Βιβλιο

Η διαμάχη για την Άλις Μανρό

Πρέπει ο ιδιωτικός βίος των δημιουργών να συνδιαμορφώνει την κρίση μας για την καλλιτεχνική αξία του έργου τους;

Εύα Στάμου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άλις Μανρό: Έλληνες κριτικοί και συγγραφείς απαντούν για τη διαμάχη γύρω από τη συγγραφέα και το έργο της.

Πρέπει ο ιδιωτικός βίος των δημιουργών να συνδιαμορφώνει την κρίση μας για την καλλιτεχνική αξία του έργου τους; Το ερώτημα αυτό ήρθε στο προσκήνιο των λογοτεχνικών συζητήσεων με αφορμή την περίπτωση της Άλις Μανρό.

Η βραβευμένη με Νόμπελ (2013) Καναδή πεζογράφος, είναι μια συγγραφέας που, κρίνοντας από τα κείμενά της, φαίνεται να γνωρίζει εις βάθος την ανθρώπινη φύση. Στους φεμινιστικούς κύκλους η Άλις Μανρό έχαιρε μέχρι πρόσφατα ιδιαίτερης εκτίμησης καθώς στα διηγήματά της επερωτά τις πατριαρχικές αντιλήψεις και ανατρέπει τα στερεότυπα που συνοδεύουν τα δύο φύλα, αποφεύγοντας όμως να παρουσιάσει τις γυναίκες ως αφελή θύματα και τους άντρες ως αδίστακτους θύτες. Η φεμινιστική θεώρηση δεν παρουσιάζεται ρητά αλλά υπονοείται έντεχνα στο έργο της, καθώς η συγγραφέας εστιάζει στις προσωπικές επιλογές των ηρωίδων της, οι οποίες επηρεάζονται τόσο από τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, όσο και από την τυχαιότητα που διέπει τον ανθρώπινο βίο.

Τον Μάιο του 2024, λίγο μετά τον θάνατο της συγγραφέως, η κόρη της, Άντρια Σκίνερ, έδωσε συνέντευξη Τύπου για το τραυματικό γεγονός της σεξουαλικής της κακοποίησης από τον πατριό της, όταν ήταν 9 ετών. Η Σκίνερ ισχυρίζεται ότι αν και οι βιολογικοί της γονείς γνώριζαν τι συνέβαινε, επέλεξαν να μην αντιδράσουν, αφήνοντας το κορίτσι ανυπεράσπιστο στις ορέξεις του κακοποιητή της.

Οι αποκαλύψεις της Σκίνερ αποτέλεσαν την αφορμή για μια συναισθηματικά, φορτισμένη, δημόσια συζήτηση όπου χρήστες των κοινωνικών δικτύων, αλλά και γνωστοί δημοσιογράφοι, κατακρίνουν τη Μανρό για την ηθικά ανάρμοστη στάση της. Μερικοί μάλιστα ταυτίζουν την συμπεριφορά της με το έργο της, αμφισβητώντας ακολούθως ή και απορρίπτοντας εξολοκλήρου την λογοτεχνική του αξία.

Αυτό που πραγματικά εξοργίζει τους επικριτές τής Μανρό είναι η απουσία διάθεσης να αναλάβει τις ευθύνες της ως μητέρα, ενώ βρίσκουν ανεπαρκή την αιτιολογία ότι έμαθε για το συμβάν πολύ αργότερα, την κατακρίνουν δε για τη δήλωσή της ότι «η μισογυνική κουλτούρα μας ευθύνεται αν η κόρη μου προσδοκούσε πως θα αρνιόμουν τις ανάγκες μου, θα θυσιαζόμουν για τα παιδιά μου και θα διόρθωνα εγώ τα λάθη των ανδρών» - εδώ η Μανρό φαίνεται να επικαλείται γενικώς και αορίστως τον φεμινισμό για να καλύψει τα τυχόν ελλείμματά της ως μητέρα.

Η Μανρό ισχυρίζεται επίσης πως ό,τι και αν συνέβη ανάμεσα στην Άντρια και τον πατριό της αφορούσε αποκλειστικά τους δυο τους και δεν είχε καμία σχέση με την ίδια, αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά την κόρη της σαν οποιαδήποτε αντίζηλο και όχι ως το εννιάχρονο κορίτσι που είχε ανάγκη τη γονική προστασία.

