν πάρα πολύ νόημα στη ζωή μας.

Πολύ ωραίο αυτό που λέτε. Μερικές φορές με τους φίλους τους παλιούς, που δεν προχωρούν αντίστοιχα με εμάς, είναι φυσικό να υπάρχει απόκλιση, επειδή εμείς έχουμε διαφοροποιηθεί. Τους βάζουμε τότε στα κατάστιχα των συγγενών, τους αγαπάμε αλλά δεν μπορούμε να έχουμε επαφή μαζί τους. Όσο ζητάμε περισσότερα από τον εαυτό μας, τόσο ζητάμε κι από τους άλλους. Σήμερα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενήλικες φιλίες, να υπάρχει σύνδεση και επιθυμία να κουβεντιάσεις και κάτι πιο ουσιαστικό. Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να μιλάνε μόνο για θέματα υγείας και πρακτικά θέματα, όπως πότε θα πάρουμε σύνταξη, τότε μιλάνε για τη μη ζωή. Υπάρχει τεράστια υπαρξιακή μοναξιά εκεί έξω, και όσο περισσότερες επιφανειακές σχέσεις κάνουν οι άνθρωποι τόσο αυξάνει μοναξιά. Το ζήτημα της φιλίας σε μεγαλύτερες ηλικίες καλύπτεται είτε με κουκούλωμα, αν σχετιστείς με ψευδείς εαυτούς –που δεν μπορεί να σε χορτάσει–, ή θα συνδεθείς με πονεμένους αλλά επεξεργασμένους σκοτεινούς εαυτούς.

Άρα, πάλι εκεί επιστρέφουμε: ο σκοτεινός εαυτός που τον έχεις επεξεργαστεί, που έχεις επεξεργαστεί τα λάθη, τις αποτυχίες, τις δυσκολίες, τις ανεπάρκειες, είναι πολύ σημαντικό για να μπορείς να κάνεις αυθεντικές σχέσεις. Και αυθεντικός δεν είναι ένας ιδεατός εαυτός, αλλά εκείνος ο οποίος γνωρίζει τις ανεπάρκειες και τα συναισθήματά του και τα αξιοποιεί προς όφελος της εξέλιξης του. Δηλαδή ο άνθρωπος που θυμώνει δεν πρέπει να εξαφανίσει τον θυμό του, καλό είναι να θυμώνει για τα σωστά θέματα χωρίς να το δραματοποιεί και να μπορεί μετά να το επεξεργάζεται.

— Θα σας πω κάτι. Όταν διάβασα τις «Αθώες αναστοχαστικές ερωτήσεις» που παρεμβάλλετε προς το τέλος του βιβλίου, προσπάθησα να τις απαντήσω. Μπορώ να πω ότι ταράχθηκα. Αν δοκιμάσει κανείς να απαντήσει αυτές ερωτήσεις, έρχεται σε επαφή με τον σκοτεινό του εαυτό. Σκεφτόμουν να το κάνεις με τους φίλους σου, θέλει σίγουρα θάρρος.

Χαίρομαι πολύ. Γιατί είχα ένα ερώτημα, αν έπρεπε να τις βάλω ή όχι στο βιβλίο. Τις έβαλα, εντέλει, γιατί θέλω να δώσω την ευκαιρία να μπορέσει κανείς να καταλάβει και πρακτικά τι σημαίνει αναστοχαστική ερώτηση. Εκεί, δηλαδή, που δεν μένει κανείς στην επιφάνεια.

Όταν κάνουμε εποπτεία σε ανθρώπους που θέλουν να γίνουν ψυχοθεραπευτές και τους βάζουμε να σκεφτούν αναστοχαστικά τι κάνουν στις θεραπείες τους, οι πρώτες 4-5 ερωτήσεις ακυρώνονται, έρχονται από το ράφι με τις έτοιμες απαντήσεις. Όσο συνεχίζεις, βλέπεις ότι υπάρχει κι άλλο βάθος, και μετά κι άλλο. Για παράδειγμα... βρείτε μου μια ερώτηση…

© Τάσος Ανέστης

(Ψάχνω) «Αν δεν υπήρχε καμία εξωτερική επίπτωση, τιμωρία, θα άλλαζες κάτι από τις επιλογές στη ζωή σου; Τι; Γιατί;»

