- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μεταφραστές λογοτεχνίας: Οι παραγνωρισμένοι ήρωες
Πώς βλέπουν στο μέλλον τη συνύπαρξή τους με την Τεχνητή Νοημοσύνη οι μεταφραστές;
Τέσσερις μεταφραστές και μία επιμελήτρια εκδόσεων μιλούν για τα πρακτικά, τις απολαύσεις και τις δυσκολίες της λογοτεχνικής μετάφρασης
«Χρόνια τώρα καταβροχθίζω βιβλία και, ξέρεις, πριν ακούσω συγγραφείς και μεταφραστές να συζητούν μαζί, δεν είχα δώσει ποτέ σημασία στη… σημασία της μετάφρασης».
Η παραδοχή αυτή από φίλη αγαπημένη, βιβλιοφάγο ήρθε λίγο σαν σοκ. Είναι δυνατόν μια τακτική αναγνώστρια να μην έχει καταλάβει ότι τα βιβλία που διαβάζει είναι, ουσιαστικά, κείμενα των μεταφραστών τους; Ότι κάποια άλλη μετάφραση –λιγότερο ικανή– ίσως να καθιστούσε τα αγαπημένα της βιβλία επιεικώς αδιάφορα; Ότι δεν απολαμβάνει μόνο τις επιλογές και το πνεύμα των συγγραφέων, αλλά, κυρίως, τις επιλογές και το πνεύμα των μεταφραστών;
Ρωτώντας λίγο παραέξω, κατάλαβα πως αυτό τελικά συμβαίνει κατά κόρον: ο μέσος Έλληνας καταναλωτής βιβλίων δεν συνειδητοποιεί ότι οι αφανείς ήρωες των αγαπημένων του ιστοριών είναι οι μεταφραστές τους. Ίσως γιατί, όσο πιο αόρατος είναι ένας μεταφραστής, τόσο πιο καλός είναι. Κι αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο του επαγγέλματός μας: ότι (σαν τους ηθοποιούς, πιθανόν) όσο πιο πολλή και καλή δουλειά κάνουμε, τόσο περισσότερο εξαφανιζόμαστε πίσω από τα λόγια άλλων.
Η απόλαυση της μετάφρασης
Κι όμως αυτή ακριβώς είναι και η ευχαρίστηση της δουλειάς: «Λατρεύω την όλη διαδικασία της μετάφρασης», μας λέει η καταξιωμένη ποιήτρια και μεταφράστρια από τα αγγλικά και τα γαλλικά, Μυρσίνη Γκανά. «Το πώς μπαίνω σιγά σιγά στο μυαλό του συγγραφέα, το πώς νιώθω ικανοποίηση όταν πετυχαίνω να μεταφράσω ένα ιδιαίτερα δύσκολο κομμάτι».
Οι αναγνώστες εκτιμούν αυτή την ικανότητα κατά τη γνώμη σου; τη ρωτάω.
«Όχι πάντα. Οι αναγνώστες κρίνουν ένα βιβλίο από το κατά πόσο ρέει στα ελληνικά –πράγμα σωστό–, αλλά συνήθως τον θαυμασμό τους τον επιφυλάσσουν για τους συγγραφείς· τους μεταφραστές δεν τους σκέφτονται παρά μόνο όταν το κείμενο “κλοτσάει”. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση: εμένα δε μου άρεσε αυτό το βιβλίο, αλλά μπορεί να φταίει και η μετάφραση. Φυσικά και μπορεί· όμως μπορεί να φταίει και το πρωτότυπο! Σκέψου και το αντίστροφο: αν το βιβλίο ρέει, τότε σίγουρα ο μεταφραστής κάτι σωστό έχει κάνει».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η απάντηση του Παναγιώτη Αρβανίτη, ποιητή και μεταφραστή από τα ισπανικά, της Λατινικής Αμερικής κυρίως: «Η όλη διαδικασία της μετάφρασης είναι κάτι το μαγικό. Το πώς μπαίνεις μες στο κείμενο λέξη τη λέξη, μηχανικά στην αρχή, και κατόπιν αρχίζει και δημιουργείται γύρω σου ένας ολόκληρος κόσμος νέου νοήματος, μια νέα περιπέτεια. Το πώς μπορούν να περάσουν τρεις ολόκληρες ώρες δουλειάς κι εσύ να μην έχεις πάρει χαμπάρι ότι έχουν φύγει. Το πώς, μεταφέροντας μιαν άλλη γλώσσα στη δική σου, αναγκάζεσαι να μάθεις καλύτερα τη μητρική σου γλώσσα. Το πώς η μετάφραση σου επιτρέπει να μοιραστείς βιβλία που έχεις αγαπήσει, από γλώσσες και λογοτεχνίες που ομιλούνται ελάχιστα στην Ελλάδα, με νέους αναγνώστες. Να ανοίγεις πόρτες και παράθυρα άλλων κόσμων στους ανθρώπους – τι κίνητρο!»
