Βιβλιο

Σαν σήμερα: Ο Αλμπέρ Καμύ, ο Ξένος και το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1957

Η διαχρονική σαγήνη ενός από τα πλέον διαβασμένα μυθιστορήματα στον κόσμο

Δημήτρης Καραθάνος
29’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σαν σήμερα 17 Οκτωβρίου 1957 ο Αλμπέρ Καμύ τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για τον Ξένο - Η βράβευσή του σε ηλικία μόλις 44 ετών και η ιστορική ομιλία του.

Πρώτο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ, ο Ξένος αποτελεί το μανιφέστο ολόκληρου του έργου του, αλλά και το μυθιστόρημα για το οποίο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας σαν σήμερα, 17 Οκτωβρίου 1957.

64 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 46 ετών, ο Αλμπέρ Καμύ εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες και η βιβλιογραφία του θα βρίσκει πάντοτε καινούργιο κοινό για μια πλειάδα λόγων, ενίοτε εξωλογοτεχνικών: Επειδή έδειχνε τόσο κουλ με την καμπαρντίνα και το μόνιμο τσιγάρο του, επειδή οι Cure έγραψαν τραγούδι εμπνευσμένο από τον Ξένο, (Killing an Arab) επειδή τόσο ο ίδιος όσο και ο Σαρτρ ήταν υπαρξιστές που συγκρούστηκαν για τις ιδέες τους, επειδή ως αλγερινής καταγωγής τέκνο της φτωχολογιάς με περίσσεια μαχητικότητας στοχεύει αλάνθαστα στην ασυμβίβαστη φύση των νέων.

«Η ανωτερότητα του συγγραφέα βρίσκεται στην αντίσταση που προβάλλει στην καταπίεση, άρα στην αποδοχή της μοναξιάς», έλεγε ο ίδιος. Έχοντας συντηρήσει τον εαυτό του κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργαζόμενος σε μια φίρμα αυτοκινήτων και στον κλάδο των ναυτιλιακών, πολιτικός δημοσιογράφος, ενεργός στη γαλλική Αντίσταση, πρώην τερματοφύλακας, ο Αλμπέρ Καμύ υπήρξε μποέμ στη ζωή και στον θάνατο, καταθέτοντας στο μεταξύ έργο το οποίο απαντά σε ερωτήματα που θέτουμε στον εαυτό μας καθημερινά.

Με δικά του λόγια: «Εκτός από τον ήλιο, τα φιλιά και τ' άγρια αρώματα, όλα μου φαίνονται επιπόλαια».

Ο Αλμπέρ Καμύ σε δεξίωση στη γαλλική πρεσβεία της Στοκχόλμης το 1957, κατά την ημέρα της απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας © Jan Ehnemark/ Stockholms stadsmuseum/CC BY-NC-SA 2.5 SE

Ο Ξένος: Το εμβληματικό έργο του Καμύ που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας

Με τη μνημειώδη πρώτη αράδα του («Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω») ο Καμύ στον Ξένο ανοίγει τα χαρτιά του ως πεζογράφος ύψιστης κλάσης. Όλα όσα θα αναπτύξει διεξοδικότερα στο μέλλον, στην Πανούκλα, στην Πτώση, στον Πρώτο Άνθρωπο, στα διηγήματα και στα θεατρικά του, εμπεριέχονται σε αυτό το κείμενό του: Ο θάνατος, το παράλογο, η δικαιοσύνη, η εξέγερση, η απομόνωση, ο ήλιος, η μητέρα, ο χαμένος πατέρας.  

Απόσταγμα ενός συγγραφέα που συνδύασε τη λογοτεχνική σαφήνεια με την ακλόνητη πολιτική και φιλοσοφική δέσμευση, ο Ξένος έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957, «για τη σημαντική λογοτεχνική του παραγωγή, η οποία με καθαρή ειλικρίνεια φωτίζει τα προβλήματα της ανθρώπινης συνείδησης στην εποχή μας».

