- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η παρθένος στον κήπο: Μυθιστόρημα με βρετανικό χιούμορ
Η Α. Σ. Μπάιατ ζωντανεύει τη μεγάλη διανοητική και ηθική μεταβολή που συντελείται στην Ευρώπη, στην αυγή της δεκαετίας του ’60.
Αναγνώστης με αιτία: «Η παρθένος στον κήπο» της Α. Σ. Μπάιατ. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις
«Ο Αλεξάντερ βρέθηκε μόνος του έξω από την εκκλησία, να περιμένει το αυτοκίνητο με τις λευκές κορδέλες που θα επέστρεφε να τον πάρει. Ένιωθε ευτυχισμένος. Ένιωθε Άγγλος. Οι καμπάνες ηχούσαν με το καθαρό, περιορισμένο, επαναλαμβανόμενο ιδίωμά τους· οι νότες κυλούσαν η μία πάνω στην άλλη, η επόμενη προλαβαίνοντας την προηγούμενη, πριν σβήσει. Το γρασίδι ανάμεσα στους τάφους, γεμάτο μαργαρίτες, ήταν απαλό και σιωπηλό. Ο Αλεξάντερ ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τους μοναχικούς περιπάτους σε τέτοια μέρη, πράσινα, ασάλευτα, μαρμαρωμένα, άνθρωπος που πλημύριζε από ευλάβεια στα προαύλια των εκκλησιών και συγκινούνταν με τις χορταριασμένες, διαβρωμένες από τη βροχή, μαυρισμένες ταφόπλακες που έγερναν ξεθεμελιωμένες στα κιγκλιδώματα και στους τοίχους. Τα κοιμητήρια τον ηρεμούσαν, έβγαζαν τον καλύτερο εαυτό του. Ακολούθησε ένα μονοπάτι κάτω από σκούρους, ανθισμένους ιτάμους. Ο Τέννυσον είχε γράψει ότι οι ίταμοι –οι αρσενικοί τουλάχιστον–, που φύτρωναν χωριστά, έβγαζαν σύννεφα από γύρη αν τους χτυπούσες. Από πλήξη ή από περιέργεια, ο Αλεξάντερ έδωσε ένα τυχαίο χτύπημα σ’ ένα θάμνο και είδε ότι πράγματι έτσι συνέβαινε, ένας ζωντανός καπνός ανέβαινε στον ασάλευτο καλοκαιρινό αέρα, στριφογύριζε αργά, και κατακάθιζε στο γυαλιστερό ύφασμα του κοστουμιού του».
Κάπως έτσι, όμοια με τον ήρωα της Α. Σ. Μπάιατ στο βιβλίο «Η παρθένος στον κήπο», αλλά μεγαλύτερος στα χρόνια, τριγυρνούσα κι εγώ ανάμεσα στις ταφόπλακες του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών εκείνη την αλλόκοτη περίοδο του Covid. Μονάχα που αντί για σύννεφα γύρης από ανθισμένους ίταμους, γύρω μου πετούσαν σύννεφα από κουνούπια που απέφευγαν επιδέξια το ανέμισμα των χεριών μου και προσγειώνονταν μόλις έβρισκαν την ευκαιρία στο ξυρισμένο μου κρανίο. Όπως κι ο Αλεξάντερ –συγγραφέας κι αυτός– περιφερόμουν κάτω από τα δυσοίωνα κυπαρίσσια, διάβαζα τις επιγραφές στις επιτύμβιες στήλες και συλλογιζόμουν τη ματαιότητα αυτού του κόσμου (βοηθούσαν και οι σκηνές στην τηλεόραση από τα φέρετρα των θυμάτων της επιδημίας). Στεκόμουν για λίγο μπροστά στην Κοιμωμένη του Χαλεπά, έφτανα μέχρι τον απέριττο τάφο του Ελύτη και στεκόμουν ευλαβικά μπροστά στο μνήμα του Κολοκοτρώνη. Αχ, εκείνες οι ανθοστήλες με τα μαραμένα λουλούδια. Εκείνο το τριζοβόλημα των χαλικιών κάτω από τα πόδια. Τα λαμπρά κενοτάφια, η γλυκερή μυρωδιά της σήψης… Πάντα έβρισκα ιδιαίτερη απόλαυση στο «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε και τη θρηνητική επωδό του, «Nevermore»!
Θέλω να πω, το μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέως, που γεννήθηκε πριν 88 χρόνια και πέθανε πέρυσι, μικρή μονάχα σχέση έχει με τα νεκροταφεία. Αντιθέτως, βρίθει βρετανικού χιούμορ και στέρεης δομής που θυμίζει Ντίκενς ή –κάπως πιο εξεζητημένα– Χώθορν. Περιγράφει την ιστορία μιας ιδιόμορφης οικογένειας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στην Αγγλία. Ο πατέρας, καθηγητής της λογοτεχνίας στο τοπικό σχολείο, έχει δυο κόρες που συχνά πυκνά τον βγάζουν από τα ρούχα του –όχι στην κυριολεξία– με τις επιλογές τους, κι έναν γιο που έχει ξεφύγει, εντελώς παραδομένος σε πειράματα μεταφυσικής επιστημοσύνης – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Την ίδια στιγμή, ο κεντρικός ήρωας, ο νεαρός συγγραφέας Αλεξάντερ, σκίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων (που θα έλεγε κι ο ποιητής) έχοντας για μπούσουλα την αγάπη του για τον Σαίξπηρ και το γυναικείο φύλο.
Εύγε στην Κατερίνα Σχινά για τη μετάφραση και στις εκδόσεις Πόλις που για ακόμη μία ακόμη φορά βγάζουν ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.