Βιβλιο

Σοφία Φιλιππίδου: Τα «Σαράντα ποιήματα» μιας ηθοποιού

Τι τη συγκινεί, τι τη θυμώνει, τι νοσταλγεί στην καθημερινή της ζωή και τι της λείπει από το παρελθόν; Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 925
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σοφία Φιλιππίδου μιλάει για τα «Σαράντα ποιήματα», το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα από τις εκδόσεις Οδός Πανός, και τη ζωή της

Μια ξεχωριστή –με πολλούς τρόπους– παρουσία στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή, η Σοφία Φιλιππίδου, κρύβει μια τρέλα και μια ρομαντική ανατροπή που περνάει, νομίζω, και στην προσωπική της ζωή. Ταγμένη Εξαρχειώτισσα, θεατρομάνα που μαζεύει γύρω της νέα καλλιτεχνάκια, αστεία και κοινωνική, με ολάνθιστο μπαλκόνι που της φέρνει δάκρυα στα μάτια, τώρα μάζεψε όλα αυτά που τη συγκινούν και τη θυμώνουν και τα κατέγραψε σε «Σαράντα ποιήματα», ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, στην καρδιά του καλοκαιριού, από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Της ζήτησα να μου πει λεπτομέρειες.

Τρίτο σου βιβλίο, και πρώτο με ποιήματα. Είναι σχεδόν νομοτελειακό ένας ηθοποιός να γράφει ποίηση. Πώς και πότε μαζεύτηκαν αυτά τα 40 ποιήματα;
Άρχισα να γράφω στα 15 μου… έχω ακόμη κρατημένα κάποια αδύναμα ποιήματα που έχουν μια γλύκα… τα πιο πολλά τα έκαψα. Όσο για τα σαράντα ποιήματα της συλλογής: Ήταν Αύγουστος μετά τον κορονοϊό και ταξίδευα με το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. Τότε, κοιτώντας τo τοπίο, «γεννήθηκαν» κάποιοι δυνατοί στίχοι που τους κατέγραψα, βέβαιη ότι αυτό που κάνω είναι ποίηση. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι είμαι ποιήτρια και με ονόμασα έτσι! Δάκρυσα. Ήταν μια πράξη που με απελευθέρωνε από τα δεσμά και μ’ έβγαζε από τη φυλακή μου.

Πώς υπάρχει η ποίηση μέσα σου, αλλά και στην καθημερινότητά σου;
Η ποίηση βρίσκεται στον τρόπο που σκέφτομαι και δρω, στον τρόπο που μιλώ και που προσπαθώ να εκφραστώ και να επικοινωνήσω, νομίζω. Η ζωή είναι η πιο δύσκολη τέχνη, κυρίως αν θες να την αλλάξεις, διατηρώντας την αγνότητα και την αθωότητά σου – με κάποια αφέλεια έστω αλλά με χάρη. Έντιμα και απονήρευτα.

Είδα και μια πολύ τρυφερή νοσταλγία στα ποιήματά σου. Υπάρχουν γυάλινες μπίλιες, μανάδες τηγανίζουν πατάτες στις γκαζιέρες, παιχνίδια που βγάζει η μάνα του παιδιού απ’ το μπαούλο για να παίζει τις γιορτές… Τι νοσταλγείς στην καθημερινή σου ζωή; Τι σου λείπει από το παρελθόν;
Δεν μου λείπει τίποτα από το παρελθόν. Επιστρέφω μόνο για να καταλάβω ποια είμαι και τι έπαθα για να γίνω, αν έγινα κάτι. Ανατρέχω στο παρελθόν για να με αγαπήσω και να συγχωρήσω τον εαυτό μου για τα λάθη μου. Δεν πρόκειται λοιπόν για γλυκιά νοσταλγία, αλλά για τραύματα που προσπαθούν να μεταμορφωθούν σε τέχνη.

