- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Χαρούκι Μουρακάμι: Γιατί συνεχίζω να τον διαβάζω ενώ δεν μου αρέσει;
…και γιατί θα συνεχίσω να το κάνω
Τελειώνοντας ένα βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι ένιωθα άδεια συναισθημάτων και κατανόησης, αλλά δεν θα έλεγα απαραίτητα όχι να διαβάσω ένα ακόμα.
Κάτι παράξενο συνέβη τις προάλλες. Πριν λίγες ημέρες είχα πάει μια βόλτα με μια φίλη μου και, ενώ περπατούσαμε, της είπα να μπούμε μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο και να χαζέψουμε. Ενώ χάζευα στα ράφια κοιτώντας τι βιβλία υπάρχουν στα αγγλικά, χωρίς όμως να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο, έπεσα σε μια μικρή συλλογή βιβλίων του Χαρούκι Μουρακάμι. Έχω αρκετά αδιάβαστα βιβλία στο σπίτι που περιμένουν υπομονετικά να βρω τη θέληση και την όρεξη να τα ανοίξω. Είναι τόσα που νιώθω καμιά φορά τη σιωπηλή οργή τους. Και μερικές φορές, τη νιώθω και εγώ η ίδια. Υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου επίσης και βιβλία που ξεκίνησα κάποτε, πριν λίγους μήνες ή χρόνια, και παράτησα. Κάπου στην αρχή, στη μέση, ή ακόμα και προς το τέλος.
Έχω επανέλθει σε κάποια από αυτά και στη δεύτερη κιόλας σελίδα είχα θυμηθεί γιατί τα είχα παρατήσει εξαρχής. Είναι ίσως το χειρότερο συναίσθημα: να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να τελειώσεις μια ιστορία και ότι, εάν το κάνεις, θα είναι εις βάρος σου… του χρόνου σου και της διάθεσής σου. Μια παράλογη καταπίεση χωρίς επιβράβευση, γιατί δεν επιβραβεύεσαι με κάτι στο τέλος, και μετά αναρωτιέσαι γιατί το έκανες. Το μόνο θετικό είναι ότι το βάζεις ξανά στο ράφι και μέσα σου ξέρεις ότι τελείωσε, δεν σε στοιχειώνει πια.
Δεν ξέρω γιατί στάθηκα στα βιβλία του Μουρακάμι. Υποτίθεται πως έχω ήδη αποφασίσει ότι δεν μου πολυαρέσει σαν συγγραφέας. Κι όμως, στάθηκα. Και ενώ η φίλη μου κρατούσε 2-3 ενός αγαπημένου της συγγραφέα προσπαθώντας να αποφασίσει ποιο από αυτά θα έπαιρνε εκείνη την ημέρα, εγώ συνέχιζα να κοιτάω επίμονα τις ιστορίες ενός δημιουργού που είχα υποτιθέμενα απορρίψει. Γιατί όμως;
Η πρώτη μου επαφή με τον Μουρακάμι ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Desire» του εκδοτικού οίκου Penguin Random House. Υπόκειται σε μια συλλογή μικρών βιβλίων την οποία έχουν ονομάσει Vintage Minis και το καθένα από αυτά έχει μια συγκεκριμένη θεματολογία: depression, death, desire, calm, freedom, psychedelics κτλ. Ξεκίνησα λοιπόν με κάτι εύκολο και σύντομο. Δεν μου άφησε καμία εντύπωση η συλλογή αυτή, πέρα από ίσως κάποια συγκεκριμένα στιγμιότυπα, κάποιες μεμονωμένες σκηνές που είχαν κάποιο ενδιαφέρον.
Πριν περίπου ενάμιση χρόνο, ψάχνοντας να ακούσω ένα βιβλίο ως μέρος της συνδρομής μου στο Audible, κάτι με κυρίευσε –δεν έχω βρει ακόμα τι– και επέλεξα το «Norwegian Wood». Το audiobook ήταν 12 ώρες και 28 λεπτά και πρέπει να ξόδεψα τουλάχιστον τις 11 από αυτές να αναρωτιέμαι τι στην ευχή συμβαίνει, γιατί είναι όλα τόσο μαύρα, τι προσπαθεί ακριβώς να μας πει ο Μουρακάμι και γιατί εν πάση περιπτώσει είναι τόσο δημοφιλής και τα βιβλία του κάνουν τόσο πάταγο. Όταν τελείωσε το βιβλίο με είχε πιάσει μια κατάθλιψη, κυρίως επειδή είχε μαυρίσει η ψυχούλα μου χωρίς όμως να έχω «αποκτήσει» κάτι στο τέλος το οποίο να με κάνει να αισθάνομαι ότι όλη αυτή η μαυρίλα άξιζε ή οδήγησε κάπου. Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν λίγες ημέρες πριν στεκόμουν μπροστά στα βιβλία του και τα κοιτούσα ξανά.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, αφού έβγαλα όλα τα βιβλία του από το ράφι και τα κοίταξα ένα-ένα, αποφάσισα –ξανά, δεν γνωρίζω γιατί– να πάρω το «After Dark». Η περιγραφή στο οπισθόφυλλο ήταν μυστηριώδης, σύντομη, και υποσχόταν κάτι διαφορετικό και ίσως όχι τόσο καταθλιπτικό.