O Σωτήρης Σουλιώτης, μεταφραστής από τα δανέζικα και τα νορβηγικά (κυρίως), αλλά και από τα ελληνικά προς τα δανέζικα, βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για το 2023, απαντά ότι μετάφραση γι’ αυτόν σημαίνει πρώτα απ’ όλα μεταφορά συναισθημάτων και σκέψεων από το ένα γλωσσικό συγκείμενο στο άλλο. «Η πρόκληση για μένα στη μετάφραση είναι να αποδώσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις που εκφράζει ο ήρωας ή ο αφηγητής του πρωτοτύπου κειμένου (π.χ. του νορβηγικού), έτσι ώστε αυτές να εκφράζουν το ίδιο στη γλώσσα-στόχο (π.χ. την ελληνική)».
Τα πρακτικά του επαγγέλματος
Ακούγεται συναρπαστικό, όχι; Μια δουλειά στην οποία μπορείς να χαθείς με τις ώρες, να λύνεις γρίφους, να βρίσκεις λύσεις, να μεταδίδεις γνώση ερμητικά κλειστή πίσω από φθόγγους και λέξεις απαγορευτικές, να γίνεσαι διάμεσος και πομπός άλλων πολιτισμών χωρίς να παραβιάζεις τον τρόπο έκφρασής τους· να γίνεσαι ο «gatekeeper» (όπως μας αποκαλεί η Χριστίνα Θεοχάρη, επιμελήτρια εκδόσεων και πρώην μέλος τους τμήματος διεθνών εκθέσεων του ΕΚΕΒΙ, πρώην υπεύθυνη του προγράμματος GreekLit στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού), που επιτρέπει στον μέσο Έλληνα να ταυτιστεί με ξένες κουλτούρες.
Ένα τόσο κομβικό επάγγελμα στην πνευματική ωρίμανση μιας χώρας, λοιπόν, ίσως θα έπρεπε να αμείβεται αξιοπρεπώς· αν όχι καλά.
Ο Παναγιώτης Αρβανίτης γελάει στο τηλέφωνο (λίγο πικρά, είναι η αλήθεια) όταν ακούει αυτό το σχόλιο. «Οποιαδήποτε δουλειά σχετίζεται με την πνευματική εργασία στις ημέρες μας είναι κακοπληρωμένη: είτε είσαι επιμελητής, μεταφραστής, συγγραφέας, καθηγητής πανεπιστημίου ή δάσκαλος, ποτέ δεν αμείβεσαι αντιστοίχως με την υπηρεσία που προσφέρεις».
Ο Παναγιώτης εντάσσει το πρόβλημα των μεταφραστών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αλλά για να είμαστε ακριβείς πρέπει να μιλήσουμε με λεπτομέρειες. Οι μεταφραστές λογοτεχνίας, λοιπόν, μπορούν να αμείβονται με δύο τρόπους στην Ελλάδα: είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες (με μπλοκάκι), είτε περιστασιακά, ως ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι σε άλλη μόνιμη εργασία, με τον λεγόμενο «τίτλο κτίσης», δηλαδή μια απόδειξη δαπανών εκ μέρους του εκάστοτε εκδότη. Οι πρώτοι –τα «μπλοκάκια»– έχουν συνήθως τη μετάφραση ως κύρια πηγή εισοδήματος. Οι δεύτεροι, όχι. Οι δεύτεροι έχουν αποφασίσει ότι δεν μπορούν να βιοποριστούν από τη μετάφραση και γι’ αυτό κάνουν και άλλη δουλειά. Οι πρώτοι πώς τα καταφέρνουν;
Τα «μπλοκάκια»
Ο μεταφραστής που έχει μπλοκάκι υπόκειται σε 20% παρακράτηση φόρου (για την επόμενη χρονιά) επί της αμοιβής του, και σε 24% ΦΠΑ επιπλέον της αμοιβής του (το οποίο απλώς λαμβάνει από τους εκδότες και το αποδίδει ανά τρίμηνο). Πρέπει κατόπιν να πληρώσει 150€ ΕΦΚΑ ο ίδιος για τα 5 πρώτα χρόνια και κατόπιν, αυτομάτως, 250€ μίνιμουμ μηνιαίως. Μηνιαία έξοδα είναι και τα έξοδα συντήρησης έδρας, ο λογιστής και το P.O.S. που υποχρεούται να διαθέτει.