Τα ποιήματά σου είναι γεμάτα λέξεις όπως θάλασσες, νησιά, ψάρια, ελαιόδεντρα, σύννεφα, μάνα... αλλά κρύβουν και ένα μόνιμο φλερτ με ιδέες και εικόνες για τον θάνατο. Πώς εξηγείς αυτήν τη σκοτεινιά στη γραφή; Υπάρχει και στη ζωή σου;
Στη ζωή μου ο θάνατος μπήκε επιπόλαια όταν ήμουν πολύ νέα, ρομαντική, συναισθηματική κι αφελής. Τότε που ήθελα να πεθάνω κυριευμένη από μια έμφυτη μελαγχολία – ενώ αγαπάω τρελά τη ζωή. Με τον καιρό και την πολλή δουλειά τον ξέχασα εντελώς τον θάνατο, δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ. Ξαναμπήκε στη ζωή μου μετά που πέθανε η μάνα μου… κι άρχισα να σκέφτομαι πλέον τη δική μου ανυπαρξία, να ψάχνω τρόπους να εξοικειωθώ με την ιδέα.

Είναι ολοφάνερη σε πολλούς στίχους σου όπως «Τα θέατρα τέχνης πλασάρουν τα ρεπερτόρια σαν ζεστές ζαμπονοτυρόπιτες», η ειρωνεία προς τους θεσμούς, προς την καλλιτεχνική κοινότητα, τους θεατρικούς κριτικούς «που τους πηγαίνουν τάπερ», τους πρωταγωνιστές της Επιδαύρου, ακόμα και αναφορές στο υπουργείο Πολιτισμού. Μίλα μου γι’ αυτό. Πώς σε εμπνέει ο χώρος;
Είναι οργή αυτό που βλέπω; Πιστεύω πως υπάρχει ένας τρόπος να γίνονται οι δουλειές (τα τάπερ τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια) που με ξεπερνάει, με εξαγριώνει, γιατί ο τρόπος αυτός πετάει έξω ανθρώπους με ευαισθησία ή, για να το πω ωμά, με αναπηρίες (όπως είμαι εγώ, ας πούμε). Διακηρύσσουμε πως η τέχνη γίνεται για να φωτίσει, ενώ οι μηχανισμοί μας πιέζουν να μπούμε σε διάδρομους σκοτεινούς, σε ασανσέρ όπου δεν χωράνε οι αναπηρικές μας καρέκλες.

Μίλα μου για τον στίχο σου «Ο ηθοποιός που είχε ραντεβού με τον ρόλο που δεν ήρθε γέρνει το κεφάλι του σαν λυπημένος κλόουν». Τι πλάσματα είναι οι ηθοποιοί; Κρύβουν τρέλα και ποίηση; Το επιτρέπει πια το επάγγελμα κάτι τέτοιο;
Ναι, υπάρχουν ακόμη κάποιοι ηθοποιοί που έχουν μια δημιουργική τρέλα, «μικρά λυπημένα παιδιά» που γέρνουν το κεφάλι σαν κλόουν σε τσίρκο όταν τον ρόλο που ονειρεύτηκαν τον πήρε ο μεγάλος πρωταγωνιστής, που είχε πάρει και τον προηγούμενο μεγάλο ρόλο και θα πάρει νομοτελειακά και τον επόμενο.

Πάσχα, Χριστούγεννα, καλοκαίρι, το όραμα του Αυγούστου αλλά και «Σαν χοντρός Άι Βασίλης φορτωμένος μ’ ένα τσουβάλι κόκαλα και κρανία». Δίνεις ζοφερές περιγραφές της φύσης και των νεκροταφείων. Αυτή είναι η σκοτεινή σου πλευρά;
Όχι δεν είναι η σκοτεινή πλευρά μου, είναι η πραγματικότητα που δεν θέλουμε να δούμε γιατί πρέπει να είμαστε πάντα χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, λουστραρισμένοι, πετυχημένοι, ερωτευμένοι, ενώ έχουν φύγει πάνω από 10.000 νέοι επιστήμονες από τη χώρα και ενώ φρακάρανε τα νεκροταφεία μας και ξεθάβουμε άλιωτους τους νεκρούς μας για να βάλουμε τους επόμενους.

