Βιβλιο

Ντορίνα Παπαλιού: Πότε παύει να σε ενδιαφέρει η φωνή των άλλων;

Μιλήσαμε με αφορμή το νέο της βιβλίο «Η φωνή στα χέρια της» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 925
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ντορίνα Παπαλιού μιλάει για το νέο της βιβλίο «Η φωνή στα χέρια της» (εκδόσεις Ίκαρος) και για τη ζωή της

Φαντάστηκε ένα «κορίτσι» με μια λευκή θήκη βιολιού στον ώμο, να περπατά μέσα στον κόσμο ενός πολυσύχναστου δρόμου του Λονδίνου, για τo οποίo δεν γνώριζε τίποτα, αλλά ήθελε να μάθει τα πάντα. Και εγώ φαντάστηκα μια νέα γυναίκα να με πλησιάζει σε ένα καφέ του κέντρου της Αθήνας, για την οποία δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά θέλω να μάθω τα πάντα. Θέλω, γιατί η ηρωίδα και οι μελωδίες της είχαν τρυπώσει στο μυαλό μου από μέρες. Στο κάνουν αυτό τα καλά βιβλία. Διάβαζα το «Η φωνή στα χέρια της» (εκδ. Ίκαρος) με ακουστικά στα αυτιά. Το βιολί είχε μεταμορφωθεί σε μαγικό αντικείμενο και εγώ έψαχνα στο YouTube να ακούσω τον ήχο που την πάθιαζε. Ακόμα και αν δεν γνωρίζεις τίποτα από κλασική μουσική, έτσι αναπάντεχα που ανοίγεται μπροστά σου ένας ολόκληρος κόσμος, θέλεις να τον εξερευνήσεις. Έπρεπε να τα ακούω για να καταλάβω την εμμονική ηρωίδα της. Κι έπρεπε να συναντήσω τη συγγραφέα για να καταλάβω από ποιο βάθος προέρχεται αυτό, πόσο καθρέφτης της είναι, αλλά και τις στρατηγικές της στο κτίσιμο της ιστορίας, το πώς καταφέρνει να βρει τον σωστό ρυθμό σ’ ένα πολυσέλιδο βιβλίο ώστε να μη χαθεί στις λεπτομέρειες, τι έκανε όταν ήταν στην ηλικία του «κοριτσιού», τι σχέση έχει με τους δικούς της γονείς, με την Αγγλία, με τη μουσική, τι πιστεύει και τι γυρεύει και πώς από τη ζωή της. Γιατί σε αυτό το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού, μπορεί η μουσική να είναι το «πρώτο βιολί», αλλά είναι και αφορμή για σκέψεις που αφορούν την τέχνη και την εμπορευματοποίησή της, τα κοινωνικά δίκτυα και την επιρροή τους στις ζωές μας, κοινωνικά θέματα όπως η μετανάστευση και η οικολογία, ή σκέψεις για έρωτα και φιλία, τις εμμονές –κυρίως αυτές– και πώς χάνει ή βρίσκει κανείς τον εαυτό του.

Μοιάζει κοριτσάκι όπως τη βλέπω να πλησιάζει. Τζιν, φαρδύ πουκάμισο, καμία επιτήδευση. Δεν παραγγέλνει τίποτα. Για κάποιον λόγο νιώθω οικειότητα. Το καφέ του Ωδείου Αθηνών που πρότεινε να συναντηθούμε, αποτραβηγμένο από τον δρόμο και άδειο, απαγορεύει στο βουητό της πόλης να μας επιβληθεί. Το θερμόμετρο σήμερα δείχνει 36 βαθμούς. «Η ηρωίδα σας δεν έχει όνομα. Γιατί;» τη ρωτάω.

«Την ονόμασα “το κορίτσι” από την πρώτη εικόνα της που ήρθε στον νου μου, αυτήν ενός κοριτσιού με μια λευκή θήκη βιολιού στον ώμο, που περπατά μέσα στον κόσμο ενός πολυσύχναστου δρόμου του Λονδίνου, για την οποία δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά θέλω να μάθω τα πάντα. Στην πορεία ανακάλυψα, με τον τρόπο που έχουν οι συγγραφείς να ανακαλύπτουν για τους ήρωές τους γράφοντας, πως έτσι την αποκαλούσε η μητέρα της. Και έπειτα, όσο έμπαινα στον κόσμο της μονάχα αυτό της ταίριαζε, καθώς βυθιζόμουν στη δική της πια αναζήτηση της ταυτότητάς της μέσα και έξω από την τέχνη. Όταν κάποια στιγμή πάνω στον πάγκο ενός δισκοπωλείου απλώνει το χέρι της και διατρέχει τις συλλογές πίσω από μια καρτέλα με το γράμμα Π, το αρχικό του ‘Μετρ’, όπως εκείνη αποκαλεί τον μεγάλο σολίστ που στην πορεία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της, αναρωτιέται πώς θα φτάσει η ίδια εκεί. Τόσοι λίγοι πάγκοι για να σηκώσουν το βάρος τόσων πολλών ονομάτων… Και το δικό της όνομα; σκέφτεται. Η δική της φωνή; Επειδή αυτά είναι ερωτήματα για το τέλος του βιβλίου, εκείνη παραμένει για μένα ως το τέλος “το κορίτσι”».

