Βιβλιο

Πελιώ Παπαδιά: Μια εκ βαθέων συζήτηση για το παιδικό βιβλίο (και όχι μόνο)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
22’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Συνέντευξη με την Πελιώ Παπαδιά για το παιδικό βιβλίο

Σήμερα το Ημερολόγιό μας είναι για πρώτη φορά μονοθεματικό. Και έχουμε πολλούς λόγους γι’ αυτό. Ουσιαστικά, έχουμε έναν λόγο για κάθε πρόταση της συζήτησης που κάναμε με την Πελιώ Παπαδιά και που θα διαβάσετε αμέσως παρακάτω. Την ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο της. Αφιερώστε κι εσείς όσο χρόνο χρειαστεί για να δείτε τι λέει, ακόμη και αν δεν έχετε παιδιά. Και μας ευχαριστείτε μετά.

Κ.Α.: Πώς μπορούμε να ορίσουμε ένα «καλό» παιδικό βιβλίο; Τι είναι αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει; Ποια στοιχεία το διαφοροποιούν από ένα «μέτριο»;

Π.Π.: Με βάζετε κατευθείαν στα βαθιά. Θα μπορούσα να γράψω μια ολόκληρη διατριβή, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη. Είναι δύσκολο να δώσω ορισμό για κάτι τόσο υποκειμενικό. Τα τελευταία 15+ χρόνια έχω διαβάσει, λόγω μητρότητας και δουλειάς, κυριολεκτικά χιλιάδες παιδικά και εφηβικά βιβλία. Πολλές χιλιάδες. Όταν ξεκίνησα την επαγγελματική μου ενασχόληση με το παιδικό βιβλίο, όλα ήταν απλούστερα. Εκδίδονταν πολύ λιγότερα κείμενα και η έκδοσή τους από μόνη της αποτελούσε –στην πλειονότητα των περιπτώσεων– τεκμήριο ποιότητας.

Έζησα εκ των έσω, χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, τη γιγάντωση της συγκεκριμένης αγοράς, που επήλθε κυρίως λόγω διαδικτύου και κοινωνικής δικτύωσης. Οι εκδότες ήρθαν σε επαφή με το κοινό που ζητούσε σχεδόν tailor made βιβλία και φάνηκαν πρόθυμοι να το ικανοποιήσουν, προκειμένου να κάνουν πωλήσεις. Και, κάπου εκεί, χάθηκε λίγο η μπάλα.

Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι ανάγνωση βιβλίων κάνει καλό ήδη από τη μήτρα. Αυτό μαθαίνουν οι νέοι γονείς και βάζουν το βιβλίο στην καθημερινότητα ακόμα και των εμβρύων και των βρεφών. Φυσικά, πράττουν ορθώς, αλλά πλέον μια έκδοση per se δεν εγγυάται την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος.

Οι εκδοτικοί οίκοι έχουν μπει σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι, φορτώνοντας μια πολύ μικρή αγορά με τίτλους και θεματολογίες της μόδας και κάνοντας αγώνα δρόμου να κατοχυρωθούν στη συνείδηση του γονεϊκού κοινού ως οι καλύτεροι στο είδος. Όμως, ούτε το «καλύτεροι» εγγυάται απαραίτητα την ποιότητα του βιβλίου, που ναι μεν πλασάρεται ως πολιτιστικό προϊόν, όμως, κακά τα ψέματα, είναι ένα εμπορικό προϊόν.

Επομένως, κάποιοι εκδότες επέλεξαν να γίνουν «εμπορικότεροι» ή «εξυπηρετικότεροι» προς τις κοινωνικές ανάγκες που μεταβάλλονται ραγδαία, παραγγέλνοντας κείμενα συγκεκριμένης θεματολογίας. Σε καμία περίπτωση δεν τα κρίνω a priori ως μέτρια ή κακά. Μέσα από αναθέσεις έχουν προκύψει αριστουργήματα, όμως έχουν προκύψει και βιβλία πρόχειρα, γραμμένα απλώς για να γραφτούν και να πουλήσουν, γιατί έχουν συγκεκριμένη θεματολογία. Βιβλία, δηλαδή, για τον θάνατο, το διαζύγιο, τις μαθησιακές δυσκολίες, για τους φόβους, για τη φιλία, για τα θέματα αποχωρισμού, για τον ύπνο, για… για… για…

Για κάποιους άλλους, όχι για μένα σίγουρα, η ποιότητα ταυτίζεται με τα «ονόματα», δηλαδή με τους συγγραφείς σελέμπριτις, που αναδύθηκαν μέσα από το νέο μιντιακό τοπίο. Τα τελευταία χρόνια, ακούμε για εκδοτικούς που θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ να έχει ο συγγραφέας τους πολλούς followers. Στέλνουν κείμενα προς αξιολόγηση, και τα εκδοτικά τμήματα αναζητούν πρώτα αν υπάρχει χτισμένη διαδικτυακή περσόνα. Εφόσον η απάντηση είναι θετική, οι πιθανότητες έκδοσης αυξάνονται και έπειτα το βιβλίο βολτάρει από ποστ σε ποστ στο διαδίκτυο με το hashtag #diamantaki και γίνεται best-seller (άλλο μεγάλο θέμα αυτό, μα όχι του παρόντος…). Το αν είναι δείγμα καλής λογοτεχνίας ή όχι αφήνει τους πάντες αδιάφορους.

Το διαισθάνεσαι το καλό βιβλίο μόλις το πιάσεις στο χέρι σου και ρίξεις μια πρώτη ματιά στις σελίδες του. Σε μαγνητίζει. Σκαλώνεις μαζί του.

Θα σας πω, λοιπόν, το δικό μου αρχικό κριτήριο, το οποίο δεν ξέρω αν είναι αλάνθαστο, όμως ταιριάζει με την προσωπική μου φιλοσοφία και τις γνώσεις που έχω αποκομίσει ως αναγνώστρια από κούνια. Αφού διαβάσω ένα παιδικό/εφηβικό βιβλίο, σκέφτομαι αν θα το κρατήσω ή όχι στη βιβλιοθήκη μου για πάντα. Αν θα το κατεβάσω ξανά από τα ράφια, να το ξεφυλλίσω ή να το διαβάσω εκ νέου. Αν αξίζει να το «διασώσω» για μένα και για τους δικούς μου ανθρώπους. Το διαισθάνεσαι το καλό βιβλίο μόλις το πιάσεις στο χέρι σου και ρίξεις μια πρώτη ματιά στις σελίδες του. Σε μαγνητίζει. Σκαλώνεις μαζί του. Δεν το διαβάζεις διεκπεραιωτικά για να γράψεις μια γλυκιά, τίμια παρουσίαση στα σόσιαλ… Σε ταρακουνάει. Σε αγγίζει, ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδιότητας.

