Βιβλιο

Ο Α.Π. της Μαρίας Σαββάκη: Σαν παλιό σινεμά

Ένα αφήγημα της γνωστής ποιήτριας και πεζογράφου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 932
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ο Α.Π.» της Μαρίας Σαββάκη: Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι

Έπειτα από δύο ποιητικές συλλογές («Σε χρόνους δύο» και «Ο ποιητής») και δύο συλλογές διηγημάτων («Καθρέφτες» και «Ταξίδια με τον λύκο μου»), η Μαρία Σαββάκη επανέρχεται με το υβριδικό «Ο Α.Π.», που ως είδος κατατάσσεται μεταξύ πρόζας και ποιητικής γραφής, κάτι που του προσδίδει διπλή αξία ή/και δυνατότητα ανάγνωσης. Όμως, σύμφωνα με τη συγγραφέα, το βιβλίο «Ο Α.Π.» είναι μάλλον «αφήγημα». Εγώ εντέλει θα προτιμούσα τον όρο «ποιητική πρόζα», αφού ρέπει προς μια πολύ πιο ελκυστική ως είδος ποιητική λογοτεχνία, που δεν της επιτρέπεται να υποκριθεί κάτι άλλο, πιο πεζό και πιο ευπώλητο. Αν, μάλιστα, μου επιτρέπεται να επιχειρήσω μια αναλογία, θα το έβρισκα συγγενικό με ορισμένα γραπτά (όχι μυθιστορήματα) της Μαργκερίτ Ντιράς (όπως π.χ. το μη μεταφρασμένο «L'Été 80»), όπου το πολύ προσωπικό συμπλέκεται με το γενικό πολιτικό, και το αποτέλεσμα δεν είναι σύνθεση σπασμένων εικόνων (όπως στη Σαββάκη), αλλά ένα συνεχές travelling, ίσως μάλιστα και μονοπλάνο (όπως στην Ντιράς). Τελικά, αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης-θεατής εξαρτάται από τις επιλογές στο μοντάζ, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον κινηματογράφο.

Επί της ουσίας τώρα: Ο όρος Αριστερά υπάρχει και πριν και μετά τον Εμφύλιο, με διαφορετικούς χρωματισμούς, εντάσεις και εκτονώσεις, και συγχέεται για λόγους κυρίως συγκυρίας με την προοδευτική, δημοκρατική, αντιμοναρχική κτλ. παράταξη, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται μαζί τους. Το ίδιο και οι αριστεροί: είναι δύσκολο να τους ορίσεις επιστημονικά. Είναι περισσότερο αντίπαλοι της άλλης πλευράς, είναι η άλλη όψη μιας κοινωνίας η οποία σπαράσσεται από πολέμους, κρίσεις και γεωπολιτικές αστάθειες, διατηρώντας όμως αρκετά στοιχεία από αυτό που κατά τη μαρξιστική παράδοση ονομάστηκε «ταξική διάρθρωση». Τάξεις υπήρχαν, όχι όμως τόσο διακριτές όσο θα ήθελε η θεωρία, για τον λόγο ότι η εθνική ρευστότητα δεν τις αφήνει να κατασταλάξουν και να παγιωθούν και δεν τους επιτρέπει βεβαίως να αποκτήσουν διαρκή πολιτική εκπροσώπηση. Για την κομμουνιστική Αριστερά τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και η κατάταξη δυσκολότερη. Υπάρχουν οι ορθόδοξοι (ζαχαριαδικοί, κολλιγιανικοί, σοβιετόφιλοι κτλ.), στους οποίους αργότερα έρχονται να προστεθούν οι αναθεωρητές, οι τροτσκιστές και οι κινεζόφιλοι. Στη μικρή κλίμακα, στην κλίμακα των καθημερινών ανθρώπων με τους οποίους συνδιαλέγεται το βιβλίο της Μ.Σ., οι διαφορές αυτές είναι ήσσονος σημασίας ή και δεν εκφράζονται καθόλου, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (όπως είναι τα γραφεία της Ασφάλειας).

Σε γενικές γραμμές όμως, η Αριστερά είναι εκτός νόμου, είτε πρόκειται για την περίοδο του Μεταξά είτε για την Αντίσταση είτε για τον Εμφύλιο είτε για τα χρόνια αμέσως μετά τις εκκαθαρίσεις είτε –τέλος (;)– για την κυβέρνηση της Χούντας. Οι αριστεροί ακολουθούν κι αυτοί τη μοίρα της Αριστεράς, κομμουνιστικής ή όχι, αν και σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής τους πορείας οι δεξαμενές ταυτίζονται (π.χ. περίοδος της ΕΔΑ).

Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στο βιβλίο είναι πως η συγγραφέας, ενώ εμμέσως πρωταγωνιστεί διά του Αριστερού Πατέρα (Α.Π.) και των τελείως προσωπικών στιγμών και αναμνήσεων, εντούτοις κρατάει μια «πολιτική» απόσταση και δείχνει να την ενδιαφέρει περισσότερο ο συναισθηματικός αντίκτυπος στη ζωή της και στη ζωή των άλλων από αυτή την περιπέτεια (εννοώ την περιπέτεια της Αριστεράς), όπως και η προσπάθεια όλα τα παραπάνω να αποτυπωθούν σε εικόνες, αν και κατά το πλείστον αυτές βγαίνουν «κουνημένες» λόγω της χρονικής απόστασης και των διαμεσολαβήσεων στη διάρκεια των αφηγήσεων. Έτσι, συγκροτείται και συντηρείται μια «νεωτερική μυθολογία» με τον Έλβις Πρίσλεϊ στο εξώφυλλο να κραδαίνει τη σημαία της επανάστασης.  

