Βιβλιο

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και o Ήχος της σιωπής της

Μιλήσαμε για το νέο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα για τη μονίμως φευγαλέα αίσθηση της μητέρας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη πλάθει την προσωπική ιστορία

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 937
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και ήχος της σιωπής της

Δημοσθένης Κούρτοβικ: Ο συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας μιλάει με αφορμή το βιβλίο, «Ο ήχος της σιωπής της» (εκδόσεις Εστίας)

Τι ήχους έχει η νοσταλγία; Τι μυρωδιές η μνήμη; Και πώς εξελίσσεται ένα «ματς» ανάμεσα στις αναμνήσεις και την Ιστορία; Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ βρέθηκε να μεγαλώνει στα Σεπόλια των τελών της δεκαετίας του 1950 όταν, με τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένειά του –ένα σόι-υπόλειμμα της παλιάς αστικής τάξης και ένα σόι-υβρίδιο ελληνικής επαρχίας και ομογένειας– μετακόμισε στη γειτονιά.

Εκεί, ανάμεσα σε ξέφραγα οικόπεδα κι αλάνες, καρβουνάδικα, μπαρμπέρικα και τον Άγιο Μελέτιο, σε δρόμους γεμάτους μυρωδιές και φωνές, θ’ αρχίσει την ακατάπαυστη περιήγησή του στον κόσμο. Η αστείρευτη περιέργειά του για την ανθρώπινη φύση –αλλά και τη φύση του παράξενου πουλιού που λέγεται «Έλληνας»– θα τον πάει και θα τον φέρει για χρόνια ανάμεσα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, άλλες γλώσσες· και κάθε του βιβλίο θα μοιάζει, για μένα, με μια διαπραγμάτευση της θέσης του ιδίου ανάμεσα στους συμπατριώτες μας και των Ελλήνων στον κόσμο.

Στο πιο πρόσφατο από αυτά τα βιβλία, «Ο ήχος της σιωπής της», που κυκλοφορεί από της εκδόσεις της Εστίας, ο Κούρτοβικ χρησιμοποιεί ως αφορμή για την καταβύθιση στα παραπάνω, την αναθύμηση της μητέρας του, που έφυγε από τη ζωή το σημαδιακό καλοκαίρι του 2015. Ψάχνοντας ώστε να κατανοήσει μερικά από τα τελευταία της λόγια, θα αναψηλαφήσει τις δικές του εικόνες της Αθήνας της δεκαετίας του ’50 κα του ’60, θα ξεδιπλώσει τις οικογενειακές ιστορίες κι από τις δυο πλευρές και, μέσα από θολές μνήμες και παλιές φωτογραφίες, θα προσπαθήσει να ανασυνθέσει όχι μόνο τη μονίμως φευγαλέα αίσθηση της μητέρας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη πλάθει την προσωπική ιστορία.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ μιλάει για το βιβλίο του, «Ο ήχος της σιωπής της» (εκδόσεις Εστίας)

—Δημοσθένη, εκτός από ένας ιδιαιτέρως γοητευτικός χάρτης της παιδικής σου γειτονιάς στα Σεπόλια, το βιβλίο σου είναι πάνω απ’ όλα ένας χάρτης μνήμης, πάνω στον οποίο κινείσαι μη γραμμικά, αλλάζοντας εποχές και μνημονική θεματολογία. Επιπλέον, έχει και πολλαπλά επίπεδα καθ’ ύψος: αναμνήσεις, σχόλια επί των αναμνήσεων, θεωρίες επί των σχολίων. Θα ήθελα, συνεπώς, να σε ρωτήσω πώς σχεδίασες τη δομή του κειμένου κι αν είχες αυτή την πρόθεση της κίνησης επί χάρτου εξαρχής.