Αυτό που αξίζει εδώ να σημειώσω είναι ότι συχνά κρατώ παιδικά βιβλία όχι τόσο λόγω του κειμένου —άλλωστε τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική μείωση του αριθμού των λέξεων που συνθέτουν ένα κείμενο για παιδιά— αλλά λόγω της εικονογράφησης. Κάμποσα βιβλία είναι έργα τέχνης μάλλον χάρη στους εικονογράφους και όχι τόσο στους συγγραφείς. Αναφέρομαι κυρίως σε βιβλία που χαρακτηρίζονται ως εικονογραφημένα, δηλαδή το βάρος της αφήγησής τους πέφτει στην εικόνα και όχι στις λέξεις. Τα πιο καλά εικονογραφημένα βιβλία, πάντως, είναι αυτά όπου συγγραφέας και εικονογράφος έχουν βρει δρόμους ουσιαστικής συνομιλίας και πραγματικά συν-εργάζονται για να δημιουργήσουν (ή είναι το ίδιο πρόσωπο). Αυτό, δυστυχώς, δεν περιγράφεται. Βιώνεται ως αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία.

Κ.Α.: Ποια είναι τα σημαντικότερα κενά ή οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παιδική λογοτεχνία σήμερα;

Π.Π.: Το πρώτο κενό που εντοπίζω, που συνιστά ταυτόχρονα και πρόκληση, είναι στα μεγάλα κείμενα, σε βιβλία, δηλαδή, 9+ ετών. Δεν είναι παράδοξο. Οι εκδότες δεν τα προτιμούν, γιατί δεν φέρνουν πωλήσεις. Τα 9 είναι η ηλικία που πάνω κάτω ένα παιδί αρχίζει την ανάγνωση κατά μόνας. Ελαχιστοποιείται, δηλαδή, η συμμετοχή του γονέα στη διαδικασία. Εδώ, φαίνεται πως υπάρχει πρόβλημα. Η μετάβαση συχνά δεν επιτυγχάνεται καν, και για αυτό υπάρχουν εξηγήσεις – οθόνες, αύξηση σχολικών και εξωσχολικών υποχρεώσεων, εγγενής δυσκολία των παιδιών στην ανάγνωση (γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι εκπαιδευτικοί), απουσία προγραμμάτων φιλαναγνωσίας στο σχολείο, δυσκολία συγκέντρωσης, άγχος, αδυναμία/κούραση γονέων να «παλέψουν» για να κατακτήσει το παιδί τους αυτή τη δεξιότητα.

Για τις ηλικίες αυτές, εκδίδονται συνήθως ξένοι τίτλοι, διαφόρων φιλοσοφιών, αλλά δεν τραβάνε όπως τα εικονογραφημένα, εκτός αν έχουν φιλοσοφία κόμικ (άρα και πάλι λίγο λεκτικό). Οι ελληνικοί τίτλοι 9+, 12+, 15+ που φτάνουν προς έκδοση είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα πολύ δυνατοί και φυσικά διαβάζονται. Όμως, από μια μικρή μερίδα παιδιών –κυρίως κοριτσιών– και αυτό είναι ιδιαίτερα στενάχωρο.

Βλέπω οχτάχρονα σε Πάμπλικ και Γερμανούς και Πλαίσια να χαζεύουν με το στόμα ανοιχτό και να ξέρουν απέξω κι ανακατωτά κάθε νέο μοντέλο κινητού.

Στις αγγλοσαξονικές χώρες βασιλεύει το fantasy. Εδώ –με εξαίρεση τον διαχρονικό Harry Potter– πάλι δεν καλοτραβάει. Το αναγνωστικό κοινό του είναι συγκεκριμένο και πεπερασμένο. Δεν κερδίζουμε νέους αναγνώστες από μια ηλικία και μετά. Χάνουμε… Κι ενώ έχουμε και εξαιρετικά ελληνικά fantasy, που αν είχαν γραφτεί σε μια γλώσσα με περισσότερους ομιλητές θα πήγαιναν σφαίρα, τα διαβάζουν τα ίδια τυχερά, μα ελάχιστα παιδιά. Θα πρότεινα στους γονείς να πηγαίνουν με τα παιδιά τους στα βιβλιοπωλεία και να τα ξαμολάνε να χαζεύουν. Βλέπω οχτάχρονα σε Πάμπλικ και Γερμανούς και Πλαίσια να χαζεύουν με το στόμα ανοιχτό και να ξέρουν απέξω κι ανακατωτά κάθε νέο μοντέλο κινητού. Φανταστείτε αυτό να γινόταν και στα βιβλιοπωλεία…

Να διαλέγουν τα παιδιά βιβλία και όχι οι γονείς. Να έχουν από μικρά άποψη για το τι θα διαβάζουν, και οι γονείς να κατορθώσουν να δώσουν στο σπιτικό τους μια κεντρική θέση στο βιβλίο. Πώς τρώμε για να θρέψουμε το σώμα; Πώς κοιμόμαστε για να ανακτήσουμε δυνάμεις; Πώς παίζουμε για να χαλαρώσουμε; Ε, έτσι διαβάζουμε για να κρατήσουμε ζωντανή τη φαντασία μας.

Κι εδώ ένα κενό. Χάνεται η καθάρια λογοτεχνία, που σκόπευε στην αναγνωστική απόλαυση, στην ψυχαγωγία και στη διασκέδαση (κι έτσι πετύχαινε και χίλια άλλα καλά εκτός από τα προαναφερθέντα), εις βάρος μιας, το ξανάπα και πριν, λογοτεχνίας γραμμένης πρώτα για να επηρεάσει ή να εκβιάσει καταστάσεις, να «βοηθήσει», να «διδάξει», να κατευθύνει προς το σύγχρονο κοινωνικά αποδεκτό, προς αυτό που κάποιοι έχουμε αποφασίσει ότι «πρέπει» στα παιδιά μας.

Κ.Α.: Πόσο καλά αντικατοπτρίζουν τα παιδικά βιβλία σήμερα διαφορετικές φωνές και εμπειρίες; Εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα με τα στερεότυπα στην παιδική λογοτεχνία;

Π.Π.: Στην ελληνική λογοτεχνία είμαστε πίσω. Εύλογο είναι, μια και είμαστε πίσω κοινωνικά στην αποδοχή του διαφορετικού. Είναι θέμα παιδείας. Για όποιον αναρωτηθεί πώς δεν έχουμε καταφέρει ύστερα από τόσες καμπάνιες, τόσα βιβλία, τόσα σεμινάρια να φτάσουμε στο πολυπόθητο αποτέλεσμα μιας χώρας ελεύθερης στερεοτύπων, μιας χώρας συμπεριληπτικής, όπου κάθε διαφορετική φωνή και εμπειρία βρίσκει τη θέση της χωρίς να υποστεί κριτική, η απάντηση είναι απλή: διότι προσπαθούμε να εφαρμόσουμε άνωθεν θέματα που ο μέσος Έλληνας δεν έχει καταφέρει ακόμα να «μεταβολίσει».

Μετράμε εκατοντάδες τίτλους για τη διαφορετικότητα. Φαίνεται ότι οι περισσότεροι είναι γραμμένοι γιατί «έπρεπε» να γραφτούν. Έχουμε πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές και απλούς κομπάρσους που θεωρητικά σπάνε τα στερεότυπα, αλλά είναι τόσο άγαρμπα τοποθετημένοι μέσα στην αφήγηση, που η προσπάθεια έχει συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα.