Το «After Dark», γραμμένο το 2004, είναι ένα σύντομο βιβλίο, 201 σελίδες, και το διάβασα όλο την επόμενη ημέρα. Τελειώνοντάς το, έστειλα μήνυμα στη φίλη μου να της το πω. «Ήταν καλό;» με ρώτησε εύλογα. «Ήταν περίεργο» της είπα, «δεν ξέρω αν ήταν καλό». «Χμμμ» μου απάντησε, «από ποια άποψη;». Και εκεί ξεκίνησα πραγματικά να σκέφτομαι γιατί ήταν περίεργο, γιατί δεν το βρήκα καλό και γιατί το είχα διαβάσει σχεδόν μονοκοπανιά ενώ στο παρελθόν έχω παρατήσει τόσα βιβλία.
Εκείνη την ώρα της έστειλα ένα σύντομο ηχητικό μήνυμα με μια ακατέργαστη ερμηνεία, της οποίας το κύριο θέμα ήταν ότι αισθάνομαι ότι το «πρόβλημα» ενδεχομένως να είναι πολιτιστικό, διότι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τριών έργων του Μουρακάμι που είχα διαβάσει ήταν ότι δεν με είχαν κάνει να αισθανθώ τίποτα. Δεν μπορούσα όχι να ταυτιστώ, αλλά ούτε κατά προσέγγιση να νιώσω κάτι για τους χαρακτήρες του. Και δεν είναι μόνο οι χαρακτήρες που μου είχαν φανεί «απρόσιτοι», αλλά το περιβάλλον το ίδιο.
Μετά το ηχητικό άρχισα να το σκέφτομαι περισσότερο και σε μεγαλύτερο βάθος. Άρχισα να αναλύω τα γεγονότα του βιβλίου και τις πράξεις των χαρακτήρων και τα σημεία στα οποία θα έπρεπε να έχω νιώσει κάτι, όπως ένιωθαν και αυτοί. Και κάθε φορά έμενα κενή. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι το ίδιο συναίσθημα, ή έλλειψη αυτού, μου είχαν βγάλει και άλλα δύο βιβλία Ιαπώνων συγγραφέων, οπότε ίσως είχα να κάνει με την δυτική αντίληψη του συναισθήματος και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ανθρώπων.
Αυτή η ερμηνεία όμως, όση αλήθεια και αν είχε, δεν απαντούσε στο ερώτημα γιατί ο Μουρακάμι είναι τόσο δημοφιλής και γιατί παρά την αρνητική μου αυτή άποψη έχω πια διαβάσει τρία του έργα, και δεν θα έλεγα απαραίτητα όχι να διαβάσω ένα ακόμα.
Έσπευσα λοιπόν να διαβάσω κριτικές του –οι οποίες εντέλει δεν μου έδωσαν τίποτα– και μετά άρθρα γραμμένα από τον ίδιο. Ξεχώρισα δύο, όπου αναλύει το πώς ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 29 ετών, και την όλη του συγγραφική του πορεία ως τώρα. Το πιο πρόσφατο από τα δύο, δημοσιευμένο στο The Guardian τον Νοέμβρη του 2022, έχει τίτλο «I want to open a window in their souls: Haruki Murakami on the power of writing simply».
Διαβάζοντας το άρθρο, μια φευγαλέα σκέψη ήταν ότι η απλή γραφή του ίσως είχε να κάνει με το βίωμά μου ως αναγνώστης του, ή ίσως όλα αυτά που αναπόφευκτα χάνονται στη μετάφραση, ιδιαιτέρως από μία γλώσσα όπως τα Ιαπωνικά η οποία είναι τόσο μα τόσο διαφορετική. Σημειωτέων έκανα Ιαπωνικά για έναν χρόνο και ενώ προφανώς πρόλαβα να δω μόνο μια αμελητέα πτυχή της γλώσσας, μπορώ να πω με σιγουριά πόσο δραματικά διαφέρει από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή γλώσσα έχω μελετήσει. Και ενώ, ναι, μια μέτρια ή κακή μετάφραση μπορεί σίγουρα να κάνει «ζημιά», πάλι δεν πιστεύω ότι ήταν αυτό.
