Βιβλιο

Πέτρος Τατσόπουλος, Το παιδί του Διαβόλου: Αποκλειστική προδημοσίευση από το νέο βιβλίο

Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 8 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προδημοσίευση: Πέτρος Τατσόπουλος - Το παιδί του Διαβόλου, εκδ. Μεταίχμιο 

Στις 8 Οκτωβρίου κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου με τίτλο «Το παιδί του Διαβόλου» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, 364 σελίδες). Μια αληθινή ιστορία, το σίκουελ της «Καλοσύνης των ξένων». Πιάνει το νήμα μετά την περιπέτεια της υγείας του και το καρδιακό επεισόδιο που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και ο τίτλος αναφέρεται στο πώς τον έχει αποκαλέσει η εκκλησία: Παιδί του Διαβόλου. Ξεκινά την αφήγηση από τον Οκτώβριο του 2019 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν. Οι αναδρομές αφορούν μικρές ιστορίες που έχουν να κάνουν με τον χώρο της εκκλησίας: απάτες θαυμάτων, ιστορικά κειμήλια και η εμπορία τους κ.ά. Έχει κάνει τεράστια έρευνα και το αποτέλεσμα είναι ένα αποκαλυπτικό βιβλίο που λέει τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Δεν καταφέρεται εναντίον της πίστης, αλλά καυτηριάζει, στιγματίζει τη χειραγώγηση της πίστης από την εκκλησία. Και καταδικάζει τη θρησκοληψία. Το βιβλίο έχει και πολλές αναφορές στην πολιτική και πώς αυτή συνδέεται με την εκκλησία.

Στη χώρα όπου δημοφιλείς άγιοι, νεκροί εδώ και τρεις αιώνες, απαιτούν κάθε είκοσι πέντε χρόνια να τους αλλάζουν τα άμφια και αγράμματοι καλόγεροι συνομιλούν με σαύρες ή ρίχνουν στα σκουπίδια τον Δαρβίνο, ακόμα και η πιο παρανοϊκή τερατολογία εντάσσεται σε μια ιδιότυπη «κανονικότητα», ενώ ταυτόχρονα κάθε απόπειρα για την άρθρωση στοιχειωδώς «ορθού λόγου» αντιμετωπίζεται ως «εξωφρενική», αν όχι ως υπαγορευμένη από τον ίδιο τον Διάβολο. Πάνω και πίσω από αυτή τη μεσαιωνική παλινδρόμηση, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συναίνεση των πολιτικών αρχών και τη Δικαιοσύνη ηχηρά απούσα, στήνεται ένας θηριώδης «εισπρακτικός μηχανισμός» γύρω από ανεξέλεγκτα «ιερά λείψανα» κι εξόφθαλμες «απάτες θαυμάτων» με ανυπολόγιστα κέρδη. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, δεκαοκτώ χρόνια μετά τη γλυκόπικρη «Καλοσύνη των ξένων», επανέρχεται με «Το παιδί του Διαβόλου», μια αυτοβιογραφική αφήγηση υψηλής έντασης, και με την ανυποχώρητη πρόθεση να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

«Το παιδί του Διαβόλου» του Πέτρου Τατσόπουλου: Προδημοσίευση

Το αυτοβιογραφικό «Παιδί του Διαβόλου» του Πέτρου Τατσόπουλου, κυκλοφορεί στις 8 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ενώ ήδη κάποιες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις έχουν καταφερθεί εναντίον του (χωρίς να το διαβάσουν). Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.

Αγνώστου πατρός

Όταν δεν γνωρίζεις τον βιολογικό σου πατέρα, όπως συμβαίνει στη δική μου περίπτωση, ο Διάβολος δεν είναι το χειρότερο πιθανό ενδεχόμενο. Θέλω να πω, όταν είσαι αγνώστου πατρός, κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να βρεθείς απέναντι στον πρώτο τυχόντα που να σου μοιάζει κάπως και να ισχυριστεί ότι είναι εκείνος ο ακούσιος δωρητής σπέρματος που γονιμοποίησε τη βιολογική σου μητέρα προς τα τέλη Μαρτίου του 1959 προκειμένου να γεννηθείς εσύ εννέα μήνες αργότερα. Εξυπακούεται πως, όσο περνούν τα χρόνια, αυτό το ενδεχόμενο μειώνεται αισθητά, και στη δική μου ηλικία –έκλεισα πια τα εξήντα τέσσερα– το ενδεχόμενο τείνει να μηδενιστεί, δεδομένου ότι ο βιολογικός μου πατέρας, εάν ζει ακόμη, θα πρέπει να έχει πατήσει τουλάχιστον τα ογδόντα πέντε, μην πω τα ενενήντα. Πολύ δύσκολο, αν και όχι ολότελα απίθανο. Δίνω άλλη μια πενταετία στον εαυτό μου για να εξετάσει με συγκρατημένη αισιοδοξία όποιο άγνωστο αρσενικό χούφταλο με προσεγγίσει στον δρόμο ή λάβει τη θαρραλέα απόφαση να μου τηλεφωνήσει. Ποτέ μη λες ποτέ.

