Βιβλιο

Βερόνικα Ράιμο: Ας πούμε πως είμαι εγώ

Η συγγραφέας αναλογίζεται πώς έφτασε ως εδώ και το κάνει με τον μόνο τρόπο που είναι στ’ αλήθεια εφικτός

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 935
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: «Ας πούμε πως είμαι εγώ» της Βερόνικα Ράιμο. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα

Είναι αλήθεια πως δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια. Ξυπνάω δυο τρεις φορές στη διάρκεια της νύχτας, αναζητάω το ποτήρι με το νερό πλάι στο κομοδίνο, γυρνάω πλευρό, αρχίζω πάλι να μετράω ανάποδα από το εκατό (μέθοδος Σίλβα), κι όταν κάποιες φορές ο ύπνος μοιάζει πια όνειρο απατηλό, ανάβω το πορτατίφ και πιάνω βαρύθυμος να συνεχίσω το διάβασμα κάποιου βιβλίου – που με περιμένει δίπλα στο ποτήρι με το νερό, στο κομοδίνο (ακόμα δεν έχω ανατρέψει μες στον εκνευρισμό μου το ποτήρι με το νερό). Ναι, έχω δοκιμάσει το μαγνήσιο, τα ιάματα του Bach, τη μελατονίνη – ακόμα και το τίλιο. Μάταια. Είναι επίσης αλήθεια ότι δεν έχω καταφύγει στην ψυχανάλυση, ούτε στα αντικαταθλιπτικά. Με σώζει η μεσημεριανή σιέστα. Αυτός ο ύπνος της μίας ώρας στη μέση της ημέρας είναι που με κρατάει ζωντανό.

Αυτές τις μέρες –ή, μήπως να πω νύχτες– διάβασα ένα εξόχως απολαυστικό βιβλίο, που άξιζε να αγρυπνήσω για χάρη του. Το έγραψε μια Ιταλίδα ονόματι Βερόνικα Ράιμο, με τίτλο «Ας πούμε πως είμαι εγώ». Από τον τίτλο και μόνο γίνεται προφανές ότι η ηρωίδα της συγγραφέως πάσχει από έλλειψη ταυτοτικού προσδιορισμού (κάτι που συμβαίνει συχνά στους εφιάλτες). Η πολύ καλή μετάφραση είναι της Δήμητρας Δότση.

Πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας στη Ρώμη, όπου ο πατέρας είναι μικροβιοφοβικός, η μητέρα πάσχει από ανίατη αγάπη προς τον γιο της, ο οποίος γιος είναι η μεγαλοφυΐα της οικίας, ενώ η δύστηνη κόρη ψάχνει να βρει τη θέση της στο σύμπαν. Τα δυο αδέλφια καταλήγουν να γίνουν συγγραφείς – αποφεύγοντας τοιουτοτρόπως την αέναη σπατάλη χρημάτων σε ψυχοθεραπευτές.

Ιδού πώς περιγράφει η ηρωίδα τη σχέση της με τον ύπνο:

«Τα βράδια δυσκολεύομαι να κοιμηθώ. Η προσπάθεια να διαβάσω είναι πάντα αντιπαραγωγική. Αν το βιβλίο είναι καλό, σκέφτομαι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να γράψω κάτι ανάλογο, οπότε ποιος ο λόγος να παιδεύομαι με το γράψιμο; Ποιος ο λόγος να παιδεύομαι με οτιδήποτε; Καλύτερα να κόψω το διάβασμα, να κόψω το κάπνισμα, να κόψω τη ζωή – να φυτοζωώ, να κοιμάμαι συνέχεια, και τέρμα. Αυτή θα ήταν η μόνη λογική λύση, εφόσον βέβαια μπορούσα να κοιμηθώ.

 » Αν πάλι το βιβλίο είναι κακό, μ’ ενοχλεί μέχρι και η υφή του χαρτιού, και ο εκνευρισμός μου μετουσιώνεται σε βαθύτερους συλλογισμούς. Θλίβομαι για το αθώο κλαδάκι που θυσιάστηκε γι’ αυτήν την αηδία. Υποφέρω στη σκέψη ότι τόσα άλλα αθώα κλαδάκια χαραμίζονται καθημερινά για τον ίδιο λόγο. Σκέφτομαι τα βιβλιοπωλεία, τις βιβλιοθήκες, αυτά τα απέραντα νεκροταφεία κλαδιών, σκέφτομαι την άγρια μανία μας να γράφουμε μόνο και μόνο για να προβάλουμε ένα κομματάκι του εαυτού μας στο μέλλον, για να παραδώσουμε τις ιστορίες μας, τη μνήμη μας στις επόμενες γενιές. Είμαστε πρόθυμοι να αφανίσουμε τροπικά δάση μόνο και μόνο για να δούμε τα λόγια μας τυπωμένα, και οι ταλαίπωρες οι επόμενες γενιές, που θα περιπλανιούνται, νηστικές και εξουθενωμένες, σε μια κατάξερη έρημο ανάμεσα σε αντικατοπτρισμούς κάκτων, σε μια αέναη μετανάστευση προς αναζήτηση λίγης δροσιάς, θα έχουν να ανέχονται από πάνω και τις δικές μας παρομοιώσεις, που όταν τις γράφουμε μας φαίνονται λαμπρές σαν κομήτες. Και κάπως έτσι, η συντέλεια του κόσμου με κρατάει ξύπνια».

Κάπως έτσι με κράτησε κι εμένα ξύπνιο η Βερόνικα Ράιμο με το βιβλίο της.