«Όλα αυτά τα έχουμε κοινά με πολλούς άλλους ελεύθερους επαγγελματίες», λέει ο Χριστόδουλος Λιθαρής, μεταφραστής βιβλίων επιστημονικής φαντασίας αλλά και popularscience από τα αγγλικά. «Το θέμα με τους μεταφραστές είναι το εξής: η ικανότητα παραγωγής μας είναι περιορισμένη· όσο καλός κι αν είσαι, υπάρχει ένα πλαφόν, ένας ορισμένος αριθμός λέξεων ή σελίδων που μπορείς να βγάλεις μέσα σε έναν μήνα, πάνω απ’ τον οποίο δεν μπορείς να πας, λόγω χρόνου, αντοχής κλπ. Εν αντιθέσει, δηλαδή, με έναν άλλο ελεύθερο επαγγελματία, που μπορεί να διπλασιάσει, ας πούμε, την παραγωγή του σε μια καλή χρονιά, ο μεταφραστής δεν μπορεί να το κάνει.
»Υπό αυτή την έννοια, παρόλο που όλες αυτές οι κρατήσεις τού επιστρέφονται από τη στιγμή που μπαίνει σε έναν στρωτό κύκλο εργασιών, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έχει εξαιρετική οργάνωση και, πολλές φορές, τύχη –αν δηλαδή υπάρξει κάποια περίοδος δημόσιας οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που μας ισοπέδωσε για μια ολόκληρη δεκαετία, ή προσωπικής κρίσης– ο μεταφραστής όχι μόνο δεν μπορεί να κερδίσει τα προς το ζην, αλλά βγαίνει και χρεωμένος από πάνω, παρά την εξαντλητική δουλειά που μπορεί να έχει κάνει».
«Κι επίσης», λέει γελώντας η Μυρσίνη Γκανά, «δεν υπάρχει κανένας τρόπος να φοροδιαφύγει ένας μεταφραστής: οποιαδήποτε συνεργασία με εκδοτικούς οίκους περνά αυστηρά μέσα από αυτό το σύστημα αποδείξεων». Καλά κάνει και το διευκρινίζει, γιατί, βλέπετε, δεν μπαίνουν όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες στο ίδιο τσουβάλι.
Ο Σωτήρης Σουλιώτης, αμειβόμενος κι αυτός με μπλοκάκι και μεταφραστής πλήρους απασχόλησης, δίνει ένα πολύ απτό παράδειγμα της κατάστασης: «Για να βγει ένας μεταφραστής στην Ελλάδα, πρέπει να μεταφράζει γύρω στα 10 βιβλία τον χρόνο. Ο Άγγλος ή ο Γερμανός ζούνε και με 5. Ο Δανός μπορεί να ζήσει μεταφράζοντας ακόμα και 2 ή 3 μόνο βιβλία τη χρονιά».
Για σκεφτείτε το: δέκα βιβλία τον χρόνο είναι κάτι λιγότερο από ένα βιβλίο τον μήνα.
«Ας είμαστε ειλικρινείς», λέει η Χριστίνα Θεοχάρη, που γνωρίζει τα του μεταφραστικού επαγγέλματος και ως μεταφράστρια και ως επιμελήτρια εκδόσεων και ως γνώστης διεθνών προγραμμάτων επιδότησης. «Τα ξενύχτια που ρίχνουν οι μεταφραστές είναι εντελώς δυσανάλογα των αμοιβών τους. Αλλά και να μη χρειαζόταν να ξενυχτίσεις για να παραγάγεις τη δουλειά που απαιτείται για να βιοποριστείς, οι περισσότεροι εκδότες είναι έτσι κι αλλιώς απαιτητικοί στους χρόνους παράδοσης κι αυτό καταλήγει να είναι εις βάρος και της μετάφρασης και των μεταφραστών».
Οι αμοιβές
Φτάνουμε λοιπόν στο περίφημο θέμα των αμοιβών.
«Έχω ακούσει για αμοιβές εντελώς εξευτελιστικές», λέει η Χριστίνα Θεοχάρη, «της τάξεως των 80 ευρώ το 16σέλιδο τυπογραφικό· αλλά και για πολύ μεγαλύτερες, της τάξης των 200-220 ευρώ το 16σέλιδο». [Επεξήγηση: το «16σέλιδο τυπογραφικό» είναι παλιός τρόπος υπολογισμού της έκτασης ενός κειμένου, από την εποχή που δεν υπήρχαν wordprocessors για να μετρήσουν αυτομάτως τον αριθμό λέξεων. Υπολογίστε ότι μία σελίδα θεωρείται συνήθως ότι περιέχει 250 λέξεις, συνεπώς ένα 16σέλιδο είναι 4000 λέξεις. Βεβαίως –και προσοχή εδώ στους μελλοντικούς μεταφραστές!– πολλοί εκδοτικοί οίκοι «κλέβουν» στο μέτρημα και θεωρούν ότι η σελίδα περιέχει 300 ή ακόμα και 330 λέξεις, με αποτέλεσμα να «κερδίζουν» 20% ή και 25% παραπάνω παραγωγή από τον μεταφραστή δωρεάν. Άρα να διαβάζετε πάντα τα μεταφραστικά σας συμβόλαια και να ρωτάτε πάντα πώς ο οίκος υπολογίζει την αμοιβή σας.]