Λιγότερο από τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, ο κόσμος πληροφορήθηκε μουδιασμένος τα νέα του αδόκητου θανάτου του: Ο Καμύ ήταν συνοδηγός στο μοιραίο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εκδότης του, Γκαστόν Γκαλιμάρ.  

Μνημείο του Καμύ στο Villeblevin, το σημείο όπου πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 4 Ιανουαρίου 1960 © CC BY-SA 3.0

Η ομιλία του Αλμπέρ Καμύ στο δείπνο για το Νόμπελ

Η ομιλία του Αλμπέρ Καμύ στο δείπνο για το Νόμπελ στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, 10 Δεκεμβρίου 1957:

«Λαμβάνοντας τη διάκριση με την οποία η ελεύθερη Ακαδημία σας με τίμησε τόσο γενναιόδωρα, η ευγνωμοσύνη μου είναι βαθιά, ιδιαίτερα όταν αναλογίζομαι τον βαθμό στον οποίο αυτή η ανταμοιβή ξεπέρασε τις προσωπικές μου αρετές. Κάθε άνθρωπος, και για ισχυρότερους λόγους, κάθε καλλιτέχνης, θέλει να αναγνωριστεί. Το ίδιο και εγώ. Αλλά δεν μπόρεσα να μάθω την απόφασή σας χωρίς να συγκρίνω τις επιπτώσεις της με αυτό που πραγματικά είμαι. Ένας άνθρωπος σχεδόν νέος, πλούσιος μόνο από τις αμφιβολίες του και με το έργο του ακόμη σε εξέλιξη, συνηθισμένος να ζει στη μοναξιά της εργασίας ή στα καταφύγια της φιλίας: πώς να μην αισθανθεί ένα είδος πανικού στο άκουσμα της απόφασης που τον μεταφέρει ξαφνικά, μόνο και περιορισμένο στον εαυτό του, στο κέντρο ενός εκτυφλωτικού φωτός; Και με τι συναισθήματα θα μπορούσε να δεχτεί αυτή την τιμή σε μια εποχή που άλλοι συγγραφείς στην Ευρώπη, ανάμεσά τους και οι μεγαλύτεροι, καταδικάζονται σε σιωπή, και μάλιστα σε μια εποχή που η χώρα της γέννησής του περνάει μια ατέλειωτη δυστυχία;

»Ένιωσα αυτό το σοκ και την εσωτερική αναταραχή. Για να ανακτήσω την ειρήνη μου έπρεπε, εν ολίγοις, να συμβιβαστώ με μια πολύ γενναιόδωρη τύχη. Και επειδή δεν μπορώ να ανταποκριθώ σ' αυτήν βασιζόμενος απλώς στα επιτεύγματά μου, δεν βρήκα τίποτε άλλο να με στηρίξει παρά αυτό που με στήριζε σε όλη μου τη ζωή, ακόμη και στις πιο αντίθετες συνθήκες: η ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για τον ρόλο του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου μόνο να σας πω, με πνεύμα ευγνωμοσύνης και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα.

Ο Καμύ και η Λουκία της Στοκχόλμης στις 13 Δεκεμβρίου 1957, τρεις ημέρες μετά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας © Public Domain

