Βιβλιο

Σώτη Τριανταφύλλου: Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι

Ένα διήγημα για τα 100 χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι το 1924

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 926
32’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σώτη Τριανταφύλλου: Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι
© Fireshot/Universal Images Group via Getty Images


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ: ΤΑΜΑΡΑ

Σήμερα είναι 2 Οκτωβρίου του 1964 και έχω τα γενέθλιά μου: πενήντα οκτώ! Καλά κρατιέμαι· το χρωστάω στον χορό: έκανα μπαλέτο από τριών χρονών, για ένα φεγγάρι είχα την ίδια καθηγήτρια με την Γκαλίνα Ουλάνοβα, ήθελα να γίνω πρίμα μπαλαρίνα. Δούλευα απ’ τα δεκάξι μου στο θέατρο Μαριίνσκι στην Αγία Πετρούπολη (που, ξαφνικά, τον χειμώνα του ’24, άλλαξε όνομα κι έγινε Λένινγκραντ), αλλά ο διευθυντής των μπαλέτων, ο Σεργκέι (Σερζ) Ντιαγκίλεφ, είχε γεράσει πριν απ’ την ώρα του (έπινε βότκα στο πρόγευμα), κι όσο για τον Νιζίνσκι, το πουλέν του, είχε αποτρελαθεί κι ήταν πια για δέσιμο. Έτσι, κανείς δεν μου έδινε σημασία: αν δεν ήσουν η Πάβλοβα ή η Ίντα Ρούμπινσταϊν, κανείς δεν σου έδινε σημασία. Κι εγώ ατάλαντη δεν ήμουν, δεν ήμουν όμως ούτε η Πάβλοβα, ούτε η Ρούμπινσταϊν. Εκτός αυτού, στην Πετρούπολη –pardon, στο Λένινγκραντ– πεινούσαμε, παρ’ όλο που κάθε μέρα η Ρωσία μεγάλωνε, αφού μια μια κόλλαγαν δίπλα της καινούργιες ασιατικές χώρες: Καζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, όλες σε -άν. Είχαμε γίνει γίγαντας μεν, πειναλέος δε. Παρά τη φτώχεια και την αναστάτωση, τα ρωσικά μπαλέτα περιόδευαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο: μονάχα εγώ έμενα στην Πετρούπολη και χόρευα ρόλους κομπάρσας (έπαιξα στην «Ωραία κοιμωμένη», αλλά όχι την Ωραία κοιμωμένη, και στο «Τραγούδι του αηδονιού» στη σκιά της Αλίσια Μαρκόβα. Κυριολεκτικά στη σκιά, γιατί η Μαρκόβα έπιανε όλη τη σκηνή και πήδαγε πέρα δώθε κι έπρεπε να την ακολουθώ προσεκτικά για να μη συμβεί κάνα ατύχημα). Γι’ αυτό, το ’24, αποφάσισα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και να έρθω στο Παρίσι: εκείνη την εποχή, άμα δεν σε ήθελαν πουθενά αλλού, πήγαινες στο Παρίσι. Άμα ήθελες να γράψεις μυθιστορήματα με πολλές αλαμπουρνέζικες λέξεις –σαν τον Τζέιμς Τζόυς–, να ζωγραφίσεις πτυελοδοχεία και ουρητήρια –σαν τους Νταντάδες– ή να παίξεις την καινούργια μουσική, την τζαζ, το Παρίσι ήταν ό,τι έπρεπε. Ε, ούτε εμένα με ήθελε κανείς: η οικογένειά μου δεν είχε καμιά σχέση με τους μπολσεβίκους, η μάνα μου ήταν πιανίστρια, ο πατέρας μου έμπορος (εξαγωγέας γούνας) κι η γιαγιά μου η Νίνα –αν και θεωρούσε το Παρίσι διαφθορείο– ήταν καθηγήτρια γαλλικών. Κι εγώ ήμουν μια μοναχοκόρη που σ’ όλη της τη ζωή προσπαθούσε να πετύχει το καλύτερο αραμπέσκ. Όταν πλάκωσαν οι μπολσεβίκοι, τα ’χασα τελείως, δεν καταλάβαινα ποιοι είχαν δίκιο και ποιοι άδικο. Το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω.

Έτσι, αν θυμάμαι καλά, στα μέσα Μαΐου του ’24, έφτασα στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού (Gard du Nord) μετά από εξαντλητικό ταξίδι, όπου ένας σεβάσμιος αλλά λαλίστατος Γάλλος κύριος μου ’φαγε τ’ αυτιά για την οικονομική κρίση και την παρακμή της Πόλης του Φωτός. Σκεφτόμουν, αφού παρακμάζει, τι στην ευχή πάω να κάνω στο Παρίσι; Όμως, όταν βγήκα στον δρόμο και πήρα την ανηφόρα της λεωφόρου Μπαρμπές, ξετρελάθηκα: επιτέλους βρισκόμουν στο gai Paris! Νοίκιασα δωμάτιο σε μια πανσιόν στον λόφο της Μονμάρτρης, όπου έμεναν Ρώσοι εμιγκρέδες –καλλιτέχνες, τυχοδιώκτες, φυγάδες– κι απ’ όπου έβλεπες την πόλη πιάτο.

Την επομένη κιόλας, βάλθηκα να ψάχνω για δουλειά· στην όπερα, στα θέατρα, κι έπειτα –τι να ’κανα– κατέβηκα στη λεωφόρο Κλισύ και πήρα σβάρνα τα καμπαρέ: πέρασα οντισιόν, χόρεψα λίγο από Ζιζέλ, λίγο από το Απομεσήμερο ενός φαύνου (τη σκηνή όπου πεθαίνει η θεότητα των δασών: τα θαλάσσωσα), έκανα μερικές από τις πιο πηδηχτές μου πιρουέτες, κι οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί και με επαινούσαν. «Έχετε κάτι από Ιζαντόρα Ντάνκαν» μου είπε ένας, αλλά δεν τον πίστεψα: χόρευα, όπως είναι φυσικό, σαν Ρωσίδα, όχι σαν Αμερικανίδα. Φορούσα παπούτσια μπαλέτου, δεν χόρευα ξυπόλυτη. Ίσως γι’ αυτό δεν με προσέλαβε κανείς. Το ’24 ήταν της μόδας να χορεύεις ξυπόλυτη. Ώσπου άλλαξα κατεύθυνση: όχι γεωγραφική, επαγγελματική. Πήγα σ’ ένα κέντρο διασκέδασης και θεάματος –Μουλέν Ρουζ το έλεγαν, υπάρχει ακόμα– στην πλατεία Μπλανς (κατάφωτη πλατεία· θυμάμαι ότι σκέφτηκα: Ζήτω ο ηλεκτρισμός! πράγμα που επαναλάμβαναν συνέχεια οι μπολσεβίκοι, είχαμε βαρεθεί να το ακούμε) και χόρεψα όπως είχα δει να χορεύουν οι άλλες κοπέλες στις οντισιόν. Έκανα κινήσεις καντρίλιας και σήκωνα το φόρεμά μου με νάζι: μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια μπαλέτου, το γόνατό μου έφτανε στη μύτη μου και είχα τέτοια ευελιξία, που ο ιδιοκτήτης της revue με προσέλαβε αμέσως για να συμμετάσχω, είπε, στην καινούργια παράσταση του κυρίου Ζακ Σαρλ. Εγώ τον κύριο Ζακ Σαρλ δεν τον ήξερα, αλλά ενθουσιάστηκα· η αμοιβή ξεπερνούσε τα πιο τρελά μου όνειρα και, στο κάτω κάτω, μετά τη revue έβγαινες στον δρόμο και, το είπα ήδη, η πλατεία ήταν φωταγωγημένη. Στην Αγία Πετρούπολη, απ’ ό,τι ήξερα δηλαδή, δεν υπήρχαν καμπαρέ, ούτε φωτοχυσίες όπως στην πλατεία Μπλανς.

Η χορευτική επιθεώρηση δεν είχε τίποτα το πρόστυχο· το ξεκαθαρίζω απ’ την αρχή, μη νομίζετε ότι στο Παρίσι πήρα τον δρόμο της απωλείας. Απλώς, αντί να χορεύω με μουσική Ιγκόρ Στραβίνσκι, χόρευα βαριετέ, γαλλικό κανκάν. Έτσι ονομαζόταν ο χορός με τις γάμπες στον αέρα και τις περιστροφές του αστραγάλου, πάλι στον αέρα. Στις αρχές Ιουνίου, αρχίσαμε τις πρόβες με μια θεσπέσια μαύρη (νέγρα) κοπέλα, συνομήλική μου, τη Ζοζεφίν Μπέικερ (που, μεταξύ μας, έδειχνε πολύ στήθος και ολόκληρο το μπούτι, έκανε δηλαδή ένα είδος στριπτίζ), καθώς κι έναν τραγουδιστή και χορευτή που είχε παίξει σ’ ένα σωρό οπερέτες. Μωρίς Σεβαλιέ τον έλεγαν: υποτίθεται πως ήταν διάσημος κι έπρεπε να τον ξέρω, όμως εγώ δεν τον είχα ακούσει. Η Ζοζεφίν δεν ήταν καθόλου διάσημη, μόλις είχε φτάσει στο Παρίσι: είχε όμως πολλές γνωριμίες –Αμερικανούς τζαζίστες και χορευτές από το Χάρλεμ– έτσι, ετοιμαζόταν να εμφανιστεί σε πιο καλλιτεχνική σκηνή από τη φθινοπωρινή σεζόν. Σχεδίαζε να λανσάρει στο Παρίσι έναν καινούργιο χορό, το τσάρλεστον (πράγμα που έκανε τελικά, αλλά εγώ τότε δεν την πίστευα, νόμιζα πως ήταν φαντασμένη), και να κάνει σόου με νέγρους. «Εμείς οι νέγροι έχουμε τον ρυθμό μέσα μας» έλεγε. Εμείς οι Ρώσοι, απαντούσα από μέσα μου, δεν τον έχουμε μέσα μας, γι’ αυτό μας βγαίνει η ψυχή στην εξάσκηση.

Ήμασταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι με την παράσταση που σκηνοθετούσε ο κύριος Ζακ Σαρλ, αλλά η αίθουσα δεν γέμιζε, κι ο κύριος Σεβαλιέ απέδωσε τα κεσάτια στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ειλικρινά, δεν είχα ιδέα ότι οι Ολυμπιακοί γίνονται σε μεγάλες πόλεις: νόμιζα πως γίνονται στην εξοχή, ώστε να μπορούν οι αθλητές να τρέχουν, να πηδάνε, να κολυμπάνε και να κάνουν ποδήλατο. Όμως ο κύριος Σεβαλιέ μού εξήγησε ότι «διεξάγονται» κάθε τέσσερα χρόνια και ότι την προηγούμενη φορά, το 1920, είχαν «διεξαχθεί» στην Αμβέρσα. Όχι ότι είχα ιδέα πού έπεφτε η Αμβέρσα, αλλά έμαθα: στο Βέλγιο. Όχι ότι ήξερα πού έπεφτε το Βέλγιο. Αναρωτιόμουν μήπως ο κύριος Σεβαλιέ με φλέρταρε, αλλά είχε ήδη περάσει τα τριάντα πέντε: παραήταν γέρος για μένα. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσα ν’ αναγνωρίσω το φλερτ· δεν με είχε φλερτάρει ποτέ κανείς. Στα ρωσικά μπαλέτα οι άνδρες φλέρταραν μεταξύ τους.

Άρχισαν οι Ολυμπιακοί κι εγώ χαμπάρι δεν πήρα. Ο κύριος Σεβαλιέ, που ήταν πατριώτης, μου μετέδιδε τα νέα: «Σήμερα ο Πιερ Κοκλέν έσπασε ρεκόρ στη σκοποβολή» (μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό πως η σκοποβολή είναι άθλημα), «Σήμερα διέπρεψε η ομάδα ξιφασκίας», «Πήρε χρυσό ο Ανρί Ντεγκλάν στην ελληνορωμαϊκή πάλη» (μου έκανε εντύπωση ότι τα μετάλλια στην ελληνορωμαϊκή πάλη δεν τα έπαιρναν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι· τα έπαιρναν οι Γάλλοι). Όταν οι Γάλλοι και οι Βέλγοι (ο κύριος Σεβαλιέ υποστήριζε και τους Βέλγους, λόγω της μαμάς του που ήταν, είπε, βελγικής καταγωγής) έρχονταν τελευταίοι στα αγωνίσματα, ο κύριος Σεβαλιέ δεν ανέφερε τίποτα: έφτανε στο καμπαρέ σιωπηλός και κατσούφης, έκανε το νούμερό του –τραγουδούσε με μπρίο το «Βαλεντίν»–, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ψυχικό ράκος.

Ένα βράδυ, λίγο πριν από την παράσταση, πώς μου ήρθε δεν ξέρω, τον ρώτησα: «Γιατί είστε τόσο μελαγχολικός; Επειδή οι Γάλλοι τα έχουν σκατώσει στους Ολυμπιακούς;» Πράγματι, στα τετρακόσια μέτρα είχε κερδίσει Αμερικανός, στο πένταθλο Φινλανδός, στα οκτακόσια μέτρα Άγγλος, στο δέκαθλο πάλι Αμερικανός. Κι όσο για το τριπλούν, ο Αυστραλός είχε σημειώσει παγκόσμιο ρεκόρ. Νόμιζα ότι ο κύριος Σεβαλιέ θα με χαστούκιζε που είπα «σκατώσει», αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι: «Όχι, mon chou» είπε. «Απλώς θέλω να πεθάνω». Αναστατώθηκα, αλλά έπρεπε να βγούμε στη σκηνή και δεν πρόλαβα να βρω κάτι να πω. Την επομένη, ο κύριος Σεβαλιέ δεν ήρθε στην παράσταση, κι ο Ντεντέ –το παιδί που στεκόταν στην είσοδο κι έκοβε τα εισιτήρια– έδιωχνε τους πελάτες (ο Μωρίς Σεβαλιέ ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν μας), ενώ η Ζοζεφίν Μπέικερ κλείστηκε στο καμαρίνι της κι έκλαιγε γοερά. Στάθηκα απέξω και κρυφάκουγα, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Ώσπου η Ζοζεφίν φώναξε από μέσα: «Ταμάρα! Άντε, μπες!» και μπήκα δειλά δειλά κι η Ζοζεφίν μού εξήγησε ότι ο κύριος Σεβαλιέ είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Είδα κι έπαθα να καταλάβω τι μου έλεγε, γιατί δεν ήξερα αγγλικά, ειδικά τα αγγλικά της Ζοζεφίν, που ήταν νέγρα απ’ την πολιτεία του Μιζούρι.

«Για τους Ολυμπιακούς;» ρώτησα και ντράπηκα αμέσως για τη χαζομάρα μου. «Ο Ιταλός κέρδισε χθες τον Γάλλο στο βάδην».

Η Ζοζεφίν έκανε μια χειρονομία που έδειχνε ανυπομονησία.

«Ο άνθρωπος, Ταμάρα –ο Μωρίς–, κουβαλήθηκε στην Αμερική, πάσχισε να κάνει καριέρα στο Μπρόντγουεϋ και πέρασε απαρατήρητος. Γύρισε με την ουρά στα σκέλια».
«Πότε;»
«Τι πότε;»
«Πότε πήγε στην Αμερική;»
«Πέρυσι».
«Κι από πέρυσι θέλει να πεθάνει;»

Η Ζοζεφίν αναστέναξε.

«Προσπαθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει».

Τελικά, οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι έχουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Να, για παράδειγμα, κι εγώ απαρατήρητη περνούσα, αλλά δεν σκεφτόμουν καθόλου ν’ αυτοκτονήσω. Κι αν ήθελα να αυτοκτονήσω, θα τα κατάφερνα. Όσο για τη Ζοζεφίν, δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη, άρα δεν έμπαινε θέμα αυτοκτονίας.

«Μα» είπα «όλοι στο Παρίσι έρχονται – κι εσύ αυτό δεν έκανες; Γιατί να θέλει κάποιος να πάει στο Μπρόντγουεϋ;»

Η Ζοζεφίν σήκωσε τους ώμους. Είχε έρθει στο Παρίσι απ’το Σαιντ Λούις, πράγμα που μου φαινόταν πέρα για πέρα λογικό: τι να κάτσει να κάνει στο Σαιντ Λούις; Το Σαιντ Λούις ήταν σίγουρα χειρότερο από την Αγία Πετρούπολη, ειδικά άμα ήσουνα νέγρος. Τους νέγρους τούς είχανε μονάχα για να τραγουδάνε τζαζ και να πηδάνε –εννοώ το άθλημα του άλματος– στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο κύριος Σεβαλιέ μού είχε πει ότι ένας νέγρος πήρε χρυσό στο άλμα εις μήκος.

Το καλοκαίρι προχωρούσε: τόση ζέστη δεν είχα νιώσει ποτέ μου. Ο ήλιος έλαμπε σχεδόν κάθε μέρα, σχεδόν όλη μέρα. Το έγραφα στη μαμά μου στην Αγία Πετρούπολη και δεν το πίστευε. Εκεί πέρα μόλις που είχε ξεπαγώσει ο Νέβας. Τέλος πάντων, μετά την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ο κύριος Σεβαλιέ επέστρεψε στο Μουλέν Ρουζ, φανερά καταβεβλημένος. Δεν είπε τίποτα, έπιασε αμέσως δουλειά, ρώτησε αν έμαθα τα αποτελέσματα του μαραθωνίου (δεν τα είχα μάθει) κι αν είχαμε κόσμο τις μέρες που έλειπε (δεν ήθελε να έχουμε κόσμο χωρίς αυτόν, αλλά δεν τ’ ομολογούσε). Όμως, λίγες μέρες αργότερα, η όψη του άλλαξε, έμοιαζε σεληνιασμένος, σαν να τον είχε μαγέψει ολόγιομο φεγγάρι.

«Ο Εντμόν Ντεκοτινί, mon chou, πήρε μετάλλιο στην άρση βαρών», μου ανακοίνωσε εύθυμα, όμως εγώ υποπτευόμουν πως η ξαφνική ευτυχία του οφειλόταν σε κάτι άλλο. Δίκιο είχα: η Ζοζεφίν με πληροφόρησε πως το κάτι άλλο ονομαζόταν Υβόν Βαλλέ και ήταν χορεύτρια. Για μια στιγμή, φοβήθηκα μήπως αυτή η Υβόν μού πάρει τη θέση στη revue: ο κύριος Σεβαλιέ αισθανόταν καλύτερα όταν περιβαλλόταν από γυναίκες που του άρεσαν. Εγώ δεν του άρεσα, αν και με αποκαλούσε τρυφερά «mon chou» και καμιά φορά μου έδινε ένα φιλάκι· το φιλάκι του Ιούδα, σκέφτηκα όταν έμαθα για την Υβόν. Με είχε πιάσει αγωνία πως θα μείνω άνεργη.

Ήταν, νομίζω, 19 Ιουλίου, όταν η ζωή μου άλλαξε ξαφνικά όπως είχε αλλάξει και του κυρίου Σεβαλιέ. Βρισκόταν στη σκηνή, αεράτος όπως πάντα, και χόρευε κλακέτες τραγουδώντας το «Στη ζωή δεν πρέπει να χολοσκάς» (το να το λέει αυτό ο κύριος Σεβαλιέ μού φαινόταν το άκρον άωτον της υποκρισίας): ήταν μια μεγάλη γαλλική επιτυχία, οι θαμώνες χειροκροτούσαν κι ο κύριος Σεβαλιέ πετούσε στον αέρα το ψάθινο καπέλο του και το ξανάπιανε με χάρη. Έπειτα άρχισε να τραγουδάει το «Ραψωδία σε μπλε» του Τζορτζ Γκέρσουιν –που μόλις είχε πρωτακουστεί στο Παρίσι– αυτοσχεδιάζοντας και κάνοντας αστεία με το κοινό, πράγμα που ήταν εκτός προγράμματος· εγώ στεκόμουν πίσω απ’ την κουρτίνα, περιμένοντας την ώρα για το νούμερό μου και κρυφοκοιτώντας. Το πράγμα παρατραβούσε, ο κύριος Σεβαλιέ είχε πιάσει κουβέντα από τη σκηνή (στα αγγλικά) με μια παρέα Αμερικανών: κυρίες που κάπνιζαν μακριές πίπες και άνδρες που μου φάνηκαν θηριώδεις, σαν να ανήκαν σε φυλή υπερανθρώπων. Η αίθουσα δεν ήταν κατάμεστη όπως την ήθελε ο κύριος Σεβαλιέ, αλλά οι Αμερικανοί έκαναν πολλή φασαρία και του ζητούσαν να χορέψει σε ρυθμό ραγκτάιμ και να πει κι άλλα αμερικανικά τραγούδια.

