Βιβλιο

Ο Πέτρος Τατσόπουλος μιλά στην Athens Voice

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση - Ο Πέτρος Τατσόπουλος μιλά για το βιβλίο του, «Παιδί του Διαβόλου» (εκδ. Μεταίχμιο)

Είμαστε πολλά χρόνια φίλοι με τον Πέτρο Τατσόπουλο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού ’80. Και δεν κρύβω πως πάντα τον ακολουθώ στενά, και τον αγαπώ πολύ. Δεν θα επεκταθώ άλλο στα προσωπικά μας εδώ — άλλη ίσως φορά. Βλέπω όμως όλον αυτό τον καιρό τις επιθέσεις που δέχεται από κάτι παραεκκλησιαστικούς, κάτι ημίτρελους, και από τη μια χαμογελάω με το παρανοϊκόν της υποθέσεως, από την άλλη όμως σφίγγεται κιόλας το στομάχι μου, γιατί καταλαβαίνεις πως κάποιοι άνθρωποι κινούνται σε ένα μεταίχμιο, και ένα ποσοστό από αυτούς δεν ξέρεις πώς θα συμπεριφερθεί αν του λασκάρει λίγο ακόμα η βίδα. Με αφορμή το επικείμενο βιβλίο του (το «Παιδί του Διαβόλου» κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο στις 8 Οκτωβρίου), ξεκίνησε άλλο ένα κύμα εχθροπάθειας και στοχοποίησης του Τατσόπουλου. Και, ειλικρινά, δεν ξέρω πώς μπορεί να περιοριστεί αυτή η ανοησία. Παρακάτω λέμε δυο λόγια για όλα αυτά. Τον ευχαριστώ θερμότατα για τον χρόνο του.

* * *

«Θέλουν να επιστρέψουμε σε εποχές προληπτικής λογοκρισίας. Κούνια που τους κούναγε».

Κ.Α.: Λοιπόν, Πέτρο, αυτή τη φορά ο αφορισμός είναι περισσότερο σίγουρος από ποτέ, αν καταλαβαίνω καλά.

Π.Τ.: Τον έχουμε… προσπεράσει τον αφορισμό. Τι να κάνει ο αφορισμός στον άθεο; Ο αφορισμός είναι γι’ αυτούς που πιστεύουν και θέλουμε να τους τιμωρήσουμε, να καίγονται εσαεί στην Κόλαση, να μη λιώνει το πτώμα τους (και τα παπούτσια τους, όπως ευχόταν ο Λασκαράτος όταν τον αφορίσανε), να βλέπουν εις τον αιώνα τον άπαντα το βορειοκορεατικό δελτίο ειδήσεων κ.ο.κ. Επ’ ευκαιρία, βρε Κυριάκο, λύσε μου μια απορία. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί, αν έχεις πουλήσει την ψυχή σου στον Διάβολο κι εκτελείς τυφλά τις προσταγές του, σε στέλνει μετά θάνατον ο Διάβολος να βράσεις στο καζάνι. Δεν θα έπρεπε κανονικά να σε υποδέχεται με δόξα και τιμές, όπως υποδέχεται ο Πούτιν τους δικούς του πράκτορες όταν τους ανταλλάσσει με αντιφρονούντες; Τόσο σκατόψυχος είναι πια αυτός ο Διάβολος; Επί του πρακτέου, πάντως, εάν κρίνω από τις αναρτήσεις και τις δηλώσεις των άμεσα ενδιαφερομένων —όπως του Ανδρέα Καραγιάννη, του διαχειριστή του Ekklisia On Line— τα λεβεντόπαιδα δεν σκέφτονται πώς να με αφορίσουν (είπαμε, θα πάει στράφι ο αφορισμός), αλλά πώς να καταφέρουν με ασφαλιστικά μέτρα να απαγορεύσουν το βιβλίο πριν κυκλοφορήσει καν, επικαλούμενοι ότι παραβιάζω δήθεν τον αντιρατσιστικό νόμο — κάτι που μου προκαλεί πάντοτε νευρικά γέλια διότι ήμουν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, ως ειδικός αγορητής (εισηγητής) των Ανεξάρτητων Δημοκρατικών Βουλευτών (είχα ήδη φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ) τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν το νομοσχέδιο είχε έρθει από την τότε κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου στην Ολομέλεια προς συζήτηση και ψήφιση. Κατάλαβες; Έλα, παππού μου, να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου. Θέλουν να επιστρέψουμε σε εποχές προληπτικής λογοκρισίας. Κούνια που τους κούναγε.