Περιγράφεις πολύ καλά την πρόθεσή μου. Το ζήτημα βέβαια ήταν, πρώτον, να μη γίνει όλη αυτή η «κίνηση επί χάρτου», όπως τη λες, με τρόπο περιγραφικό μονάχα, αλλά να συνοδεύεται από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εκτιμήσεις που υποβάλλει στον αφηγητή η αναδρομική ματιά του. Και δεύτερον, να μη φαίνεται η κίνηση αυτή άτακτη, τυχαία ή σαν καπρίτσιο, αλλά να συνδέεται με τον κεντρικό προβληματισμό ή μάλλον με το κεντρικό πρόβλημα που βασανίζει τον αφηγητή.

 —Κατά πόσο συνδέεται η σκόπιμη αυτή κίνηση με τον τρόπο που βλέπεις την Ιστορία ως κοινωνική επιστήμη, που χρησιμοποιεί πολλαπλές πηγές τεκμηρίων, πολυεπίπεδο μείγμα φωνών κ.λπ.;

Η Ιστορία έχει ενδιαφέρον όταν δεν αφηγείται απλώς μια διαδοχή ηγεμόνων, πολέμων, επαναστάσεων, τεχνολογικών αλλαγών, οικονομικών ανατροπών κ.λπ., αλλά ασχολείται επίσης με το πώς βιώθηκαν όλα αυτά από διαφορετικούς ανθρώπους, τι σήμαιναν γι’ αυτούς, τι συνειδήσεις διαμόρφωσαν. Τέτοιες προσεγγίσεις δεν χύνουν μόνο περισσότερο φως στο ιστορικό παρελθόν, μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα όσα ακολούθησαν. Ή και όσα θα μπορούσαν να έχουν ακολουθήσει. Γιατί σήμερα δεν πιστεύουμε πια ότι η Ιστορία είναι γραμμική και αυστηρά αιτιοκρατική, ότι υπακούει σε μια αδήριτη, απρόσωπη νομοτέλεια. Παίζουν ρόλο και απρόβλεπτα γεγονότα, παίζουν ρόλο και οι ξαφνικές αλλαγές κατεύθυνσης, που έχουν να κάνουν με τις διαθέσεις ολόκληρων ομάδων από ανθρώπους.

 —Γράφεις: «Σιγά σιγά οι φωτογραφίες υποκαθιστούν στη μνήμη τη ζωντανή εικόνα αγαπημένων προσώπων που έχασες, απαλείφοντας όλη την γκάμα των κινήσεων, των χειρονομιών, των βλεμμάτων τους […] Οι προσωπικές φωτογραφίες γίνονται έτσι στα μάτια μου με τον καιρό άδεια περιγράμματα ανθρώπων και ιστοριών». Κι εγώ αναρωτιέμαι: η βιογραφία, η μαρτυρία δεν παίζουν τον ίδιο ρόλο; Γι’ αυτό αποκαλείς τον «Ήχο της σιωπής της» μυθιστόρημα;

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ο ήχος της σιωπής της, εκδ. Εστία

Είναι αναπόφευκτο να γίνεται αυτή η υποκατάσταση. Ακόμη και τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της προσωπικής μας ζωής αποκτούν, όσο περνάει ο χρόνος, σχηματικό χαρακτήρα στη μνήμη μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ιστορικά γεγονότα. Η λογοτεχνία μπορεί να ξαναζωντανέψει αυτά τα γεγονότα, είτε με τρόπο επίπλαστο, δηλαδή επενδύοντάς τα με τα χρώματα και το συναισθηματικό φορτίο που είχαν ή υποτίθεται πως είχαν τότε, είτε, στην περίπτωση μιας καλύτερης λογοτεχνίας, με πιο ουσιαστικό τρόπο, ψηλαφώντας και αναδεικνύοντας τα σημεία επαφής ή τριβής τους με τη σημερινή πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε. Φέρνοντας δηλαδή το παρελθόν σε διάλογο με το παρόν. Για να το πω με άλλα λόγια, αυτό για το οποίο η Ιστορία μιλάει σαν να είναι κάτι τελεσίδικο, η λογοτεχνία το βλέπει πιο πολύ ως κάτι ανοιχτό, σαν εκκρεμότητα.

