Βιβλιο

Νάιαλ Ουίλιαμς: Τέσσερα Ερωτικά Γράμματα

Πότε στ’ αλήθεια δακρύζουμε διαβάζοντας ένα βιβλίο;

Γιώργος Φλωράκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα «Τέσσερα Ερωτικά Γράμματα» Του Νάιαλ Ουίλιαμς (Εκδόσεις Δώμα, Μετ. Δέσποινα Κανελλοπούλου) είναι ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό.

Δεν συνηθίζω να γράφω κριτικές ούτε για βιβλία ούτε για δίσκους. Κι αυτό γιατί στην Κριτική μοιάζει σαν ο κριτικός να στέκεται πάνω από το έργο που έρχεται να κρίνει. Και δεν νιώθω καθόλου έτσι. Επιπλέον, δεν μπορώ να μιλήσω ούτε για «δεινότητα συγγραφέα», ούτε για «ύφος», ούτε για το «αν ο συγγραφέας ακολουθεί μανιέρα», ούτε αν «το βιβλίο σπάει τη φόρμα», ούτε αν πρόκειται για «ισορροπημένο ή όχι κείμενο», ούτε για τη «σφραγίδα του δημιουργού», ούτε για το «συνολικό αποτύπωμα» του έργου τέχνης στον χρόνο. Και δεν μπορώ να μιλήσω για όλα αυτά, πριν απ’ όλα γιατί ο ίδιος ως αναγνώστης βαριέμαι απίστευτα αν τύχει να πέσουν μπροστά μου και είμαι αναγκασμένος να τα διαβάσω.

Άρα, τι μένει; Μόνο ένα πράγμα: να μοιραστώ τη συγκίνηση που μου μετέδωσε ένα βιβλίο, ένας δίσκος, ένας πίνακας, μια παράσταση. Να μοιραστώ μια υποκειμενικότητα προσπαθώντας να το κάνω με τέτοιους όρους, που να φτάσει να αγγίξει κι άλλους ανθρώπους. Αν με ρωτήσεις ποιο βιβλίο είναι πραγματικά καλό, δεν θα μπορέσω να σου απαντήσω. Αν προσπαθήσω, ίσως σου μιλήσω για το «Πόλεμος και Ειρήνη». Μόνο που θα σου μιλήσει η «γνώση μου», η «λογοτεχνική μου συγκρότηση» αντί για μένα. Εγώ, ποτέ δεν μπόρεσα να περάσω τη σελίδα 14. Αν πρέπει να σου απαντήσω ειλικρινά, θα σου μιλήσω για τα τρία πιο πρόσφατα βιβλία που μ’ έκαναν να δακρύσω, ακόμη κι αν τα διάβαζα στο μετρό, ακόμη κι αν γινόμουν ρεζίλι: «Η Θλίψη Είναι Ένα Πράγμα Με Φτερά» του Max Porter (Εκδόσεις Πόλις, μετ. Ιωάννα Αβραμίδου), «Το Τραγούδι του Προφήτη» του Paul Lynch (Εκδόσεις Gutenberg, μετ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης) και τώρα, τα «Τέσσερα Ερωτικά Γράμματα”»του Νάιαλ Ουίλιαμς.

Πότε στ’ αλήθεια δακρύζουμε διαβάζοντας ένα βιβλίο ή βλέποντας μια ταινία; - η απάντηση σ’ αυτό το τελευταίο, νιώθω να έρχεται πιο εύκολα. Προσωπικά μιλώντας, όταν ο κεντρικός χαρακτήρας παθαίνει πράγματα που πλησιάζουν τα τραύματά μου. Όταν αυτός ο χαρακτήρας ξεπερνάει τα πράγματα και τα τραύματα, δηλαδή τελικά ξεπερνάει τον εαυτό του. Και πολύ περισσότερο, όταν το χάος μπαίνει σε τάξη: όταν όλα κουμπώνουν στο τέλος, όταν όλος ο πόνος και όλη η θλίψη, όλες οι ταλαιπωρίες και όλες οι δυσκολίες, σε οδηγούν κάπου. Εντάξει, το δέχομαι, είναι συντηρητικό κατά κάποιον τρόπο. Πώς γίνεται ένας αγνωστικιστής, ένας στη βάση της σκέψης του άθεος, ένας ρομαντικός αναρχικός, ένας ζων «προς τύχην» -όπως το θέτει ο Δημήτρης Δημητριάδης στο πρόλογο της «Μαντάμ Εντουαρντά» του Μπατάϊγ (εκδόσεις Άγρα)- μιλάει για «τάξη στο χάος», για πράγματα που «κουμπώνουν», για «κάποιο λόγο που όλα γίνονται»; Δεν πρόκειται άραγε εδώ για έναν συγκεκαλυμμένο «δάκτυλο του Θεού»; Ο Νάιαλ Ουίλιαμς έχει την απάντηση. Αν και σε πολλά σημεία «παίζει» με την πιθανότητα ενός «θεϊκού δακτύλου», καταλήγει -στο προσωπικό αναγνωστικό μου σύμπαν- ότι δεν πρόκειται για τον «δάκτυλο του Θεού» αλλά για τον «δάκτυλο του Έρωτα»! Κι ένας έρωτας που πάει καλά, είναι παρηγορητικός. Ίσως τελικά αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο -μερικοί από εμάς- δακρύζουν στις παιδικές ταινίες αλλά και στα παραμύθια, των οποίων η σημαντικότερη λειτουργία είναι να προσφέρουν παρηγοριά. Παρηγοριά για το χάος του κόσμου, παρηγοριά για τα πράγματα που δεν κουμπώνουν με τίποτα, παρηγοριά για όσα σου λείπουν. Προσοχή όμως, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια παρηγοριά που οδηγεί σε απραξία αλλά με μια παρηγοριά που σε βάζει σε κίνηση να ανοίξεις μόνος κάθε δρόμο. Κι αν όλα-όλα κουμπώσουν, ενδεχομένως να βρεθεί -μέσω του έρωτα- και κάποιος ακόμη μαζί σου.