«Και τώρα ένα γερό χειροκρότημα για τον πρωταθλητή στην κολύμβηση Τζόννυ Βαϊσμύλλερ! Τον μεγαλύτερο κολυμβητή όλων των εποχών!» αναφώνησε σε μια στιγμή ο κύριος Σεβαλιέ, ενώ εγώ κρυφοκοιτούσα ακόμα από την κουρτίνα. Ο αθλητής σηκώθηκε και υποκλίθηκε χαμογελώντας σεμνά, ενώ τον φώτιζε ο προβολέας. Τι άντρακλας! Δυο μέτρα! Τι κούκλος! σκέφτηκα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιον μορφονιό. Όλοι χειροκρότησαν και μια από τις κυρίες κράτησε την πίπα ανάμεσα στα χείλη της για να χτυπήσει παλαμάκια με τα δυο της χέρια. Αυτό μου έκανε, θυμάμαι, μεγάλη εντύπωση. Ωραία όλ’ αυτά, αλλά, όταν ο κύριος Σεβαλιέ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη σκηνή, ήταν πια πολύ αργά για το νούμερό μου και μόλις που πρόλαβε να χορέψει η Ζοζεφίν. Για μένα η Ζοζεφίν ήταν ακαταμάχητη, ειδικά όταν κουνούσε νωχελικά τον πισινό της προς το κοινό, αλλά οι Αμερικανοί έμειναν ανέκφραστοι, κι ο κύριος Σεβαλιέ απέδωσε τη στάση τους στην αμερικανική σεμνοτυφία, όπως μας εξήγησε αργότερα. Αφού τελείωσε το πρόγραμμα, κι εγώ πήγαινα να σκάσω απ’ το κακό μου κι αναρωτιόμουν αν θα πληρωθώ το μεροκάματο, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ο πρωταθλητής Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που οι φίλοι του τον φώναζαν Γουαϊσμύλλερ, μας κάλεσε όλους σε δείπνο! Τον κύριο Σεβαλιέ μαζί με την Υβόν, τη Ζοζεφίν κι εμένα, που ούτε καν με είχε δει να χορεύω. Καλοσύνη του βέβαια, αλλά νομίζω πως το έκανε από λύπηση.

Ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2024 © Bettmann
Ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2024 © Bettmann

Ήταν η ωραιότερη νύχτα της ζωής μου. Πήγαμε στο Café de la Rotonde, στο Μονπαρνάς – δηλαδή στην άλλη άκρη του Παρισιού, ένα μέρος όπου, όπως είπε ο κύριος Σεβαλιέ, «μαζεύονται ομοφυλόφιλοι σαν τον Μαρσέλ Προυστ που παριστάνουν τους ετεροφυλόφιλους, και φτωχοί σαν τον Σκοτ και τη Ζέλντα Φιτζέραλντ που παριστάνουν τους πλούσιους». Όλοι γέλασαν εκτός από μένα, που ξέρω καλούτσικα γαλλικά, αφού μάθαινα από τη γιαγιά μου κι έκανα πέντε χρόνια μάθημα με τη μαντάμ Μον μπιζού στην Πετρούπολη, αλλά αγγλικά, όπως είπα, δεν ήξερα γρυ (τώρα ξέρω κάπως). Μου αρκούσε να κοιτάζω τον πρωταθλητή –αν κατάλαβα καλά, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια, χώρια ένα χάλκινο στο γουότερ πόλο– και να τον φαντάζομαι βρεγμένο και μάλιστα με μαγιό. Είχα δει στην εφημερίδα Le Figaro φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς: ε, λοιπόν, τα αθλητικά μαγιό δεν ήταν μακριά σαν αυτά που φορούσαμε στις πλαζ, ήταν κοντά και, πώς να το πω, αποκαλυπτικά! Σαν τα ρούχα της Ζοζεφίν στη σκηνή.

Εκείνη την εποχή, στο Παρίσι είχαν εγκατασταθεί πολλοί Αμερικανοί – ανάμεσά τους και μερικοί νέγροι (όπως μου είχε πει η Ζοζεφίν), όπως ο ποιητή Λάνγκστον Χιουζ, που έμενε κοντά στην πλατεία Κλισύ και τον είχα δει μια δυο φορές στη γειτονιά. Είχα δει από μακριά κι έναν Αμερικανό δημοσιογράφο, τον Χάουσμαν, το μικρό του δεν το θυμάμαι: μου τον είχε δείξει ο Ντεντέ, το παιδί που έκοβε τα εισιτήρια στο Μουλέν Ρουζ. Ο Ντεντέ ήταν κουτσομπόλης, τριγύριζε όλη μέρα στην πόλη· έμοιαζε με κινούμενη εφημερίδα: αυτός μου είπε για τον Χάουσμαν· για το ότι μιλούσε μονάχα σε «επιτυχημένους αλκοολικούς, πλούσιους και αυτοκτονικούς Αμερικανούς», ότι τους υπόλοιπους τους σνόμπαρε.

Αν και το Παρίσι ήταν γεμάτο από την πρώτη κατηγορία Αμερικανών, ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που καθόταν εκείνη τη βραδιά απέναντί μου, δεν είχε καμιά πιθανότητα να του απευθύνει τον λόγο ο Χάουσμαν: αν και τρομερά επιτυχημένος, φαινόταν υγιέστατος και καθόλου αλκοολικός· έπινε μεταλλικό νερό με μπουρμπουλήθρες. Δεν μιλούσε πολύ, ευτυχώς, γιατί δεν θα καταλάβαινα τίποτα. Πολύ μιλούσε ο κύριος Σεβαλιέ –με γαλλική προφορά, πράγμα αρκετά χαριτωμένο, αλλά υπερβολικά γαλλικό–, ο οποίος διηγιόταν πώς τσακώθηκε ο Πικάσο με τον Χέμινγουεϋ –«να, σ’ εκείνο εκεί το τραπέζι»– επειδή ο πρώτος αμφισβήτησε τον ανδρισμό του δεύτερου. Σύμφωνα με τον κύριο Σεβαλιέ, ο Πικάσο ειρωνεύτηκε τον Χέμινγουεϋ: «Γι’ αυτό παίζεις με ταύρους και τουφέκια! Για να μας αποδείξεις πως είσαι άντρας!» Η Ζοζεφίν έσκυψε προς το μέρος μου και ψιθύρισε «Δεν είπε αυτό, είπε “Παίζεις με τουφέκια και σκοτώνεις βόδια επειδή την έχεις μικρή!”» Ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, πάντως, δεν χρειαζόταν ν’ αποδείξει τίποτα, ήταν το αποκορύφωμα του άνδρα.

«Ποιος είναι ο Χέμινγουεϋ;» ρώτησε ένας άλλος από την παρέα, ο οποίος, όπως διαπίστωσα –με κάποια καθυστέρηση– ονομαζόταν Χάουζερ και ήταν δισκοβόλος. Δίπλα του καθόταν η κυρία με την πίπα και του κρατούσε το μπράτσο. (Το μπράτσο ήταν τεράστιο, πιο τεράστιο από του Τζόννυ Βαϊσμύλλερ.)

«Συγγραφέας» είπε η Ζοζεφίν. «Δεν μένει μόνιμα εδώ, περνάει πολύ καιρό στην Ισπανία. Είναι φανατικός των ταυρομαχιών. Ηδονίζεται με τα άγρια θηρία και το αίμα».

«Λένε», πρόσθεσε ο κύριος Σεβαλιέ χαχανίζοντας λιγάκι, «πως μετά από τραύμα στον Μεγάλο Πόλεμο, δεν... δεν...»

Έκανε μια τόσο αδιάκριτη χειρονομία, που δεν πίστευα στα μάτια μου.

«Νομίζω ότι απλώς πίνει πολύ», είπε ήρεμα η Ζοζεφίν.

E, κάτι θα ’ξερε η Ζοζεφίν για να το λέει.

Εκείνο το βράδυ ήπια κι εγώ πολύ –τρία ποτήρια Sauvignon– κι άρχισα να τα βλέπω όλα διπλά, ακόμα και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, που μπήκε στο μπαρ στις δύο το πρωί· τον μεγάλο Ιγκόρ Στραβίνσκι, που τον είχα δει σε δεκάδες φωτογραφίες στη Ρωσία. Ο Στραβίνσκι έψαχνε κάποιον, αλλά δεν τον βρήκε, κι ο κύριος Σεβαλιέ τού έκανε νόημα από μακριά, του συστήθηκε και τον κάλεσε να καθίσει στο τραπέζι μας. Ο Στραβίνσκι είχε ξινισμένο ύφος κι άρχισε να γκρινιάζει ότι «οι Αμερικανοί δεν σκαμπάζουν από τέχνη» κι ότι «μόνο να κολυμπάνε και να ρίχνουν ακόντια ξέρουν». Για να μην προσβάλει περισσότερο τον Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, άρχισα να του μιλάω στα ρωσικά, πράγμα που δεν τον ξάφνιασε καθόλου: «Έχετε τα πεταχτά ζυγωματικά των Ρωσίδων», μου είπε, μάλλον προσβλητικά, και συνέχισε σχολιάζοντας το πώς ο Σοστακόβιτς έμεινε στη Ρωσία σφιχταγκαλιασμένος με τους μπολσεβίκους. Δεν ήξερα τι να πω: δεν γνώριζα τίποτα επί του θέματος.