— Καθώς διάβαζα το βιβλίο ένιωθα την ανάγκη –και το έκανα– να σταματώ και να αναζητώ τη μουσική που πάθιαζε «το κορίτσι». Εσείς γράφοντας ακούγατε τη μουσική της ή χρειάζεστε ησυχία για να συγκεντρωθείτε;

Άκουσα πολλή μουσική, όχι ως σάουντρακ την ώρα που έγραφα –δεν ακούω ποτέ μουσική γράφοντας–, αλλά ως μέρος της έρευνάς μου ψάχνοντας τα κομμάτια που μέσα στην αφήγηση θα λειτουργούσαν δραματουργικά και όχι πληροφοριακά. Μελέτησα σε βάθος συγκεκριμένα έργα και συνθέτες που θα καθόριζαν την ηρωίδα με τελείως διαφορετικούς τρόπους, και σε διάφορα στάδια της ζωής της. Ποια θα ήταν αυτά και πώς θα τα χρησιμοποιούσα στην πλοκή μου. Πήρε χρόνο να τα βρω, και όσο έγραφα καταλάβαινα όλο και περισσότερα για τη μουσική, τον διάλογο που μπορεί και ανοίγει με τη ζωή. Στο βιβλίο έχω προσθέσει ένα QRcode. Σκανάροντας με την κάμερα του κινητού σε πηγαίνει στην playlist με τη μουσική της. Οι ερμηνείες που επέλεξα είναι αποκλειστικά από γυναίκες σολίστ που θαυμάζω. Η σειρά των κομματιών έχει μια δική της κρυφή αφηγηματική ροή. Ήθελα να είναι οι φωνές της, και μάλιστα έχω επιλέξει και την ηλικία τους και τις ερμηνείες τους, ώστε να μη λειτουργούν ως soundtrack για τον αναγνώστη, αλλά ως ένας διάλογος με το κείμενο.

— Είναι φανερό, για να το γράψετε κάνατε πολλή έρευνα γύρω από τη μουσική και τις ερμηνείες. Γιατί το θεωρήσατε απαραίτητο;

Η έρευνα ήταν απαραίτητη για να καταλάβω τον κόσμο της διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, τους κανόνες και τους δικούς τους κώδικες, όσα διαδραματίζονται πίσω από τη σκηνή, αλλά κυρίως, ήταν για να μπω στον ψυχισμό της ηρωίδας. Την εμμονή της με τον Μότσαρτ, το πάθος της για τον Μπαχ και τα ερωτήματα που γεννά μέσα της, τα κομμάτια στα οποία εστιάζει, που δεν τα επέλεξα τυχαία. Ο διάλογος που ανοίγει η αφήγηση ανάμεσα στη μουσική και σε αυτά που συμβαίνουν στη ζωή της ηρωίδας βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας.

Απρόοπτη και κομβική, ωστόσο, υπήρξε μια τυχαία συνάντησή μου με μια διεθνή σολίστ σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στην Αγγλία. Ήταν μια νεαρή Κορεάτισσα βιολονίστα που της έκλεψαν το Στραντιβάριους που έπαιζε, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λονδίνου. Είχε διαλυθεί ψυχικά από την απώλεια και για ένα διάστημα είχε αποσυρθεί από το συναυλιακό της πρόγραμμα. Όταν την άκουσα να παίζει ζωντανά με το νέο της βιολί ήταν εξαιρετική, αλλά μια άλλη ερμηνεύτρια. Δεν ξέρω αν ο κλέφτης είχε αρπάξει μαζί με το βιολί της και κάτι ζωτικό από μέσα της ή αν ήταν απλώς η δική μου αίσθηση ακούγοντάς την – προϊόν της φαντασίας μου. Αυτό που ένιωσα, ωστόσο, ήταν τόσο δυνατό, τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν πολλά. Κάτι έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά.