Κ.Α.: Μια χαρά. Πάντως το βιβλίο έχει διαφημιστεί ήδη πάρα πολύ, κι αυτό είναι πάντα καλό. Για να… κάψεις ένα βιβλίο, πρέπει να το αγοράσεις πρώτα.

Π.Τ.: Όπως αναφέρω και μέσα στο βιβλίο, πέρασαν πια εκείνες οι ωραίες εποχές που έκαιγαν τα βιβλία, όπως το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη, θυμάσαι, έξω από τον «Ιανό» της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον τότε βουλευτή Παναγιώτη Ψωμιάδη… Τελευταία φορά που έκαψαν βιβλίο σχετικά πρόσφατα, αν δεν κάνω λάθος, ήταν στη Χαλκίδα, κάτι φανατικοί αντιεμβολιαστές, ένα παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά που μιλούσε συμβολικά για τον κορονοϊό. Πού τώρα πια τέτοια τύχη; Σήμερα πλέον ξεσπούν όλο τους το μένος πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή τους. Χάθηκε ο ρομαντισμός της δικής μας εποχής. 

Κ.Α.: Εκείνοι ήταν καιροί… Τι πραγματεύεται λοιπόν το «Παιδί του Διαβόλου»; Πιάνεις το νήμα από τον Οκτώβριο του 2019 και το φτάνεις μέχρι τις μέρες μας, αλλά κάνοντας και πολλές αναδρομές στο χθες, όπως διαβάζω.

Π.Τ.: Ακριβώς. Το «Παιδί του Διαβόλου» θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως σίκουελ της «Καλοσύνης των Ξένων», που κυκλοφόρησε πριν δεκαοκτώ χρόνια και πραγματευόταν την υιοθεσία μου — μολονότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις διαβάσει την «Καλοσύνη» για να παρακολουθήσεις τα τεκταινόμενα στο «Παιδί», το βιβλίο έχει πλήρη αφηγηματική αυτονομία, όποια πληροφορία χρειάζεσαι σου τη δίνει το ίδιο. Όπως σωστά λες, επικεντρώνεται στα γεγονότα της τελευταίας πενταετίας, αλλά και με πολλά φλας-μπακ (όπου χρειάζεται) σε προγενέστερα συμβάντα. Τα τελευταία πέντε χρόνια, Κυριάκο, με όσα σουρεαλιστικά μού συνέβαιναν (από τον παρά τρίχα θάνατό μου σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση έως την ολιγόωρη νυκτερινή σύλληψή μου για «αμφισβήτηση θαύματος»), είχα συχνά την αίσθηση ότι παίρνω μέρος στα «Καινούργια ρούχα του βασιλιά», το παραμύθι του Άντερσεν, στον ρόλο του πιτσιρικά —σε πιο σιτεμένη εκδοχή—, και όποτε βγαίνω και ουρλιάζω «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!», αντί να κοιτάξουν τον βασιλιά, κοιτάζουν τον πιτσιρίκο.

Κ.Α.: Τραγικά πράγματα… Πες μου όμως κάτι. Αισθάνεσαι καμιά φορά πως, αν δεν δεχόσουν όλες αυτές τις επιθέσεις που δέχεσαι, θα είχες χρόνο για να κάνεις, να γράψεις, κάτι άλλο; Σε στενοχωρεί αυτό; Ή το θεωρείς μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να πεις κάποια πράγματα που, ομολογουμένως, δεν λέγονται από πολλούς στην Ελλάδα;

Π.Τ.: Κοίταξε, Κυριάκο. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και ξέρεις και ξέρω πολύ καλά ότι κανένας —όπως στο ανέκδοτο με τον σκορπιό και τον βάτραχο— δεν μπορεί να αποφύγει τη «φύση του» και τις συνέπειες από την εκδήλωση της «φύσης του». Παλαιότερα ίσως και να στενοχωριόμουν με κάποιες από τις επιθέσεις (ιδίως τις πιο κατάφωρα άδικες, εκείνες που εξόφθαλμα στρέβλωναν όσα έλεγα ή όσα έκανα), ίσως και να εξοργιζόμουν — τώρα, όσο λιγοστεύει και η άμμος στην κλεψύδρα, φροντίζω μονάχα να τις απολαμβάνω. Όπως είπε και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ως Αντώνιος στον ξενέρωτο Οκταβιανό: «Ξέρεις, Οκταβιανέ, υπάρχει ζωή και ΠΡΙΝ από τον θάνατο».

Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

* * *

Το UAnimals είναι μια ΜΚΟ που από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία έχει κάνει ΑΔΙΑΝΟΗΤΑ πολλή και σωτήρια δουλειά για δεκάδες χιλιάδες ζωάκια. Τα μέλη της, κτηνίατροι και όχι μόνο, όλοι εθελοντές, οργώνουν την ανατολική χώρα πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό για να βοηθήσουν, να γιατροπορέψουν, να απεγκλωβίσουν, να ταΐσουν, να στειρώσουν, να εμβολιάσουν, να τσιπάρουν κλπ. κλπ., όποιο ζώο έχει την ανάγκη τους — και, δυστυχώς, είναι πολλά: αμέτρητα. Παρακολουθούμε τη δράση τους πάνω από δύο χρόνια τώρα, και μέσα από τα σόσιάλ τους έχουμε γίνει μάρτυρες απίστευτων περιστατικών και πολλών, πολλών, συγκινητικών στιγμών. Το έργο τους στηρίζεται αποκλειστικά στην καλοσύνη των ξένων. Όποιος μπορεί να διαθέσει 5-10 ευρώ, ας τα βάλει εδώ. Θα πιάσουν τόπο: είναι το μόνο σίγουρο. Θα σώσουν ένα ή και περισσότερα ζωάκια, και θα διευκολύνουν το θεάρεστο έργο αυτών των άξιων αυτών ανθρώπων. Κάντε το τώρα, όσοι θέλετε, γιατί ο μεγάλος, κακός χειμώνας έρχεται. Και θα είναι βίαιος και απάνθρωπος.

* * *

Ονειρεύομαι μια λέσχη ανάγνωσης-και-μαγειρικής: θα διαβάζουμε εκ περιτροπής ένα βιβλίο, μαγειρεύοντας και τρώγοντας ταυτόχρονα — νουβέλα ή μικρό μυθιστόρημα, ανάλογα με τον χρόνο προετοιμασίας του φαγητού. Θα φροντίζουμε να τελειώνει το κείμενο όταν θα βγαίνει το γλυκό, και θα το συζητάμε μετά αποσώνοντας το κρασί. Μόνο hardboiled αστυνομικά και νουάρ.

* * *

Έχω γίνει κάπως εμμονικός με τον Ντέρεκ Ρέιμοντ, αλλά είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα ξαναδιαβάσει δύο βιβλία του ίδιου συγγραφέα το ένα μετά το άλλο, κι αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει κάτι. Το σύμπαν του Ρέιμοντ είναι —από την άλλη— πάρα πολύ ξεχωριστό. Είναι ένα σκληρό, μισάνθρωπο, κλειστοφοβικό σύμπαν. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί σ’ αυτό. Υπάρχουν μόνο σκληροί άνθρωποι, και τέρατα. Και όλοι υποφέρουν εξίσου. Απλώς κάποιοι περνούν αυτά τα όρια και γκρεμίζονται ολοκληρωτικά στην άβυσσο. Με το κεφάλι. Ούτε έχουμε να κάνουμε με «φυσιολογικά» αστυνομικά εδώ. Το 50% των ανακρίσεων σε αυτά τα εντελώς προσωπικά, εντελώς ιδιαίτερα police procedural μυθιστορήματα είναι οι ευφάνταστες απειλές των αστυνομικών προς τους υπόπτους και τους μάρτυρες —αλλά και άλλους αστυνομικούς— να μιλήσουν και να δράσουν γρήγορα, για να γίνει η δουλειά — όταν δεν διακόπτονται από τις μπερδεμένες σκέψεις του ανώνυμου πρωταγωνιστή για το εκάστοτε θύμα και τον εαυτό του, ενός χαμηλόβαθμου, πεισματάρη, κατεστραμμένου αστυνομικού που γαντζώνεται από τις υποθέσεις του σαν τον πνιγμένο από μια σανίδα: δεν θα σταματήσει μέχρι να βγει στην ακτή, ή να πνιγεί. Και δεν τον νοιάζει άμα πνιγεί. Έχει αρχές, υπακούει σε κάποιους ηθικούς κανόνες, αλλά δεν μοιάζει με κανέναν άλλον. Και οι μέθοδοί του είναι, το λιγότερο, ακραίες. Με άλλα λόγια, τα βιβλία του Ντέρεκ Ρέιμοντ δεν είναι βιβλία για «φαν του αστυνομικού». Είναι βιβλία για ρέκτες του νουάρ· του σκληρού νουάρ. Ο Ρέιμοντ είναι ένας Τσάντλερ πεταμένος σε μια κακόφημη παμπ ενός δυστοπικού Λονδίνου των 80s, που έχει πιει πολύ παραπάνω από όσο έπρεπε. Και του αρέσει. Και θα το ξανακάνει.

