Βιβλιο

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας και οι Έλληνες συγγραφείς

Καλοί συγγραφείς δεν είναι μόνο όσοι κερδίζουν Νόμπελ

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νόμπελ Λογοτεχνίας: Οι ελληνικές υποψηφιότητες και η ουσιαστική συμβολή των Ελλήνων λογοτεχνών στα μεγάλα θέματα

Επειδή όλη αυτή η συζήτηση περί μιας «πολύ δυνατής» ελληνικής υποψηφιότητας για το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (το οποίο, όπως ανακοινώθηκε, πήρε τελικά η Νοτιοκορεάτισα πεζογράφος Χαν Κανγκ), ήταν μάλλον ατυχής και οπωσδήποτε ενδεικτική ενός πολιτισμικού επαρχιωτισμού, καλό είναι να διευκρινιστούν ορισμένα πράγματα. Διότι έτσι, εκτός των άλλων, εκτίθενται -δυστυχώς, ερήμην τους- και ορισμένοι κατά τα άλλα πολύ καλοί Έλληνες συγγραφείς (δεν είναι καλοί συγγραφείς μόνο όσοι κερδίζουν Νόμπελ...) των οποίων το όνομα κυκλοφορεί αυθαίρετα, με τέτοιες αφορμές.

Αν κοιτάξουμε, λοιπόν, ποιοι ήταν οι νικητές του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας τουλάχιστον τα τελευταία 30 έτη (για να μην πάμε πιο παλιά) θα αντιληφθούμε πρώτα και κύρια ότι ποτέ κανείς (πόσο μάλλον μια στοιχηματική εταιρία...) δεν έχει καταφέρει να προβλέψει τον νικητή της εκάστοτε χρονιάς. Πρόκειται πάντοτε για μια μάλλον αναπάντεχη επιλογή και ενίοτε κόντρα στα γούστα της εποχής (π.χ. όπως σε έναν στιχουργό σαν τον Μπομπ Ντίλαν, το 2016 ή σε έναν εντελώς ξεχασμένο πεζογράφο σαν τον Le Clézio, το 2009). Άλλωστε, ουδείς γνωρίζει ποια είναι (και με ποια κριτήρια συγκροτείται) η short list με τα 5 ονόματα που επιλέγονται κάθε χρονιά ως οι τελικές υποψηφιότητες -και από τις οποίες προκύπτει ως νικητής ο έχων την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων των μελών της Επιτροπής. Εξ ου και κάθε χρόνο κυκλοφορούν, πάντα αυθαίρετα, τα ίδια και τα ίδια ονόματα σπουδαίων λογοτεχνών παγκοσμίως που δεν έχουν ακόμη γευτεί την χαρά του βραβείου αυτού, με το αποτέλεσμα να είναι πάντα το ίδιο: δεν παίρνουν το Νόμπελ τα δήθεν «φαβορί» αλλά κάποιος άλλος τον οποίο ουδείς είχε φανταστεί. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ματαιοπονεί όποιος επιχειρεί τέτοιες προβλέψεις.

Αλλά δεν είναι μόνο διαδικαστικό το ζήτημα. Αν δει και πάλι κανείς τους νικητές αυτής της περιόδου (και ίσως, τις περασμένες δεκαετίες να ήταν ακόμη πιο ισχυρή η τάση αυτή), θα διαπιστώσει ότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση επρόκειτο για διεθνώς αναγνωρισμένους συγγραφείς πριν το Νόμπελ, άσχετα αν είχαν γνωρίσει ή όχι ήδη παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Ήταν λογοτέχνες των οποίων το έργο είχε φυσικά μεταφραστεί στις κυρίαρχες γλώσσες αλλά όχι μόνο (π.χ. ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Σουηδός ποιητής Τούμας Τράνστρεμερ, που κέρδισε το Νόμπελ το 2011, έχει μεταφραστεί σε πάνω από 60 γλώσσες) και που είχαν τιμηθεί με άλλα σημαντικά διεθνή βραβεία, παρότι μικρότερης αναγνωρισιμότητας (όχι πάντως και αξίας) σε σχέση με το Νόμπελ. Επαναλαμβάνω, μπορεί το ευρύ κοινό να μην τους γνώριζε αλλά ήταν ήδη καταξιωμένοι από πολύ μεγάλου κύρους διεθνείς λογοτεχνικούς θεσμούς όπως το Booker, και πάντως από το διεθνές "συνάφι" (άρα όχι μόνο στην χώρα τους) πριν έρθει η στιγμή του Νόμπελ -το οποίο είναι δεδομένο ότι χαρίζει παγκόσμια αναγνωρισιμότητα σε όποιον το κερδίσει.

