Βιβλιο

Ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος και ο Κώστας Χ. Χριστίδης μιλούν για την «Επιχειρούσα κοινωνία»

Μια συζήτηση με τους συγγραφείς για τον ρόλο του επιχειρείν στη δημοκρατία

Σώτη Τριανταφύλλου
19’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος - Κώστας Χ. Χριστίδης: H Σώτη Τριανταφύλλου συνομιλεί με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Επιχειρούσα κοινωνία»

Ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος και ο Κώστας Χ. Χριστίδης μέσα από το βιβλίο τους «Η επιχειρούσα κοινωνία» δίνουν μία διαφορετική υπόσταση στην έννοια του επιχειρείν και του χώρου μέσα στον οποίον αυτό μπορεί να αναπτυχθεί, να γονιμοποιηθεί και να γίνει μοχλός ανάπτυξης, ευημερίας και πολιτιστικής προόδου. Περιγράφουν την εξέλιξη της επιχείρησης ως ιστορικό, πνευματικό γεγονός από τον Άνταμ Σμιθ μέχρι την σημερινή εποχή του άυλου χρήματος και επισημαίνουν ότι η επιχείρηση, όταν άρχισε να αποκτά αυξανόμενο οικονομικό βάρος και ανοδική κοινωνική ισχύ, στηρίχθηκε σε μία εξόχως γόνιμη κουλτούρα, που ήταν αυτή της ανερχόμενης αστικής τάξεως.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος - Κώστας Χ. Χριστίδης: Συνέντευξη με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η επιχειρούσα κοινωνία»

Στo βιβλίο σας «Η επιχειρούσα κοινωνία» αναλύετε τον ρόλο του επιχειρείν στη δημοκρατία: είναι μια απόπειρα να αλλάξει η κρατικιστική και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία των Ελλήνων, που ίσως δεν διαφέρει και τόσο από εκείνη των Ιταλών και των Γάλλων. Πιστεύετε ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει αφαιρέσει από τον πολίτη την ατομική του ευθύνη; Ή πρόκειται για ανθρώπινο γνώρισμα το οποίο ενισχύεται στο περιβάλλον του κράτους προνοίας και επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας;

Χωρίς καμιά αμφιβολία, το βιβλίο «Η Επιχειρούσα Κοινωνία» επιδιώκει να εμπνεύσει στα άτομα —το σύνολο των οποίων συνιστά μία κοινωνία— την έννοια της προσωπικής ευθύνης, η οποία ξεκινά από τον εαυτό μας. Η προσωπική ευθύνη δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις προνοιακές δραστηριότητες της σοσιαλδημοκρατίας και θα λέγαμε ότι σε κάποιο βαθμό είναι θετικό συμπλήρωμα του αποκαλούμενου κοινωνικού κράτους. Όπως έγραφε ο μέγας θεωρητικός της σοσιαλδημοκρατίας Εδουάρδος Μπερνστάιν, χωρίς παραγωγή πλούτου προς διανομή δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κράτος, ούτε δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων. Στο βιβλίο μας κάνουμε μια προσπάθεια να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον του αναγνώστη για νέες ιδέες που διέπουν την παραγωγή και διανομή πλούτου και οι οποίες, βέβαια, πηγάζουν από συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος —από την κατά Μαρξ συσσώρευση του κεφαλαίου.

Στο άλλο άκρο, η αμερικανική νοοτροπία —εκείνη που έχει διαμορφωθεί από τον ελευθερισμό— ασκεί το επιχειρείν στην παραμικρή λεπτομέρεια της κοινωνικής ζωής. Είναι στερεότυπο αλλά ισχύει: οι περισσότεροι Αμερικανοί, αν όχι όλοι, είναι άπληστοι και ταυτοχρόνως ασυγκράτητοι καταναλωτές.