— Εσείς παίζατε βιολί;

Δεν θα μπορούσα να έχω γράψει αυτό το μυθιστόρημα αν δεν έπαιζα βιολί. Έπαιζα επί είκοσι χρόνια, αλλά μόνο για μένα, όχι σε συναυλίες. Βασικό στοιχείο της πλοκής είναι η εμμονική σχέση μιας σολίστ με ένα συγκεκριμένο βιολί ιδιαίτερης αξίας. Αν και λειτουργεί αλληγορικά στην αφήγηση, ήταν απαραίτητη η οικειότητά μου, η εμπειρία με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο, έστω και ερασιτεχνικά. Έπρεπε να έχω νιώσει το βιολί, έτσι όπως κάθεται στον ώμο, ανάμεσα στο κεφάλι και την καρδιά, στο μυαλό και την ψυχή, τον ήχο που βγαίνει από τα χέρια –το ένα χέρι πάνω στις χορδές, το άλλο κρατώντας το δοξάρι– για να μπορέσω να μιλήσω για κείνη.

— Την εμμονή της ηρωίδας σας με το βιολί την έχετε με τα βιβλία, με τη συγγραφή;

Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Την έχω σε πολλά πράγματα, αλλά από τη στιγμή που έχεις οικογένεια και παιδιά είναι πολύ δύσκολο. Έκανα παιδιά πολύ μικρή και δεν μπορείς να είσαι και εμμονικός και σωστός γονιός, γιατί δεν σου το επιτρέπει η πραγματικότητα. (Το σκέφτεται λίγο.) Γενικά δεν νομίζω ότι μου επέτρεπε η ζωή να είμαι εμμονική με κάτι. Στην εφηβεία ίσως. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο, ήθελα να είμαι πρώτη. Αυτό μπορεί να μην είναι άσχετο με το ότι έκανα από παιδί πρωταθλητισμό στην ιππασία, ήμουν στην Εθνική ομάδα, είχα άρα και τη νοοτροπία του πρωταθλητισμού. Ο στόχος ήταν να κερδίσεις. Από τότε που πήγα στο πανεπιστήμιο, δεν ξανανέβηκα ποτέ σε άλογο...

— Γιατί;

Είχε τελειώσει για μένα ο πρωταθλητισμός. Ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου, από το οποίο θέλησα να αποκοπώ. Στο πανεπιστήμιο άρχισα να παίζω βιολί. Ήταν κάτι που έκανα μονάχα για μένα, αλλά και απωθημένο. Είχα ξεκινήσει τσέλο στα δέκα μου, επειδή εγώ το είχα ζητήσει, κι ύστερα από ένα χρόνο μαθήματα στο σπίτι με δάσκαλο ζήτησα να με γράψουν στο ωδείο. Αλλά ο πατέρας μου ήταν κάθετος. Δεν υπήρχε χρόνος για να πηγαίνω και στο ωδείο. «Δεν μπορείς να είσαι καλή και στα δυο», μου είπε. Και αυτό που εννοούσε εκείνος «καλή» ήταν ξεκάθαρο. Στην ιππασία ήμουν ήδη δυο χρονιές πρωταθλήτρια και πανελληνιονίκης. Την επόμενη μέρα σταμάτησα το τσέλο, κι ας το λάτρευα.Ένιωσα πως έπρεπε να επιλέξω. Ίσως και να ήταν επειδή η μουσική εκείνου δεν του έλεγε τίποτα, ενώ ο αθλητισμός ήταν κάτι δικό μας, που μας είχε φέρει κοντά και δεν θα διακινδύνευα να το χάσω.

— Έχετε κάνει ψυχανάλυση;

Όχι, παρ’ όλο που είχα από πολύ μικρή ηλικία να διαχειριστώ πολλά και σύνθετα πράγματα...

— Από νευροεπιστήμες και μετά σπουδές Ιστορίας στο Brown και μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Cambridge, συγγραφέας; Τι οδήγησε σε αυτήν τη στροφή;