»Για τον εαυτό μου, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου. Αλλά ποτέ δεν την έβαλα πάνω απ' όλα. Αν, από την άλλη πλευρά, την χρειάζομαι, είναι επειδή δεν μπορεί να διαχωριστεί από τους συνανθρώπους μου και μου επιτρέπει να ζω, όπως είμαι, σε ένα επίπεδο μαζί τους. Είναι ένα μέσο για να συγκινήσει τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους μια προνομιακή εικόνα των κοινών χαρών και παθών. Υποχρεώνει τον καλλιτέχνη να μην κρατιέται χωριστά- τον υποβάλλει στην πιο ταπεινή και την πιο καθολική αλήθεια. Και συχνά εκείνος που επέλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη επειδή ένιωθε τον εαυτό του διαφορετικό σύντομα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να διατηρήσει ούτε την τέχνη του ούτε τη διαφορετικότητά του αν δεν παραδεχτεί ότι είναι σαν τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατεί τον εαυτό του με τους άλλους, στη μέση ανάμεσα στην ομορφιά που δεν μπορεί να αποχωριστεί και στην κοινότητα από την οποία δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτα: είναι υποχρεωμένοι να κατανοούν παρά να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν θέση σε αυτόν τον κόσμο, μπορούν ίσως να πάρουν θέση μόνο με εκείνη την κοινωνία στην οποία, σύμφωνα με τα μεγάλα λόγια του Νίτσε, δεν θα κυβερνά ο δικαστής αλλά ο δημιουργός, είτε αυτός είναι εργάτης είτε διανοούμενος.

»Με την ίδια λογική, ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι απαλλαγμένος από δύσκολα καθήκοντα. Εξ ορισμού δεν μπορεί να θέσει τον εαυτό του σήμερα στην υπηρεσία εκείνων που γράφουν την ιστορία- βρίσκεται στην υπηρεσία εκείνων που την υφίστανται. Διαφορετικά, θα μείνει μόνος και θα στερηθεί την τέχνη του. Δεν θα τον απαλλάξουν από την απομόνωσή του όλοι οι στρατοί της τυραννίας με τα εκατομμύρια των ανδρών τους, ακόμη και αν συμπορευτεί μαζί τους. Αλλά η σιωπή ενός άγνωστου φυλακισμένου, που έχει εγκαταλειφθεί στις ταπεινώσεις στην άλλη άκρη του κόσμου, είναι αρκετή για να βγάλει τον συγγραφέα από την εξορία του, τουλάχιστον όποτε, εν μέσω των προνομίων της ελευθερίας, καταφέρνει να μην ξεχάσει αυτή τη σιωπή και να τη μεταδώσει για να την κάνει να ηχήσει μέσω της τέχνης του.

»Κανείς μας δεν είναι αρκετά σπουδαίος για ένα τέτοιο έργο. Αλλά σε όλες τις περιστάσεις της ζωής, στην αφάνεια ή στην προσωρινή φήμη, ριγμένος στα σίδερα της τυραννίας ή για ένα διάστημα ελεύθερος να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να κερδίσει την καρδιά μιας ζωντανής κοινότητας που θα τον δικαιώσει, με τη μόνη προϋπόθεση ότι θα αποδεχτεί στο όριο των δυνατοτήτων του τα δύο καθήκοντα που συνιστούν το μεγαλείο της τέχνης του: την υπηρεσία της αλήθειας και την υπηρεσία της ελευθερίας. Επειδή το καθήκον του είναι να ενώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, η τέχνη του δεν πρέπει να συμβιβαστεί με το ψέμα και τη δουλοπρέπεια που, όπου και αν κυριαρχούν, γεννούν τη μοναξιά. Όποιες κι αν είναι οι προσωπικές μας αδυναμίες, η ευγένεια της τέχνης μας θα έχει πάντα τις ρίζες της σε δύο δεσμεύσεις, που είναι δύσκολο να διατηρηθούν: την άρνηση να λέει κανείς ψέματα για αυτά που γνωρίζει και την αντίσταση στην καταπίεση.