Γύρω στις τρεις το πρωί, ο Τζόννυ ανακοίνωσε, ευγενικά, πως ήταν πολύ αργά και ήθελε, είπε, «να πάει στο κρεβάτι», εννοώντας να κοιμηθεί. Σηκωθήκαμε όλοι και βγήκαμε έξω, στη ζεστή παριζιάνικη νύχτα. Η Ζοζεφίν χασμουρήθηκε, είπε ότι θα γυρίσει με τα πόδια, κι ο κύριος Σεβαλιέ αγκάλιασε την Υβόν από τη μέση και μπήκαν σ’ ένα ταξί που κόρναρε χωρίς λόγο. Ο Στραβίνσκι έκανε μια αόριστη κίνηση αποχαιρετισμού κι εγώ συνειδητοποίησα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ πρίμα μπαλαρίνα: είχα βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με τον Στραβίνσκι (τον οποίο έβλεπα διπλό) και δεν είχα καν σκεφτεί να του πω ότι χόρευα επί δύο χρόνια στο θέατρο Μαριίνσκι. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ, που τον έβλεπα επίσης διπλό, γιατί το κρασί με είχε χτυπήσει στο κεφάλι.

Και τότε έγινε το πιο καταπληκτικό: ο Τζόννυ, αφού αποχαιρέτησε τον δισκοβόλο και την κυρία, μου είπε χαμογελώντας: «Και τώρα ας διασκεδάσουμε λιγάκι!» και μ’ έπιασε από το χέρι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι τίποτα απ’ όσα συνέβησαν αργότερα: έχω την αμυδρή εντύπωση ότι πήγαμε σ’ ένα ξενυχτάδικο του Μονπαρνάς που ήξερε ο Τζόννυ –Το Βόδι στη Στέγη–, όπου όλοι ήταν μεθυσμένοι σαν εμένα, και νομίζω –νομίζω– πως είδα ένα ζευγάρι γυναικών να χορεύει τανγκό cheek to cheek. Χορέψαμε κι εμείς, ο Τζόννυ κι εγώ, αλλά γι’ αυτό δεν παίρνω όρκο. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι την επομένη ξύπνησα σ’ ένα πολυτελές δωμάτιο, δίπλα στο αγαλματένιο σώμα του Τζόννυ, ο οποίος κοιμόταν σαν μωρό. Έτρεξα στο παράθυρο να δω πού βρίσκομαι: πλατεία Βαντόμ, ξενοδοχείο Ριτζ. Από μια άποψη μεγαλεία, μεγαλεία! Από μιαν άλλη άποψη...

Με έπιασε πανικός. Η γιαγιά μου η Νίνα έλεγε πως στο Παρίσι δεν θέλει πολύ να γίνεις κοκότα. Άφησα ένα σημείωμα στον Τζόννυ –«Καλή επιστροφή στην πατρίδα. Καλή επιτυχία»– κι έφυγα ακροποδητί· χαιρέτησα με ψεύτικη άνεση τον άνθρωπο στη ρεσεψιόν κι έπειτα βάλθηκα να τρέχω προς τον σταθμό του μετρό. Το βράδυ, όταν πήγα στο Μουλέν Ρουζ, ο κύριος Σεβαλιέ με κοίταξε μ’ ένα τόσο πονηρό βλέμμα, που σκέφτηκα: Τα ξέρει όλα, έχω γίνει ρεζίλι· αλλά εκείνος με ρώτησε με θριαμβευτικό ύφος:

«Ποιος κέρδισε στην ποδηλασία;»
«Ποιος;» έκανα ξεροκαταπίνοντας.
«Ο Λυσιέν Σουρύ και ο Ζαν Κυνιό!»
«Μπράβο, κύριε Σεβαλιέ», είπα ανακουφισμένη. Vive la France!

Τον Τζόννυ Βαϊσμύλλερ δεν τον ξαναείδα. Έμαθα πως κέρδισε μετάλλιο και στους Ολυμπιακούς του ’28 στο Άμστερνταμ και πως αργότερα έγινε σταρ του κινηματογράφου (οι ταινίες του, μολονότι για ευνόητους λόγους μού προκαλούσαν ταραχή, ήταν, κατά γενική ομολογία, κάπως παιδαριώδεις. Ειδικά το «Μυστήριο της ερήμου» με απογοήτευσε τελείως: ο Ταρζάν έπαιζε δεύτερο ρόλο και η Τζέιν πρώτο). Έμαθα επίσης ότι παντρεύτηκε δυο τρεις φορές, μπορεί και τέσσερις. Όσο για μένα, παντρεύτηκα επίσης, μια φορά, το 1932, κι από τότε δεν θέλω ν’ ακούω για γάμους, για ανθοδέσμες και για κοριτσίστικα χάχανα. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα. Εκείνος –ένας Ρώσος φωτογράφος που μιμούνταν τον Μαν Ρέυ– έφυγε για την Αμερική· δεν ξέρω καν αν ζει. Το ’32 πάντως, όταν παντρευτήκαμε στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου στο Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, θυμάμαι ότι διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες και ο Βάλι (Βάλι Ριτσκόφ ήταν το όνομά του, οπότε για τρία χρόνια ήμουν η κυρία Ριτσκόβα) αναρωτιόταν γιατί δεν συμμετείχε ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ: θεωρούσε πως το ελεύθερο στιλ του στην κολύμβηση δεν συγκρινόταν με την πειθαρχία που είχαν επιβάλει στους αγώνες οι Ιάπωνες Ολυμπιονίκες. Δεν καταλάβαινα τίποτα φυσικά, αλλά στο άκουσμα του ονόματος του Τζόννυ μ’ έπιανε ελαφρό τρέμουλο. Εξάλλου, την ημέρα που παντρευτήκαμε με τον Βάλι, στο Παρίσι παιζόταν η ταινία «Ταρζάν, ο πιθηκάνθρωπος» κι η πόλη ήταν γεμάτη αφίσες με ημίγυμνες φωτογραφίες του Τζόννυ. Πίσω μου σ’ έχω, Σατανά. Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.

Πάντως ο γάμος δεν ναυάγησε λόγω του Τζόννυ Βαϊσμύλλερ. Ναυάγησε διότι ο Βάλι ήταν ένας άχρηστος. Έμπλεξε με αργόσχολους που μπεκρόπιναν στο Μονπαρνάς και φωτογράφιζε γυμνά μοντέλα (εγώ δεν κάθισα να με φωτογραφίσει) που στην πραγματικότητα ονειρεύονταν να τα φωτογραφίσει ο Μαν Ρέυ. Στο μεταξύ, εγώ εργαζόμουν στο Θέατρο των Ηλυσίων μαζί με τη Ζοζεφίν, που πρωταγωνιστούσε στο «Revue Nègre»: η Ζοζεφίν ήταν σταρ, πλαισιωνόταν από μαύρους μουσικούς, ενώ εγώ χόρευα τσάρλεστον για δυο λεπτά κάθε βράδυ· αυτό έκανα μονάχα. Τα λεφτά ήταν ελάχιστα κι ο Βαλ τα ξόδευε στα κοκτέιλ μαρτίνι-βότκα, στο τέλος μάλιστα ερωτεύτηκε έναν πρώην εραστή του Ζαν Κοκτώ που έμοιαζε εντυπωσιακά με τον Τζόννυ –ή έτσι μου φάνηκε– και που είχε φτάσει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας επειδή ο Κοκτώ είχε ερωτευτεί τον Μαρσέλ Κιλ. Πέρασα μεγάλη μοναξιά και δυστυχία· ακόμα κι ο Μωρίς Σεβαλιέ βρισκόταν μακριά: επιτέλους, έκανε καριέρα στην Αμερική. Είχε φαγωθεί να παίξει στο Χόλυγουντ, σ’ όλη του τη ζωή αυτό επεδίωκε: την εποχή που χρειαζόμουν κάποιον να με στηρίξει, εκείνος υπέγραφε συμβόλαιο με τη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγιερ. Σκεφτόμουν: Δεν έχεις αρκετό θάρρος για να αξίζεις την ευτυχία. Όλο κλάψες και οδυρμοί.

Μετά το διαζύγιο –που βγήκε το ’37, όταν ο Μωρίς Σεβαλιέ χώρισε από την Υβόν– έφυγα από το Θέατρο των Ηλυσίων κι έπιασα δουλειά σε μια σχολή χορού κοντά στο Πεδίον του Άρεως, στον 7ο τομέα του Παρισιού. Ήμουν πια πολύ μεγάλη για να παριστάνω την μπαλαρίνα. Με τον Σεβαλιέ χαθήκαμε τελείως, αν και βέβαια άκουγα πάντοτε τα τραγούδια του και είδα μια δυο ταινίες που γύρισε στο Χόλυγουντ. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έπαιζε στο Καζινό ντε Παρί, αλλά δεν πήγα να τον δω· είχα ξεκόψει από τον κόσμο του θεάματος. Έπειτα, παρ’ όλο που δεν καταλαβαίνω τίποτα από πολιτική, υποπτευόμουν ότι ο κύριος Σεβαλιέ κολάκευε τους Γερμανούς. Μάλιστα, μετά το τέλος του πολέμου, τον κατηγόρησαν ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό: δεν ξέρω, κι επειδή δεν ξέρω, δεν είμαι αυστηρή σ’ αυτά τα πράγματα. Πάντως, νομίζω ότι ο Σεβαλιέ, όπως κι ο Βαϊσμύλλερ, κυνηγούσαν μανιασμένα τη δόξα. Δεν είναι υγιές πράγμα αυτό. Όσο για μένα, εδώ και είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια (πώς περνάει ο καιρός!) διδάσκω χορό σε κοριτσάκια –κυρίως ατάλαντα κι απείθαρχα– τα οποία, τελευταία, δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για το μπαλέτο και περισσότερο για το ποπ συγκρότημα των Beatles. Ομολογώ ότι, αν και σήμερα κλείνω τα πενήντα οκτώ, βρίσκω τη μουσική των Beatles –μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο το «A Hard Day’s Night»– ανώτερη του Στραβίνσκι (pardon, κύριε Ιγκόρ). Αναρωτιέμαι αν ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ είναι θαυμαστής των Beatles, αν προτιμάει την αμερικανική μουσική ή αν είναι εντελώς άμουσος. Θα ήθελα να τον συναντήσω, να δω πώς είναι στα εξήντα του. Στα είκοσί του ήταν χάρμα οφθαλμών, τέτοιον άνδρα από τότε δεν ξανάδα. Αληθινός Άδωνις! Προσφάτως, οι φωτογραφίες του στα περιοδικά είναι λίγο φλου και τον δείχνουν κάπως ευτραφή. Βέβαια, και να συναντιόμασταν δεν θα μπορούσαμε να πούμε πολλά: εγώ δεν ξέρω καλά αγγλικά, κι εκείνος, αν κρίνω από τις ταινίες του, βγάζει μονάχα κραυγές (Ουνγκάουα!). Τέλος, πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: διάβασα σ’ ένα περιοδικό ποικίλης ύλης πως ετοιμάζεται να γράψει την αυτοβιογραφία του. Και σκέφτομαι, πω πω, τι ντροπή αν περιγράφει τη νύχτα που περάσαμε στο Παρίσι! Και τι ντροπή αν δεν την αναφέρει καν! Πω πω, ντροπή και αίσχος. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ: ΤΖΟΝΝΥ