Όσο το σκέφτομαι εκ των υστέρων, δεν νομίζω πως εκείνα τα χρόνια των σπουδών ήξερα ακριβώς πού πήγαινα, οπότε ίσως και να μην έκανα ποτέ στροφή, απλώς να βρήκα τον δρόμο μου. Τελείωσα τη δεύτερη δέσμη στο σχολείο, τότε ήταν για την Ιατρική. Στο πανεπιστήμιο στην Αμερική ξεκίνησα ένα πτυχίο στις νευροεπιστήμες, και το πρώτο καλοκαίρι των σπουδών μου δούλεψα σ’ ένα εργαστήριο νευροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στο οποίο με είχε συστήσει ένας από τους καθηγητές μου. Εκεί κατάλαβα πως δεν ήξερα τι έκανα με τη ζωή μου, πως όλο αυτό το επιστημονικό ήταν μια συμβολική φυγή από τους γονείς μου, από τη μητέρα μου που ήταν σκηνοθέτιδα και τον πατέρα μου που ήταν ο παραγωγός των πρώτων ταινιών του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου – σαν να ήθελα να διαφοροποιηθώ από οτιδήποτε είχε να κάνει με τέχνη. Ένιωσα πανικό. Δεν είχα καμία καθοδήγηση για το πώς να τον διαχειριστώ, δεν το κουβέντιασα με κανέναν. Δεν ήξερα ποια ήμουν, τι ψάχνω, πώς να το ψάξω, πού πρέπει να με οδηγήσουν οι σπουδές. Άλλαξα στη μέση της δεύτερης χρονιάς το πτυχίο μου σε Σύγχρονη Ιστορία, καθώς τα αμερικάνικα πανεπιστήμια σου δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Παράλληλα, ενέδωσα σε αυτό που ήταν μια βαθύτερη ανάγκη, κι άρχισα να γράφω διηγήματα, αρχικά στα αγγλικά. Δεν ήταν όμως η γλώσσα μου. Δεν πήγαινα πουθενά, αυτά που έγραφα ήταν σαν να τα χώριζε ένας τοίχος από μένα. Ολοκληρώνοντας το πτυχίο μου και γυρίζοντας στην Ελλάδα, εξέδωσα το «Άκου μια Ιστορία» (εκδόσεις Ακρίτας 1995) που πραγματευόταν την τέχνη της παραδοσιακής αφήγησης και της αναβίωσής της από τους σύγχρονους προφορικούς αφηγητές. Συνέχισα με το μεταπτυχιακό μου στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Μετά, απορρίπτοντας την ακαδημαϊκή καριέρα ως επιλογή επαγγέλματος, άρχισα πάλι να γράφω. Στα ελληνικά πια.

— Οι γονείς σας έπαιξαν κάποιον ρόλο σε αυτήν τη στροφή;

Όχι, πέρα από το ότι είχα μεγαλώσει σε ένα σπίτι που είχε μεγάλη σχέση με το σινεμά, άρα και την τέχνη. Ο κόσμος του σινεμά, η γλώσσα του και η αφήγηση ήταν πολύ μέσα στον εφηβικό κόσμο μου – για παράδειγμα, από τα 14 μου είχα δει όλον τον Ταρκόφσκι. Βέβαια, επειδή έχω και μια πλευρά πολύ ορθολογική, ο κόσμος της τέχνης ταυτόχρονα με τρόμαζε, μου δημιουργούσε ανασφάλεια, ενώ ένιωθα σιγουριά στην επιστήμη, ότι είμαι πολύ καλή σε αυτό, λόγω σχολείου. Καμιά φορά, ξέρετε, μπλέκεις αυτό στο οποίο είσαι μετρήσιμα πολύ καλός με αυτό που αγαπάς και είναι πολύ δύσκολο στα 18 σου να διαλευκάνεις τι θέλεις πραγματικά, αν δεν έχεις κάποιον να σε βοηθήσει να το καταλάβεις. Έρχονται όλες αυτές οι ματιές των άλλων πάνω σου, ακόμα και τα «μπράβο», και σε παρασύρουν. Πάντοτε όμως με ενδιέφερε. Έτσι, μετά το πτυχίο μου, δούλεψα δοκιμαστικά ως τρίτη βοηθός σε κάποιες ταινίες στη Γαλλία και την Ελλάδα. Αλλά κυριάρχησε μέσα μου η επιθυμία να βρω τον δικό μου δρόμο στην τέχνη.

— Έχετε αναρωτηθεί αν οι σπουδές σας και η ορθολογική πλευρά σας λειτουργούν ασυνείδητα εμποδίζοντας στη λογοτεχνική σας πλευρά το συναίσθημα; (Στο μυθιστόρημά της, η Ρωσίδα δασκάλα του βιολιού επιμένει στην τεχνική τρέφοντας τον υστερικό περφεξιονισμό του κοριτσιού, ενώ ο Μετρ στο συναίσθημα…)

Δεν νομίζω ότι συνέβη αυτό. Αυτό που συγκράτησα από τις σπουδές μου, περισσότερο κι από τις γνώσεις, είναι η μέθοδος της έρευνας. Πώς οργανώνεις το υλικό σου, πώς να κατανοείς τη διαφορά της αλήθειας που κρύβεται σε κάθε πηγή που φτάνει στα χέρια σου, από την επινόηση, το ψέμα. Κι εγώ λατρεύω τις πρωτογενείς πηγές. Το ανεπεξέργαστο υλικό, κι ας είναι χαοτικό, το προτιμώ από τις αναλύσεις και τη ματιά των άλλων πάνω του. Σε κάθε δημιουργό, ωστόσο, η ισορροπία ανάμεσα σε μια εγκεφαλική προσέγγιση και αυτό που βγαίνει πηγαία, από το συναίσθημα, είναι δύσκολη και εύθραυστη.