Η αμερικανική αντίληψη για το επιχειρείν, κατά τη γνώμη μου, διαφέρει σε αρκετά σημεία από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή λόγω της ιδιότητος των Ευρωπαίων, οι οποίοι ουσιαστικά αποίκησαν τον αποκαλούμενο Νέο Κόσμο. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι όσοι ξεκίνησαν την οικοδόμηση του αμερικανικού ονείρου σε πάμπολλες περιπτώσεις ήσαν Ευρωπαίοι εκδιωχθέντες από την Γηραιά Ήπειρο. Ως εξ αυτής της ιδιότητός τους, στο ξεκίνημα είχαν, κατά τη γνώμη μας, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη ζωή, τον πλούτο, την κοινωνική και οικογενειακή οργάνωση. Ασφαλώς, τα πρότυπα που ακολούθησε ο αποκαλούμενος αμερικανικός τρόπος ζωής έχουν μετασχηματιστεί στο πέρασμα του χρόνου από ήθη, έθιμα και θρησκευτικές αντιλήψεις που δεν ισχύουν στην Ευρώπη. Πλην όμως, στο επίπεδο του επιχειρείν, οι Αμερικανοί είναι πιο τολμηροί και πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκα. Είναι επίσης εντυπωσιακή η αμερικανική εφευρετικότητα σε κλάδους όπως το μάρκετινγκ και η δημιουργία άυλων αξιών.

Πώς θα περιγράφατε το ελληνικό καταναλωτικό μοντέλο; Έχει τροποποιηθεί τα τελευταία χρόνια;

Το ελληνικό καταναλωτικό μοντέλο έχει περάσει από διάφορες φάσεις. Στην πρώτη του περίοδο, αυτή της περιόδου 1821-1870, έχει έντονα οθωμανικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως δέχτηκαν δυτικότροπες επιρροές. Πάντως, αυτό το μοντέλο είχε και μια ιδιόμορφη ελληνικότητα, η οποία συνοψιζόταν σε λιτό τρόπο ζωής, ο οποίος ενδεχομένως για μια περίοδο επηρέαζε και την μακροβιότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το μοντέλο αλλάζει άρδην από το 1960 και αποκτά έναν βιαστικό και άστατο δυτικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει συμβάλει στη σημερινή υψηλή υπερχρέωση της ελληνικής κοινωνίας.

Στη χώρα μας, η σχολική και η οικογενειακή παιδεία παραμένει κρατιστική, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Αν και πράγματι, όπου υπάρχει ένταση αριστερής ιδεολογίας, η ανευθυνότητα μπορεί να φτάσει στα άκρα. Μια φορά που είχα πάει στο Πάντειο πανεπιστήμιο για μια ομιλία (φτάνοντας στον χώρο του πανεπιστημίου είχα ήδη μετανιώσει) και η αίθουσα ήταν γεμάτη σκουπίδια (απαράδεκτη ασέβεια) οι φοιτητές μαζί με τους καθηγητές δικαιολογήθηκαν λέγοντας ότι «έχουν περικοπεί τα κονδύλια». Κανείς δεν έσκυβε να μαζέψει τα σκουπίδια. Δεν μπορώ να φανταστώ τους φοιτητές που κάνουν καταλήψεις εδώ και πενήντα χρόνια να γίνονται «επιχειρηματίες».

Στη χώρα μας, η σχολική και η οικογενειακή παιδεία παρουσιάζει πολλές και ενδιαφέρουσες πτυχές. Κατά πρώτον, συνίσταται σε κρατικής εμπνεύσεως υπεραπλουστευμένες ερμηνείες της ιστορίας, οι οποίες εμπνέουν περισσότερο εθνικιστική ιδεολογία παρά το απαραίτητο κριτικό πνεύμα που είναι πηγή γνώσεως. Στο σημείο αυτό, να επισημάνουμε ότι υπάρχει ισχυρή αντίφαση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όπως αυτή ξεκίνησε και διαμορφώθηκε από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Θαλής Μιλήσιος, Ηράκλειτος, Δημόκριτος κ.λπ.), δηλαδή της φιλοσοφικής μας παράδοσης και της ελληνικής πραγματικότητας. Η φιλοσοφία απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα ως πηγή του ορθού λόγου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια κατήργησε ή τουλάχιστον αμφισβήτησε τον μύθο. Χωρίς αμφιβολία, ο ορθός λόγος στη συνέχεια της ιστορικής του πορείας χρησιμοποιήθηκε από την δυτική φιλοσοφία με τρόπους που βόλευαν και εξυπηρετούσαν —ανάλογα με τις εποχές— πολιτικές, θρησκευτικές και στρατιωτικές σκοπιμότητες. Σε κάθε περίπτωση, αν και ο ορθός λόγος είναι αμιγώς ελληνική, πνευματική δημιουργία, στη χώρα μας αγνοούμε τον οικουμενικό χαρακτήρα του. Υπό αυτήν την έννοια, μου προκαλεί μεγάλη θλίψη το να ακούω νέους ανθρώπους να μιλούν τη γλώσσα της Ψωροκώσταινας, τη στιγμή που παγκοσμίως επιστήμες όπως η Ιατρική (για παράδειγμα) στηρίζονται σε λέξεις με ελληνικές ρίζες. Αν αυτό δεν είναι παγκοσμιοποίηση, τότε ας μου πει κάποιος τι είναι.