Στις 2 Ιουνίου έκλεισα τα εξήντα. Είμαι γέρος. Το συνειδητοποιώ τώρα που γίνονται οι Ολυμπιακοί στο Τόκυο και βλέπω τον Nτικ Ροθ να σπάει το παγκόσμιο ρεκόρ. Στο ύπτιο, ο Ροθ είναι γρήγορος σαν τον διάολο. Μέχρι κι οι γυναίκες σήμερα κολυμπάνε πιο γρήγορα απ’ όσο κολυμπούσα εγώ το ’24 και το ’28, όταν πήρα το χρυσό μετάλλιο. Το ’24, ήμουν είκοσι χρονών και είδα για πρώτη φορά το Παρίσι. Σας αφηγούμαι εδώ την ιστορία μου από την αρχή γιατί πολλοί νομίζουν πως είμαι ο Ταρζάν, πως με βρήκαν στη ζούγκλα και με κουβάλησαν δεμένο χειροπόδαρα στο Χόλυγουντ για να παίξω τον εαυτό μου. Δεν είναι έτσι: γεννήθηκα σ’ ένα χωριό που τώρα βρίσκεται στη Ρουμανία, κοντά στην Τιμισοάρα· τότε βρισκόταν στην Ουγγαρία. Δεν μετακόμισε το χωριό, τα σύνορα μετακόμισαν· το 1904 υπήρχε ακόμα η Αυστροουγγαρία – ήταν ολόκληρη αυτοκρατορία. Δεν ξέρω να σας πω τι έγινε ακριβώς και δεν υπάρχει πια: όταν ήμουν γύρω στα τρία, μεταναστεύσαμε στην Αμερική. Πρώτα πήγαμε στο Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια, έπειτα στο Σικάγο: οι γονείς μου, ο μικρότερος αδερφός μου ο Πήτερ κι εγώ. Στο Σικάγο, στο Όουκ Στρητ Μπητς, έμαθα να κολυμπάω (το Σικάγο είναι χτισμένο στην όχθη μιας λίμνης), και το ’16 μπήκα στην ομάδα της Χριστιανικής Ένωσης Νέων: είπα ψέματα ότι ήμουν δεκάξι χρονών, γιατί δεν δέχονταν μικρότερους. Αλλά, η ζωή μου δεν ήταν πλατσουρίσματα σε λίμνες και κολυμβητήρια. Το ’19 ο πατέρας μου πέθανε από φυματίωση ή κάποια άλλη αρρώστια του θώρακα: έφταιγε η δουλειά στα ανθρακωρυχεία του Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια. Είχε καταχρεωθεί για να έρθουμε στην Αμερική και δούλευε ολημερίς για να πληρώσει τα χρέη. Εγώ σταμάτησα το σχολείο για να εργαστώ: δεν τα ’παιρνα τα γράμματα, ήμουνα σκράπας. Πήγα μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου, κουτσά στραβά, κι έπειτα έγινα παιδί ξενοδοχείου και στη συνέχεια παιδί ασανσέρ: τότε, το ’19, ο κόσμος φοβόταν τα ασανσέρ· δεν έμπαινε αν δεν υπήρχε κάποιος υπάλληλος να πατάει τα κουμπιά. Κι εγώ φοβόμουν, αλλά πληρωνόμουν πενήντα σεντς την ώρα. Αν και το όνειρό μου ήταν να γίνω πρωταθλητής στην κολύμβηση, ανεβοκατέβαινα με το ασανσέρ καμιά δεκαπενταριά ορόφους.

Μια μέρα το αποφάσισα: πήγα στην Αθλητική Λέσχη του Ιλινόι στη λεωφόρο Μίσιγκαν και βρήκα τον προπονητή Γουίλλιαμ Μπάρακ. Τότε ο Μπάρακ ήταν θρύλος. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είπε: «Παραείσαι κοκαλιάρης» και μ’ έδιωξε. Εγώ όμως ξαναπήγα: πήγαινα κάθε μέρα επί έναν μήνα και του ζητούσα να με δει να κολυμπάω. Του έγινα τσιμπούρι. «Κολυμπάω καλύτερα», τόλμησα να πω «απ’ τον Μακ Τζίλλιβρυ, τον Ρος και τον Χέμπνερ».

Ήμουν ένα μηδενικό, αλλά είχα θράσος, ακόμα και τώρα όταν θυμάμαι τι είπα στον Μπάρακ κοκκινίζω. Ο Μπάρακ ετοίμαζε την ομάδα για τους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας –η κολύμβηση γινόταν ολυμπιακό άθλημα– και δεν είχε καιρό για χάσιμο: «Έλα μετά τους αγώνες» μου είπε και με ξανάδιωξε. Ξαναπήγα στην Αθλητική Λέσχη μετά τους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας, όπου ο Κιλόχα κέρδισε χρυσό μετάλλιο στα εκατό μέτρα ύπτιο. Μόλις με είδε ο Μπάρακ, μου έδειξε με το κεφάλι την πισίνα. Γδύθηκα κι έπεσα με φόρα στο νερό κι εκείνος με κοιτούσε.

«Τι αγαρμποσύνη είν’ αυτή, βρε παιδί μου» είπε.

Μείναμε για λίγο να κοιτιόμαστε, εγώ κάτω και βρεγμένος, εκείνος όρθιος και στεγνός. Αλλά, τον Οκτώβριο του ’20 άρχισε επισήμως η προπόνησή μου κι ένιωθα στην κορυφή του κόσμου και μαζί στον πάτο του: βρισκόμουνα στο βάθος του νερού κι ανάμεσα σε άσους της κολύμβησης, τον Ντιουκ Καχαναμόκου, τον Νόρμαν Ρος, τον Χάρρυ Χέμπνερ. Απ’ αυτούς έμαθα τα κόλπα, τα μυστικά του αθλήματος. Τους αντέγραψα: μπορεί να μην έχω μόρφωση, αλλά κουτός δεν είμαι· ή μάλλον δεν είμαι όσο κουτός φαίνομαι. Έμαθα σκυτάλη στο νερό και γουότερ πόλο. Δεν ήταν δύσκολο: είχα ύψος έξι πόδια και τρεις ίντσες (τώρα έχω κοντύνει λίγο) και τα κατάφερνα στην τεχνική των αναπνοών. Το ’21 τα σκάτωσα. Συγγνώμη για την έκφραση, αλλά τα σκάτωσα. Σε αγώνα εφήβων –στις εκατό γιάρδες– μ’ έπιασε τρομερή νευρικότητα και μ’ ενοχλούσε το σκουφί μου και ήμουν πραγματικά άγαρμπος. Όμως τη ρεβάνς την πήρα: στις 6 Αυγούστου του ’21, στους εθνικούς αγώνες που έγιναν στο Ντουλούθ της Μινεζότα, ήρθα πρώτος, και παρά τρίχα να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ στις πενήντα γιάρδες. Ύστερα, τον Σεπτέμβριο, κολύμπησα στο Μπράιτον Μπητς του Μπρούκλυν (στις εκατό γιάρδες) και είδα πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη. Το τι έγραφαν για μένα οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης ξεπερνάει κάθε φαντασία: «ο πρίγκιπας των κυμάτων», «το ανθρώπινο υδροπλάνο», «ο στρόβιλος του Σικάγου», «το υδάτινο θαύμα». Τα είχα κυριολεκτικά χαμένα και φοβόμουν μην κάνω καμιά γκάφα, μη δείξω αγαρμποσύνη – κάτι που, ομολογώ τώρα πρώτη φορά, έδειξα όταν γνώρισα μια κοπέλα στη Νέα Υόρκη· ούτε το όνομά της δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως τα σκάτωσα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, πιστεύω πως τα σκάτωσα επειδή σκεφτόμουνα τη Λόρελαϊ, μια κοπέλα που ήταν τότε σχεδόν αρραβωνιαστικιά μου. Έπειτα, πήγα στη Χαβάη για το πρωτάθλημα, τρέμοντας γιατί θ’ αντιμετώπιζα τον Καχαναμόκου: ο Καχαναμόκου ήταν μεγαθήριο. Οι Χαβανέζοι ξέρουν να κολυμπάνε, όλη μέρα παίζουν με τα κύματα, κάτι κύματα θεόρατα. Όμως ο Καχαναμόκου αρρώστησε κι οι δρόμοι μας δεν συναντήθηκαν πριν από τους Ολυμπιακούς του Παρισιού το 1924.

Όταν έφτασα στο Παρίσι ένιωσα μια έξαψη, όπως όταν είχα φτάσει στη Νέα Υόρκη. Το Σικάγο είναι πατρίδα μου και το αγαπάω, αλλά στη δεκαετία του ’20 δεν είχε και τόση πλάκα: ήταν η πόλη των γκάνγκστερ: επικίνδυνο μέρος, όπως και να το κάνεις. Σκοτώνονταν οι μαφιόζοι στον δρόμο, έπεφτε πιστολίδι στα καλά καθούμενα και κινδύνευες να πας στον άλλο κόσμο από αδέσποτη σφαίρα. Το Παρίσι όμως μου φάνηκε χαρά Θεού: καφενεία, μπαρ, καμπαρέ, ωραίες κοπέλες, ξενύχτισσες, εύκολες, όχι σαν τη Λόρελαϊ που δεν μ’ άφηνε ούτε το στήθος να της πιάσω. Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα κάτω από τις γέφυρες· όλα ήταν αστραφτερά, παράξενα. Μόνο οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις δεν ήταν ικανοποιητικές: όχι ότι ήμουν βετεράνος, αλλά διαισθανόμουν πως στην Αμερική θα ήταν καλύτερες. Στην Αμερική έχουμε περισσότερα μέσα, είμαστε πιο μπροστά. Παρ’ όλα αυτά, δεν απορούσα γιατί τόσοι Αμερικανοί είχαν μεταναστεύσει στο Παρίσι: οπωσδήποτε δεν τους ενδιέφερε να βρουν καλύτερες αθλητικές εγκαταστάσεις· έψαχναν πράγματα που εμένα δεν μ’ ενδιέφεραν τόσο: δεν έχω μόρφωση, ούτε είμαι φιλότεχνος. Το Παρίσι φημίζεται για τις τέχνες, τις ζωγραφικές, τα μπαλέτα και τα ποτά· εμείς στην Αμερική είχαμε Ποτοαπαγόρευση· στο Παρίσι το ρούμι έρεε άφθονο.