Και όπως μόνο αναχρονιστικά μπορούμε να διαβάσουμε μια παλιά φωτογραφία, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι (ακόμη και αν πρόκειται για μια φωτογραφία από προσωπικές στιγμές μας – η οποία μπορεί μεν ν’ ανακαλέσει τα αλλοτινά συναισθήματά μας, αλλά γρήγορα αυτά επικαλύπτονται από τα συναισθήματα και τις σκέψεις που μας προκαλεί σήμερα, έπειτα από τόσο καιρό), έτσι κι ένα λογοτεχνικό έργο μόνο αναχρονιστικά μπορεί να μιλήσει για το ιστορικό παρελθόν, αλλιώς δεν θα ήταν λογοτεχνικό κείμενο αλλά ιστορική πραγματεία. Το κέρδος από μια τέτοια προσέγγιση είναι ότι μας επανασυνδέει με το παρελθόν, ότι δίνει έρμα στην ύπαρξή μας, προεκτείνοντάς την προς τα πίσω και υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν βρεθήκαμε στον κόσμο ξεκρέμαστοι.

—Ο τρόπος με τον οποίο ανακαλείς τη μνήμη της μητέρας –το κατακερματισμένο αφήγημα– μου θυμίζει προσπάθειες αναψηλάφησης στρουκτουραλιστικές. Θέλω να πω: είναι λες και δεν μπορούμε να καταλάβουμε εν τω συνόλω τη μητέρα σου, αν δεν καταλάβουμε τους πλανήτες που περιφέρονταν γύρω της (εσένα, τον πατέρα σου, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, λοιπούς γνωστούς κ.ο.κ.) – αλλά και πάλι, μένει ένα κενό μεταξύ σας, η σιωπή του τίτλου. Η μητέρα είναι το κολάζ των σχέσεών της με τους άλλους, αλλά η ίδια δεν είναι πουθενά. [Με προτρέπει σ’ αυτό το συμπέρασμα και η συνεχώς χαμαιλεόντια αίσθηση που της προσδίδεις, η απουσία ενός κέντρου, αλλά και η παραδοχή σου, λίγο πριν το τέλος («είχα λύσει το αίνιγμα χωρίς να το λύσω»).]

Για να πω την αλήθεια, δεν το είχα σκεφτεί έτσι, ότι δηλαδή η εικόνα που δίνω για τη μητέρα μου παραπέμπει σ’ ένα κολάζ των σχέσεών της με τους άλλους, η ίδια όμως δεν είναι πουθενά. Για μένα η απουσία της σήμαινε το απροσπέλαστο ενός κρυμμένου εαυτού της, που έφτανε σ’ εμένα μόνο σαν απόηχος, σαν μακρινό θρόισμα. Αυτό υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Αλλά ίσως τελικά εννοούμε το ίδιο πράγμα. Δεν θα έλεγα πάντως ότι της προσδίδω μια απουσία κέντρου, με την έννοια της ανυπαρξίας κέντρου, εκτός αν εννοείς την απουσία με τη σημασία με την οποία χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο οι μεταδομιστές, δηλαδή ως κάτι που διαρκώς λανθάνει. Ο αφηγητής αισθάνεται πως το κέντρο υπήρχε, αλλά του διέφευγε. Η αναζήτησή του είναι που κινεί την έρευνά του από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος και καταλήγει σε μια απάντηση, η οποία μένει όμως υπό αίρεση ή μπορεί να μην είναι ολόκληρη η αλήθεια.