»Για περισσότερα από είκοσι χρόνια μιας τρελής ιστορίας, απελπιστικά χαμένος όπως όλοι οι άνδρες της γενιάς μου στους σπασμούς του χρόνου, στηρίχθηκα από ένα πράγμα: από την κρυφή αίσθηση ότι το να γράφω σήμερα ήταν τιμή, επειδή αυτή η δραστηριότητα ήταν μια δέσμευση - και μια δέσμευση όχι μόνο για το γράψιμο. Συγκεκριμένα, ήταν μια δέσμευση να αντέξω, μαζί με όλους εκείνους που ζούσαν την ίδια ιστορία, τη δυστυχία και την ελπίδα που μοιραζόμασταν. Αυτοί οι άνδρες, που γεννήθηκαν στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν είκοσι ετών όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία και άρχισαν οι πρώτες επαναστατικές δίκες, που στη συνέχεια ήρθαν αντιμέτωποι ως ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, μια Ευρώπη βασανιστηρίων και φυλακών - αυτοί οι άνδρες πρέπει σήμερα να μεγαλώσουν τους γιους τους και να δημιουργήσουν τα έργα τους σε έναν κόσμο που απειλείται από την πυρηνική καταστροφή. Κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να τους ζητήσει να είναι αισιόδοξοι. Και νομίζω μάλιστα ότι πρέπει να κατανοήσουμε -χωρίς να πάψουμε να το πολεμάμε- το λάθος εκείνων που μέσα σε μια υπερβολική απελπισία διεκδίκησαν το δικαίωμά τους στην ατίμωση και βιάστηκαν να πέσουν στον μηδενισμό της εποχής. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι οι περισσότεροι από εμάς, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, έχουμε αρνηθεί αυτόν τον μηδενισμό και έχουμε επιδοθεί σε μια αναζήτηση νομιμότητας. Έπρεπε να σφυρηλατήσουν για τον εαυτό τους μια τέχνη ζωής σε καιρούς καταστροφής, προκειμένου να γεννηθούν για δεύτερη φορά και να πολεμήσουν ανοιχτά ενάντια στο ένστικτο του θανάτου που λειτουργεί στην ιστορία μας.

»Κάθε γενιά αισθάνεται αναμφίβολα ότι καλείται να μεταρρυθμίσει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει ότι δεν θα τον μεταρρυθμίσει, αλλά το έργο της είναι ίσως ακόμη μεγαλύτερο. Συνίσταται στο να αποτρέψει τον κόσμο από το να αυτοκαταστραφεί. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, στην οποία αναμειγνύονται πεσμένες επαναστάσεις, τεχνολογία που τρελάθηκε, νεκροί θεοί και φθαρμένες ιδεολογίες, όπου μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα αλλά δεν ξέρουν πια πώς να πείσουν, όπου η νοημοσύνη έχει εξευτελιστεί για να γίνει υπηρέτης του μίσους και της καταπίεσης, αυτή η γενιά ξεκινώντας από τις δικές της αρνήσεις έπρεπε να αποκαταστήσει, τόσο μέσα όσο και έξω, λίγο από αυτό που συνιστά την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου. Σε έναν κόσμο που απειλείται από τη διάλυση, όπου οι μεγάλοι μας ιεροεξεταστές κινδυνεύουν να εγκαθιδρύσουν για πάντα το βασίλειο του θανάτου, γνωρίζει ότι πρέπει, σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου ενάντια στον χρόνο, να αποκαταστήσει μεταξύ των εθνών μια ειρήνη που δεν είναι δουλεία, να συμφιλιώσει εκ νέου την εργασία και τον πολιτισμό και να ξαναφτιάξει με όλους τους ανθρώπους την Κιβωτό της Διαθήκης. Δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η γενιά θα μπορέσει ποτέ να φέρει εις πέρας αυτό το τεράστιο έργο, αλλά ήδη σηκώνεται παντού στον κόσμο στη διπλή πρόκληση της αλήθειας και της ελευθερίας και, αν χρειαστεί, ξέρει πώς να πεθάνει γι' αυτό χωρίς μίσος. Όπου κι αν βρεθεί, αξίζει να την χαιρετίζουμε και να την ενθαρρύνουμε, ιδιαίτερα εκεί όπου θυσιάζεται. Σε κάθε περίπτωση, βέβαιος για την πλήρη έγκρισή σας, θα ήθελα να μεταβιβάσω σε αυτή τη γενιά την τιμή που μόλις μου κάνατε.