Στο ελεύθερο –στα εκατό μέτρα (στο Παρίσι μετράνε με μέτρα, όχι με γιάρδες, πράγμα που με μπέρδεψε)– τερμάτισα σε 59 δευτερόλεπτα με τον Καχαναμόκου δεύτερο και τον αδερφό του Καχαναμόκου τρίτο. Στη συνέχεια, κέρδισα χρυσό στα τετρακόσια μέτρα κι ένα ακόμα χρυσό στα οκτακόσια, παρ’ όλο που ο Σουηδός –ο Άρνε Μποργκ– δεν ήταν εύκολος αντίπαλος (κατείχε ως τότε το παγκόσμιο ρεκόρ). Έπειτα, έγινε κάτι που δεν περίμενα: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μού έδωσε μετάλλιο! Αυτοπροσώπως! Ήταν λες και με παρασημοφορούσε ο πρόεδρος Χάρντινγκ! Ήμουν σίγουρος πως η Λόρελαϊ θα ενθουσιαζόταν: βραβεία, μετάλλια, δόξα, Παρίσια και τα τοιαύτα. Της τηλεφώνησα πολλές φορές απ’ το ξενοδοχείο, αλλά τη μία έλειπε, την άλλη ήταν στο μπάνιο, την τρίτη κοιμόταν και την ξύπνησα (η διαφορά της ώρας με μπερδεύει), γενικά πάντως δεν με ενθάρρυνε καθόλου. Έτσι κι εγώ, μετά τους αγώνες, το ’ριξα λιγάκι έξω μαζί με διάφορους συμπατριώτες – μερικούς συναθλητές, αλλά και «εκπατρισμένους» (έτσι αυτοαποκαλούνταν λες και τους είχαμε διώξει απ’ τη χώρα) καλλιτέχνες που έμεναν στο Παρίσι. Πήγαμε σε δυο τρία νάιτ κλαμπ με αστεία ονόματα: το ένα, νομίζω, το λέγανε Το Γίδι στη Στέγη. Ε, είναι τρελοί οι Γάλλοι! Ίσως δεν έπρεπε να το γράψω αυτό, αλλά πήγα και σε μπορντέλο: ήμουν είκοσι χρονών και η Λόρελαϊ μου έκανε νερά – μάλιστα, μετά την επιστροφή μου στο Σικάγο, μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι· δεν ήθελε, είπε, σύζυγο κολυμβητή που να ταξιδεύει πέρα δώθε, ήθελε σύζυγο που να κάθεται στο σπίτι (στο μεταξύ, είχε γνωρίσει άλλον). Αφού η Λόρελαϊ μού έκανε νερά κι εγώ είχα δώσει τον καλύτερο εαυτό μου στο κολύμπι, ένιωθα πως δεν θα πείραζε μια αμαρτία: έτσι, πήγα σ’ ένα μπορντέλο που είχε είσοδο πλυντηρίου, αλλά οι πλύντριες αντί να καθαρίζουν σεντόνια τα λέρωναν. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Κι όλ’ αυτά μ’ ένα δολάριο. Τότε το δολάριο ήταν βασιλιάς, μ’ εκατό δολάρια αγόραζες το μισό Παρίσι. Για παράδειγμα, το βράδυ προτού γυρίσω στην πατρίδα, πήγαμε μαζί με κάτι άλλους αθλητές σ’ ένα χορευτικό κέντρο, Κόκκινος Μύλος λεγόταν, σε μια γραφική γειτονιά με σπιτάκια σαν χωριό, κι έπειτα έβγαλα έξω το προσωπικό –δυο χορεύτριες (η μία ήταν μαύρη πίσσα, απ’ το Σαιντ Λούις) κι έναν Γάλλο σόουμαν– και τους κέρασα. Το τι έπιναν αυτοί οι άνθρωποι δεν περιγράφεται! Νεροφίδες! Κι όμως, η έξοδος μού στοίχισε πενταροδεκάρες. Αργότερα, η μαύρη έγινε, έμαθα, πρώτο όνομα στο Παρίσι κουνώντας τον πισινό της και φορώντας πούπουλα. Κι ο σόουμαν –Μόρρις Σεβάλιερ, κάτι τέτοιο– ήρθε στο Χόλυγουντ τον καιρό που γύριζα την Απόδραση του Ταρζάν, νομίζω. Δεν συναντηθήκαμε, αλλά άκουσα πως αργότερα, πολύ αργότερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υποστήριξε τους συμμάχους, ενώ εγώ, παρ’ ότι γύριζα τον έναν «Ταρζάν» μετά τον άλλον, έκανα εράνους για την πολεμική προσπάθεια, έπαιζα μικρούς ρόλους σε πολεμικές ταινίες κι έπλενα πιάτα στην Καντίνα του Χόλυγουντ, γιατί ο λαντζέρης είχε επιστρατευτεί. Επίσης, ηχογράφησα την κραυγή του Ταρζάν για να εμψυχώσω τα στρατεύματα, κι έκανα μαθήματα μακροβουτιών στους ναύτες. Δεν θέλω να περιαυτολογώ, αλλά είμαι Αμερικανός από τα Μεσοδυτικά και έκανα το χρέος μου.

Τον αθλητισμό τον εγκατέλειψα με πόνο. Το ’29, εκτός του ότι έγινε το κραχ και η χώρα μας βυθίστηκε στη φτώχεια, δεν ένιωθα το σώμα μου σε πλήρη άνθηση: κατέβηκα στη Φλόριντα και κολυμπούσα στις πλαζ των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και μάθαινα χοντρές κυρίες να κολυμπάνε (αν όχι να «κολυμπάνε», τουλάχιστον να επιπλέουν) κι έπαιζα και τον ναυαγοσώστη όταν οι κυρίες πήγαιναν φούντο. Τότε έγιναν διάφορα επεισόδια – ήμουν ακόμα τρελόπαιδο: παίξαμε μαζί με τον φίλο μου τον Στάμπα ένα ταινιάκι με κολυμβητές κι έπειτα άθελά μας βάλαμε σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού πυρκαγιάς σ’ ολόκληρο το Μαϊάμι. Δεν θυμάμαι πώς το καταφέραμε αυτό, αλλά βρεθήκαμε φυλακή. Έπειτα, σιγά σιγά έβαλα μυαλό, υπόγραψα συμβόλαιο με μια βιομηχανία μαγιό κι έγινα μοντέλο μπανιερών: έβγαζα πεντακόσια δολάρια την εβδομάδα, πολλά λεφτά. Έτσι, με είδανε κάποιοι θεατρικοί παραγωγοί και με προσλάβανε να παίξω τον Αδάμ σ’ ένα έργο στη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν πραγματικός ρόλος, απλώς ο Αδάμ εμφανιζόταν στο τέλος φορώντας ένα φύλλο συκιάς κι έσωζε το κορίτσι. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως δεν ήταν ο Αδάμ αλλά ο Άδωνις.

Τον καιρό που γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Λος Άντζελες –το ’32– ήμουν παντρεμένος με την Μπόμπι Αρνστ –μια τραγουδίστρια– και μέναμε λίγο πιο κάτω απ’ το Ολυμπιακό Στάδιο, στη λεωφόρο Γουάιτλυ. Ένιωθα βαθιά θλίψη που δεν συμμετείχα στους Ολυμπιακούς (οι κολυμβητές μετά τα είκοσι πέντε πάνε για απόσυρση) και πήγαινα κάθε μέρα στην Αθλητική Λέσχη της Σάνσετ και κολυμπούσα. Τότε ήταν που έγινα ο Ταρζάν για τη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγιερ: και παλιότερα το Χόλυγουντ είχε κάνει ταινία με τον Ταρζάν, αλλά ο ηθοποιός που τον έπαιζε δεν ήταν αθλητής· είχε μάλιστα μπιροκοιλιά. Εγώ ήμουν ό,τι έπρεπε για τον ρόλο και μ’ άρεσε κιόλας: είχε πολύ κολύμπι και λίγα λόγια. Δυσκολευόμουν πολύ να μάθω τις ατάκες, κι άλλωστε πρέπει να παραδεχτώ πως η φωνή μου είναι κομματάκι ψιλή και μπορεί να βγάλει γέλιο. Τέλος πάντων, το ’32 έκανα την πρώτη μου μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία και απέτυχα στον γάμο μου με την Μπόμπι. Έφταιγε και η Μπόμπι, αλλά έφταιγα κι εγώ, γιατί όταν πήγα στη Νέα Υόρκη για την πρεμιέρα του «Ταρζάν», ο πιθηκάνθρωπος, γνώρισα μια Μεξικάνα γόησσα, τη Λούπε Βέλες (τώρα είναι πεθαμένη, Θεός σχωρέσ’ τη), που πριν από μένα τα ’χε με τον Γκάρυ Κούπερ. Με την Μπόμπι χωρίσαμε κακήν κακώς και της πλήρωσα αποζημίωση δέκα χιλιάδες δολάρια. Πολλά λεφτά.