Δεν πά’ να διαβάζει η κόρη μου ενδυναμωτικές ιστορίες για οχτάχρονα κορίτσια; Στην πρώτη ευκαιρία, στο εκτός οικογενείας κοινωνικό περιβάλλον, θα πάνε τα αγόρια να παίξουν ποδόσφαιρο και τα κορίτσια βόλεϊ.

Αφήστε που, όσα κι αν γράψουν τα βιβλία, οι θέσεις τους δεν αφομοιώνονται από ένα παιδί που ζει σε μια κοινωνία τίγκα στο στερεότυπο. Δεν πά’ να διαβάζει η κόρη μου ενδυναμωτικές ιστορίες για οχτάχρονα κορίτσια; Στην πρώτη ευκαιρία, στο εκτός οικογενείας κοινωνικό περιβάλλον, θα πάνε τα αγόρια να παίξουν ποδόσφαιρο και τα κορίτσια βόλεϊ, θα κάνουν τα αγόρια τους κηπουρούς και τα κορίτσια τα λουλούδια, θα μπούνε τα αγόρια τιμωρία γιατί είναι άτακτα, ενώ τα κορίτσια θα εισπράξουν το «μπράβο» της υπακοής τους. Δεν πά’ να διαβάζει ο γιος μου βιβλία για αγόρια που κλαίνε ή που παίζουν με κούκλες ή βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού ή σιχαίνονται τον πόλεμο; Στην πρώτη ευκαιρία είτε θα κληθεί να κοροϊδέψει είτε θα γίνει αντικείμενο κοροϊδίας, αν δεν συμμορφωθεί με τους στερεοτυπικούς ρόλους που του αντιστοιχούν. Και, αν δεν θελήσει να το κάνει ή αν δεν μπορέσει να αντεπεξέλθει, κατά πάσα πιθανότητα θα δεχτεί μπούλινγκ από συνομηλίκους του.

Αν δεν εκπαιδευτούν οι μεγάλοι στην αποδοχή του διαφορετικού, δύσκολα θα εκπαιδευτούν οι μικροί. Το πώς θα γίνει η επανεκπαίδευση της κοινωνίας, είναι μια άλλη συζήτηση. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο, αν υπήρχε πολιτειακή βούληση. Δύσκολο να επιτευχθεί αυτό σε μια χώρα συντηρητική, στημένη πάνω στις πελατειακές σχέσεις, στην οποία κάνει εν πολλοίς κουμάντο η εκκλησία ή καλύτερα κάποιοι υψηλόβαθμοί και ιδιαίτερα φιλόδοξοι παπάδες.

Τρεις μικρές παρατηρήσεις ακόμα: Ως επαγγελματίας αναγνώστρια, προτείνω σε εκδότες ξένα παιδικά/εφηβικά βιβλία προς μετάφραση και έκδοση στην Ελλάδα. Αρκετά αξιόλογα τελικά δεν μεταφράζονται, γιατί υπάρχει φόβος για την αντίδραση του κοινού. Σε κάποια που τελικά μεταφράζονται, ανεβαίνει 2-3 χρόνια το όριο ηλικίας. Π.χ. από 7+ στη Γαλλία, από 10+ (και με φόβο αντιδράσεων) εδώ. Τέλος, οι γονείς αγοριών επιλέγουν συνήθως βιβλία με πρωταγωνιστές αγόρια, ενώ οι γονείς κοριτσιών ακολουθούν λιγότερο αυτή την τάση ταύτισης του πρωταγωνιστή με το φύλο του αναγνώστη.

Κ.Α.: Υπάρχουν είδη ή θέματα που δεν εκπροσωπούνται επαρκώς; Υπάρχουν, αντιστοίχως, είδη ή θέματα που «υπερεκπροσωπούνται»;

Π.Π.: Υπερεκπροσωπούνται όλα τα βιβλία με «θέματα προς συζήτηση» μετά. Προσοχή: Δεν διαφωνώ καθόλου με την έκδοσή τους. Θεωρώ το βιβλίο εργαλείο στα χέρια του σύγχρονου γονιού, τουλάχιστον μέχρι την πρώτη σχολική ηλικία. Είναι όμορφο να υπάρχουν καλά κείμενα που βοηθούν να ανοίξουν συζητήσεις, που ενδυναμώνουν τα παιδιά· είναι απαραίτητο να υπάρχουν ήρωες με τους οποίους το παιδί μπορεί να ταυτιστεί και να του δώσουν έμπνευση. Όμως, πόσα θεματικά βιβλία μπορεί να σηκώσει η αγορά, ιδιαίτερα όταν το «θέμα προς συζήτηση» γίνεται αυτοσκοπός της έκδοσης; Πόσα βιβλία με ιστορίες τετριμμένες και διόλου πρωτότυπες να διαβάσουμε στα παιδιά μας για να τα «εκπαιδεύσουμε» για κάτι; Η εκπαίδευση θα έρθει μόνο μέσα από έξυπνες, ιδανικά χιουμοριστικές αφηγήσεις, που εντάσσουν αβίαστα στην πλοκή τους προβληματισμούς των ενηλίκων. Αν τελικά αυτό που μένει μετά την ανάγνωση είναι ο διδακτισμός, τότε συνήθως υπάρχει πρόβλημα.

Έχουμε, επίσης, πολλά βιβλία για τα συναισθήματα, τα οποία μάλιστα μελετώ με μεγάλη προσήλωση. Είναι αλήθεια ότι ώς πρόσφατα δεν γινόταν ποτέ καμιά αναφορά σε όσα αισθάνεται ένα παιδί. Οι γονείς δεν μιλούσαν για συναισθήματα, γιατί κανείς ποτέ δεν τους μίλησε για συναισθήματα και άνθρωποι ενηλικιώνονταν χωρίς να ξέρουν πώς να διαχειριστούν όσα νιώθουν. Αυτό, φυσικά, είχε αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή τους από κει και ύστερα. Το ταμπού της συζήτησης περί συναισθημάτων τόσο από γυναίκες όσο και (λιγότερο εδώ, αλλά κάτι γίνεται…) από άντρες αποϊσχυροποιείται. Βλέπουμε, λοιπόν, εκλεκτά κείμενα που καλλιεργούν εξ απαλών ονύχων τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Τι γίνεται, όμως, με τη συναισθηματική νοημοσύνη των ενηλίκων; Αυτών που θα διαβάσουν τούτα τα βιβλία στα παιδιά και θα κληθούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους; Είμαστε οι ενήλικοι συμφιλιωμένοι με όσα αισθανόμαστε; Γνωρίζουμε να διακρίνουμε τα δικά μας συναισθήματα; Μπορούμε να τα ονοματίσουμε, να τα αναγνωρίσουμε, να τα επεξεργαστούμε, να τα τιθασεύσουμε; Αν όχι (που όχι τις περισσότερες φορές), πώς θα μπορέσουμε να μιλήσουμε γι’ αυτά στα παιδιά μας, ακόμα κι αν έχουμε στα χέρια μας τα ιδανικά βιβλία;

Αν γεμίσουμε τις παιδικές βιβλιοθήκες σχεδόν αποκλειστικά με βιβλία γνώσεων, τότε χάνεται η αξία της ανάγνωσης ως ταξιδιού στη φαντασία, και το παιδί συνδέει το βιβλίο αποκλειστικά με την επιβεβλημένη άνωθεν μάθηση.

