Βιβλιο

Ο Αντρέι Πλατόνοφ και η ουτοπία του κομμουνισμού στο Τσεβενγκούρ

Νέα μετάφραση από την Ελένη Μπακοπούλου για το διαχρονικό μυθιστόρημα του συγγραφέα στο οποίο επεδίωξε να σκιαγραφήσει τις απαρχές της κομμουνιστικής κοινωνίας

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 929
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: «Τσεβενγκούρ» Αντρέι Πλατόνοφ - μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Ήμουν ακόμη φοιτητής της Νομικής, όταν μια ευτυχής συγκυρία με έφερε στη Σοβιετική Ένωση. Εκείνο τον καιρό, επί Μπρέζνιεφ, μόνο με οργανωμένες εκδρομές μπορούσες να φτάσεις ως εκεί, κι όταν έφτανες, βρισκόσουν πάντα υπό αυστηρή επιτήρηση. (Όχι και τόσο αυστηρή, είναι η αλήθεια, αφού διέφυγα εύκολα από το γκρουπ και επισκέφτηκα μόνος το σπίτι όπου πέθανε ο Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη – τότε Λένινγκραντ.)

Θυμάμαι ακόμη τις κρύες αίθουσες των ξενοδοχείων όπου παίρναμε το πρωινό μας, το ισχνό σαν τσιγαρόχαρτο χαρτί υγείας στις τουαλέτες, τις καμαριέρες στους διαδρόμους, που εξαφανίζονταν στα δωμάτια με αντάλλαγμα ένα μπλου τζιν για λίγη ώρα από το φλογερό ταμπεραμέντο τους. (Η καταραμένη ηθική μου –αριστερή ακόμα τότε– δεν με άφησε να πάρω κι εγώ μαζί μου δυο τρία Levi’s.) Είχαμε φτάσει μέχρι το Κίεβο σ’ εκείνο το ταξίδι και αναπολώ τον λαό της πρωτεύουσας της Ουκρανίας, που περιφερόταν ξέγνοιαστα στα πάρκα της πόλης, ενώ τα κορίτσια τιτίβιζαν χαρούμενα κάτω από τις πυκνόφυλλες βελανιδιές.

Εκείνο το μακρινό ταξίδι μού έφερε στον νου το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Αντρέι Πλατόνοφ, «Τσεβενγκούρ», σε εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου (εκδόσεις Καστανιώτη). Κυκλοφόρησε πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση πριν από εκατό περίπου χρόνια, όταν η Οκτωβριανή Επανάσταση μετρούσε ήδη δέκα χρόνια καθεστώς. Περιγράφει, με την πεζογραφική σαγήνη που απολαύσαμε στον Γκόγκολ και τον Τολστόι, τις περιπέτειες δύο μοναχικών ψυχών που αναζητούν στις απέραντες εκτάσεις της ρωσικής στέπας ένα χωριό να στήσουν την ουτοπία του κομμουνισμού. Ο ένας έχει πάρει μέρος στις εμφύλιες μάχες των Κόκκινων εναντίον των Λευκών. Ο άλλος, ένας διεθνιστής, ο Κοπιόνκιν, καβάλα στο αγαπημένο του άλογο, που του έχει δώσει το όνομα Προλεταριακή Δύναμη, αναπολεί συχνά την κατά φαντασίαν αγαπημένη του Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Μαζί τα δυο αυτά παλικάρια, ιδαλγοί μιας κοινωνίας ακραιφνώς δίκαιας, φτάνουν στο Τσεβενγκούρ, ένα ξεχασμένο χωριό στη μέση του πουθενά, και οργανώνουν εκεί την κομμουνιστική τους ουτοπία – αφού πρώτα διώξουν κακήν κακώς τους ντόπιους δυνάστες, όπως είναι εύλογο και επιβαλλόμενο απαρεγκλίτως από την κομματική γραμμή. Όσοι απομένουν σ’ εκείνο το μέρος στήνουν, με τον τρόπο του ο καθένας, αυτό που άλλοι θα ονόμαζαν σήμερα κράτος αλληλέγγυο στον πολίτη.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο Πλατόνοφ, στηλιτεύει με το ιδιότυπο χιούμορ του την κατάσταση στην ιδανική τους πολιτεία:

«Γράφουν πάντα με σκοπό τον τρόμο και την καταπίεση των μαζών», είπε ο Κοπιόνκιν. «Τα σύμβολα της γραφής έχουν επινοηθεί για να περιπλέκουν τη ζωή. Ο γραμματιζούμενος κάνει μαγγανείες με το μυαλό του, κι ο αγράμματος δουλεύει χειρωνακτικά γι’ αυτόν».

Ο Ντβάνοφ χαμογέλασε.

«Βλακείες, σύντροφε Κοπιόνκιν. Η επανάσταση είναι για τον λαό η αλφαβήτα».

«Μη με μπερδεύεις, σύντροφε Ντβάνοφ. Σ’ εμάς όλα λύνονται με την πλειοψηφία. Εδώ είναι σχεδόν όλοι αγράμματοι, και κάποτε οι αγράμματοι θα νομοθετήσουν να ξεμάθουν οι γραμματιζούμενοι τις λέξεις, για να υπάρξει γενική ισότητα… Πόσο μάλλον που είναι πιο βολικό να ξεμάθουν οι λίγοι τα γράμματα απ’ το να τους διδάξεις όλους απαρχής…»

Και ο νοών νοείτω.