Από την άλλη κρύβεις στα ποιήματά σου και όλη τη σύγχρονη πραγματικότητα: από τους πολέμους («η χαρά θαμμένη κάτω από τα συντρίμμια») μέχρι τις φωτιές των δασών, καμένα ζώα, πλημμύρες. Πώς αντιμετωπίζεις αυτήν την πραγματικότητα στη ζωή σου;
Την κοιτάω επιμόνως και κατάματα. Η ποίησή μου βγαίνει μέσα από τη σκόνη και τη λάσπη, από τα κόκαλα των πεθαμένων, από τη φθορά. Είμαι συνδεδεμένη στέρεα και με τις δυσκολίες της καθημερινότητας (τα κάνω όλα μόνη μου/μόνοι μας) με την επικαιρότητα, την οικολογική καταστροφή, την παγκόσμια φρίκη, τους πολέμους, την αδικία, την πολιτική. Αλλά και με τη χαρά της ζωής, την ομορφιά της φύσης, τον ενθουσιασμό που υπάρχει στην επιστήμη, την ανακάλυψη του καινούργιου, την εξέλιξη… με τη δημιουργία και με το υπέροχο, αφάνταστα ελκυστικό, σύμπαν στο οποίο εύχομαι να μετοικήσω με έναν τρόπο μετά θάνατον.

Η Θεσσαλονίκη υπάρχει στα ποιήματά σου με σκληρό τρόπο. Με μια σκοτεινή νοσταλγία παλιού τσίρκου στην πόλη, παλιάς γιορτής. Λες «Όποιος δεν έκανε μπάνιο παιδί στα παλιά σφαγεία της Θεσσαλονίκης δεν ξέρει πώς αρρώστησε η θάλασσα». Ποια είναι η σχέση σου με αυτήν την πόλη;
Τη Θεσσαλονίκη την αγαπώ ως γενέτειρα, αλλά δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις με την πόλη και τους κρατούντες. Εξάλλου κι αυτή ήταν και είναι σκληρή μαζί μου. Αλλού και σ’ άλλα αλληθώριζε και αλληθωρίζει. Με συνδέουν μαζί της η οικογένειά μου, το σπίτι, οι θεατρικές ομάδες, το πανεπιστήμιο, αλλά δεν νοσταλγώ τίποτα. Δεν θυμάμαι να πέρασα καλά. Μάλλον ήμουν πάντα αλλού. Πολλή δουλειά, ίσως η επιβίωση και η εκπαίδευση, κάποια γέλια και χαρές – όχι, όμως επί της ουσίας. Υποψιάζομαι εκ των υστέρων ότι δεν επικοινώνησα με τους ανθρώπους, δεν τους κατάλαβα, δεν με κατάλαβαν και τώρα που τους ξαναβλέπω τους «χάνω».

Έντονη παρουσία στα ποιήματα έχει και η γειτονιά σου, τα Εξάρχεια, με αναφορές σε δρόμους και γεγονότα όπως η δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου. Μίλα μου για τα δικά σου Εξάρχεια. Πώς τα ζεις; Με ποιον τρόπο τα αγαπάς (ή όχι);
Τα Εξάρχεια τα συμπαθώ γιατί είναι μέσα σε όλα. Πάντα ήθελα να κατοικώ στο κέντρο. Να ζω τα γεγονότα από κοντά, να ακούω τον παλμό, τον ρυθμό, τον τόνο της κάθε μέρας. Τα Εξάρχεια το έχουν αυτό και βέβαια οι άνθρωποι που έζησαν εδώ έγραψαν τη μικρή ιστορία της πόλης. Προσωπικά ζω και κινούμαι εδώ γύρω, δεν απομακρύνομαι. Ψωνίζω, τρώω, πίνω καφέ κι όλα εδώ κοντά. Και ο χώρος μου «το μαγαζάκι της τ3χνης» είναι δίπλα στο σπίτι μου, είναι η δεύτερη μικρή μου πατρίδα. Πιο μεγάλη δεν μπορούσα να έχω.