Επιπλέον, τυπώνονται πλέον πάρα πολλά βιβλία γνώσεων, τα περισσότερα εξαιρετικής ποιότητας. Πολύ συχνά δε, σε παρουσιάσεις αναφέρουμε πόσο σωτήριο θα ήταν τέτοιου είδους βιβλία να μπουν ως εκπαιδευτικά συγγράμματα στα σχολεία – και το εννοούμε. Όμως, το βιβλίο δεν είναι μόνο εργαλείο μάθησης. Ιδιαίτερα το εξωσχολικό βιβλίο πρέπει να επιτελεί κυρίως άλλους ρόλους. Αν γεμίσουμε τις παιδικές βιβλιοθήκες σχεδόν αποκλειστικά με βιβλία γνώσεων, τότε χάνεται η αξία της ανάγνωσης ως ταξιδιού στη φαντασία, και το παιδί συνδέει το βιβλίο αποκλειστικά με την επιβεβλημένη άνωθεν μάθηση.

Και στα βιβλία γνώσεων χρειάζεται ισορροπία. Αγαπώ πολύ όσα κατορθώνουν να εισαγάγουν και πάλι αβίαστα τη γνώση μέσα στην πλοκή. Αν δεν υπάρχει πλοκή ή έστω μια παιγνιώδης δομή που δίνει χώρο στο παιδί να βουτήξει με χαρά στις σελίδες του, αν υπάρχουν μόνο παράγραφοι με πληροφορίες, συνοδεία εικόνων, το βιβλίο κινδυνεύει να γίνει βαρετό και να ταυτιστεί με το σχολικό εγχειρίδιο. Θα ήθελα, επίσης, λογοτεχνικά βιβλία με αναφορές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Σαν να σταμάτησαν τα πάντα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, πενήντα ένα χρόνια πριν. Τόλμησε ο Πολυχρόνης Κουτσάκης, με αποτέλεσμα που τον δικαίωσε. Θέλω να δω κι άλλους συγγραφείς να τολμούν. Υπήρχε ένας Βασίλης Παπαθεοδώρου, αλλά είναι μάλλον απίθανο είτε να ξαναγράψει είτε να προβληθούν ξανά τα βιβλία του. (Δεν ανοίγω τώρα την κουβέντα περί του cancelling culture, δεν θα τελειώσουμε ποτέ).

Με άλλα λόγια, ανάμεσα σε αμέτρητους τίτλους, δεν εμφανίζεται πουθενά ήρωας με ομόφυλους γονείς ενταγμένος σε βιβλίο που δεν έχει ως κεντρικό πυρήνα του την αποδοχή των διαφορετικών οικογενειών.

Τέλος, παρά το γεγονός ότι σε μεταφρασμένα βιβλία εδώ και χρόνια εκπροσωπούνται μειονότητες παντός είδους, με τρόπους που δεν μοιάζουν αφύσικοι και δεν χρειάζεται καν να σχολιαστούν, δεν νομίζω ότι έχουμε κατορθώσει να το πετύχουμε. Πριν από λίγο έπεσα πάνω σε μια ανάρτηση που αναζητούσε storytelling όπου θα υπάρχει ήρωας-παιδί με δυο μαμάδες, χωρίς η διαφορετικότητα της οικογένειάς του να είναι το βασικό θέμα του βιβλίου. Υπάρχει ένα τέτοιο βιβλίο, της Σοφίας Πολίτου, που όμως πάλι έχει στο επίκεντρό του ένα άλλο «θέμα προς συζήτηση», την προσαρμογή στο σχολείο.

Με άλλα λόγια, ανάμεσα σε αμέτρητους τίτλους, δεν εμφανίζεται πουθενά ήρωας με ομόφυλους γονείς ενταγμένος σε βιβλίο που δεν έχει ως κεντρικό πυρήνα του την αποδοχή των διαφορετικών οικογενειών. Όπως και δεν εμφανίζονται ανάπηροι ήρωες σε βιβλία που δεν έχουν ως κεντρικό πυρήνα τους την αναπηρία ή υπέρβαροι ήρωες σε βιβλία που δεν έχουν ως κεντρικό πυρήνα το bodyshaming, ήρωες από άλλη χώρα ή και από άλλη φυλή σε βιβλία που δεν έχουν ως επίκεντρο τον ρατσισμό κ.ο.κ. Προσπαθώ να σκεφτώ αν, για παράδειγμα, έχουμε κάποιον ήρωα Αλβανό δεύτερης γενιάς ή Αφροέλληνα (όχι τον Γιάννη Αντετοκούνμπο) σε ελληνικό βιβλίο, η καταγωγή του οποίου θα είναι απλώς ένα από τα δεκάδες χαρακτηριστικά του και όχι βασικό στοιχείο της πλοκής, και δεν μου έρχεται κάτι… Κι όμως, τα παιδιά μου, στην εφηβεία τώρα, έχουν δεκάδες φίλους με διπλές και τριπλές και τετραπλές υπηκοότητες, ακόμα και χωρίς την ελληνική.

Πού θα βρουν ταύτιση όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα που ακόμα είναι δακτυλοδεικτούμενα; Και πόσο αντιπροσωπευτικός είναι ο κόσμος των βιβλίων σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο; Πόσο σωστά απεικονίζεται το μέσο νηπιαγωγείο ή δημοτικό της Ελλάδας στα λογοτεχνικά βιβλία; Και πώς απεικονίζονται οι μαθητές; Όλα μοιάζουν να δουλεύουν ρολόι, αλλά αυτό δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Ωραιοποιούμε καταστάσεις. Ελπίζω γιατί ακόμα ντρεπόμαστε ή γιατί φοβόμαστε να κοιτάξουμε τα παιδιά μας στα μάτια για την κατάντια μας και όχι γιατί εθελοτυφλούμε μπροστά στη στενάχωρη πραγματικότητα.

Κάπου είχα πιάσει, σε ένα λογοτεχνικό πηγαδάκι, ίσως το πιο άθλιο σχόλιο που έχω ακούσει: «Έλα, μωρέ, αφού μόνο τα παιδιά που πάνε σε ιδιωτικά σχολεία διαβάζουν. Στα δημόσια ούτε που ξέρουν τι θα πει βιβλίο… Πρέπει να είναι όμορφο το αποτέλεσμα και πώς θα βγει όμορφο αποτέλεσμα αν πρέπει η δράση να λαμβάνει χώρα σε δημόσιο, με τη βρόμα, τα γκραφίτι και τα σπασμένα θρανία…» Sorry, παίδες, that’s life. Δεν την κρύβουμε για να μη «μολυνθούμε». Την αναδεικνύουμε, μήπως και προσγειωθούμε και σώσουμε ό,τι σώζεται. Τέτοιες νοοτροπίες θα ήταν προ πολλού εξαλειμμένες αν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί διάβαζαν λογοτεχνία και ως παιδιά και ως ενήλικοι…

Κ.Α.: Έχετε παρατηρήσει αύξηση των εμπορικών παιδικών βιβλίων με «φτωχό» γράψιμο και βιαστική εικονογράφηση; Είναι μία αναγκαία εκδοτική επιλογή αυτή;

Π.Π.: Ναι, φυσικά υπάρχουν, και δεν είναι καθόλου λίγα. Ας ξεκινήσουμε από όσα τέτοια εκδίδονται σε «καλούς» εκδοτικούς οίκους, όπου αναλαμβάνουν οι ίδιοι όλο το κόστος της παραγωγής, της διανομής, της διαφήμισης… Εκεί κάποιος θα αναρωτηθεί εύλογα γιατί το κάνουν. Καταρχάς να πω ότι δεν είναι αναγκαία εκδοτική επιλογή, γιατί δεν το κάνουν όλοι. Το κάνουν, όμως, οι περισσότεροι.

Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο εκδότης ζυγίζει οφέλη και ζημία και προφανώς κρίνει ότι μια μέτρια ή κακή έκδοση θα του αποφέρει κέρδος, για διάφορους λόγους: όνομα συγγραφέα, όνομα εικονογράφου, πιασάρικο θέμα, «εύπεπτο» από τους γονείς βιβλίο, καλό μάρκετινγκ, κ.ά. που γνωρίζει εκείνος καλύτερα από εμάς – π.χ. είναι προσωπικός φίλος ή χρωστάει χάρη στον συγγραφέα.

Υπάρχουν ακόμα και μεταφρασμένα ανούσια βιβλία, που συνήθως αποδίδουν στα ελληνικά ερασιτέχνες ή άπειροι ή βιαστικοί και πάντα κακοπληρωμένοι μεταφραστές, που απλώς εκτελούν αγγαρεία για ένα φτωχό χαρτζιλίκι.

Θα σταθώ εδώ να επισημάνω κάτι: Υπάρχει κάμποσο κοινό για τα μέτρια βιβλία, για τα κείμενα εκείνα που είναι απλοϊκά, συντηρητικά, αδιάφορα, αρπαχτές. Συνήθως είναι το κοινό (οι γονείς, δηλαδή) που θέλουν εύκολες ιστορίες, που δεν πυροδοτούν ιδιαίτερες «επαναστατικές» αντιδράσεις στο παιδί. Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας κακός λύκος, ήταν κι ένα άτακτο κοριτσάκι που δεν διάβαζε τα μαθήματά του κι όλο βόλτες πήγαινε, οπότε πήγε να το φάει ο λύκος επειδή ήταν ανυπάκουο, αλλά έσκασε μια από μηχανής νεράιδα και έβαλε το κοριτσάκι να υποσχεθεί πως θα σοβαρευτεί και το κοριτσάκι δέχτηκε και η νεράιδα εξολόθρευσε τον λύκο, είτε διώχνοντάς τον μακριά είτε μεταμορφώνοντάς τον σε καλό και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Πόσο βολικό σενάριο για να κρατήσεις ένα παιδί πειθαρχημένο!

Υπάρχουν ακόμα και μεταφρασμένα ανούσια βιβλία, που συνήθως αποδίδουν στα ελληνικά ερασιτέχνες ή άπειροι ή βιαστικοί και πάντα κακοπληρωμένοι μεταφραστές, που απλώς εκτελούν αγγαρεία για ένα φτωχό χαρτζιλίκι. Ίσως βρεθεί κι ένας διορθωτής να ρίξει μια ματιά (η ουσιαστική επιμέλεια σε ξένο παιδικό βιβλίο θεωρείται πολυτέλεια, με γελοιωδέστατα, συχνά, αποτελέσματα) και σώσει την τελευταία στιγμή καμιά μεγάλη βλακεία-μεταφραστικό μαργαριτάρι. (Νομίζω ότι οι επαγγελματίες μεταφραστές και επιμελητές εντοπίζουμε αμέσως τι ήθελε να πει ο ξένος ποιητής σε ήδη τυπωμένα γεμάτα λάθη παιδικά βιβλία και απλώς χαμογελάμε πικρά…)

Τα χειρότερα, όμως, βιβλία προκύπτουν συνήθως από αυτοεκδόσεις, που είναι πλέον της μόδας μια και, χάρη στα σόσιαλ, οι επίδοξοι συγγραφείς αναδύονται στην επιφάνεια, ανοίγουν συρτάρια και αρχεία Word και επιθυμούν να εκδοθούν με κάθε κόστος, θεωρώντας εαυτούς τουλάχιστον Ρόαλντ Νταλ. Ε, το κόστος είναι συνήθως υψηλό, μα το βιβλίο πολύ κακό. Δεν τσουβαλιάζω όλες τις αυτοεκδόσεις. Υπάρχουν οίκοι που –ακόμα κι αν ο άλλος χρυσοπληρώνει– έχουν κάποια κριτήρια και δεν εκδίδουν τα πάντα, που συνεργάζονται με αξιοπρεπείς εικονογράφους, που περνούν το κείμενο από μια στοιχειώδη επιμέλεια. Όμως, η πλειονότητά τους εκδίδει ό,τι να ’ναι. Εκεί δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Το μόνο καλό είναι ότι τα βιβλία αυτά σπάνια βρίσκουν διανομή στο ευρύ κοινό. Από την άλλη, ο δημιουργός τους έχει ήδη αυτοχαρακτηριστεί συγγραφέας (τώρα πια δεν χρειάζεται καν έναν κακό εικονογράφο για παρέα, υπάρχει το ΑΙ, με ελεεινά ακόμα αποτελέσματα) και μπορεί να χαρίζει το έργο του, να το προσφέρει σε βιβλιοθήκες και online διαγωνισμούς, να πληρώνει για συνεντεύξεις, όπου αυτοθαυμάζεται και μιλάει για την «παιδαγωγική αξία» του έργου του, να επισκέπτεται σχολεία, ξεγελώντας ανίδεους εκπαιδευτικούς κ.ο.κ.

Κ.Α.: Πώς επηρεάζει την αναγνωστική εμπειρία ενός παιδιού ένα βιβλίο που δεν είναι ποιοτικό, που δεν είναι καλοφτιαγμένο;

Π.Π.: Θα είμαι ειλικρινής πως σε κάθε βιβλίο που έρχεται στα χέρια μου αναζητώ, αν δεν είναι προφανή, κάποια στοιχεία που το «ταιριάζουν» με συγκεκριμένα κοινά. Συνήθως κάτι εντοπίζω. Κάποια παιδιά θα βρουν ενδιαφέρον στις σελίδες του, θα τις ξεφυλλίσουν, θα επαναφηγηθούν τη (συχνά προβληματική) ιστορία του, και θα το μεταφέρουν στο συμβολικό παιχνίδι τους, αν αυτό δεν έχει χαθεί εντελώς, ρουφηγμένο από τις οθόνες. Αυτό από μόνο του μπορεί να λειτουργήσει και θετικά. Το παιδί πιάνει το βιβλίο, το ανοιγοκλείνει, το μυρίζει, το τσακίζει, το διαβάζει, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να τρέχει μέσα σε χάρτινες σελίδες, ακόμα κι αν αυτές είναι χαμηλής αισθητικής. Όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως το βιβλίο δεν έχει ενδιαφέρον, ώστε το παιδί να επιδιώξει να εξελίξει τη σχέση του μαζί του. Επιπλέον, μπορεί να κρύβει παιδαγωγικά λάθη και αυτό πρέπει να το γνωρίζουν καλά όσοι γράφουν, όπως είπαμε και πριν, «για συγκεκριμένα θέματα». Είναι μύθος πως η συγγραφή ενός παιδικού βιβλίου είναι εύκολη υπόθεση. Επίσης, είναι μύθος ότι οποιοσδήποτε με παιδαγωγικές ή ψυχολογικές σπουδές μπορεί να γράψει παιδικά βιβλία. Προσοχή, λοιπόν, μήπως το βιβλίο τρομάξει το παιδί. Ή μήπως το βιβλίο κρύβει πεποιθήσεις και στερεότυπα άλλων εποχών, που δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή το 2024, που εξελίσσεται ραγδαία κι αν την πατήσουμε και δεν την προλάβουμε, θα δυσκολέψουμε πολύ τα παιδιά μας.