Προφανώς οι αμοιβές καθορίζονται πολυπαραγοντικώς: από το πόσο σπάνια είναι η γλώσσα μετάφρασης και πόσοι, συνεπώς, μεταφραστές της υπάρχουν στην Ελλάδα· από το πόσο καλός και έμπειρος είναι ένας μεταφραστής· από το πόσο δύσκολο είναι το πρωτότυπο κείμενο, το πόσο γρήγορα απαιτεί την παράδοσή του ο εκδότης. Με λίγα λόγια: σύμφωνα με τους γνωστούς κανόνες ανταγωνισμού της αγοράς.
«Η πραγματικότητα είναι ότι η λογοτεχνική μετάφραση δεν πληρώνεται επαρκώς», λέει η Χριστίνα Θεοχάρη. «Από τη μία υπάρχει μια πληθώρα μεταφραστών στις συνήθεις γλώσσες –αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά–, που όχι μόνο δημιουργεί υπερπροσφορά και κατεβάζει τον μέσο όρο των αμοιβών, αλλά και τον διατηρεί χαμηλά. Από την άλλη, κάθε εκδότης που σέβεται τον εαυτό του θα ήθελε να βγει ένα καλό αποτέλεσμα στα μεταφρασμένα του βιβλία. Αλλιώς θίγεται το εμπορικό του όνομα. Δυστυχώς, τώρα τελευταία έχουμε δει αρκετές φορές να εκδίδονται κακές μεταφράσεις, γιατί πολλοί εκδότες αναγκάζονται να φρενάρουν τα έξοδά τους λόγω της μεγάλης αύξησης του κόστους του χαρτιού, ας πούμε.
»Το κόστος παραγωγής έχει γίνει δυσθεώρητο κι αυτό οδηγεί σε αύξηση της λιανικής τιμής πώλησης και σε μειωμένες αμοιβές στους μεταφραστές και τους επιμελητές, που αναγκάζονται να αναλαμβάνουν περισσότερες μεταφράσεις και, για να τις φέρουν εις πέρας σε τόσο σύντομο χρόνο, κάνουν εκπτώσεις στην προσοχή που τους αποδίδουν. Αυτή είναι όμως μια αλυσιδωτή αντίδραση, γιατί ένα κακομεταφρασμένο ή κακά επιμελημένο βιβλίο θα στενοχωρήσει τους αναγνώστες και, αν αυτό γίνεται συστηματικά, θα αμαυρώσει το όνομα του εκδοτικού οίκου, που μετά θα έχει ακόμα λιγότερες πωλήσεις, άρα λιγότερα έσοδα για ν’ ανταπεξέλθει στα κόστη παραγωγής, και πάμε πάλι από την αρχή».
«Ολόκληρος ο χώρος του βιβλίου δεν βγάζει αρκετά χρήματα» επιβεβαιώνει η Μυρσίνη Γκανά. «Είναι σαφές ότι ούτε οι εκδότες βγάζουν όσα χρήματα θα ήθελαν να βγάζουν, ούτε λοιπόν μπορούν να διαθέσουν στους υπαλλήλους και στους εξωτερικούς συνεργάτες τους –μεταφραστές, επιμελητές κ.λπ.– όσα θα ήθελαν να διαθέσουν. Γενικότερα, όσοι ασχολούνται σήμερα με τον πολιτισμό (εκτός κάποιων εξαιρέσεων, βεβαίως) δυσκολεύονται πολύ».
Τα προγράμματα μετάφρασης και η Τεχνητή Νοημοσύνη
«Μπορεί να ακουστεί σχεδόν ιεροσυλία, αλλά, αν θες να ζήσεις από τη μετάφραση στην Ελλάδα πια –και μιλάω για τους περισσότερους μεταφραστές, που δεν αμείβονται με τις υψηλότερες τιμές της αγοράς– αναγκάζεσαι να χρησιμοποιήσεις κάπου, κάπως εργαλεία αυτόματης μετάφρασης για να μειώσεις τους χρόνους παραγωγής σου», λέει η Χριστίνα Θεοχάρη ευθύβολα. «Είτε μιλάμε για προγράμματα όπως το DeepL –ένα απείρως καλύτερο GoogleTranslate– είτε για μεταφραστικές μνήμες τύπου Trados, που μοιάζουν με επεξεργάσιμες βάσεις δεδομένων δύσκολων όρων, τους οποίους αποθηκεύουν για μελλοντική χρήση».