— Το ελκυστικό στην ηρωίδα σας είναι η αδυναμία της και ταυτόχρονα η δύναμή της και το πείσμα της να προσπαθεί για την τελειότητα. Είναι και δικά σας χαρακτηριστικά;

Όπως το έχει θέσει τόσο ωραία ο υπαρξιακός ψυχολόγος Ρόλο Μέι στο «Θάρρος της Δημιουργίας», δυνατός και θαρραλέος δεν είναι εκείνος που δεν φοβάται, αλλά αυτός που συνεχίζει να προχωρά και να επιμένει παρά τους φόβους του. Τι σημαίνει άραγε τελειότητα σε ένα έργο τέχνης; Δεν θα μπορούσε κανείς να δουλεύει ατέρμονα ένα έργο τέχνης; Σίγουρα, αλλά κάποια στιγμή ξεμένεις από ενέργεια κι εκεί σταματάς. Αλλιώς, αν δεν μπορείς να πεις κάποια στιγμή «πάει τέλειωσε» για ένα έργο σου, πάσχεις ή από παθολογικό περφεξιονισμό ή δειλία να ολοκληρώσεις και τρόμο να εκτεθείς. Για το κορίτσι στο μυθιστόρημα, η τελειότητα που γυρεύει στις ερμηνείες της είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και αναπτύσσεται σε βάθος στο βιβλίο. Για μένα, αυτό που αποζητώ στην ολοκλήρωση ενός κειμένου μου είναι να έχω δώσει ό,τι καλύτερο μπορώ, έτσι όπως πιστεύω ότι πρέπει να δοθεί, προτού αρχίσω να χάνω το ενδιαφέρον μου και την ορμή μου γι’ αυτό από την υπερβολική επεξεργασία. Δεν έχω θελήσει να εκδώσω κάτι απλώς για να βγάλω άλλο ένα μυθιστόρημα. Έχω αρκετά έργα στο συρτάρι μου, δυστυχώς, όπως όλοι οι συγγραφείς. Αυτό που θα μοιραστώ με τους αναγνώστες πρέπει να το πιστεύω.

— Η ύπαρξή μας εξαρτάται από την επιτυχία μας;

Αν καταφέρνεις να ξεχωρίζεις μέσα σου τον δημιουργό από τον άνθρωπο, φυσικά και δεν μας καθορίζει η επιτυχία. Αλλά η επιτυχία δεν είναι μια έννοια σχετική; Πώς και ποιος την ορίζει για τον καθένα μας; Το κορίτσι στο βιβλίο μου έρχεται αντιμέτωπο με τη μετρήσιμη όψη της επιτυχίας, στους διεθνείς διαγωνισμούς για σολίστ, στο πλούσιο ή φτωχό της πρόγραμμα συναυλιών που της προσφέρουν, στα χρήματα που βγάζει, στον ατζέντη που την εκπροσωπεί, στην ποιότητα και άρα την οικονομική αξία του βιολιού που παίζει – καθοριστικό για έναν βιολονίστα – και άλλα πολλά.

— Υπαρξιακά θέματα όπως της αναζήτησης της ταυτότητας επανέρχονται στα βιβλία σας, ταυτόχρονα  όμως θίγετε και φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα της εποχής…