Με τη Λούπε παντρευτήκαμε στο Λας Βέγκας (το ’33) κι εγκατασταθήκαμε στο σπίτι της στο Μπέβερλυ Χιλς, που ευτυχώς είχε πισίνα. Ο γάμος ήταν απ’ την αρχή καταδικασμένος: εγώ ξυπνούσα πρωί πρωί κι έτρεχα να εξασκηθώ στο κρόουλ, ενώ η Λούπε έπεφτε για ύπνο φορώντας μάσκα γιατί την ενοχλούσε το φως. Ξενυχτούσε κι έπινε: ήταν ακριβώς σαν τους ρόλους που έπαιζε, θυελλώδης, ελαφρόμυαλη κι άστατη. Στον κινηματογράφο την αποκαλούσαν «μεξικάνικη φλόγα»: είχε, νομίζω, μεγαλύτερη επιτυχία από μένα· το ’34 γύρισε πέντε ταινίες, ενώ εγώ μονάχα μία –«Ο Ταρζάν και το ταίρι του»–, που δεν φτούρησε και πολύ. Ύστερα, ήρθε το ’36, μια κακή χρονιά: ενώ γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Βερολίνο εμείς γυρίζαμε την «Απόδραση του Ταρζάν» και δεν είχα καιρό ν’ ακούω τις αθλητικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Η Μωρίν Ο’Σάλλιβαν, που έπαιζε την Τζέιν, ήταν τόσο κουρασμένη –είχε πρωταγωνιστήσει σε εφτά ταινίες το ’35 και μόλις είχε τελειώσει τα γυρίσματα της «Σατανικής κούκλας»–, που μου έκανε τον βίο αβίωτο. Γκρίνιαζε, δεν έχανε ευκαιρία να παραπονεθεί ότι δεν ξέρω να παίζω κι είχε φοβερά νεύρα. Όπως κι εγώ άλλωστε, γιατί είχε πάρει το αυτί μου ότι ο διευθυντής του στούντιο ήθελε να με αντικαταστήσει στη σειρά του Ταρζάν με τον νικητή του δέκαθλου στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου κι ο γάμος με τη Λούπε τελείωσε επίσης κακήν κακώς, έπεσαν μάλιστα και κάτι μπουνιές και κάτι σφαλιάρες και γίναμε πρωτοσέλιδο στα περιοδικά του Χόλυγουντ. Είχαμε ξαναγίνει πρωτοσέλιδο, με αποκορύφωμα εκείνη τη φορά σ’ ένα ξενοδοχείο στο Λονδίνο που τσακωθήκαμε τόσο άγρια, ώστε κυνηγιόμασταν γύρω γύρω στον κήπο για να σφαχτούμε. Φορούσαμε τα νυχτικά μας και οι εκλεκτοί φιλοξενούμενοι του ξενοδοχείου –πρίγκιπες, σταρ, μεγιστάνες– μας παρακολουθούσαν λες κι ήταν αγώνας μποξ: ανάμεσά τους και η βασίλισσα της Ολλανδίας, η οποία υποστήριζε τη Λούπε. Η βασίλισσα φέρεται να είπε: «Ποιος ξέρει τι θα έκανε στην κοπέλα ο άνθρωπος των σπηλαίων».

Έπαθα νευρικό κλονισμό. Όλοι οι σταρ του Χόλυγουντ το παθαίνουν: έρχεται μια στιγμή που παραλύουν και δεν ξέρουν τι τους γίνεται. (Τον ίδιο καιρό, έμαθα πως είχε τα χάλια του κι ο Γουόρνερ Μπάξτερ: υπερκόπωση.) Και δεν έφτανε που τα νεύρα μου ήταν κουρέλι, ενώ με είχαν καλέσει στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, έπαθα ωτίτιδα κι αντί για μένα εμφανίστηκε ο Μπάστερ Κραμπ, παλιός ανταγωνιστής μου στο κρόουλ και επίσης ηθοποιός. Από την κατάθλιψη με έσωσε η Μπέρυλ, μια κοπέλα απ’ το Σαν Φρανσίσκο, πολύ εμφανίσιμη, πολύ κοσμική: το παραδέχομαι, μόλις την είδα σκέφτηκα: Να ένα υγιές, γερό κορίτσι. Την ήθελα για να μου κάνει παιδιά. Τι κακό υπάρχει σ’ αυτό; Ήθελα οικογένεια και η Μπέρυλ στρώθηκε στη δουλειά: κάναμε τρία παιδιά απανωτά. Μπαμ, μπαμ, μπαμ. Τρία. Αλλά δεν ήτανε γραφτό να μείνουμε μαζί. Όταν ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί, γνώρισα μια ηθοποιό κολυμβήτρια, την Έσθερ Ουίλλιαμς, δεκαεννιά χρονών τότε, και ήθελα να παίξω μαζί της σε ταινία, να κάνουμε κολυμβητικές φιγούρες μπροστά στις κάμερες. Αλλά η Έσθερ είχε προτίμηση στα μιούζικαλ κι έτσι δεν έγινε τίποτα. Τώρα μαθαίνω ότι ετοιμάζει την αυτοβιογραφία της: ελπίζω να μη γράψει τίποτα υπερβολές ότι της έβαλα χέρι κι ότι την κυνηγούσα γύρω απ’ την πισίνα. Ήμουν ταραγμένος εκείνη την εποχή· η πρώην σύζυγός μου, η Λούπε Βέλες, αυτοκτόνησε (το ’44) και παρ’ όλο που η αυτοκτονία της με γλίτωσε από τη διατροφή –διακόσια δολάρια την εβδομάδα– έπαθα σοκ. Αυτοκτόνησε με θεατρικό τρόπο: όλα με θεατρικό τρόπο τα έκανε η Λούπε. Αφού χτενίστηκε και μακιγιαρίστηκε τέλεια λες και θα πήγαινε σε γκαλά, γέμισε το δωμάτιό της με λουλούδια, κατάπιε τριάντα υπνωτικά χάπια, ξάπλωσε σε μεταξωτά σεντόνια κι απόθανε. Ήταν τριάντα έξι ετών. Όσο και η Μαίριλυν Μονρόε, που πέθανε παραπρόπερσι. Από μυαλά δεν πάμε καλά στο Χόλυγουντ.

Η ζωή με την Μπέρυλ ήταν βαρετή –όλο μπριτζ έπαιζε, της είχε γίνει έξη– κι ο πόλεμος είχε κάνει τους κριτικούς του κινηματογράφου υπερβολικά αυστηρούς: είχαν βαρεθεί τον Ταρζάν κι ήθελαν, έγραφαν, «σοβαρές» ταινίες. Τι «σοβαρές» δηλαδή; Σαν τις ευρωπαϊκές που έδειχναν γυμνές γυναίκες κι ακατανόητες καταστάσεις; Δεν ξέρω! Μας έκραξαν πάντως για τον «Κρυφό θησαυρό του Ταρζάν» και την «Περιπέτεια του Ταρζάν στη Νέα Υόρκη», παρ’ όλο που η Μωρίν Ο’Σάλλιβαν ήταν ευχαριστημένη, γιατί είχε την ευκαιρία να φορέσει νεοϋορκέζικα μοντελάκια. Είχε βαρεθεί να κυκλοφορεί σε τόσες ταινίες με τη στολή της ζούγκλας.

Νόμιζα πως η καριέρα μου θα τέλειωνε άδοξα, αλλά συνεχίστηκε με κάμποσα σκαμπανεβάσματα: καθώς τέλειωνε ο πόλεμος γυρίσαμε το «Ο Ταρζάν και οι Αμαζόνες» –με την Μπράντα Τζόυς στον ρόλο της Τζέιν και μια καινούργια μαϊμού στον ρόλο της Τσίτα, γιατί η παλιά πέθανε από πνευμονία– κι έπειτα, ενώ γίνονταν οι Ολυμπιακοί στο Λονδίνο (ήθελα πολύ να πάω να τους δω), βρέθηκα στο Ακαπούλκο να παίζω στον Ταρζάν και τις γοργόνες. Στην ταινία κολυμπούσα αρκετά και το ευχαριστιόμουν, αλλά ο Ταρζάν δεν πήγαινε άλλο: είχαμε ξεμείνει από κραυγές κι από είδη γυναικών (αμαζόνες, γοργόνες, σειρήνες, γυναίκες-κυνηγοί, γυναίκες-λεοπαρδάλεις). Οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν τι στην ευχή να με βάλουν να κάνω: εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πέφτω από τα δέντρα και να κάνω πλονζόν κρατώντας το σχοινί. Ωστόσο, η Κολούμπια είχε καινούργιες ιδέες κι έτσι έκανα μεταγραφή σ’ αυτό το στούντιο κι άρχισα να παίζω τον ρόλο του Τζιμ της ζούγκλας δίπλα σε Λατίνες καλλονές που θύμιζαν τη Λούπε.

Το κακό ήταν πως όλοι νόμιζαν ότι είμαι ηλίθιος επειδή ο Ταρζάν δεν ήξερε πολλές γλώσσες: ούτ’ εγώ ξέρω πολλές γλώσσες, αλλά ποτέ δεν είπα «Me Tarzan, You Jane» σαν να είμαι τελείως ζώον. Σαν να είμαι υπο-ζώον. Αυτό το είπα στ’ αστεία εκτός πλατό στη Μωρίν Ο’Σάλλιβαν, όταν τη βοήθησα να βάλει στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της μια βαριά βαλίτσα. Το είπα για πλάκα κι έγινε σύνθημα. Στο Χόλυγουντ ούτ’ ένα αστείο δεν μπορείς να κάνεις, σε παίρνουν αμέσως για κουφιοκέφαλο.

Το 1950 οι Αμερικανοί αθλητικογράφοι με ανακήρυξαν «τον καλύτερο κολυμβητή της πεντηκονταετίας» κι ο Κραμπ κόντεψε να πάθει συγκοπή από τη ζήλια του. Ένιωθα μεγάλη υπερηφάνεια γιατί ήμουν πρότυπο Αμερικανού, όπως, ας πούμε, ο Μπέιμπ Ρουθ, ο Λου Γκέριγκ, οι τιτάνες του μπέιζμπολ. Έκανα περιοδεία κι επισκέφτηκα το Γουίντμπερ της Πενσυλβάνια, όπου είχα περάσει τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και, πράγμα παράξενο, οι άνθρωποι εκεί πέρα με περίμεναν με πανό και σημαίες και ζητωκραυγές – όχι με κραυγές, με ζητωκραυγές, με επευφημίες δηλαδή. Παρ’ όλα αυτά, από τότε δεν ξέρω τι σκατά κάνω στη ζωή μου.