Μα πριν μιλούσαμε για λάθη, της λέω, και για το πώς τα λάθη στη μετάφραση καταρρακώνουν ένα κείμενο και, σε βάθος χρόνου, την ποιότητα της παραγωγής και το όνομα ενός εκδοτικού οίκου. Τέτοια προγράμματα παράγουν πάρα πολλά λάθη και γλωσσικές δυσκαμψίες.
«Πρέπει λοιπόν ο μεταφραστής να τα χρησιμοποιεί για διευκόλυνση και όχι για αντικατάσταση της δικής του δουλειάς. Μπορεί, ας πούμε, να κάνει σε αυτά το πρώτο χέρι μιας τεχνικής μετάφρασης και μετά, πάντα, να το διορθώσει. Εφόσον δεν γίνεται κατάχρησή τους, θεωρώ την υποστήριξή τους εντελώς θεμιτή και, εντέλει, με τέτοια οικονομική και χρονική πίεση που υπάρχει, μονόδρομο. Άσε που τέτοια εργαλεία αφήνουν στους μεταφραστές χρόνο και χώρο για να ασχοληθούν με άλλα κείμενα, κείμενα που έχουν επιλέξει οι ίδιοι και τα οποία δεν αναλαμβάνουν μόνο και μόνο για να μπορέσουν να ζήσουν».
Σημαίνει κάτι τέτοιο, ρωτώ τον Χριστόδουλο Λιθαρή, ότι τα μεταφραστικά προγράμματα και η ΤΝ μπορούν να απειλήσουν το επάγγελμα του μεταφραστή;
«Δεν ξέρω», απαντάει. «Είναι νωρίς για να αποφανθούμε κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει ολική καταστροφή του επαγγέλματός μας, αλλά βλέποντας τα πρώτα βήματα που γίνονται με τη χρήση –και την κατάχρηση– της ΤΝ, νιώθω ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο για πολλή και πρόχειρη δουλειά, ειδικά σε τεχνικές μεταφράσεις, υποτιτλισμούς κ.λπ. – για να γίνει δηλαδή κακή χρήση των εργαλείων ώστε να διευκολύνονται οι εταιρείες παρά να επωφελείται το ίδιο το κείμενο ή το έργο».
«Ούτε εγώ νιώθω ότι μπορώ να κάνω μια ασφαλή πρόβλεψη», συμπληρώνει η Μυρσίνη Γκανά. «Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν πάντα πράγματα για τα οποία θα χρειάζεται αυτό που λέμε “ανθρώπινο χέρι”, είτε πρόκειται για μετάφραση είτε για επιμέλεια κειμένων. Πάντως σίγουρα θα υπάρξουν προσπάθειες να αντικατασταθούμε, για να το πω απλά. Εκεί που δε φοβάμαι είναι στη μετάφραση της ποίησης: την ποίηση τη διαβάζουμε για να συνδεθούμε με έναν άλλο άνθρωπο· δεν πιστεύω ποτέ πως οποιαδήποτε ΤΝ θα φτάσει να αποτελέσει τέτοια γέφυρα σύνδεσης και κατανόησης».
Με τη Μυρσίνη συμφωνεί και ο Παναγιώτης Αρβανίτης: «Θεωρώ ότι η λογοτεχνία έχει μια ελλειπτικότητα που την κάνει να μπορεί να ξεφεύγει από την τεχνολογία. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό ικανότητας μπορεί να φτάσει η ΤΝ, αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει όλα τα κρυφά νοήματα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Ειδικά στην ποίηση, το θεωρώ αδύνατο η ΤΝ να φτάσει σε σημείο να κάνει πολύ πετυχημένες μεταφράσεις, επειδή τα κενά και οι σιωπές της ποίησης είναι πιο πυκνά από το ίδιο το κείμενό της. Αυτό είναι κάτι που η ΤΝ δεν μπορεί να κατανοήσει».