© Derek Shapman

Άλις Μανρό: Έλληνες κριτικοί και συγγραφείς παίρνουν θέση στη διαμάχη για τη συγγραφέα

Πέραν όμως της περιέργειας που μπορεί να διεγείρει στο ευρύ κοινό η περίπτωση μιας γνωστής συγγραφέως, το ουσιαστικό ερώτημα παραμένει: Είναι εύλογο να επικαθορίζεται η κρίση μας για ένα λογοτεχνικό έργο από τις πληροφορίες ή τις φήμες για τη ζωή του δημιουργού του; Είναι ένα ερώτημα που απηύθυνα σε κάποιους κριτικούς και συγγραφείς που ασχολούνται συστηματικά με τη συνθετότητα του λογοτεχνικού σύμπαντος.

Ο γνωστός κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Περαντωνάκης τονίζει:

«Αν με ενδιέφερε το ποιόν του συγγραφέα, θα έπρεπε να αποκλείσω από τα διαβάσματά μου λ.χ. τους φιλοναζιστές (Χάμσουν, Πάουντ κ.ά.). Πιθανόν θα έπρεπε να ψάχνω τα βιογραφικά όλων όσους διαβάζω, για να διερευνήσω τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, τις ηθικές τους συμπεριφορές ή το βεβαρημένο ποινικό τους μητρώο. Ευτυχώς όμως ο αναγνώστης είναι μόνος απέναντι στο κείμενο και δεν (πρέπει να) αναζητά τον δημιουργό του τελευταίου, αφού η κειμενική κατασκευή δεν αντιστοιχεί στη ζωή του «εργολάβου» της. Ο λογοτέχνης ως άνθρωπος δεν γεμίζει το έργο του με τη ζωή του, ούτε ο αφηγητής ή οι χαρακτήρες είναι το alter ego του. Τα εξαιρετικά έργα δεν γράφονται από εξαιρετικούς ανθρώπους, ούτε τα καθάρματα γράφουν κατάπτυστα κείμενα, αφού πλέον παραδεχόμαστε ότι το λογοτεχνικό κείμενο δεν εκφράζει (ευθέως) την προσωπικότητα του δημιουργού του, αλλά αποκτά μια –σχετική ή απόλυτη- αυτονομία, καθώς αποκόπτεται η απόλυτα αιτιώδης σχέση μεταξύ του καλλιτεχνήματος και του καλλιτέχνη. Το κείμενο δημιουργείται από τη γλώσσα και δεν εκφράζει τη συνειδητή πλευρά του ποιητή ή του πεζογράφου, αλλά μια υποσυνείδητη, που διαφοροποιεί όσα γράφονται μέσα του από όσα συνέβησαν στη ζωή του δημιουργού. Μόνο απόπειρες βιογραφισμού ή ψυχαναλυτικές μελέτες θεωρούν ότι το ένα είναι καθρέφτης του άλλου, ενώ οι περισσότερες θεωρίες –ειδικά αυτές της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης- παραγκωνίζουν την όποια προθετικότητα του συγγραφέα και ενθρονίζουν την ερμηνεία του αναγνώστη πάνω στην πληροφορητικότητα (και μόνο) του έργου. Διαβάζουμε κείμενα κι όχι μελανά βιογραφικά.»

Η ποιήτρια και κριτικός Άννα Αφεντουλίδου αναδεικνύει επιμέρους ερωτήματα που εμπεριέχει το ζήτημα:

«Όταν ξεκινώ να προσεγγίσω ερμηνευτικά ένα λογοτεχνικό κείμενο προτιμώ να μη γνωρίζω τις συνθήκες συγγραφής του, τι λέει ο συγγραφέας του για αυτό ή λεπτομέρειες σχετικά με τον βίο και την πολιτεία του ως προσώπου. Προσπαθώ να κρατήσω ανοιχτό το ερμηνευτικό μου πεδίο: εκεί είμαι εγώ και το κείμενο. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Μαθαίνοντας τον πρόσφατο θάνατο γνωστού συγγραφέα, για τον οποίο πολλά είχαν ακουστεί για τη συμπεριφορά του, ιδίως απέναντι σε γυναίκες, σκέφτομαι ότι, αν ήταν νεότερος και οι «ψίθυροι» αποδεικνύονταν γεγονότα, θα ακούγονταν οι ίδιες δοξαστικές ελεγείες την ώρα της θανής του; Δεν είμαι βέβαιη. Αυτό είναι καλό ή κακό; Αναλόγως ποια κλίμακα κριτηρίων προτάσσει η ιστορική στιγμή, η κοινωνική συνθήκη ή και η συγκυρία στην οποία το άτομο καλείται να απαντήσει.»