Υπάρχει και κάτι ακόμη που καλό είναι να λάβουμε υπόψη. Η γλώσσα στην οποία γράφεται το πρωτότυπο παίζει και αυτή το ρόλο της, και δεν είναι μικρός. Από το 1901 που δίνεται το βραβείο, το έχουν κερδίσει 32 φορές τα αγγλικά, 16 τα γαλλικά, 15 τα γερμανικά, 11 τα ισπανικά και 6 τα ιταλικά. Δηλαδή, αυτές οι 5 παγκοσμίως κυρίαρχες γλώσσες το έχουν κερδίσει αθροιστικά 80 φορές -άρα, αρκετά πάνω από το μισές σε σύνολο 121 βραβεύσεων. Φυσικά, η παγκοσμιοποίηση έχει επιδράσει θετικά και σε αυτό, υπό την έννοια ότι τις τελευταίες δεκαετίες το (άτυπο) γλωσσικό κριτήριο έχει υποχωρήσει και δεν είναι σπάνιες οι φορές που βραβεύονται -όπως και φέτος- λογοτέχνες μη κυρίαρχων γλωσσών (άλλωστε, τα ίδια τα ελληνικά έχουν δύο Νόμπελ). Αλλά και πάλι, αν μιλήσουμε με την γλώσσα των αριθμών, οι πιθανότητες βράβευσης μιας περιφερειακής γλώσσας είναι πολύ μικρές (μόνο τα σουηδικά είναι εδώ εξαίρεση με 7 βραβεύσεις συνολικά) καθώς εδώ πρέπει να έχουμε κατά νου και κάτι ακόμη, τεχνικής φύσης: ότι το έργο του υποψήφιου λογοτέχνη για Νόμπελ εξετάζεται και αξιολογείται από την αρμόδια Επιτροπή πάντοτε στο πρωτότυπο. Και όταν δεν υπάρχει μεταξύ της Επιτροπής κάποιος που να μπορεί να διαβάσει την πρωτότυπη γλώσσα, καταφεύγουν σε εξωτερικούς που την έχουν ως μητρική, παρέχοντας βοήθεια επ' αυτού. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε όλοι, καμία μετάφραση ή μεταφορά του πρωτότυπου δεν μπορεί να συγκριθεί με την εκφραστική δύναμη και το βάθος του ίδιου του πρωτότυπου, και έτσι μια “μικρή” γλώσσα είναι καταδικασμένη να ξεκινάει πάντα από μειονεκτική θέση έναντι των 4-5 κυρίαρχων που παρεμπιπτόντως εκφράζουν όλες τους τον δυτικό πολιτισμό και τις συναφείς αξίες του.

Ως προς τα στατιστικά του φύλου, καλύτερα να μην τα συζητάμε: από τους 121 νικητές, οι 103 είναι άνδρες και μόνο οι 18 γυναίκες -αν και αυτό έχει αλλάξει σημαντικά τούτη την τελευταία 30ετία, εφόσον έχουμε 10 γυναίκες μεταξύ των βραβευθέντων.

Γιατί λέγονται εντέλει όλα αυτά; Διότι το μείζον για να μπορέσει ένας λογοτέχνης που γράφει στα ελληνικά να φθάσει σε τέτοιες μεγάλες διακρίσεις, είναι προηγουμένως, όχι μόνο να έχει σπάσει τα στεγανά της μικρής χώρας μας και να έχει διεθνοποιηθεί μέσα από μεταφράσεις σε πολλές άλλες γλώσσες, αλλά θα πρέπει να έχει τιμηθεί και με πολύ ανταγωνιστικά, πρώτης γραμμής, διεθνή λογοτεχνικά βραβεία. Αυτό προφανώς δεν απαιτεί μόνο καλές δημόσιες σχέσεις κοσμοπολίτικης υφής από την πλευρά του συγγραφέα ούτε μόνο μια πολιτική διάδοσης της λογοτεχνίας μας από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας. Κυρίως απαιτεί την πρωτότυπη και ουσιαστική συμβολή των Ελλήνων λογοτεχνών στα μεγάλα θέματα (όχι μόνο της εποχής και της εκάστοτε συγκυρίας), τα οποία μπορούν να κινήσουν και την προσοχή του διεθνούς κοινού αλλά κυρίως της σοβαρής διεθνούς κριτικής. Η οποία δεν πείθεται παρά μόνο από την αξία ενός έργου και διόλου από την (αυτο)προβολή του συγγραφέα.