Η είσοδος στο επάγγελμα του μεταφραστή
Εντάξει, λοιπόν, ας πούμε ότι, παρ’ όλη την προσαρμογή που μπορεί να κληθούμε να κάνουμε χρησιμοποιώντας υποστηρικτικά τα διάφορα μεταφραστικά προγράμματα, και παρόλη την οικονομική επισφάλειά του, το επάγγελμα του μεταφραστή λογοτεχνίας (και δη ποίησης) τουλάχιστον δεν κινδυνεύει άμεσα. Πώς όμως μπορεί να ξεκινήσει κανείς σε αυτό;
Η δική μου εμπειρία –καταλαβαίνω από τις απαντήσεις των συναδέλφων μου– δεν είναι και τόσο σπάνια όσο νόμιζα. Μπορεί, δε, να συνοψιστεί σε δύο παράγοντες: εξειδίκευση και τύχη.
Όταν πρωτοαπευθύνθηκα στις εκδόσεις Πόλις, ήταν για να πουλάω βιβλία στο βιβλιοπωλείο τους. Όμως ο εκδότης Νίκος Γκιώνης είδε από το βιογραφικό μου ότι μιλούσα νορβηγικά και μου ζήτησε να κάνω ένα δείγμα μετάφρασης. The rest is history, που λένε. Και κάπως έτσι έγινε και στην περίπτωση του Σωτήρη Σουλιώτη που, θέλοντας διακαώς να γίνει μεταφραστής, άρχισε από το μακρινό 1996 να στέλνει αιτήσεις σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, συνοδευόμενες από ένα μεταφραστικό δείγμα κάποιου δανέζικου κειμένου που αγαπούσε πολύ. «Δεν έλαβα καμία απάντηση», μου λέει. «Μέχρι που κάποια στιγμή επικοινώνησαν μαζί μου οι εκδόσεις Ψυχογιός, γιατί ήθελαν μεταφραστή από τα δανέζικα για ένα άλλο βιβλίο, του Πέτερ Χόε. Ε, και μετά απ’ αυτή τη μετάφραση, ήταν λες και το όνομά μου ως μεταφραστή από τα δανέζικα εμφανίστηκε στην αγορά κι οι δουλειές άρχισαν να έρχονται».
Το ίδιο, θυμάμαι, συνέβη και σε φίλη μεταφράστρια φινλανδικών και ισλανδικών. Είναι λες και, όταν κάποιος μιλάει μια σπάνια γλώσσα, πέφτει σύρμα στην αγορά κι όσοι θέλουν να την εκδώσουν από το πρωτότυπο (από τις σκανδιναβικές και βόρειες χώρες σχεδόν πάντα με επιχορήγηση) σπεύδουν να επικοινωνήσουν μαζί του/της.
Η εξειδίκευση, όμως, δε χρειάζεται να αφορά μόνο την ίδια τη γλώσσα. Ο Χριστόδουλος Λιθαρής ήταν λάτρης της επιστημονικής φαντασίας. Γνώριζε, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα υπήρχαν μικροί εκδοτικοί οίκοι με την ίδια πετριά μ’ εκείνον και, με δική του πρωτοβουλία, άρχισε να τους στέλνει δοκιμαστικά μεταφρασμένων κειμένων. «Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό», λέει. «Είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός από μια γλώσσα όπως τα αγγλικά, αλλά αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, αν κάνεις καλές κι ενδιαφέρουσες προτάσεις για συγγραφείς και κείμενα που λατρεύεις κι αν επιμείνεις, με μια καλή στόχευση κι επιλογή, μπορείς να μπεις στην αγορά».
Ο Παναγιώτης Αρβανίτης θυμάται ότι, παράλληλα με τη δική του ποιητική δημιουργία, έκανε μεταφράσεις ως πάρεργο, σαν άσκηση. «Ξέρεις, το να μεταφράζεις άλλους είναι το καλύτερο εργαστήρι δημιουργικής γραφής». Άργησε να τις δημοσιεύσει: «Η δική μου ποίηση ήταν δική μου, λογοδοτούσα μόνο σ’ εμένα. Όταν το κείμενο ανήκε σε άλλον όμως, φοβόμουν ότι δεν ήμουν αρκετά καλός, ένιωθα τεράστια ευθύνη». Η προϋπάρχουσα έκθεσή του στον εκδοτικό χώρο, όμως, τον βοήθησε να βρει ανθρώπους που τον άκουσαν, διάβασαν τις προτάσεις του και τα δείγματα μετάφρασής του και του έδωσαν τις πρώτες του ευκαιρίες.
Οι δυσκολίες της ίδιας της μετάφρασης
Τι σας δυσκολεύει στο επάγγελμά σας αυτό καθαυτό κι όχι πια περιφερειακά; ρωτώ τους συναδέλφους μου.