Στα δύο αυτά άρθρα που στάθηκα, ο Μουρακάμι περιγράφει τόσο την πορεία του όσο και τη διαδικασία που ακολούθησε και ακολουθεί σαν συγγραφέας με εξαιρετικό ενδιαφέρον και καθαρότητα. Μιλά για το τι επιθυμεί να δημιουργήσει, πώς το έχει προσεγγίσει ως τώρα, τι ευελπιστεί να δώσουν οι χαρακτήρες του, τι του έχουν προσφέρει ως τώρα και ποιες αλλαγές έκανε στην πορεία αυτή ώστε να επιτρέψει στις ιστορίες του και στους χαρακτήρες του να εξελιχθούν με τον καλύτερο και πιο φυσικό τρόπο. Και ενώ με έπεισε για όλα αυτά, στην ανασκόπηση που έκανα στη γραφή του και τη γεύση που μου άφηνε κάθε φορά, δεν τα έβρισκα αυτά τα προσεκτικά δομημένα στοιχεία.
Γιατί στο τέλος της ημέρας δεν υπήρχε καμία γεύση στο στόμα μου τελειώνοντας τα βιβλία του. Δεν υπήρχε ούτε χαρά, ούτε θυμός, ούτε καν αηδία.
Και μετά προσπάθησα να βρω τις λέξεις να περιγράψω τι αίσθηση έδιναν οι ιστορίες του, τουλάχιστον σε εμένα. Και νομίζω ότι το πιο ακριβές είναι «λευκός θόρυβος». Ιδιαίτερα στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο λαμβάνει χώρα μια νύχτα από τα μεσάνυχτα μέχρι νωρίς το πρωί, και κατά τη διάρκεια αυτού γνωρίζουμε 5-6 χαρακτήρες, φαινόταν σαν να υπήρχε μια σταθερή βουή από πίσω καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Αισθανόμουν σαν να μπαίνω αθόρυβα και ανεπαίσθητα σε έναν μη τόπο, σε μια άλλη διάσταση, και να περνάω αυτές τις 7-8 ώρες με χαρακτήρες τους οποίους, βγαίνοντας από τον μη τόπο αυτό, δεν γνώριζα ούτε μια σπιθαμή περισσότερο απ’ όταν τους συνάντησα στην πρώτη σκηνή.
Ναι, έμαθα πράγματα για αυτούς, για τη ζωή τους, για τα βιώματά τους, σκληρά πράγματα, δυσάρεστα και, ναι, ήξερα γιατί βρισκόντουσαν εκεί τη δεδομένη εκείνη στιγμή και τι τους είχε οδηγήσει εκεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους κατάλαβα ποτέ, ούτε έμαθα τι πραγματικά ένιωθαν, ακόμα και αν σε κάποιες στιγμές, αδυναμίας ίσως, ο Μουρακάμι, μου το έλεγε ευθέως, χωρίς να το υπονοεί. Και ακόμα και όταν στο τέλος μια παλιά παιδική ανάμνηση της πρωταγωνίστριας προσφέρει στον αναγνώστη μια ακόμα βαθύτερη αποκάλυψη της ζωής της, δεν συγκινήθηκα. Ο λευκός αυτός θόρυβος τα επισκίαζε όλα.
Και κλείνοντας το βιβλίο ένιωθα άδεια: συναισθημάτων και κατανόησης.
Είναι τόσο παράξενο και ταυτόχρονα τόσο αξιοθαύμαστο το τι προσφέρει η λογοτεχνία σαν μορφή τέχνης. Περισσότερο ίσως από άλλες. Σε σύγκριση με μια φωτογραφία, έναν πίνακα, ένα τραγούδι, ή μια ταινία, σε καθηλώνει για ώρες… μερικές φορές ακόμα και μέρες. Είναι μια διαδικασία το να μπεις σε έναν άλλον κόσμο, να χαθείς μέσα σε αυτόν και μετά να καταφέρεις να βγεις αλώβητος. Ακόμα και όταν δεν σου άρεσε αυτό που βίωσες, ακόμα και αν σε πλήγωσε, σε έκανε να κλάψεις, να αναμοχλεύσεις κάτι που είχες κρύψει τόσο βαθιά μέσα σου με τόση προσοχή, ακόμα και όταν δεν σε έκανε να νιώσεις. Κάτι κατάφερε.
Μετά από όλη αυτή την έρευνα στο ποιος είναι εντέλει ο Χαρούκι Μουρακάμι, τι στην ευχή γράφει και γιατί δεν μου λέει τίποτα αλλά συνεχίζω και διαβάζω, δεν έβγαλα άκρη. Και ενώ απόλαυσα ιδιαίτερα τη διαδικασία, δυστυχώς δεν βγήκα από αυτή σοφότερη. Ίσως, δε, έχω περισσότερες απορίες τώρα απ’ όσες είχα στο ξεκίνημα του εγχειρήματος αυτού. Μου πήρε πολλά χρόνια στη ζωή μου να καταλάβω και να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι δεν παίρνουμε και απλά δεν υπάρχουν πάντα ξεκάθαρες απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Και είμαι πλέον εντάξει με αυτό.