Είτε είσαι τηλεοπτικό κανάλι είτε ραδιοφωνικός σταθμός είτε χολιγουντιανό στούντιο είτε εφημερίδα είτε ιστοσελίδα είτε προφίλ στο Instagram είτε εκδοτικός οίκος μπορείς να δημιουργήσεις το ολόδικό σου κοινό, με βάση το περιεχόμενο που προσφέρεις.

Από την άλλη, είναι αυτό που πολλοί λέμε και για τα παραδοσιακά ΜΜΕ: Πώς θα ήταν ο κόσμος αν προέβαλλαν αποκλειστικά και μόνο ποιοτικό περιεχόμενο; Ποικίλο, αλλά με συγκεκριμένα και σχετικά υψηλά στάνταρ; Το μιντιακό κοινό εκπαιδεύεται. Είτε είσαι τηλεοπτικό κανάλι είτε ραδιοφωνικός σταθμός είτε χολιγουντιανό στούντιο είτε εφημερίδα είτε ιστοσελίδα είτε προφίλ στο Instagram είτε εκδοτικός οίκος μπορείς να δημιουργήσεις το ολόδικό σου κοινό, με βάση το περιεχόμενο που προσφέρεις. Κι όσο ανεβάζεις τον πήχη, σιγά-σιγά, να ανεβαίνει και ο πήχης για το κοινό σου. Πολυσυλλεκτικότητα και ποιότητα. Όχι ελιτισμός, αλλά καλλιέργεια τουλάχιστον μιας στοιχειώδους ή μάλλον αξιοπρεπούς πολιτιστικής (και επομένως και κοινωνικοπολιτικής) ταυτότητας, μέσα στην οποία θα έχει κεντρική θέση (στη δική μας περίπτωση) το βιβλίο. Οι εκδότες (θα έπρεπε να) έχουν ένα υψηλό αίσθημα ευθύνης, ιδιαίτερα όταν απευθύνονται σε παιδιά. Εκείνοι πρέπει να βάλουν όρια στο τι εκδίδεται και με ποια κριτήρια.

Γνωρίζω, βέβαια, πολύ καλά ότι το παραπάνω σενάριο είναι ανέφικτο. Αλλά πού και πού, το επαναφέρω στον δημόσιο λόγο. Ποτέ δεν ξέρεις…

Κ.Α.: Μπορεί να υπάρξει καλό παιδικό βιβλίο προσχολικής ηλικίας που να μην είναι ακριβή έκδοση;

Π.Π.: Θεωρητικά μπορεί. Αν το κείμενο και η εικονογράφηση έχουν ταιριάξει τόσο, ώστε να αγγίζουν χορδές μικρών και μεγάλων, δεν χρειάζονται ούτε σελίδες με ακριβό χαρτί (προσοχή, να έχει εξασφαλιστεί τουλάχιστον ότι το χαρτί έχει μια ποιότητα που δεν επηρεάζει την υγεία του νηπίου) ούτε πλουμιστά, σκληρόδετα εξώφυλλα για να αποδείξουν την αξία του βιβλίου. Αυτά είναι στοιχεία που συνήθως είναι προς εντυπωσιασμό των μεγάλων και όχι των μικρών, όπως άλλωστε σχεδόν όλα τα προϊόντα της «παιδικής αγοράς».

Αν το πιτσιρίκι γουστάρει αυτά που γίνονται μέσα στο βιβλίο, αν ταυτίζεται, αν ανακουφίζεται, αν βρίσκει αφορμές για παιχνίδι, αν κατανοεί καλύτερα τον κόσμο, καλύπτεται κι από την αποτύπωσή του σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Όμως, καλό είναι να ξέρουν οι γονείς ότι στην Ελλάδα, κυρίως οι συγγραφείς, αλλά κοντά τους και οι εικονογράφοι, οι διορθωτές και οι επιμελητές, υποπληρώνονται. Το κόστος των βιβλίων δυστυχώς δεν εμπεριέχει την αξιοπρεπή αμοιβή των δημιουργών και των λοιπών συντελεστών, και αυτό μόνο αρνητικά λειτουργεί και θα συνεχίσει να λειτουργεί στο μέλλον.

Κ.Α.: Πώς εξελίσσεται η παιδική λογοτεχνία σε σχέση με την κοινωνία; Παράλληλα; Βρίσκεται στην πρωτοπορία; Άραγε ένα κομμάτι της μένει πίσω, εμμένοντας επί παραδείγματι στην ηθικολογία;

Π.Π.: Νομίζω πως πάνω-κάτω, μέσα σε όλα όσα είπαμε, υπάρχουν θρυμματισμένα τα κομμάτια που συνθέτουν την απάντηση στην ερώτησή σας. Μου είναι αρκετά δύσκολο να θεωρήσω ως κάτι τελείως ενιαίο την ελληνική κοινωνία. Υπάρχουν διάφορες φούσκες, με δικές τους πραγματικότητες, τις οποίες συχνά αγνοούμε τελείως.

Υπάρχουν πλέον γονείς που αναζητούν την πρωτοπορία, που διαβάζουν έγκυρα άρθρα, που τους ενδιαφέρει ουσιαστικά η εκπαίδευση του παιδιού τους μέσα και από τα εξωσχολικά βιβλία, που αφουγκράζονται τις κοινωνικές ανάγκες και εξελίξεις, που δεν φοβούνται τις αλλαγές, που κάνουν ψυχοθεραπεία.

Για την οικονομία της συζήτησης, ας συμφωνήσουμε στο ότι υπάρχει κάτι σαν «μέση κοινωνία», που μάλιστα μπορεί και συνδιαλέγεται με την παιδική λογοτεχνία και αλληλοεπηρεάζονται. Σίγουρα η σύγχρονη παιδική λογοτεχνία δεν είναι πρωτοπορία. Με τίποτα. Νομίζω πως εν πολλοίς είναι παράλληλη με αυτή τη «μέση κοινωνία», αγνοώντας όμως επιδεικτικά τα αποδεκτά κοινωνικά άκρα και όλο το φάσμα μεταξύ τους. Η παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα προχωράει αργά, συντηρητικά, φοβικά και μιμητικά, ιδιαίτερα στους ελληνικούς τίτλους. Κάποιοι εκδότες παίρνουν ρίσκα με ξένους τίτλους, αλλά σπάνια δικαιώνονται. Τα λίγα πρωτοποριακά βιβλία που τυχαία εκδίδονται αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού στα ΜΜΕ και στα ΜΚΔ, αλλά δεν αποδίδουν σε πωλήσεις. Αν δούμε τους πραγματικά (και όχι τους κατασκευασμένους από τα βιβλιοπωλεία και το μάρκετινγκ) ευπώλητους τίτλους, θα δούμε κατ’ αναλογία ό,τι συμβαίνει και με τους πραγματικά ευπώλητους τίτλους των βιβλίων για ενήλικους: πουλάνε πολύ βιβλία εύπεπτα, μέτρια, ανούσια, που οκέι, δεν θα σε καταστρέψουν ανεπανόρθωτα, αλλά σίγουρα δεν θα βελτιώσουν την ποιότητα της αντίληψής σου.