«Τα κακογραμμένα πρωτότυπα κείμενα», λέει χωρίς δισταγμό η Μυρσίνη Γκανά. «Τα κακογραμμένα βιβλία είναι τα πιο δύσκολα απ’ όλα. Γιατί, όσο στριφνό ή αφηρημένο κι αν είναι ένα καλογραμμένο κείμενο, πάντα θα βγει, πάντα θα πετύχεις τη μετάφρασή του – και πάντα με τεράστια ικανοποίηση. Τα κακογραμμένα πρωτότυπα με παιδεύουν αφάνταστα, γιατί με φέρνουν αντιμέτωπη με το δίλημμα αν πρέπει ουσιαστικά να τα ξαναγράψω και να τα “σώσω”, ή αν δεν πρέπει να τα ξαναγράψω, αλλά να τ’ αφήσω να εκτεθούν. Και μαζί να εκτεθώ κι εγώ, παρόλο που η πηγή του κακού αποτελέσματος δεν είμαι εγώ».
«Για εμένα μεγαλύτερη πρόκληση είναι η απόδοση της ομοιοκαταληξίας», απαντά ο Σωτήρης Σουλιώτης. «Αν το πρωτότυπο έχει παραδοσιακή ομοιοκαταληξία, πιστεύω ότι και το μεταφρασμένο κείμενο πρέπει να έχει. Συνεπώς, όταν καταφέρνω να αποδώσω στα ελληνικά –ή στα δανέζικα από τα ελληνικά, μιας και κάνω και αντίστροφη μετάφραση– ένα ποίημα με ομοιοκαταληξία και μέτρο, νιώθω φοβερά ικανοποιημένος».
Για τον Παναγιώτη Αρβανίτη η μεγαλύτερη δυσκολία είναι οι πολιτισμικές αποχρώσεις της ισπανικής από χώρα σε χώρα: «Μιλάμε για 20 διαφορετικές χώρες και κάθε χώρα έχει τις δικές της λέξεις, φράσεις, λογοπαίγνια και πολιτισμικές αναφορές. Εγώ εξειδικεύομαι στα δύο γεωγραφικά άκρα, το Μεξικό –με τις τεράστιες πολιτισμικές και γλωσσολογικές επιρροές από τις ΗΠΑ– και την Αργεντινή, με την τεράστια παράδοση του Μπόρχες. Όμως όταν μεταφράζω κάποιον Βολιβιανό, ας πούμε, συγγραφέα, πρέπει να κάνω ειδική έρευνα για την ιστορία της χώρας, για την κουλτούρα της και τα λοιπά, που μπορεί να διαφέρουν εντελώς από τις πολιτισμικές συντεταγμένες της Αργεντινής ή του Μεξικού, παρά τη χρήση της ίδιας γλώσσας».
Η μετάφραση των Ελλήνων στο εξωτερικό
Δύο από τους τέσσερις συναδέλφους μου μεταφραστές κάνουν και αντίστροφη μετάφραση: από τα ελληνικά στα δανέζικα (ο Σωτήρης Σουλιώτης) και από τα ελληνικά στα ισπανικά (ο Παναγιώτης Αρβανίτης).
Ο Παναγιώτης, που ασχολείται με αυτήν καθαρά ερασιτεχνικά, θεωρεί ότι είναι μια δύσκολη πίστα, που σου αποκαλύπτει σε πιο βαθμό γνωρίζεις πραγματικά και εις βάθος την ξένη γλώσσα. Ο Σωτήρης –σαφώς πιο έμπειρος– μου μεταφέρει ότι υπάρχει μεγάλο κενό κατανόησης ανάμεσα στην ελληνική και τη δανέζικη κουλτούρα και, συνεπώς, οι Δανοί επιμελητές είναι ιδιαιτέρως επεμβατικοί, ζητώντας συνεχώς διευκρινίσεις για να μπορέσουν να καταλάβουν ή αλλάζοντας πολλές φορές τη μετάφραση «για να ακούγεται καλύτερα στα δανέζικα αυτιά».
Είναι δύσκολο να βρει εκδότες για τους Έλληνες συγγραφείς που θέλει να μεταφράσει; τον ρωτώ.
«Αρκετά. Ένας λόγος είναι σίγουρα το γεγονός ότι δεν υπάρχει φερέγγυος ελληνικός κρατικός οργανισμός που θα επιχορηγήσει τις μεταφράσεις. Αλλά ο δεύτερος λόγος είναι ότι δύσκολα ένας μεγάλος δανέζικος εκδοτικός οίκος θα εξέδιδε Έλληνα λογοτέχνη, ακόμα και με επιχορήγηση. Όσες φορές το έχω προτείνει, η απάντηση ήταν πάντα αρνητική. Δεν ξέρω γιατί. Μπορώ να κάνω πολλές υποθέσεις, αλλά προτιμώ να μιλώ μόνο με στοιχεία: δεν θέλουν. Ευτυχώς υπάρχουν μικρότεροι, εναλλακτικοί οίκοι που εκδίδουν Έλληνες, ίσως και λόγω κάποιας ευτυχούς συγκυρίας, όποια κι αν είναι αυτή».