Το μυθιστόρημα είναι χτισμένο πάνω στην αναζήτηση της ταυτότητας, της φωνής της ηρωίδας και με τη μεταφορική έννοια. Δεν περιορίζεται στη μουσική, δηλαδή την ερμηνευτική φωνή, το ρεπερτόριό της, το πού στέκεται το κορίτσι μέσα στον χώρο ως καλλιτέχνιδα, αλλά ανοίγεται εξίσου στο ποια είναι έξω από τη μουσική, ποιες φωνές κρύβει μέσα της και ποιες φωνές έρχονται απ’ έξω, από συγκεκριμένους ανθρώπους και τον κοινωνικό περίγυρο, σαν δαίμονες, που είναι σαν να προσπαθούν να την απομακρύνουν από τον αυθεντικό της εαυτό. Τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τον θάνατο της μητέρας της, η ιδιότυπη σχέση της με αυτόν που αποκαλεί Μετρ και με το βιολί που της παραχωρεί, τον έρωτά της για τον Άρη, όλα γυρεύουν απαντήσεις και τη θέση τους στον κόσμο της και στην πλοκή. Είναι μια ιστορία που θέτει ερωτήματα για την απώλεια, την πίστη, την ενοχή, τον απόλυτο έρωτα, τη ζήλεια, τη γυναικεία φωνή, και όλα αυτά κυρίως μέσα από την αναζήτηση της αυθεντικότητας στην τέχνη, σε αντιπαράθεση με τη μίμηση προτύπων και την εμπορευματοποίησή της. Αλλά όπως είπα, η τέχνη εδώ λειτουργεί ως μεταφορά για την αυθεντικότητα στη ζωή. Από εκεί και πέρα, στον ψυχικό χώρο που ορίζει το βιβλίο, δηλαδή της ηρωίδας του, μπαίνουν μοιραία και άλλα πράγματα, αυτά τα φλέγοντα ζητήματα που λέτε, όπως η Cancel culture και η Woke culture, το μεταναστευτικό, η πατριαρχία, η σωματική και ψυχική βία, τα καλά και τα κακά της πυρηνικής οικογένειας. Αλλά, αυτά σε δεύτερο επίπεδο.

— Αν όμως είχατε μόνο μία ιστορία να διηγηθείτε, ποια θα ήταν αυτή; Ποιο είναι το «μεδούλι» αυτού του μυθιστορήματος για εσάς;

«Να σώσεις ή να σωθείς, πότε μένεις, πότε φεύγεις;» αναρωτιέται κάποια στιγμή το κορίτσι. Αν έλεγα τη δική μου απάντηση στο ερώτημα, με λίγες φράσεις, θα ήταν μονάχα η δική μου ματιά στο τέλος ενός ταξιδιού. Αλλά ένα μυθιστόρημα είναι πιο σύνθετο από την προσωπική θέση της συγγραφέως του, γι’ αυτό και απαιτεί έκταση. Μου πήρε 450 σελίδες για να αναπτύξω αυτό που λέτε «μεδούλι» της ιστορίας, την αναζήτηση της πραγματικής φωνής. Και όσο για το ποιο είναι στο βιβλίο το τέλος του ταξιδιού της αναζήτησης, δεν είναι σωστό να το αποκαλύψω σε μια συνέντευξη. Για να το πω με όρους αστυνομικού μυθιστορήματος, θα είναι σπόιλερ, σαν να αποκαλύπτω τον ένοχο. Οι αναγνώστες θα πρέπει να βρουν τη λύση τους και να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις. Αυτές είναι πιστεύω που θα πάρουν μαζί τους.

— Η ηρωίδα σας αρνείται με πείσμα να ασχοληθεί με το προφίλ της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά, όπως λέει ο ατζέντης της, η χρήση των μέσων αυτών είναι μονόδρομος. Εσείς έχετε συμβιβαστεί με αυτήν την ιδέα και πώς τα διαχειρίζεστε;

Είμαι γενικότερα αρκετά κλειστή ως άνθρωπος, αν και πολύ ανοιχτή με τους στενούς φίλους, και δεν είναι εύκολη για μένα αυτού του τύπου η δημόσια έκθεση. Αλλά, όταν κάνεις ένα επάγγελμα που τη χρειάζεται, πρέπει να βρεις τον τρόπο να εκτίθεσαι, μέχρι εκεί που σου πάει, να μοιράζεσαι αυτά που είναι μέσα στα όριά σου, όρια που εσύ θέτεις. Για μένα τα όρια αυτά τα καθορίζει ο βαθμός στον οποίο μπορείς να νιώθεις το κοινό σαν μια παρέα, και όχι τον εαυτό σου ως εμπορικό προϊόν.

— Γιατί τοποθετείτε την ηρωίδα σας στην Αγγλία; Γιατί μόνο εκεί θα μπορούσε να κάνει τη μεγάλη καριέρα που επιθυμεί ή γιατί υπάρχει κάτι άλλο πιο προσωπικό για εσάς;

Οι δυνατότητες μουσικών σπουδών για σολιστική καριέρα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Όλοι οι γνωστοί μας Έλληνες σολίστ έχουν μαθητεύσει και κοντά σε κάποιον σπουδαίο δάσκαλο στο εξωτερικό. Όσοι ξεκινούν μια επαγγελματική καριέρα έξω, δύσκολα επιστρέφουν. Την Αγγλία ως τόπο την επέλεξα γιατί τη γνωρίζω καλά. Έχω σπουδάσει και ζήσει για πολλά χρόνια εκεί και ακόμη ζω για μεγάλο μέρος του χρόνου. Ξέρω τους ρυθμούς της, νιώθω την ατμόσφαιρά της, έχω μαζέψει πια πολλές εικόνες και εμπειρίες ζώντας στην κοινωνία της και αυτό είναι απαραίτητο για να στήσεις μια ιστορία. Την Αγγλία την αγαπώ, αλλά εκεί νιώθω ξένη, και μετά το Μπρέξιτ και πολύ θυμωμένη, δεν θα ήθελα να ζω μόνιμα εκεί.