Η συνηθισμένη απάντηση στην αρχή είναι «Δεν έχω να αλλάξω τίποτα». Αν επιμείνεις... Ναι; Σε τίποτα; Καμία; Κανείς να μην το ήξερε; Με τη σημερινή εμπειρία, θα έκανες κάποια πράγματα διαφορετικά; Τι σ' έκανε να το κάνεις έτσι;… Αυξάνεται η ένταση του ερωτήματος με την επανάληψη, βάζεις ερωτήματα για διαφορετικές φάσεις στη ζωή, για διαφορετικές σχέσεις, κι οι απαντήσεις αρχίζουν και βαθαίνουν.

Οι αναστοχαστικές ερωτήσεις αμφισβητούν τις αυθόρμητες απαντήσεις και κινητοποιούν τους ανθρώπους να μπουν σε αχαρτογράφητες περιοχές. Ο αναστοχασμός είναι ένα πολύτιμο εργαλείο που προσφέρει βάθος στην προσωπική ταυτότητα και δημιουργεί τελικά εκείνο το καθαρό βλέμμα που αναγνωρίζει την αυθεντική ομορφιά.

Όταν παραιτείσαι από το να περιμένεις να σου χαριστεί το οτιδήποτε, ξαφνικά ανατέλλουν χιλιάδες εμπειρίες, στιγμές, άνθρωποι, που σου επιτρέπουν να πεις άπειρα «ευχαριστώ».

— Κάπως έτσι φτάνετε, και φτάνουμε, σε όλα αυτά τα «ευχαριστώ» με τα οποία κλείνει το βιβλίο σας. Είναι η ευγνωμοσύνη κάτι που αισθάνεσαι όταν έχεις επεξεργαστεί τον σκοτεινό σου εαυτό;

Δεν είναι ένα απλό συναίσθημα ευγνωμοσύνης, είναι μια στάση ζωής. Είναι το ευχαριστιακό βίωμα. Οι άνθρωποι περιμένουν να τους έρθουν όλα εύκολα στη ζωή, αλλά συμβαίνει να τους έρχονται όλα ανάποδα – γιατί το σύμπαν συνωμοτεί πάντοτε εναντίον σου. Το ζήτημα για εμάς, ως ενηλίκους, δεν είναι να αποφύγουμε τις δυσκολίες, αλλά να μπορούμε να απαντάμε σε αυτές. Και τότε γεννιέται η ικανοποίηση από την υπέρβαση του ότι αντιμετωπίσαμε κάτι που πριν μας ήταν αδύνατον ακόμα και να το σκεφτούμε.

Εκεί, λοιπόν, στις υπερβάσεις, όταν παραιτείσαι από το να περιμένεις να σου χαριστεί το οτιδήποτε, ξαφνικά ανατέλλουν χιλιάδες εμπειρίες, στιγμές, άνθρωποι, συναντήσεις, που σου επιτρέπουν να πεις άπειρα «ευχαριστώ». Όσο προχωράμε, καθετί μπορεί να είναι ένα ευχαριστώ προς τη ζωή, καθώς ούτε αυτή θεωρείται δεδομένη– ιδίως αυτή, γι' αυτό συνηθίζουμε να λέμε ότι, όταν χάσεις την υγεία σου, εκτιμάς το ότι την είχες.

Ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής είναι το ζητούμενο, γιατί προς αυτή την κατεύθυνση είναι που μπορούμε να υπάρχουμε. Και τότε και τους άλλους τους βλέπουμε πιο ουσιαστικά, τους εκτιμάμε γι' αυτό που είναι και μπορούμε να σχετιστούμε μαζί τους, γιατί δεν περιμένουμε ανταλλάγματα. Αλλά και οι άλλοι θέλουν να είναι μαζί μας, εύχονται τη μακροημέρευσή μας, γιατί νιώθουν ότι κάτι κερδίζουν από εμάς. Αισθάνονται ότι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο νιώθουν πληρότητα, χαρά, ότι προχωράνε μαζί του – κι όταν τα νιώθουμε όλα αυτά, τότε αγαπάμε. Και καταλαβαίνετε γιατί σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη;

— Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, ήταν ψυχοθεραπευτική η συζήτησή μας, όπως και το βιβλίο σας.