* * *

«Να δουλεύεις στο Α14 σημαίνει να βλέπεις όλα όσα δεν βλέπει ποτέ κανείς: τη βία, τη δυστυχία και την απόγνωση, την αδιανόητη απόσταση ανάμεσα στα όνειρα και στον θάνατο στο μυαλό ενός ανθρώπου που δεν έχει γνωρίσει τίποτε άλλο εκτός από πόνο. Όλοι οι θάνατοι που συναντώ στη δουλειά μου —σε μπαρ, στην άκρη του δρόμου, σε βρόμικα δωμάτια, αυτοκτονίες, βουτιές από ψηλά κτίρια και πάνω σε αυτοκίνητα, σε λεωφορεία ή στο μετρό— είναι για μένα παράπλευρες απώλειες σε ένα και μόνο μέτωπο. Όλοι οι άνθρωποι για μένα, ακόμα και κάποιοι δολοφόνοι, υπήρξαν άντρες ή γυναίκες, ακόμα και παιδιά κάποιες φορές, που τους στερήθηκε κάθε λόγος για να συνεχίσουν να ζουν. Μια ωραία απελπισμένη πρωία ξύπνησαν και είπαν στον εαυτό τους: «Τώρα θα βάλω ένα τέλος». Και ξέγραψαν τη ζωή τους με μια άγρια μονοκοντυλιά θλίψης, μιας και είχαν απομείνει μόνοι στον κόσμο. Και μετά τα κοράκια, οι γύπες και οι βρικόλακες που τους κατέτρωγαν έρχονται σε εμάς για να απαιτήσουν ή για να διαμαρτυρηθούν για το χρέος τους, που είναι πλέον αδύνατον να εισπραχθεί στο αιματοβαμμένο και βουβό πεδίο μάχης, ενώ η κυβέρνηση τρέχει ξοπίσω από τον Τύπο σαν κουρελιασμένη φούστα και κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της — το μόνο που την ενδιαφέρει είναι αν παραμένει ακόμη λαοφιλής. Για μένα όμως το μέτωπο είναι ο δρόμος και είμαι αναγκασμένος να τον βλέπω καθημερινά. Βλέπω τον δρόμο, τρώω, κοιμάμαι και ονειρεύομαι στον δρόμο, είμαι ο δρόμος. Στενάζω στα βίαια όνειρά του, είμαι εκεί έξω στον ήλιο και στη βροχή, παρατηρώ διαβάτες να περπατούν βιαστικά πάνω του, θύτες αλλά και θύματα, όλοι μοιάζουν απορροφημένοι, λες και προσεύχονται. Δεν νιώθω απλώς τα δάκρυά τους, τα ακούω κιόλας. Οι νεκροί είναι πολύ καθαροί, πάρα πολύ καθαροί. Έχουν εξαγνιστεί, είναι λευκοί και απαλοί όπως το φως στο χιόνι. Αλλά γιατί; Πού είναι η δικαιοσύνη σε όλο αυτό; Αυτό θέλω να μάθω. Γιατί οι πιο απλές ερωτήσεις είναι αυτές που μένουν χωρίς απάντηση; Γιατί;» Derek Raymond, «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ» (μετάφραση Όλγα Καρυώτη, Εκδόσεις Έρμα).