— Υπάρχει ένα θεατρικό έργο μέσα στο μυθιστόρημα, που γράφει ο φίλος του κοριτσιού ο Άρης…

Ο διάλογος που ανοίγει το κορίτσι με το θεατρικό έργο του Άρη, το οποίο πραγματεύεται ένα ζήτημα παραπλήσιο με το ζητούμενο του βιβλίου –αυτό μέσα από έναν σκηνοθέτη του κινηματογράφου που δυσκολεύεται να γράψει ένα σενάριο με κεντρική ηρωίδα μια σύγχρονη γυναίκα– της γεννά νέα ερωτήματα για την ίδια, τα πιστεύω της, τι γυρεύει και πώς από τη ζωή της. Υπάρχουν στο θεατρικό έργο προβλήματα που είναι και της δικής της ζωής. Παράλληλα, με τον Άρη είναι ερωτευμένη, και σε μια ερωτική σχέση χάνεις εν μέρει τον εαυτό σου. Στην περίπτωση του κοριτσιού, όμως, ο έρωτας και η άκρως ανταγωνιστική καριέρα που έχει θέσει ως στόχο είναι πολύ δύσκολο να ταιριάξουν…

— Ο Άρης της εκμυστηρεύεται πως όταν έγραφε, εκείνην είχε στο μυαλό του. Εσείς έχετε κάποιον ιδανικό αναγνώστη στο μυαλό σας όταν γράφετε; Είναι ο Απόστολος Δοξιάδης, ο άντρας σας; Δύο συγγραφείς στο ίδιο σπίτι; Πώς είναι η συγγραφική ζωή σας; Επηρεάζει ο ένας τον άλλον; Του δίνετε να διαβάσει σελίδες κατά τη διάρκεια της συγγραφής, υιοθετείτε τις παρατηρήσεις του, θα σβήσετε ή θα αλλάξετε κάτι που προτείνει;

Είμαι με τον Αποστόλη από 22 χρονών. Η ενήλικη ζωή μου είναι μαζί του. Η σχέση μας ως ζευγάρι δεν είναι ούτε έχει υπάρξει ποτέ και σε τίποτα ανταγωνιστική. Ωστόσο, δυο άνθρωποι που γράφουν ως κύριο επάγγελμα και μοιράζονται όλη τους τη ζωή, στο ίδιο σπίτι, θα μπορούσαν να βιώνουν μια συνθήκη ακραία προβληματική. Θα ήταν ίσως αναμενόμενο, για κάποιον τρίτο, να θεωρήσει ότι οι φυσικές μας συγγραφικές νευρώσεις και οι αγωνίες μας θα γίνουν ένα κουβάρι, θα τρελαθούμε. Αλλά έχουμε έναν κανόνα, που ακυρώνει αυτό το ενδεχόμενο: ενώ μιλάμε για τα πάντα, δεν μιλάμε ποτέ γι’ αυτό που γράφουμε, μέχρι να φτάσει σε κάποιο πολύ προχωρημένο στάδιο. Φυσικά, για το ίδιο το γράψιμο, τη θεωρία, τις δυσκολίες της δουλειάς, τα συναισθήματα, για άλλα βιβλία και συγγραφείς μιλάμε πολύ. Αλλά όχι για αυτό που γράφουμε, όσο το γράφουμε. Είναι παράξενο, αλλά στα αλήθεια δεν γνωρίζουμε το παραμικρό για το τι πραγματεύεται το βιβλίο που γράφεται στο διπλανό δωμάτιο! Βέβαια, μπορεί κάτι να μαντεύουμε από τα διαβάσματα του άλλου, από πράγματα που ξεφεύγουν τυχαία στην κουβέντα. Αλλά τηρούμε τον κανόνα, είμαστε διακριτικοί, δεν ρωτάμε. Και σε αυτό με τον Αποστόλη είμαστε σε απόλυτη συμφωνία. Γιατί πιστεύουμε και οι δύο πως αν μιλάς γι’ αυτό που γράφεις, κυρίως στις αρχές του, χάνεται η δημιουργική ενέργεια του έργου, διασπάται. Ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα εύθραυστος μέχρι να φτάσει στη στιγμή που νιώθει πως όλο αυτό το εγχείρημα, του βιβλίου που γράφει, κάπου φτάνει. Αλλά μέχρι εκείνην τη στιγμή, η παραμικρή εξωτερική παρέμβαση ή κριτική, ακόμα και μια γκριμάτσα, μια ξινή αντίδραση, μια λάθος φράση ή λέξη του άλλου, μπορούν να σε κατατροπώσουν, να πέσεις και να μην ξανασηκωθείς, δηλαδή να πεθάνει το έργο. Αναπτύσσεται μια ειδική ευαισθησία σε σχέση με το έργο, όταν γράφεις. Είσαι σε έναν κόσμο φανταστικό, δικό σου, και αν μπει μια εξωτερική ματιά πριν την ώρα της, μπορεί να στον διαλύσει και να πάψεις να τον νιώθεις αληθινό, να μην μπορείς να γράψεις πια. Από εκεί και πέρα, όταν νιώθουμε κάπως σίγουροι ότι το έργο έχει φτάσει κάπου, έχει βάσεις στέρεες, είμαστε με τον Αποστόλη οι πρώτοι αναγνώστες, εκείνος ο δικός μου και εγώ η δική του, αρκεί να νιώθουμε έτοιμοι για την έκθεση. Και τότε στην κριτική που κάνουμε διαβάζοντας το έργο του άλλου μπορεί να είμαστε αμείλικτοι, χωρίς όμως αυτό να γίνεται ποτέ προσωπικό, να το παίρνουμε ως κάποια κριτική έξω από το ίδιο το βιβλίο. Στο κάτω κάτω δεν αναγκάζει ο ένας τον άλλο να αλλάξει κάτι, να σβήσει ή να προσθέσει, μια γνώμη λέει. Αν θέλουμε, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τα σχόλια ή τα αγνοούμε και επιμένουμε στα δικά μας.