Υπάρχει ένα πιο «ελίτ» κοινό σε ορισμένα σόσιαλ. Υπάρχουν πλέον γονείς που αναζητούν την πρωτοπορία, που διαβάζουν έγκυρα άρθρα, που τους ενδιαφέρει ουσιαστικά η εκπαίδευση του παιδιού τους μέσα και από τα εξωσχολικά βιβλία, που αφουγκράζονται τις κοινωνικές ανάγκες και εξελίξεις, που δεν φοβούνται τις αλλαγές, που κάνουν ψυχοθεραπεία. Αυτοί είναι απαιτητικοί αναγνώστες που σπρώχνουν τους εκδότες προς πιο τολμηρές προτάσεις. Αλλά δεν είναι ακόμα τόσοι πολλοί ώστε να επηρεάσουν όλη την αγορά.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι υπάρχουν μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι που τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει στροφή προς το πιο ποιοτικό και πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα παιδικό βιβλίο. Αυτό σημαίνει πως κάτι κινείται, και μπορώ να το δω μόνο ως θετικό.

Κ.Α.: Η δική μας θέση είναι ότι κανείς γίνεται αναγνώστης σαν ενήλικας μέσω της εφηβικής λογοτεχνίας, και όχι της παιδικής. Στην Ελλάδα η εφηβική λογοτεχνία δεν πουλάει, εξ ου και δεν γράφεται και δεν εκδίδεται. Πώς μπορεί να αναστραφεί το πρόβλημα;

Π.Π.: Δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η συνέντευξη, φοβάμαι… Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη, καθώς ήδη κάποια κομμάτια της απάντησης έχουν συζητηθεί, έστω και ακροθιγώς… Δεν διαφωνώ επί της αρχής με τη θέση σας, μολονότι υπάρχουν και εξαιρέσεις παιδιών που διέκοψαν το διάβασμα στην εφηβεία και επανήλθαν δριμύτεροι αναγνώστες μετά τη λήξη της μαθητικής τους ζωής. Εγώ είμαι ακόμα πιο ρομαντική από εσάς. Θα ήθελα τα παιδιά να έχουν «ξεμπερδέψει» με την εφηβική λογοτεχνία στα 13-14 και μετά να πιάσουν τα πάντα όλα! Γενικά, unpopular opinion το ξέρω, αλλά δεν την αλλάζω, πιστεύω ότι, αν το παιδί τραβάει με το διάβασμα, δεν του βάζουμε κανέναν ηλικιακό περιορισμό.

Το πρόβλημα είναι ότι αλλιώς σού σερβίρει το απαγορευμένο ο λογοτέχνης κι αλλιώς ο admin του TikTok ή –γιατί όχι; – του PornHub.

Βασικά, έτσι μεγάλωσα εγώ, διάβαζα τα πάντα πριν «την ώρα τους», χωρίς απαγορεύσεις, και μόνο σε καλό μού βγήκε. Με θυμάμαι να κρεμιέμαι στα ράφια των βιβλιοθηκών του σπιτιού, παιδί τρίτης-τετάρτης δημοτικού και να ψάχνω ενδιαφέροντα αναγνώσματα – που περιείχαν δηλαδή περιγραφές ακατάλληλες για την ηλικία μου. Έτσι, δεν σταμάτησα να διαβάζω ποτέ. Το κίνητρο της περιέργειας για ό,τι δεν ήξερα με γέμιζε αναγνωστική ενέργεια. Και οι γονείς μου παρακολουθούσαν σε απόσταση ασφαλείας, χωρίς να τους παίρνω χαμπάρι, συνεχίζοντας να πιστεύω ότι παρανομώ. Κι είχαν ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη.

Σήμερα, τα παιδιά αναζητούν το «απαγορευμένο» στο διαδίκτυο, χωρίς να κρεμιούνται από βιβλιοθήκες και να κινδυνεύουν να γίνουν τσακωτά. Το πρόβλημα είναι ότι αλλιώς σού σερβίρει το απαγορευμένο ο λογοτέχνης κι αλλιώς ο admin του TikTok ή –γιατί όχι; – του PornHub. Είναι λογικό, αν είσαι έφηβος, να προτιμάς την εύκολη λύση που σου σερβίρει έτοιμη την εικόνα.

Σίγουρα δεν είναι λύση ούτε ο εξαναγκασμός, τύπου «Δεν θα βγεις, αν δεν διαβάσεις 30 σελίδες Λουντέμη». (Να ζητήσω εδώ από τους αγαπητούς γονείς να σταματήσουν να προτείνουν στα εφηβάκια τους αναγνώσματα του προηγούμενου αιώνα και του προ-προηγούμενου αιώνα, κι ας μας διασκέδαζαν εμάς αφάνταστα στα παιδικάτα μας. Κανείς ποτέ δεν θυσίασε κι ούτε θα θυσιάσει κινητό για μια ώρα ανάγνωσης «Τομ Σόγερ» ή «Τρελαντώνη» –πρέπει να είμαστε ευέλικτοι, προσγειωμένοι και ενημερωμένοι για τις τάσεις).

Τάσεις ή αλλιώς trends. Μια λύση είναι αυτή. Το BookTok, το κομμάτι εκείνο του TikTok που μιλάει για βιβλία στη γλώσσα των εφήβων. Να ομολογήσω εδώ ότι συνήθως ό,τι τρεντάρει στους εφήβους δεν είναι ούτε Μπαλζάκ ούτε Ντοστογιέφσκι ούτε Βιρτζίνια Γουλφ. Λίγο λαβ στόριζ με χάπι εντ, #romcom το λένε, λίγο fantasy, λίγο σοφτ τσόντες, λίγο woke (και με θετικό και με αρνητικό πρόσημο στη λέξη), λίγο campus novels με queer στοιχεία… Αλλά δεν πειράζει. Διατηρούν την επαφή με το μεγάλο κείμενο και τη συνήθεια να ανοίγουν ένα βιβλίο, χαζεύουν στο βιβλιοπωλείο ή online, συμμετέχουν σε συναναγνώσεις ή λέσχες, κι ας συζητούν για θέματα που μας μοιάζουν ελαφριά με τρόπους που μας μοιάζουν άγνωστοι. Επομένως, ανακαλύπτουμε BookTokers ή YouTubers που παρουσιάζουν εφηβικά ή ΥΑ αναγνώσματα και φαίνονται αξιόπιστοι (δηλαδή έχουν πολλούς φόλοουερς, μην εξανίσταστε, πάμε με τα νερά τους) και συστήνουμε τα κανάλια τους στα παιδιά μας…

