Βιβλιο

Τζόζεφ Στίγκλιτζ: Ο δρόμος για την ελευθερία

Το καινούργιο βιβλίο του νομπελίστα οικονομολόγου είναι χρήσιμο για τους Αμερικανούς, αλλά «αυτονόητο» για τους Ευρωπαίους

A.V. Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζόζεφ Στίγκλιτζ: Παρουσίαση του βιβλίου του «Ο δρόμος για την ελευθερία»

Το 1944 ο Αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ, που τότε είχε μεταναστεύσει στη Βρετανία, ανησυχούσε για τις ιδέες των αριστερών συναδέλφων του. Πίστευε πως με την πολιτική τους φιλοσοφία διέπρατταν το ίδιο λάθος με τον φασισμό που είχε καταστρέψει την πατρίδα του. Στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» έγραφε ότι ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας θα οδηγούσε στην τυραννία: ο Χάγιεκ δεν έβλεπε τον φασισμό ως αντίδραση στην προοδευτική σοσιαλδημοκρατία, αλλά ως το φυσικό καταληκτικό σημείο της.

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον, καταπιάνεται με αυτήν την ιδέα στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς την ελευθερία» που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ: πρόκειται για μια απάντηση του στο έργο του Χάγιεκ και του ελευθεριακού Μίλτον Φρίντμαν. O Στίγκλιτζ πιστεύει —όπως οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες— ότι στην τυραννία δεν οδηγεί η «υπερβολική κυβέρνηση» αλλά ο νεοφιλελευθερισμός ο οποίος προσφέρει γόνιμο έδαφος στους λαϊκιστές. Η σοσιαλδημοκρατία, με τον ρόλο που εξασφαλίζει στο κράτος, δημιουργεί πιο ελεύθερες, πιο εύρωστες, κοινωνίες που είναι ανθεκτικές σε αυταρχικές ηγεσίες όπως εκείνη του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Το λάθος που έκαναν ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν, και το οποίο έχουν επαναλάβει από τότε οι θαυμαστές τους, επεκτείνεται σήμερα πέραν των ορίων της οικονομίας: αφορά επίσης την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, των επιδημιών και γενικά τη δημόσια υγεία και την ευημερία όλων. Αν ο Χάγιεκ και ο Φρίντμαν περιορίζουν τον ρόλο του κράτους στην εθνική άμυνα και στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας (μέσω της αστυνομίας), ο Στίγκλιτζ το επεκτείνει στα ευρωπαϊκά του όρια επιχειρηματολογώντας υπέρ του μηχανικού προνοίας και της κρατικής, «συλλογικής» ιδιοκτησίας των μεγάλων υποδομών και των επενδύσεων. Η προσέγγιση laissez-faire, γράφει, δημιουργεί υπερβολές της αγοράς και παράπλευρες απώλειες δικαιωμάτων: η ελευθεριακή δεξιά πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του επιχειρείν αλλά ταυτοχρόνως είναι πουριτανική και αυταρχική. Ο Στίγκλιτζ επισημαίνει τους ψυχολογικούς περιορισμούς που επιβάλλει η αγορά: η διαφήμιση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περιορίζουν τις προοπτικές των πολιτών, μειώνοντας την ικανότητά τους να κάνουν επιλογές· το laissez faire αφήνει «ελεύθερους» όσους προσπαθούν να μας εξαπατήσουν ή να προωθήσουν μια πολωτική και διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας.

Ο Στίγκλιτζ έχει δίκιο, αλλά το βιβλίο του δεν κομίζει τίποτα καινούργιο για τους Ευρωπαίους: είναι μια απαρίθμηση των γνωστών επιχειρημάτων υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας και του ρόλου της κυβέρνησης στον μετριασμό της ασυδοσίας της αγοράς. Εξάλλου, οι προβλέψεις του Χάγιεκ έχουν διαψευστεί από μόνες τους, εδώ και πολύ καιρό: τα μεταπολεμικά κράτη πρόνοιας δεν οδήγησαν σε τυραννία· αντιθέτως, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η ελευθερία των ανθρώπων διευρύνθηκε. Όχι μόνο καταργήθηκε η λογοκρισία —π.χ. οι νόμοι για την δημόσια αιδώ και τη βλασφημία— αλλά το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, ο φεμινισμός και η απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων εξασφάλισαν το ότι περισσότεροι άνθρωποι είχαν πρόσβαση σε πλήρη δικαιώματα. Από την άλλη πλευρά, ο νεοφιλελευθερισμός ευνόησε ηγεσίες όπως εκείνη του Τραμπ, οι οποίες στηρίχτηκαν σε «ελεύθερα» ΜΜΕ όπως το Fox News που έχουν δικαίωμα να μεταδίδουν ψέματα και προπαγάνδα.

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, 81 ετών σήμερα, τιμήθηκε το 2001 με το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών για την έρευνά του στην ανάλυση των αγορών που χαρακτηρίζονται από ασύμμετρη πληροφόρηση. Έχει επικρίνει την παγκοσμιοποίηση, τη λειτουργία των ελεύθερων αγορών και τον ρόλο των διεθνών οικονομικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του «Το τίμημα της ανισότητας», «Ο θρίαμβος της απληστίας», «Η μεγάλη αυταπάτη», «Σοσιαλισμός προς ποια κατεύθυνση;» και «Οικονομική του δημόσιου τομέα».