— Στους γονείς σας αρέσουν τα βιβλία σας;

Ναι, τους αρέσουν. Η μητέρα μου, όμως, μια φορά μου είπε «οι φίλοι μου με ρωτάνε γιατί οι ήρωές σου έχουν κακή σχέση με τη μητέρα τους, και στα τρία σου βιβλία, μπορείς να μου το εξηγήσεις;». (Γελάει). «Όχι, της λέω, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και δεν αφορά εσένα, επειδή δεν είσαι εσύ η μαμά των ηρώων μου, η δική μου είσαι!».

— Εσείς, έχετε απάντηση σε αυτό, γιατί δηλαδή οι ήρωές σας έχουν κακή σχέση με τη μητέρα τους;

Κάποιοι έχουν και με τον πατέρα τους. Η σχέση γονιού - παιδιού είναι εκ των πραγμάτων μια παράξενη σχέση εξουσίας, τους ανήκεις και σου ανήκουν, είσαι παιδί τους και είναι γονείς σου, δεν σε επέλεξαν και δεν τους επέλεξες. Η συνθήκη αυτή προσφέρεται δραματουργικά.

— Εσείς πώς είστε με τα παιδιά σας;

Είμαστε πολύ κοντά και με τα τρία παιδιά, αν και είναι ενήλικοι άνθρωποι πια. Μιλάμε σχεδόν κάθε μέρα, συζητάμε τα πάντα, είμαστε σαν φίλοι. Βέβαια, όταν ήταν μικρότερα, οι ρόλοι μας ήταν άλλοι. Αλλά, πάντα η σχέση ήταν πολύ στενή.

— Γιατί διαβάζουμε, γιατί γράφουμε, για να μην είμαστε μόνοι;

Διαβάζουμε, γιατί είμαστε όντα που αγαπούν τις ιστορίες, γιατί μας αρέσει να συναντούμε τα ερωτήματά μας στις ιστορίες των άλλων και τότε πράγματι νιώθουμε λιγότερο μόνοι.

— Αν είχατε μονάχα μια φράση να συστηθείτε στους αναγνώστες μας, ποια θα ήταν αυτή; Πώς θα ορίζατε τον εαυτό σας;

Θα απαντήσω με τα λόγια της επινοημένης ηρωίδας, της Νέλλυ, στο θεατρικό έργο του Άρη, όπως εμφανίζεται στο μυθιστόρημά μου: «Λατρεύω αυτούς που δραπετεύουν από τους ορισμούς».

— Τελικά, τι αξιολογείτε πάνω απ’ όλα ως καλό στη δουλειά σας;

Τη μοναξιά της. Που σημαίνει και την ανεξαρτησία της.