Πλούσιος δεν έγινα, αν και έκανα τα πάντα για να βγάλω λεφτά. Και τι δεν έκανα: διαφήμισα δημητριακά (το «Πρόγευμα για πρωταθλητές», που ήταν αηδία), έγινα ναυαγοσώστης στην παραλία της Σάντα Μόνικα (μάλιστα,μια φορά, έσωσα από πνιγμό ένα δωδεκάχρονο αγόρι), έπαιξα σε ταινίες με γορίλες, τίγρεις που έκαναν βουντού, κανίβαλους, φεγγαρανθρώπους, διαβολογυναίκες, πυγμαίους, αλιγάτορες κι ό,τι άλλο βάλει ο νους του ανθρώπου. Εκτός απ’ τον Ταρζάν, έπαιξα τον βαρκάρη στους βάλτους της Λουιζιάνα, αλλά πλούσιος δεν έγινα. Δεν ήξερα να επενδύω λεφτά κι άλλωστε πληρώνω τα κέρατά μου σε διατροφές. Οι πολλοί γάμοι σημαίνουν πολλά κέρατα, πολλά διαζύγια και διατροφές. Με την Μπέρυλ χωρίσαμε το ’48, ή το ’49, είναι περίεργο τ’ ότι δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ήμουν τόσο τσιμπημένος με μια αθλήτρια του γκολφ –που έγινε γυναίκα μου μετά από ικεσίες, υποσχέσεις, φοβέρες, μέχρι που την απείλησα πως θ’ αυτοκτονήσω–, ώστε δεν θυμάμαι τίποτα απ’ το διαζύγιο με την Μπέρυλ. Την γκολφίστρια την έλεγαν Αλλίν Γκέιτς και την ήξερα από πιτσιρίκα· την έβλεπα στα όνειρά μου: άσεμνα όνειρα και πολύ σοφιστικέ, αθλητικό πορνό κατά κάποιον τρόπο. Η κοπέλα μού θύμιζε κάπως μια νεαρή χορεύτρια, μια Ρωσίδα, που είχα γνωρίσει στο Παρίσι το ’24, ένα κοριτσάκι με πεταχτά ζυγωματικά: ροδομάγουλη βοσκοπούλα απ’ τον Καύκασο. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά της, αλλά ακουγόταν με κραυγή του Ταρζάν με πολλά αααα.

Στην αρχή, ο γάμος με την Αλλίν μού φαινόταν παράδεισος, αργότερα όμως, καθώς τα οικονομικά μου πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο, η μικρή τα μάζεψε κι έφυγε και μ’ άφησε σύξυλο σ’ ένα σπίτι χωρίς πισίνα. Για μένα το σπίτι χωρίς πισίνα δεν έχει καμιά χρησιμότητα. Διαζύγιο πήραμε μόλις πριν από δύο χρόνια κι εκείνη ξαναπαντρεύτηκε και ζει τώρα στη νότια Καλιφόρνια. Ήταν κορίτσι που της άρεσε να γλεντάει κι εγώ ήδη γερνούσα κι είχα ένα σωρό σκοτούρες. Της είχα υποσχεθεί ταξίδι στην Αυστραλία (ήθελα να δω τους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης), αλλά έμπλεξα με μια αποτυχημένη τηλεοπτική σειρά –για τα λεφτά το έκανα, δηλαδή για χάρη της– κι έτσι δεν καταφέραμε να πάμε: έπειτα, η Αλλίν μού το χτυπούσε συνέχεια, «ούτε στην Αυστραλία δεν μπορείς να με πας», λες κι η Αυστραλία είναι είκοσι μίλια βορείως του Λος Άντζελες.              

Τώρα που γίνονται οι Ολυμπιακοί στο Τόκιο, θυμήθηκα το ’24 όταν ο Μπάρακ έμαθε πως οι Γιαπωνέζοι κολυμβητές τα κατάφερναν τόσο καλά επειδή προπονούνταν σε παγωμένο νερό. Το κρύο νερό βοηθούσε, είπε, στην ταχύτητα. Έτσι, με είχε βάλει σε μια μπανιέρα με παγάκια για να συνηθίσω. Είχα συνηθίσει τόσο ώστε αργότερα οι Γιαπωνέζοι ζήτησαν να γίνω προπονητής της ομάδας τους. Αρνήθηκα βέβαια, γιατί είμαι Αμερικανός και μόνο αμερικανική ομάδα θα μπορούσα να προπονώ, αλλά να που δεν έγινα προπονητής κι έγινα ηθοποιός. Τότε το Χόλυγουντ είχε περισσότερη αίγλη απ’ τον αθλητισμό· κι ο Μπάστερ Κραμπ θα μπορούσε να γίνει προπονητής, αλλά προτίμησε να γυρίζει ταινίες δράσης (και μάλιστα έπαιξε μια φορά και τον Ταρζάν, πράγμα που δεν μπορώ να του συγχωρήσω).

Έχω να γυρίσω ταινία απ’ το ’55. Τώρα στο κοινό αρέσουν άλλοι τύποι, ο Πωλ Νιούμαν, διάφοροι Άγγλοι – εκείνος με την αλλόκοτη προφορά που παίζει τον Τζέιμς Μποντ· αρέσουν οι ασθενικοί, οι διεστραμμένοι, οι πνευματώδεις, όσοι κάνουν λογοπαίγνια κι είναι καλοί στο Σκραμπλ. Δεν πειράζει, είμαι αισιόδοξος: έχω περάσει πολλές απογοητεύσεις (πρόπερσι σκοτώθηκε η κόρη μου η Χάιντι σε αυτοκινητικό κι ήταν μάλιστα έγκυος· έτσι, δεν έγινα παππούς) κι έχω σκληραγωγηθεί. Το ’59 πήγα στην Κούβα για ένα τουρνουά γκολφ και μου επιτέθηκαν Κουβανοί αντάρτες: τι να ’κανα; Άρχισα να τσιρίζω σε στιλ Ταρζάν –«Ουνγκάουα! Ουνγκάουα!»– κι οι ένοπλοι το ’σκασαν τρέχοντας κατοστάρι. Ε, όπως μπορεί τα καταφέρνει κανείς. Πέρσι, ξαναπαντρεύτηκα: δεν βάζω μυαλό. Η σύζυγός μου, η Μαρία, είχε τρία επώνυμα –έχασε τρεις συζύγους: δύο από θάνατο, έναν από διαζύγιο– και τώρα απέκτησε και τέταρτο (επώνυμο). Ας ελπίσουμε πως δεν έχει πάνω της καμιά κατάρα και πως εγώ τουλάχιστον θα επιζήσω. Λέμε να εγκατασταθούμε στο Παλμ Μπητς και να ζήσουμε ήσυχα σαν δυο συνταξιούχοι. Σκέφτομαι να βρω κάποιον συγγραφέα να του υπαγορεύσω την αυτοβιογραφία μου: φοβάμαι μήπως κάποιος δημοσιογράφος βαλθεί να βγάλει βιβλίο με τη ζωή μου. Καλύτερα να το κάνω μοναχός μου και να προλάβω τον διασυρμό – οι βιογράφοι παριστάνουν τους παντογνώστες και δεν θέλει πολύ να γίνεις ρεζίλι. Παράλληλα θα ασχοληθώ με επιχειρήσεις –έχω στο μυαλό μου ένα εστιατόριο με φαγητά ζούγκλας, ένα κατάστημα με ταρζανικά σουβενίρ, μια έκθεση ερπετών, ένα τροπικό πάρκο–, ίσως μάλιστα καταφέρω να ιδρύσω το Πάνθεον των Κολυμβητών, όπου θα μπουν τα μεγάλα ονόματα του αθλήματος: όσοι πήραν μετάλλια στους Ολυμπιακούς κι όσοι παρ’ ολίγο να πάρουν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Ταμάρα Κουρίνκοβα πέθανε από καρδιακή προσβολή τον Αύγουστο του 1972 στο σπίτι της στην οδό Μπαλάρ. Ήταν το καλοκαίρι των Ολυμπιακών του Μονάχου: ο Μαρκ Σπιτς κέρδισε χρυσό μετάλλιο στην πεταλούδα. Η καθαρίστρια που ερχόταν κάθε δεκαπέντε βρήκε τη νεκρή Ταμάρα ήσυχα ξαπλωμένη στον καναπέ, αλλά σε αποσύνθεση – η εφημερίδα Le Parisien libéré έγραψε πως επρόκειτο για «μοναχικό, παριζιάνικο θάνατο».

Το 1977 ο Τζόννυ Βαϊσμύλλερ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο: από τότε, μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο του ’84, κάθε πρωί κραύγαζε «Ουνγκάουα!» Είναι θαμμένος στο Ακαπούλκο. Την είδηση του θανάτου του μετέδωσε ακόμα και η κινεζική τηλεόραση.

Ο Μωρίς Σεβαλιέ, που, παρά το εύθυμο ίματζ, είχε αυτοκτονική παρόρμηση, στις 7 Μαρτίου του 1971 πήρε μια χούφτα βαρβιτουρικά και, για περισσότερη σιγουριά, ξυράφησε τις φλέβες του. Στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα έγραφε: «Αγαπητά μου παιδιά, είχα λαμπρή καριέρα αν σκεφτείτε ότι δεν ήμουν παρά ένα φτωχόπαιδο από το Μενιλμοντάν. Αλλά τα τελευταία χρόνια είμαι να με κλαίνε οι ρέγκες. Σας ζητώ συγγνώμη. Σας έβαλα όλους στη διαθήκη μου. Φιλάκια». Η απόπειρα αυτοκτονίας ήταν ημι-αποτυχημένη: δεν πέθανε ακαριαία – όμως τα ζωτικά του όργανα έπαθαν ανεπανόρθωτη βλάβη κι ο θάνατος επήλθε την Πρωτοχρονιά του 1972.

Η Ζοζεφίν Μπέικερ γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και παντρεύτηκε πέντε φορές. Το 1929, στο υπερωκεάνιο Lutétia, με προορισμό τη Βραζιλία, συνάντησε τον Λε Κορμπυζιέ: αν τον είχε παντρευτεί, θα ήταν ο σύζυγος Νο 3. Πέθανε στο σπίτι της στο Παρίσι, το 1975. Το 2021 οι στάχτες της μεταφέρθηκαν στο παρισινό μαυσωλείο «Πάνθεον» όπου η Ζοζεφίν αναπαύεται ανάμεσα στον φιλόσοφο Βολταίρο και στον μαθηματικό Λαζάρ Καρνό.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.