- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Στο σιντριβάνι: Οι αρχαίες φωνές. Διαβάζοντας το «Σφερδούκλια στο κεφάλι» του Βρασίδα Καραλή
Στο βιβλίο είναι τα κομμάτια μιας αφήγησης για όσα έζησε ο συγγραφέας με τη γιαγιά του στα Κρέστενα Ηλείας ως το 1986 που εκείνη πέθανε
Εντυπώσεις από το βιβλίο «Σφερδούκλια στο κεφάλι. Τα ιστορήματα της Διονυσίας» του Βρασίδα Καραλή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα
Στο σιντριβάνι που καθόμαστε κάθε βραδάκι με τον σκυλάκο μου, συνήθως διαβάζω για να απασχολούμαι με κάτι. Τώρα που έπιασε να νυχτώνει πιο βιαστικά, εκεί κατά τις εφτάμισι με οχτώ –οπότε και ανάβουν τα φώτα του Δήμου– το διάβασμα δυσκολεύει, οπότε καταφεύγει κανείς στην ευκολία του κινητού. Εκτός από προχθές που είχα μαζί μου τα «Σφερδούκλια στο κεφάλι» του Βρασίδα Καραλή, από το Δώμα, και ούτε που ακούμπησα το κινητό. Δεν το περίμενα αυτό το βιβλίο. Και νομίζω πως κανείς δεν το περιμένει. Μα όλοι, σαν κι εμένα εκεί στο μισοσκόταδο του δρόμου, στο σιντριβάνι, θα μείνουν σκυφτοί να το διαβάσουν από την αρχή μέχρι το τέλος, μονοκοπανιά. Δεν είναι και μεγάλο, βγαίνει.
Έχει υπότιτλο «Τα ιστορήματα της Διονυσίας», της γιαγιάς του συγγραφέα και αφηγητή, και είναι εικόνες από τη ζωή της και σπαράγματα από τα λόγια της: τα δικά της ανιστορήματα, οι κουβέντες της, τα τραγούδια και τα στιχάκια της, οι συνήθειες και οι καημοί της, οι φόβοι και οι έχτρες της. Από δίπλα, ο μικρός Βρασίδας που την κοιτά και την ακούει με δέος και λίγο φόβο, με απορία και θαυμασμό, ή πιο μετά, μεγαλώνοντας, με μια στάλα σκεπτικισμό μαζί, αλλά πάντα σεβαστικά. Δεν θα διαβάσετε κάτι τόσο συγκινητικό και αστείο και στενάχωρο και γλυκό μαζί, κάτι με τόσο σπάνια γλωσσική φερνή, που ξεδιπλώνεται χωρίς βιασύνη, κομπασμό ή διάθεση επίδειξης – απλώς μιλιέται, αφήνεται μπροστά μας και λάμπει.
Η Διονυσία έχει παλιά, αρχαία καταγωγή, γυναικών που γεννήθηκαν κατευθείαν μέσα από τη γη, τη δούλεψαν, και θάφτηκαν κατόπιν μέσα της, για να γίνουν λίπασμα για τις νεότερες. Είναι αγράμματη και σοφή, αστεία και αυστηρή, φτωχιά και γεμάτη πλούτο. Ξέρει να πλέκει και να υφαίνει, να μεγαλώνει παιδιά και εγγόνια, να γητεύει το δάγκωμα του φιδιού και να ξεματιάζει, να βράζει σαπούνι και να μαγειρεύει κόκορα κρασάτο, να πλάθει πρόσφορα για τους αγίους και να λέει ιστορίες για τους πεθαμένους. Κυρίως αυτό: να παίρνει τη γλώσσα και να την απλώνει πάνω στο καλούπι των ιστοριών και να σου τις εμπιστεύεται. Μιλά για τις λάμιες και τις φάγουσες, για τα πουλιά και τα φίδια που δεν κάνει να σκοτώνεις, για τον Ρωτόκριτο και τον Μεγαλέξαντρο, για τους Έλληνες και τους αλλοφύλους, για τον Χριστό και τους αμαρτωλούς, για τον στρατό και το Κουκουέ, για τον βασιλιά και τον Βενιζέλο, για τα σίριαλ και τις ραδιοφωνικές σαπουνόπερες. Τα ξέρει όλα, με τον τρόπο της, και τα λέει όλα στον εγγονό της, που έχει αυτιά μόνο για εκείνην και παίρνει μία μία τις λέξεις της και τις κολλάει επάνω του σαν κοσμήματα.
Δεν ξέρουμε πώς τα θυμάται ακόμα όλα αυτά, και πώς κατάφερε να τα αποτυπώσει και να μας τα αναδιηγηθεί, μα το κάνει με έναν τρόπο τόσο απλό και περήφανο μαζί, που σε συνεπαίρνει. Και, μπράβο του, χωρίς γλωσσάρι και τέτοια. Δεν υπάρχει λέξη που να μην την καταλαβαίνουμε, κι ας μην έχουμε ξανακούσει κάμποσες. Και είναι κι εκείνος ο Επίλογος, που σε γεμίζει μέλι.
Στον κολοφώνα λέει πως τραβήχτηκαν 1.500 κομμάτια. Δεν θα φτάσουν βέβαια, σκεφτόμουν καθώς σηκωνόμασταν από το πεζούλι στο σιντριβάνι.