Τόπος μικρός, ένας μπαμπάς «που ο Θεός του ζητάει να γίνει ζωγράφος», μια μαμά που συνεχώς καθαρίζει το σπίτι κι ένας γιός (ο Νίκολας) που βλέπει τον μπαμπά του έτσι: «Ήταν ολόκληρος πιο φωτεινός, πιο λαγαρός, κι όσο τον κοίταζα τόσο έμοιαζε να εξαϋλώνεται, να γίνεται πιο πολύ φως παρά άνθρωπος, να γίνεται -έτσι είχα αρχίσει να φαντάζομαι- κάτι σαν Θεός». Και στο νησί, απέναντι, μια μαμά, η Μάργκαρετ, που μοιάζει να ξέρει τα πάντα, ένας μπαμπάς, ο Μόρις, δάσκαλος, πολύ τρυφερός μα στον κόσμο του -σαν αυτόν που μάλλον δεν θα ήθελες να είσαι αλλά οι πιθανότητες είναι ότι θα γίνεις- ένα αγόρι, ο Σων, που θα αποχωρήσει ξαφνικά σε μια αυτιστικού τύπου μοναξιά για να επιστρέψει με τη βοήθεια του Νίκολας αργότερα- κι ένα κορίτσι, η Ίζαμπελ, που έχει πάει στο Γυμνάσιο στην πόλη και με τον μπαμπά της έχει μια τέτοια σχέση: «Όταν η κόρη του βγήκε επιτέλους στην προβλήτα, ο Μόρις την έσφιξε στην αγκαλιά του. Εκείνη κρύφτηκε στο στέρνο του και τότε, μόλις την τύλιξε η γνώριμη μυρωδιά του, συνειδητοποίησε ξάφνου πόσο δυστυχισμένη ήταν τόσο καιρό, και της ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Έμεινε πολλή ώρα έτσι στην αγκαλιά του πατέρα της, κι εκείνος δεν την άφησε». Αλλά κι εκείνος, «ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Ίζαμπελ, αλλά την ίδια στιγμή πισωπάτησε άθελά του, διαπιστώνοντας απότομα ότι το ουίσκι και η νοσταλγία τον είχαν λιγάκι κλονίσει. Βγήκε στη στεριά κρατώντας την κόρη του σαν να ‘ταν η σημαδούρα του». Και η Ίζαμπελ ερωτεύεται τον κάπως μπερδεμένο και άξεστο Πέντερ και τον παντρεύεται. Και στην αρχή είναι αλλά γίνεται όλο και λιγότερο ευτυχισμένη. Όσο για τον Νίκολας χάνει και τους δύο γονείς του, πρώτα η μαμά κι ύστερα ο μπαμπάς… αποχωρούν. Και είναι δυστυχισμένος. Κι από όλους τους πίνακες που ζωγράφισε ποτέ ο μπαμπάς του Νίκολας, μόνο ένας έχει σωθεί. Κι αυτός είναι στην αίθουσα που διδάσκει ο Μόρις, ένας πίνακας που κέρδισε σε κάποιον διαγωνισμό ποίησης. Κι ο Νίκολας πηγαίνει στο νησί για να τον αγοράσει. Και με το που πατάει το πόδι του εκεί, όλα έρχονται τούμπα.

Ο Ουίλιαμς έχει απίθανο χιούμορ, βρετανικό, ιρλανδικό πιο σωστά, στήνει υπέροχους χαρακτήρες, εξηγεί λιγότερα απ’ όσα ενδεχομένως θα ήθελες αλλά κάνει πολύ καλά. Ένας κόσμος στην ομίχλη και την υγρασία, ένας κόσμος που μοιάζει με τον κόσμο που περιγράφει ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου στον «Χωρισμό» από τις «Ωδές Στον Πρίγκηπα» (Ύψιλον 1981): «Η βουή της φθινοπωρινής θάλασσας αργά σταλάζει το τέλος που είναι πάντα πνεύμα και δάκρυ, φωτεινός στρόβιλος, ήχος καθάριου νερού, εγκαρτέρηση πως έτσι θα πάνε όλα ως το τέλος». Γράμματα, ερωτικά γράμματα, τέσσερα -πιο πολλά από τέσσερα- που άλλα καταλήγουν στον παραλήπτη τους κι άλλα στη φωτιά ή στα βάθη του ωκεανού, κι ένας κόσμος που συνεχώς καταστρέφεται για να σωθεί κι ύστερα να ανατραπεί ξανά και ξανά μέχρι την τελευταία λέξη. Το σημειώνει ο ίδιος ο Ουίλιαμς, δύο μόλις σελίδες πριν το τέλος: «Γιατί ο κόσμος είναι πολύ απλός», γράφει. Κι έτσι όπως καταπιάνεται με τον έρωτα που με τίποτα δεν καταλύεται, έτσι όπως τα πάντα συμβαίνουν σ’ ένα νησί με τα νερά που το περικλείουν, έρχεται στο μυαλό ο τρόπος που κλείνει ο Σεφέρης τον «Ερωτικό Λόγο»: «ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας / τρικύμισμα της θάλασσας, ο κόσμος είναι απλός».