Μολονότι ασχολήθηκα επί μακρόν για να εντοπίσω και να συναντήσω τη βιολογική μου μητέρα, δεν αφιέρωσα σχεδόν καθόλου χρόνο για να εντοπίσω και, ει δυνατόν, να συναντήσω τον βιολογικό μου πατέρα (όχι πως θα ήταν εύκολο, εάν το επιχειρούσα). Έχω δύο πρόχειρες εξηγήσεις για τη φαινομενικά ανεξήγητη επιλεκτική αδιαφορία μου: μια μικρόψυχη, και μια πιο ρομαντική. Ξεκινώντας από τη μικρόψυχη, θα την περιέγραφα περισσότερο ως ανταπόδοση μικροψυχίας παρά ως μικροψυχία καθεαυτή: Γιατί να ψάξω και να βρω έναν άνθρωπο που δεν έψαξε ποτέ να βρει εμένα, ίσως και δεν γνώριζε καν την ύπαρξή μου; Η περιέργεια θα ήταν ένα καλό κίνητρο, η απληστία ακόμα καλύτερο, σε περίπτωση που έπεφτα πάνω σε ένα πάμπλουτο γομάρι, του ανέμιζα μπροστά στη μούρη τα αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα ενός τεστ DNA (αφού προηγουμένως, εννοείται, εξασφάλιζα με δόλια μέσα δικό του γενετικό υλικό) και τον υποχρέωνα να μοιραστεί μαζί μου την αμύθητη περιουσία του.

Αυτό το σενάριο μπάζει σε πολλά σημεία, με κυριότερο το «σύνδρομο της κατσαρίδας», όπως το ανέπτυξε ο διάσημος αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ λίγο πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια: Είμαστε σίγουροι για τις αγαθές προθέσεις των εξωγήινων; Τι θα συμβεί εάν πάσχουν κι εκείνοι από το δικό μας «σύνδρομο της κατσαρίδας» –να θέλουμε να τις λιώσουμε άμα τη εμφανίσει–, με μόνη διαφορά ότι στα δικά τους μάτια οι κατσαρίδες να είμαστε εμείς; Κατ’ επέκταση, εάν ο βιολογικός μου πατέρας ήταν συγκλονιστικά πλούσιος, μπορεί να μην του ήταν και τόσο δύσκολο να με ξεφορτωθεί· εάν, πάλι, ήταν συγκλονιστικά φτωχός, μπορεί να έτρεχα και να μην έφτανα πώς θα τον ξεφορτωθώ εγώ.

Η ρομαντική εξήγηση είναι λιγότερο μοχθηρή και είμαι σχεδόν σίγουρος πως κάποια στιγμή έχει περάσει από το μυαλό όλων των παιδιών που δεν γνωρίζουν τον βιολογικό τους πατέρα. Εάν αγνοείς την ταυτότητα του πατέρα σου, μπορείς να φαντασιωθείς στη θέση του οιονδήποτε και, με έναν μόνο λογικό διασκελισμό, να πιστέψεις ότι μπορείς κι εσύ να γίνεις οιοσδήποτε· από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα αλώνια στα σαλόνια, κάθε πεπρωμένο παραμένει ανοιχτό μπροστά σου ως πιθανότητα. Γιατί να βιαστείς και να καταστρέψεις αυτή την τόσο θελκτική ποικιλία πεπρωμένων αντικαθιστώντας την με τον έναν και μοναδικό δωρητή σπέρματος που συνευρέθηκε με τη βιολογική σου μητέρα; Είναι ζήτημα πλουραλισμού κι ελευθερίας – και συγγνώμη για τον πλεονασμό.

Χρειάζεται άραγε να επισημάνω ότι ο Διάβολος δεν υπόκειται σε κανέναν από τους ανωτέρω περιορισμούς; Ως έκπτωτος άγγελος προ αμνημονεύτων χιλιετιών, αντιλαμβάνεται τα ογδόντα και τα ενενήντα χρόνια ως μια ανάσα ή όπως μνημονεύεται στο σχετικό ανέκδοτο με τον μεγάλο του αντίπαλο: «Θεέ μου, τι είναι για σένα ένα εκατομμύριο χρόνια;» «Είναι ένα δευτερόλεπτο». «Τι είναι για σένα ένα εκατομμύριο ευρώ;» «Ένα σεντ». «Θεέ μου, δώσε μου ένα σεντ». «Περίμενε ένα δευτερόλεπτο». Αντιστοίχως, μπορεί να δανειστεί οιαδήποτε μορφή και οιαδήποτε επαγγελματική ιδιότητα· οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται τον Δικηγόρο του Διαβόλου με τον Αλ Πατσίνο στον ομώνυμο ρόλο, που παρέπεμπε και στην πολύ γνωστή λαϊκή έκφραση, κοινή σε αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού. Τούτων δοθέντων, γιατί να μην είναι πατέρας μου ο Διάβολος;