Να ομολογήσω εδώ ότι συνήθως ό,τι τρεντάρει στους εφήβους δεν είναι ούτε Μπαλζάκ ούτε Ντοστογιέφσκι ούτε Βιρτζίνια Γουλφ. Λίγο λαβ στόριζ με χάπι εντ, #romcom το λένε, λίγο fantasy, λίγο σοφτ τσόντες, λίγο woke (και με θετικό και με αρνητικό πρόσημο στη λέξη), λίγο campus novels με queer στοιχεία…

Κι έπειτα τρόποι πιο τετριμμένοι, χαλαρές επισκέψεις σε βιβλιοπωλεία (αν ποτέ βγουν μαζί σας), βιβλία στο σπίτι, με ελκυστικό τίτλο και εντυπωσιακή όψη, τοποθετημένα επιμελώς ατημέλητα σε διάφορες θέσεις, αγορά βιβλίων που κάπως συμπεριλαμβάνουν το χόμπι του εφήβου σας (π.χ. μεγάλη θραύση κάνουν στα αγόρια οι βιογραφίες αθλητών), αγορά βιβλίων γενικά, κατά μόνας ανάγνωση από τους γονείς και καθιέρωση οικογενειακής ώρας ανάγνωσης (ας είναι και μια ώρα την εβδομάδα), όπου σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα το κάθε μέλος ξεχωριστά απολαμβάνει το βιβλίο του, ενώ οι ηλεκτρονικές συσκευές είναι κλειστές. Μπορείτε, έπειτα, να μοιραστείτε και εντυπώσεις από τα αναγνώσματά σας. Τέλος, όχι κινητό στο δωμάτιο την ώρα πριν από τον ύπνο (πάρτε τους ένα ξυπνητήρι σκέτο για να σηκώνονται το πρωί και ένα απλό πλέιερ για μουσική). Έτσι, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να βαρεθούν τόσο πολύ, που να πιάσουν ένα βιβλίο από το ράφι.

Κ.Α.: Πώς βλέπετε το μέλλον της παιδικής λογοτεχνίας; Είστε αισιόδοξη για την επόμενη γενιά συγγραφέων και εικονογράφων;

Π.Π.: Θέλω να είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε, όπως καθετί στην κοινωνία, σε μια έντονα μεταβατική φάση, που προσπαθεί να γεφυρώσει το παλιό με το νέο, αλλά το νέο έχει φύγει πολύ μπροστά. Όλο αυτό προκαλεί ανησυχία και συχνά υπερβολές, ένθεν κακείθεν. Υπάρχει ένα μεγάλο buzz γύρω από το παιδικό βιβλίο, το οποίο είναι εν πολλοίς τεχνητό, προκειμένου να εξυπηρετεί την αγορά. Νομίζω κι εσείς και εγώ είμαστε μικρά κομμάτια του, ο καθένας από το μετερίζι του, και το γνωρίζουμε πολύ καλά. Ακόμα, υπάρχει ένας υπερβολικός σοσιαλμιντιακός θόρυβος, μέσα στον οποίο εμπλέκονται ως σχεδόν ισότιμα το ποιοτικό και το μη ποιοτικό. Οι δημόσιες σχέσεις συχνά είναι σημαντικότερες από την ουσία ενός βιβλίου.

Είμαστε μια μικρή αγορά όπου όλοι γνωριζόμαστε, και αυτό δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο έντονων αμφισβητήσεων.

Δεν υπάρχει, καλώς ή κακώς, κριτική, τουλάχιστον αρνητική. Είμαστε μια μικρή αγορά όπου όλοι γνωριζόμαστε, και αυτό δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο έντονων αμφισβητήσεων. Στην καλύτερη αποσιωπάμε. Αλλά, όσο τα βιβλία πέφτουν βροχή, θα αποσιωπάμε ελλείψει χρόνου πρόσληψης όλων αυτών των κειμένων. Υπάρχουν πολύ καλά βιβλία που χάνονται μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, ενώ άλλα, κατώτερα, υπερπροβάλλονται χάρη σε καλό μάρκετινγκ και τελικά επιβιώνουν ως επιτυχημένα.

Αυτά όλα δεν θα αλλάξουν. Ίσως, όμως, κοπάσουν λίγο, όταν αρχίζουμε όλοι να τα συνειδητοποιούμε. Πολύ λιγότερες εκδόσεις, πολύ υψηλότερη ποιότητα. Θα ήθελα πολύ να φτάναμε σε ένα σημείο η έκδοση να συνεπάγεται, όπως είπα και πριν, ένα προϊόν με εγγυημένη αξιοπρέπεια. Οι συγγραφείς και οι εικονογράφοι πρέπει να σταθούν κριτικά απέναντι στους εαυτούς τους και να αναμετρηθούν ξανά με το έργο τους: είναι πραγματική λογοτεχνία; Ή μήπως είναι ένα συμπαθητικό, αλλά κοινότοπο κείμενο, χρήσιμο αλλά εφήμερο;

Κλείνω όπως άνοιξα. Με το τι είναι ένα καλό παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι διαχρονικό, είναι κλασικό πριν καν καλοκυκλοφορήσει, και γι’ αυτό δεν θα φύγει ποτέ από το ράφι μας.

Η Πελιώ Παπαδιά γεννήθηκε το 1979, στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, και ασχολήθηκε σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο με τις Πολιτισμικές Σπουδές και την Ανθρώπινη Επικοινωνία. Υπότροφος του ΕΚΠΑ και του Ιδρύματος Ωνάση, από το 2002 έως το 2011 εργαζόταν ως ερευνήτρια/επιστημονική συνεργάτιδα/διδάσκουσα στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ως ερευνήτρια στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και ως καθηγήτρια και εκπαιδεύτρια ενηλίκων σε δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ και ΚΕΚ, καθώς και στη Σχολή Σταυράκου. Το 2011, ήδη μητέρα δύο παιδιών, ξεκίνησε να εργάζεται στο νεοσύστατο Free Press για γονείς Τaλκ και στην ιστοσελίδα www.talcmag.gr, ως υπεύθυνη διαδικτυακής ανάπτυξης και επικοινωνίας, δημοσιογράφος και social media manager. Στην πορεία, προήχθη σε υπεύθυνη ύλης και αρχισυντάκτρια. Τον Ιανουάριο του 2024, αποφάσισε να… ξεβολευτεί, άνοιξε τους ορίζοντές της και πλέον κινείται ως ελεύθερη επαγγελματίας με πολλαπλούς ρόλους, κυρίως στον χώρο του βιβλίου και της γονεϊκότητας. Συνεργάζεται με τη Σουζάνα Παπαφάγου από το 2013. Μεταξύ άλλων, έχουν συνδιοργανώσει ομιλίες, διά ζώσης σεμινάρια, webinars και εκπαιδευτικά προγράμματα για γονείς και παιδιά, σχεδόν πάντα βασισμένα σε βιβλία, και αυτό σκοπεύουν να συνεχίσουν να κάνουν μαζί για πολύ καιρό ακόμα.