Βιβλιο

Με τα μάτια του Ρίγκελ: Στην ενδοχώρα της Νορβηγίας με τον Ρόυ Γιάκομπσεν

Το τρίτο μέρος της τετραλογίας είναι ένας ύμνος στον έρωτα και μια ωδή στη γυναικεία φύση

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 934
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: «Με τα μάτια του Ρίγκελ» του Ρόυ Γιάκομπσεν. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

«Στο Μπαρόυ έχει μπει το καλοκαίρι του 1946. Τα πούπουλα έχουν μαζευτεί, τ’ αυγά τοποθετήθηκαν στα βαρέλια, τα ψάρια μαζεύτηκαν από τις απλώστρες αποξήρανσης, ζυγίστηκαν και δέθηκαν, οι πατάτες φυτεύτηκαν, τα πρόβατα χαζολογούν στους Κήπους και τα μοσχάρια έχουν απογαλακτιστεί απ’ τις μανάδες τους. Πρέπει να κόψουν την τύρφη και να βάψουν το παλιό σπίτι για να μην ντρέπεται μπροστά του το νέο. Από τον λόφο πίσω από τον αχυρώνα, η Ίνγκρι Μπαρόυ παρακολουθεί το πλοίο που διασχίζει τη θάλασσα κάτω από ένα σύννεφο γλαρόνια· είναι το φαλαινοθηρικό Σαλτχάμερ, που το ανέλαβαν όταν φαλίρισε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του: οι Μπαρόυ έγιναν φαλαινοθήρες».

Έτσι ξεκινάει το τρίτο μέρος της τετραλογίας του με τίτλο «Με τα μάτια του Ρίγκελ» ο Νορβηγός συγγραφέας Ρόυ Γιάκομπσεν, του οποίου τα δύο προηγούμενα βιβλία, «Οι αφανείς» και «Λευκός ωκεανός», έχουμε ήδη διαβάσει και απολαύσει από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σε εξαιρετική μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (αν και, προσωπικά, με χαλάει που οι ήρωες από το συγκεκριμένο νησί στα βόρεια της Νορβηγίας μιλάνε σαν να βρίσκονται στα χωριά της Κρήτης).

Η ηρωίδα στο παρόν μυθιστόρημα ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης στην ενδοχώρα της Νορβηγίας, προσπαθώντας να βρει τον πατέρα της κόρης της, έναν Ρώσο στρατιώτη που ξεβράστηκε στο νησί της, το Μπαρόυ, την άφησε έγκυο ανερυθρίαστα και έφυγε με τη συνδρομή της για να επιστρέψει –εν μέσω πολέμου– στη Σοβιετία του Στάλιν.

Η Ίνγκρι ζαλώνεται την ενός έτους κόρη της, φορτώνεται στη ράχη ένα ταξιδιωτικό σακίδιο της εποχής γεμάτο κονσέρβες και πάνες, και εγκαταλείπει το νησί σε αναζήτηση του έρωτά της. Στην πορεία της αυτή, μέσα από τοπία άγριας φύσης που θυμίζουν ενίοτε τα δάση και τα ερημοτόπια του Κνουτ Χάμσουν (του Νορβηγού συγγραφέα που αγαπώ), η ηρωίδα του Γιάκομπσεν συναντάει λογής λογής ανθρώπους που άλλοτε την βοηθούν κι άλλοτε την αποπροσανατολίζουν, καθώς ο τόπος έχει μόλις βγει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κάποιοι προσπαθούν να κρύψουν τον ειδεχθή τους ρόλο του δωσίλογου ή του μαυραγορίτη.

Η Ίνγκρι ωστόσο δεν κάμπτεται. Δεν εμποδίζεται από καμιά ατυχία. Δεν πτοείται από το κρύο και τη βροχή. Δεν την φοβίζουν παγωμένες λίμνες, δεν την τρομάζουν βλοσυροί αγρότες, δεν την στενοχωρούν οι ελλείψεις ανέσεων. Κοιμάται στο ύπαιθρο, ξαπλώνει σε καλύβες, γέρνει σε σιδηροδρομικούς σταθμούς. Και συνεχίζει να προχωράει απτόητη με το μωρό δεμένο εμπρός της και το σακίδιο στην πλάτη. Άλλοτε βρίσκει κάποια πληροφορία για τον άντρα που αναζητάει, άλλοτε έχει την αίσθηση ότι ψαχουλεύει στο σκοτάδι. Άλλοι της λένε πως αυτός που ψάχνει έχει περάσει τα σύνορα του άλλου κόσμου, άλλοι ότι χάθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση κι άλλοι, πιο χαιρέκακοι, ότι πάει να συναντήσει την πραγματική του αγαπημένη στη Ρωσία – με την οποία μάλιστα έχει αποκτήσει έναν γιο.

Δεν προτίθεμαι να σας αποκαλύψω πώς τελειώνει ετούτη η αναζήτηση της ηρωίδας. Θα πω μονάχα πως πρόκειται για έναν ύμνο στον έρωτα και μια ωδή στη γυναικεία φύση, που τίποτα δεν την σταματάει έτσι και βάλει κάποιον στόχο.