Βιβλιο

Μάνος Χατζιδάκις: Προς τ' άστρα

Ήταν ένας ποιητής κάθε στιγμή που σκεφτόταν, κάθε στιγμή που εργαζόταν, κάθε στιγμή που ανέπνεε.

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 934
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μάνος Χατζιδάκις: Διαβάζοντας το βιβλίο τα «Σχόλια του Τρίτου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Πριν από μερικές εβδομάδες συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την ημέρα που εξέπεμψε για πρώτη φορά το Τρίτο Πρόγραμμα. Πριν από μερικές ημέρες συμπληρώθηκαν 99 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι και επανακυκλοφόρησε από τον Ίκαρο το βιβλίο με τα «Σχόλια του Τρίτου».

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν ο μακροβιότερος διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος. Στα λίγα χρόνια που έμεινε όμως επικεφαλής του σταθμού αυτού, έφερε έναν άνεμο γεμάτο καινούργιες ιδέες. Οι πιο πολλές από αυτές καρποφόρησαν. Οι εμπνεύσεις του είχαν κάτι από τις εμπνεύσεις ενός ποιητή: «Είναι το Τρίτο θα’λεγα: / Σαν αγορά υποδημάτων για παιδιά που δεν έχουν ακόμα ενηλικιωθεί. / Είναι σαν σμήνος πελαργών ή μελαγχολικών περιστεριών. / Σαν ακροβάτες που κινούνται σε φανταστικά σκοινιά. / Σαν κέντημα γριάς από την Κρήτη. / Είναι φωταγωγός / Φωτός αγωγός / Προαγωγός / Άρχων / Εξάρχων / Ιδαλγός» (Η Καινούργια Μορφή Ενός Προγράμματος και οι Ελέφαντες, Κυριακή 30 Απριλίου 1978)

Έτσι κι αλλιώς, η σκέψη και η ποίηση στον Χατζιδάκι βρίσκονται πολύ κοντά. Να εδώ μια σκέψη: «Το να μισείς ένα κακό μετά από χρόνο ή ν’ αγαπάς πρόσωπο που θα ‘χει γεννηθεί ύστερ’ από διακόσια χρόνια, είναι το ιδανικό μιας αδιατάρακτης συνέχειας κόσμου διαφορετικού, που τον συνθέτουν φυσικά στοιχεία, όχι νεκρά κι εκμαυλισμένα» (Περίανδρος κατά Λυσάνδρου, Κυριακή 21 Ιανουαρίου 1979). Και δίπλα στη σκέψη αυτή ένα ποίημα, όπως υπάρχει στη «Μυθολογία»: «Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή / Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω / Μη φοβηθείς / Και θα με βρεις είτε σαν άστρο / Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα / Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει / Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς / Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος / Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα / Μαζεύονται όλοι οι ποιητές / Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα / Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια / Και περιμένουν / Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν / Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου / Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου / Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου / Το προσωπό μου φωτεινό / Να σχηματίζει αστερισμό / Να σου χαμογελάει / Και να σου ψιθυρίζει / Καλή νύχτα» (Μυθολογία, Κεραμεικός 1966).

Ναι, ο Χατζιδάκις ήταν ένας ποιητής. Κι όχι μόνο όταν έγραφε ποίηση ή μουσική. Ήταν ένας ποιητής κάθε στιγμή που σκεφτόταν, κάθε στιγμή που εργαζόταν, κάθε στιγμή που ανέπνεε. Και είχε συνείδηση αυτής του της φύσης: «Έτσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ’ ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ΄ έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ’ Ουρανού.» (Ο Λαχειοπώλης Τ’ Ουρανού, Κυριακή 13 Μαΐου 1979).

Έχω διαβάσει τόσες φορές τα «Σχόλια του Τρίτου, που μερικά τα ξέρω απ’ έξω. Σε κάποιες εποχές, είχα δημιουργήσει ένα είδος Credo, που δανειζόταν πολλά στοιχεία από τα κείμενα αυτά: «Πιστεύω / Στην υγρασία της νύχτας… / Πιστεύω / στη λιτανεία των αυτοκινήτων / στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου αστυφύλακα / και στην οσμή από σελίδες άκοπες των σχολικών βιβλίων… / Πιστεύω / στις ποιητικές ανθολογίες / στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του ’35 / και στα σημάδια του κορμιού σου που φανερώνουν έρωτα. / Τέλος». (Ολίγα τινά περί Παραδόσεως Εθνικής, Λαϊκής ή μη, Κυριακή 20 Μαΐου 1979).

Θα μπορούσε κάποιος να με κατηγορήσει ότι ο θαυμασμός μου στη σκέψη του Χατζιδάκι –αλλά και στην ποίηση και στη μουσική του– με κάνει να νοσταλγώ. Όμως είναι και πάλι η δική του σκέψη που μου επιβάλλει να κοιτάζω μπροστά. «Κύριοι, σκοτώστε τη μνήμη. Ξεκινήστε από την αρχή. Μονάχα έτσι μπορούμε να ελπίσουμε σε μια θαρραλέα ένταξή μας στους χρόνους τους μελλοντικούς ενός κόσμου, που θα γελάει κάποτε μαζί μας, γιατί μας συγκινούσαν ιδιαίτερα οι νεκροί, οι μουσικές και τ’ άστρα». (Ολίγα τινά περί Παραδόσεως Εθνικής, Λαϊκής ή μη, Κυριακή 20 Μαΐου 1979).

Μπροστά λοιπόν, ενδεχομένως νοσταλγώντας κάποιες φορές, αλλά μπροστά! Κι αν γίνεται, ψηλά, αυτό είναι το ζητούμενο: Προς Τ’ Άστρα!