Ο Θωμάς Συμεωνίδης, συγγραφέας και διδάσκων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών επισημαίνει τις βασικές αρχές του προβλήματος:

«Υπάρχει μάλλον ένας απλός κανόνας. Όσο πιο σημαντικό το έργο ενός συγγραφέα, τόσο περισσότερα γνωρίζουμε ή θέλουμε να μάθουμε για τη ζωή του. Με την επισήμανση ότι αυτό συμβαίνει συνήθως μετά τον θάνατό του. Υπάρχουν βέβαια συγγραφείς που ενθαρρύνουν τη δημοσιοποίηση ή κοινοποιούν οι ίδιοι στοιχεία της ιδιωτικής τους ζωής, όπως υπάρχουν άλλοι που επιδιώκουν ακριβώς το αντίθετο. Η σχηματοποίηση που επιχειρώ εδώ είναι πολύ γενική, επιθυμώ περισσότερο να θέσω ένα περίγραμμα για το επιχείρημα ότι τέτοιες πληροφορίες συμβάλλουν, αλλά όχι αυτόματα, στην ερμηνεία και αποτίμηση ενός έργου, συμμετέχουν στο σχηματισμό νέων υποθέσεων για τον έλεγχο της αλήθειας που επιχειρεί να υποστηρίξει ή προσεγγίσει. Αν θεωρήσουμε ότι η αλήθεια είναι η επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα στο πώς έχουν τα πράγματα και στο πώς θα έπρεπε να είναι, τότε πράγματι, η λογοτεχνία στις καλύτερες εκφράσεις της είναι μια αναμέτρηση με την αλήθεια. Από την άλλη, το ιδιωτικό ήδη υπάρχει μετασχηματισμένο στο βαθμό που αποφασίζει ο συγγραφέας. Οι καταγγελίες της κόρης της Αλίς Μανρό οδηγούν σε ένα κρίσιμο ερώτημα: πώς επηρεάζει την αλήθεια ενός συγγραφικού έργου η αδυναμία του ίδιου του συγγραφέα να την αναγνωρίσει και να την υποστηρίξει στην πραγματική του ζωή; Οι πολιτικές συνέπειες αυτού του ερωτήματος, μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις συνδέσεις ανάμεσα σε ιδιωτικό, πολιτικό και μυθοπλαστική διαχείριση της αλήθειας σε ένα έργο. Την εξέταση αυτού του πλέγματος είναι που θεωρώ ως την πλέον σημαντική ερμηνευτική και αξιολογική διάσταση, σε συνδυασμό με την κριτική τυπικών ζητημάτων αρτιότητας της γραφής και αισθητικής, με την έννοια, της σκέψης που εμπεριέχει και κινητοποιεί το έργο.»

Τέλος, ο ποιητής και δοκιμιογράφος Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος χρησιμοποιεί ένα εύστοχο παράδειγμα από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να φωτίσει το θέμα:

«Όταν πριν από δυο τρία χρόνια έγινε γνωστό ότι ο συγγραφέας έργων παιδικής λογοτεχνίας Βασίλης Παπαθεοδώρου είχε στην κατοχή του υλικό παιδικής πορνογραφίας, πήρα όλα του τα βιβλία και τα πέταξα στα σκουπίδια. Δεν είχα κάνει, ωστόσο, το ίδιο έναν χρόνο νωρίτερα όταν διάβασα ότι ο Μισέλ Φουκώ, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ασκούσε σεξουαλική βία εις βάρος ανηλίκων στην Τυνησία. Αυτή η διαφορετική και αντιφατική αντίδραση απέναντι σε δύο εξίσου αποτρόπαιες πράξεις εξηγείται, νομίζω, με δύο τρόπους. Αφενός, είναι πάντα πιο εύκολο να αποσυνδέσεις το έργο ενός δημιουργού από τον βίο του, όταν αυτός δεν είναι πια ζωντανός, αλλά υπόκειται πλέον στην κρίση του Θεού  - ή του σκούληκα, για να θυμηθούμε τον Νίκο Καρούζο. Αφετέρου, η αξία των δύο έργων, οποιωνδήποτε έργων, δεν είναι ίση: οι αναγνώστες ή, ίσως, κι η ανθρωπότητα ολόκληρη, μπορούν να ζήσουν χωρίς τα βιβλία του πρώτου εκ των δύο συγγραφέων, αλλά θα ζημιωθούν αν εξαφανιστεί το έργο του δεύτερου. Γι’ αυτό συνεχίζουμε να διαβάζουμε Πάουντ και Χάιντεγκερ, Χάμσουν και Σαρτρ· και γι’ αυτό συνεχίζουμε σήμερα να διαβάζουμε Άλις Μανρό, ενώ θα δυσκολευόμασταν να το κάνουμε αν οι καταγγελίες της κόρης της είχαν γίνει όσο ακόμη ζούσε. Γιατί το έργο της είναι πάντα μπροστά μας ζωντανό και πολύτιμο, ενώ η δημιουργός του, νεκρή πια, όλο και υποχωρεί στο βάθος.»