Ο «Α.Π.» της Μαρίας Σαββάκη εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, χρονικά, τοπικά και ιδεολογικά. Για λόγους όχι τελείως άσχετους με την παραπάνω εισαγωγή, η οικογένεια της συγγραφέως καταφεύγει στη δεκαετία του 1950, και κατοικεί, σε μια περιοχή βόρεια του σημερινού Βύρωνα της μείζονος Αθήνας, της οποίας όμως ο ζωτικός πυρήνας βρίσκεται στο Παγκράτι ή στο Βατραχονήσι, όσο ακόμα υπήρχε ο Ιλισσός. Πέραν του συνοικισμού του Παγκρατίου με την ατελή του αστική συγκρότηση εκτείνεται η ύπαιθρος της Αττικής, η δυτική δηλαδή πλευρά του Υμηττού, χωρίς δέντρα, με λίγα χαμομήλια και ραδίκια. Το κάτω όριο του Παγκρατίου είναι ο ποταμός, ο οποίος χωρίζει και τους δύο παράλληλους και μη διασταυρούμενους κόσμους: την περιοχή των ανακτόρων και τα κυβερνητικά μέγαρα από τη μια μεριά και την περιοχή, από την άλλη, όπου μια εξορισμένη πλέον από την Ιστορία μικροαστική και εργατική τάξη προσπαθεί να μαζέψει τα συντρίμμια της. Προφανώς κάνουμε την υπόθεση ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι Αριστεροί, βλέπουν στον κινηματογράφο Παλλάς το «Όταν πετούν οι γερανοί», κρύβουν την εφημερίδα στην απομέσα τσέπη, συναντούν κρυφά ομοϊδεάτες στις γωνίες των δρόμων (μακριά από το άγρυπνο μάτι του περιπτερά), ανταλλάσσουν άχρηστα πλέον μυστικά και παίζουν πρέφα στο Καφενείον η Ελλάς στην πλατεία Πλαστήρα. Τέκνα της «ήττας», που προσπαθούν να ορθοποδήσουν οικονομικά, επαγγελματικά, αλλά κυρίως ηθικά. Εξ αντικειμένου, όμως, το τελευταίο αποδεικνύεται το πιο δύσκολο, καθώς διαρκώς τους το θυμίζουν τα σποραδικά γράμματα των συγγενών από το Παραπέτασμα και οι «αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού», δηλαδή όλη αυτή η μνήμη που τους ακολουθεί και θα τους ακολουθεί μέχρι που να πεθάνουν.

Και τα παιδιά τους; (Μεταξύ αυτών και η Μαρία Σαββάκη). Στέκουν κι αυτά αμήχανα απέναντι σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ασυνάρτητα, υπογραμμίζοντας φράσεις από το παρελθόν και κάνοντας ερωτήσεις που δεν παίρνουν ποτέ απάντηση. Ο Α.Π. αποσύρεται σιγά σιγά από το προσκήνιο της Ιστορίας, διακριτικά και μ’ ένα «πικρό χαμόγελο», ενώ πίσω του πέφτει η αυλαία. Όταν θα ξανανοίξει, ο Ιλισσός θα έχει ήδη μπαζωθεί, η «Αντριάνα» του άσματος από πλύστρα θα έχει γίνει πόρνη πολυτελείας, η οδός Φρύνης θα έχει χαθεί μέσα στις πολυκατοικίες της συμφοράς, το παλιό σπίτι με το πηγάδι και τον πυράκανθο θα έχει ισοπεδωθεί, η οδός Ευτυχίδου θα έχει γεμίσει σουβλατζίδικα και Vodafone, ο γιαουρτάς, ο παπλωματάς και ο αρκουδιάρης θα έχουν αποδημήσει, ο Καραμανλής θα έχει ξηλώσει και το τελευταίο τραμ (Κυψέλη - Παγκράτι) και το Καφενείον θα έχει γίνει καφετέρια.

Όσο για μας (hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère), διαβάζουμε το βιβλίο της Μ.Σ «Ο Α.Π.» με μια δόση νοσταλγίας αλλά και πλήρους αδυναμίας να γυρίσουμε την ταινία προς τα πίσω, να δούμε τις κρίσιμες λεπτομέρειες που μας διέφυγαν και να βρούμε την άκρη του νήματος στα πανεπιστήμια και την κοινωνική ψυχανάλυση. Διστάζουμε, ίσως και να μετανιώνουμε, όπως «Ο τρελός Πιερό» στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, αλλά αργά ή γρήγορα θα αφεθούμε να μας παρασύρει το θολό ρεύμα στα ρηχά μιας πλήρως αναντίστοιχης –ως προς τις προσδοκίες–, φτηνής Μεταπολίτευσης.

Σημείωμα του εκδότη

Μια αυτοβιογραφική καταγραφή και παράλληλα μια καταγραφή της οικογενειακής ιστορίας και της ιστορικής περιόδου που καλύπτει τα χρόνια από την Αντίσταση έως τις μέρες μας, μέσα από τις διαφορετικές γενιές. Με τρόπο αφαιρετικό και ποιητικό τα γεγονότα δίνονται με διάφορα φλας-μπακ, με κυρίαρχη τη μορφή του πατέρα και επίκεντρο τη σχέση με την κόρη του, που είναι η αφηγηματική φωνή. Εξαιρετική ιδέα και ο τρόπος που τη χειρίστηκε η συγγραφέας. Δεν περιττεύει τίποτα και δεν υπάρχουν αδύναμα μέρη.