Το θέμα των επιχορηγήσεων είναι, φυσικά, ο περιώνυμος «ελέφαντας στο δωμάτιο» (αγγλισμός, ξέρω… ξέρω) για όσους ασχολούνται με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Πρόσφατα διάβαζα ανάρτηση της εκδότριας της Εστίας, Εύας Καραϊτίδη, από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, που μετέφερε τα λόγια του Άγγλου εκδότη Richard Village: «Δώστε μου Κύπριους συγγραφείς! Το ελληνικό κράτος δεν επιχορηγεί τις μεταφράσεις προς το εξωτερικό».
Και είναι αλήθεια: δεν το κάνει. Το περίφημο πρόγραμμα GreekLit, που στήθηκε με τις καλύτερες προϋποθέσεις όταν η Χριστίνα Θεοχάρη ήταν στο Ε.Ι.Π., βασισμένο μάλιστα στο σούπερ επιτυχημένο παράδειγμα της νορβηγικής NORLA, έχει να αποδώσει στους μεταφραστές και τους ξένους εκδότες τα χρήματα των επιχορηγήσεων που τους αναλογούν μήνες ολόκληρους, αν όχι περισσότερο. Μια εθνική ντροπή –που ελπίζουμε το νέο ΕΛΙΒΙΠ να διορθώσει το συντομότερο.
«Ίσως είναι κοινότοπη η διαπίστωση ότι το φράγμα που χωρίζει τις γλώσσες των μικρών και των μεγάλων χωρών είναι δύσκολο να γκρεμιστεί», λέει η Χριστίνα Θεοχάρη. «Το να πας τη γλώσσα της μικρής χώρας στις μεγάλες θέλει αφοσίωση κι επιμονή, και από την πολιτεία θέλει μεταφραστικά κονδύλια, συνεχείς επαφές με τους ξένους εκδότες, συνεργασίες πολιτιστικών φορέων για την προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας – τη στιγμή που εμείς τα τελευταία 20 χρόνια επιχορηγούμε μόνο περιστασιακά και αποσπασματικά, χωρίς συνεχή επαφή με μεταφραστές κι εκδότες. Ό,τι ξεκινά μένει στη μέση ή δεν προχωρά όπως θα έπρεπε».
Προσωπικά, πολύ αμφιβάλλω αν οποιοδήποτε από τα 20+ (μη αστυνομικά) βιβλία νορβηγικής λογοτεχνίας που έχω μεταφράσει θα εκδιδόταν ποτέ στα ελληνικά, αν τo Norwegian Literature Abroad (NORLA) δεν επιχορηγούσε τις μεταφράσεις μου – και πολλές φορές και την παραγωγή των βιβλίων αυτών. Για να έχουμε λοιπόν ο Σωτήρης Σουλιώτης κι εγώ δουλειά, για να μπορώ να διοργανώνω τη μηνιαία Λέσχη Ανάγνωσης Νορβηγικής Λογοτεχνίας στο βιβλιοπωλείο Ζάτοπεκ και να έρχονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι στη λέσχη, για να μεταφράζονται, να πουλιούνται και να διαβάζονται όλο και περισσότερα βιβλία νορβηγικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, έπρεπε να υπάρξει αυτός ο κομβικός οργανισμός που υποστηρίζει συνεχώς, εμπράκτως κι αδιάσπαστα εμάς τους μεταφραστές και τους εκδότες μας, καθώς και τους Νορβηγούς συγγραφείς στα ταξίδια τους και στις εκδηλώσεις προς τιμήν τους, καθώς και στη διαφήμιση του έργου τους. Τέτοιος οργανισμός στην Ελλάδα, για την ώρα, είναι όνειρο καλοκαιρινής νυκτός.
Λέγαμε πριν πως ο καλός μεταφραστής είναι αόρατος. Με την καλή έννοια. Δυστυχώς, στην Ελλάδα είναι αόρατος και με την κακή έννοια: συχνά οικονομικά και χρονικά υπερ-ζορισμένος, αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα της δύσκολης ελληνικής εργασιακής καθημερινότητας. Ένας αφανής ήρωας, που πολλές φορές έχει δουλειά μόνο και μόνο επειδή ξένοι φορείς επιχορηγούν την αμοιβή του και μειώνουν έτσι τα κόστη των Ελλήνων εκδοτών. Ας μην είμαστε αγνώμονες ως προς αυτό. Ας μη σιωπούμε όμως κιόλας.