»Ταυτόχρονα, αφού σκιαγράφησα την ευγένεια της τέχνης του συγγραφέα, θα έπρεπε να τον έχω τοποθετήσει στη δέουσα θέση του. Δεν έχει άλλες αξιώσεις εκτός από εκείνες που μοιράζεται με τους συναγωνιστές του: ευάλωτος αλλά πεισματάρης, άδικος αλλά παθιασμένος για τη δικαιοσύνη, κάνει τη δουλειά του χωρίς ντροπή ή υπερηφάνεια μπροστά σε όλους, δεν παύει να είναι διχασμένος ανάμεσα στη θλίψη και την ομορφιά, και αφοσιωμένος τελικά στο να αντλήσει από τη διπλή του ύπαρξη τα δημιουργήματα που προσπαθεί πεισματικά να στήσει στην καταστροφική κίνηση της ιστορίας. Ποιος μετά από όλα αυτά μπορεί να περιμένει από αυτόν ολοκληρωμένες λύσεις και υψηλά ήθη; Η αλήθεια είναι μυστηριώδης, ασύλληπτη, πάντα προς κατάκτηση. Η ελευθερία είναι επικίνδυνη, τόσο δύσκολη για να ζήσει κανείς μαζί της όσο και συναρπαστική. Πρέπει να βαδίσουμε προς αυτούς τους δύο στόχους, επώδυνα αλλά αποφασιστικά, σίγουροι εκ των προτέρων για τις αποτυχίες μας σε έναν τόσο μακρύ δρόμο. Ποιος συγγραφέας θα τολμούσε στο εξής με καλή συνείδηση να παρουσιάσει τον εαυτό του ως κήρυκα της αρετής; Για τον εαυτό μου, πρέπει να δηλώσω για άλλη μια φορά ότι δεν ανήκω σε αυτό το είδος. Ποτέ δεν μπόρεσα να απαρνηθώ το φως, την ευχαρίστηση της ύπαρξης και την ελευθερία μέσα στην οποία μεγάλωσα. Αλλά παρόλο που αυτή η νοσταλγία εξηγεί πολλά από τα λάθη και τα σφάλματά μου, αναμφίβολα με βοήθησε προς μια καλύτερη κατανόηση της τέχνης μου. Με βοηθάει ακόμα να στηρίζω αδιαμαρτύρητα όλους εκείνους τους σιωπηλούς ανθρώπους που συντηρούν τη ζωή που τους φτιάχνεται στον κόσμο μόνο μέσα από τη μνήμη της επιστροφής της σύντομης και ελεύθερης ευτυχίας.

»Έτσι, μειωμένος σε αυτό που πραγματικά είμαι, στα όρια και τα χρέη μου, καθώς και στο δύσκολο πιστεύω μου, αισθάνομαι πιο ελεύθερος, κλείνοντας, να σχολιάσω την έκταση και τη γενναιοδωρία της τιμής που μόλις μου αποδώσατε, πιο ελεύθερος επίσης να σας πω ότι θα την έπαιρνα ως φόρο τιμής προς όλους εκείνους που, συμμετέχοντας στον ίδιο αγώνα, δεν έλαβαν κανένα προνόμιο, αλλά αντίθετα γνώρισαν τη δυστυχία και τον διωγμό. Μου μένει να σας ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου και να σας δώσω δημόσια, ως προσωπική ένδειξη της ευγνωμοσύνης μου, την ίδια και αρχαία υπόσχεση πίστης που κάθε αληθινός καλλιτέχνης επαναλαμβάνει στον εαυτό του σιωπηλά κάθε μέρα».

(Με πληροφορίες: The Nobel Prize, Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος, εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Νίκη Καρακίτσου - Dougé, Μαρία Κασαμπαλόγλου - Ρομπλέν)