—Τόση ώρα δεν έχω ρωτήσει για το ζουμί του βιβλίου, που είναι το κενό όχι τόσο στο κέντρο της μητέρας σου, αλλά στο κέντρο το δικό σου. Αυτή η συνεχής, στροβιλιστική επιμονή κι ανάγκη να ταυτιστείς με τους Έλληνες, τους ανθρώπους που γνώρισες «στον τόπο μας [και που] δεν ήταν αυτό που ήθελαν να είναι… και που θα μπορούσαν να γίνουν»,  έναν τόπο «με χαραμισμένα ταλέντα, με ακρωτηριασμένες προσωπικότητες», όπου σε συγκινούν πράγματα «αντίθετα στην ανατροφή, την παιδεία, τις ιδέες και τις αξίες σου». Τέτοια πράγματα μοιάζουν ν’ αγγίζουν κάτι μέσα σου, άγνωστα κι αόρατα δικό σου, και το οποίο σε συνδέει, ανεξήγητα, με αυτόν τον λαό που σε τυραννάει καθ’ όλη τη συγγραφική σου πορεία. Έτσι μου φαίνεται, «σαν κάτι που έχασες χωρίς ποτέ να το έχεις» – κι αναρωτιόμουν: βρήκες ποτέ το σπίτι που έψαχνες –έστω και φευγαλέα– στις άλλες χώρες και τους άλλους λαούς της ζωής σου; 

Θίγεις τώρα πολλά ζητήματα, αλληλένδετα βέβαια, που συναποτελούν το πραγματικό θέμα του μυθιστορήματός μου, την ουσία του, όπως σωστά λες. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να δώσω εδώ μια συνοπτική απάντηση. Θα πω πάντως ότι για κάποιον που έχει παρακολουθήσει την πορεία μου ως μυθιστοριογράφου, η αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας ή ο δικός μου προβληματισμός γύρω από αυτή την ταυτότητα, είναι ένα σταθερό μοτίβο, που αναπτύσσεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους, χωρίς να είναι πάντα στο προσκήνιο. Το αν εγώ βρήκα το σπίτι μου, την εστία μου, ή όχι, είναι ένα ερώτημα που μένει ανοιχτό σε αυτό το μυθιστόρημα, όπως και στα προηγούμενα – αν και εδώ δίνονται κάποια κλειδιά για μια απάντηση. Οπωσδήποτε δεν βρήκα αυτό το σπίτι σε άλλη χώρα, ούτε θέλησα ποτέ να το βρω στο εξωτερικό.

Νομίζω ότι σήμερα οι περισσότεροι λαοί στην Ευρώπη έχουν πρόβλημα ταυτότητας, γιατί η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει τα πάνω κάτω. Η σύνθεση των κοινωνιών μεταβάλλεται με ταχύ ρυθμό, η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει τους όρους της διεθνούς επικοινωνίας, υπάρχουν πολιτισμικές επιδράσεις που δεν μπορούν να χωνευτούν στις παραδοσιακές ταυτότητες, προκύπτουν συγκρούσεις. Για εμάς στην Ελλάδα το πρόβλημα παίρνει και την ειδικότερη μορφή της ανισορροπίας ανάμεσα στο βάρος της ιστορικής παράδοσης και την πίεση της νεωτερικότητας. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι κάτι καινούργιο στους προβληματισμούς για τη νεοελληνική ταυτότητα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τα 30+1 βιβλία του 2024
Τα 30+1 βιβλία του 2024

Ρωτήσαμε 10 προσωπικότητες από τους χώρους των τεχνών, των βιβλίων, της πολιτικής και της ακαδημαϊκής ζωής να μας μιλήσουν για τα τρία βιβλία που διάβασαν και αγάπησαν περισσότερο μέσα στο 2024. (Έχουμε κι ένα έξτρα. Κι είναι, φυσικά, ποίηση.)

Η LAMDA Development παρουσίασε τον αφιερωματικό τόμο για το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας
Η LAMDA Development παρουσίασε τον αφιερωματικό τόμο για το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας

Ο τόμος αριθμεί τον εικοστό τρίτο της σειράς «Ο Κύκλος των Μουσείων», μιας εκδοτικής πρωτοβουλίας η οποία αποτελεί μακρά πολιτιστική συνεισφορά στο πλούσιο αρχαιολογικό απόθεμα της Ελλάδας.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.