Μέχρι σήμερα δεν έχω στα χέρια μου κάποια ισχυρή ένδειξη ότι δεν είναι, αλλά έναν ισχυρό ενδοιασμό: Δεν πιστεύω στην ύπαρξή του. Ξέρετε, σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη δοξασία ότι εμείς οι άθεοι ομνύουμε στον Σατανά –θυσιάζουμε και μωρά παιδιά, άμα λάχει–, οι περισσότεροι από εμάς, όσοι τουλάχιστον δεν είναι πυροβολημένοι, θεωρούν ότι Θεός και Διάβολος πάνε πακέτο: Δεν γίνεται να μην πιστεύεις στην ύπαρξη του ενός και να πιστεύεις στην ύπαρξη του άλλου. Ο Διάβολος, λοιπόν, μπορεί να μην υπάρχει, αλλά σχεδόν σίγουρα υπάρχω εγώ. Τίποτε δεν αποκλείει, βεβαίως, να ισχύει το περίφημο όνειρο της πεταλούδας –«Εγώ ονειρεύομαι μια πεταλούδα ή μια πεταλούδα ονειρεύεται εμένα;»– κι εσείς, εγώ, όλοι μας, να μην είμαστε παρά η ψυχαγωγική ζύμη στα όνειρα του Διαβόλου, αλλά επειδή σε αυτό το βιβλίο σκοπεύω ν’ ασχοληθώ με κάθε λογής διαταραχές, καλό είναι να το πάω λάου λάου και να μη σας μπερδέψω από τώρα. Άλλωστε, εάν η Ελεύθερη Ώρα, η λατρεμένη εφημερίδα των απανταχού διαταραγμένων, με μια σειρά από θορυβώδη πρωτοσέλιδα, δεν μου εμφυσούσε την ιδέα ότι είμαι το «Παιδί του Διαβόλου», η τελευταία ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό. Όταν σου αποδίδουν ανάλογη καταγωγή εκείνοι που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο, είτε την ενστερνίζεσαι είτε δεν την ενστερνίζεσαι, δεν μπορείς παρά να νιώσεις κολακευμένος. Εν αναμονή, λοιπόν, της ανώμαλης προσγείωσης με την εμφάνιση του αληθινού μου πατέρα, που τη βλέπω όλο και πιο χλωμή, αποδέχομαι τον προσωρινό, που στο κάτω-κάτω είναι και μια διεθνής σελέμπριτι. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, έτσι δεν λένε;

Πέρα από την πλάκα. Η αλήθεια είναι ότι πριν από μια πενταετία βρέθηκα πολύ κοντά στο σημείο να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι εάν υπάρχει Θεός, εάν υπάρχει Διάβολος κι εάν όσοι εμφανίζονται τεθλιμμένοι στην κηδεία σου πάνε ένα στενό παρακάτω και ξεκαρδίζονται. Λίγα λεπτά της ώρας με απομάκρυναν επί χρόνια από την ευχάριστη θέση να λύσω μεμιάς όλες μου τις απορίες. Από εκεί κρίνω σκόπιμο να ξεκινήσω την αφήγησή μου. Από τον όχι και τόσο μακρινό Οκτώβριο του 2019.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Το παιδί του Διαβόλου» του Πέτρου Τατσόπουλου, (εκδ. Μεταίχμιο)

Στη χώρα όπου δημοφιλείς άγιοι, νεκροί εδώ και τρεις αιώνες, απαιτούν κάθε είκοσι πέντε χρόνια να τους αλλάζουν τα άμφια και αγράμματοι καλόγεροι συνομιλούν με σαύρες ή ρίχνουν στα σκουπίδια τον Δαρβίνο, ακόμα και η πιο παρανοϊκή τερατολογία εντάσσεται σε μια ιδιότυπη «κανονικότητα» ενώ ταυτόχρονα κάθε απόπειρα για την άρθρωση στοιχειωδώς «ορθού λόγου» αντιμετωπίζεται ως «εξωφρενική», αν όχι ως υπαγορευμένη από τον ίδιο τον Διάβολο. Πάνω και πίσω από αυτή τη μεσαιωνική παλινδρόμηση, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συναίνεση των πολιτικών αρχών και τη δικαιοσύνη ηχηρά απούσα, στήνεται ένας θηριώδης «εισπρακτικός μηχανισμός» γύρω από ανεξέλεγκτα «ιερά λείψανα» κι εξόφθαλμες «απάτες θαυμάτων» με ανυπολόγιστα κέρδη. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, δεκαοχτώ χρόνια μετά τη γλυκόπικρη «Καλοσύνη των ξένων», επανέρχεται με μια αυτοβιογραφική αφήγηση υψηλής έντασης και με την ανυποχώρητη πρόθεση να πει τα πράγματα με το όνομά τους.