Λες «Το ποίημα σήμερα διάλεξε το δικό σου μπαλκόνι». Έχω δει πόσο αγαπάς το μπαλκόνι σου και τα φυτά σου. Μίλα μου γι’ αυτά, τι μαγικά συμβαίνουν στο μπαλκόνι σου;
Αυτή η μικρή μου «ζούγκλα», που την περιποιούμαι πάνω από τριάντα χρόνια, είναι ένας από τους λόγους που ξυπνάω το πρωί. Ένα λουλούδι εδώ, ένα λεμονάκι εκεί, ένα νέο βλαστάρι, η ροδιά μου, η κληματαριά: έπιασε το ένα, το άλλο διψάει, το νυχτολούλουδο αρρώστησε. Ένας κόσμος ολόκληρος, με τον οποίο συνομιλώ, στον οποίο τραγουδάω. Είμαι από κείνους που κάνουν «ααααα» όταν βλέπουν ένα λουλούδι. Σκύβω ευλαβικά και το φυλάω, ενώ δάκρυα χαράς κυλάνε από τα μάτια μου. Κατά τ’ άλλα δεν κλαίω εύκολα.

Η Αθήνα, γενικά, πώς σου συμπεριφέρεται; Λες σε κάποιο σημείο «Ακόμη παραδομένη στην αποδοχή και στη σύμβαση της παράστασης χωρίς ένα ρούχο από κάποια βιτρίνα ή έστω δυο πλαστικά χείλη γεμάτα υποσχέσεις από τις κρεμάστρες του Ζάρα».
Η Αθήνα γενικά μου συμπεριφέρθηκε με την πρέπουσα σκληρότητα της πόλης εντός των τειχών, με αγένεια και κομπορρημοσύνη. Σήμερα βέβαια τα πράγματα είναι αλλιώς, ο κόσμος με αγαπάει, με χαιρετάει με χαρά, φωνάζουν από τα αμάξια ωραία λόγια. Οι υπάλληλοι στις υπηρεσίες με σέβονται, κάποιοι συνάδελφοι με εκτιμούν, οι νέοι (όχι όλοι) με εμπιστεύονται, άλλοι που τρέχουν με αγνοούν επιδεικτικά και φυσικά κάποιοι –καλού κακού– με αποφεύγουν. Δεν τους αρέσει η ζωή μου μάλλον, ο τρόπος μου, και δεν μου το ’χαν!

Κάποιες αγαπημένες σου αθηναϊκές εικόνες όπως αυτή που γράφεις: «εκείνος που ταΐζει τις γάτες πίσω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας»;
Όλες οι γειτονιές έχουν έναν η μία που ταΐζει γάτες. Σε αυτόν απευθύνομαι, αυτός είναι ο αγαπημένος μου άγνωστος τύπος, αν και γνωρίζω καλά έναν!

Μιλάς για αυτοσχεδιασμούς με τις λέξεις, αλλά και στην κουζίνα. Τι συμβαίνει στην κουζίνα σου; Ποια είναι τα καλύτερά σου γευστικά ποιήματα;
Στην κουζίνα μου αγαπάω να πηγαίνω κάθε μέρα και κάθε μέρα βάζω την κατσαρόλα στη φωτιά για να μαγειρέψω κάτι. Τρώμε σπίτι υγιεινά, απλά και μεσογειακά. Συνήθως εκεί καθαρίζω το μυαλό μου, πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας σε βασικές συνταγές. Νομίζω φτιάχνω ωραίες σπανακοτυρόπιτες και γενικά μαγειρεύω νόστιμα και με φαντασία.

Καλλιτεχνικά πού βρίσκεσαι αυτήν τη στιγμή; Τι ετοιμάζεις;
Ετοιμάζω τα σεμινάρια θεατρικής παιδείας 2024-25 στο Μαγαζάκι της τε3χνης, μια επανάληψη της παράστασης «Μπάρτελμπυ ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ και για τη σεζόν Μαΐου, μια νέα επιθεώρηση στη φόρμα της μπεκετικής ερημιάς προσπαθώντας να μεταμορφώσω το «τίποτα» που ευαγγελίζεται έξοχα ο Μπέκετ σε «κάτι» άλλο αληθινό, αναγεννησιακό και παρήγορο.