Θυμάμαι ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη δεκαετία του 1960 στον οικογενειακό κύκλο υπήρχαν πολλοί και φιλόδοξοι επιχειρηματίες. Θυμάμαι φαρμακοβιομηχάνους, βιομηχάνους…σωληνώσεων (Βιοσώλ!), ιδιοκτήτες κονσερβοποιιών, βιομηχάνους ψυγείων, επίπλων· ακόμα κι εκείνον που έφτιαχνε τα αυτοκινητάκια Άττικα… Ύστερα, όλοι αυτοί χρεοκόπησαν, διαλύθηκαν. Τι συνέβη στον χώρο των ελληνικών επιχειρήσεων μετά τη μεταπολίτευση;

Μετά την μεταπολίτευση, οι ελληνικές επιχειρήσεις μπήκαν στον αστερισμό της εντάξεώς μας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψουν συνήθειες και στρατηγικές οι οποίες αφορούσαν μιαν άλλη παραγωγική εποχή. Δυστυχώς στον τομέα αυτόν ο εκσυγχρονισμός των ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως της βιομηχανίας ήταν πολύ αργός και ακόμα χειρότερα, δεν είχε την βοήθεια που έπρεπε από έναν σε υψηλό βαθμό κρατικοποιημένο τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, ο ελληνικός παραγωγικός ιστός καθυστέρησε πάρα πολύ να προσαρμοστεί στις επικρατούσες τότε ευρωπαϊκές και διεθνείς οικονομικές και εμπορικές συνθήκες. Αν σ’ αυτό το γεγονός προσθέσουμε και τη διαρθρωτική αδυναμία του γενικότερου οικονομικού και παραγωγικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, οι προβληματικές επιχειρήσεις που συσσωρεύτηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ήταν η φυσική κατάληξη της όλης υποδομής που υπήρχε στο ελληνικό οικονομικό τοπίο.

Όπως γράφουμε στο βιβλίο, η ελληνική επιχειρηματική τάξη υπήρξε προβληματική, ακριβώς επειδή είναι το προϊόν του ελληνικού κράτους και όχι κάποιου βαθύτερου αστικού μετασχηματισμού.

Στο βιβλίο σας κάνετε σαφή διάκριση μεταξύ της χωριάτικης απληστίας που χαρακτηρίζει πολλές ελληνικές ψευτο-επιχειρήσεις, του «ανυπόμονου κεφάλαιου» και της σύγχρονης εταιρείας που ακολουθεί πολύ συγκεκριμένους κανόνες, αναλαμβάνει ευθύνες, ενθαρρύνει την πρωτοβουλία των εργαζομένων και σέβεται τα δικαιώματά τους. Τι έφταιξε και τι φταίει στην Ελλάδα; Λίγες επιχειρήσεις λειτουργούν με τρόπο που να ευνοεί όλες τις πλευρές: εργοδοσία, εργαζομένους, ευρύτερη κοινωνία.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο αστικός εκσυγχρονισμός της χώρας μας πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και υπό συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από έντονη κρατική και πολιτική παρουσία, γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία για τη δημιουργία ισχυρών πελατειακών δομών. Υπό αυτήν την έννοια ακόμα και σήμερα η ελληνική αστική τάξη χαρακτηρίζεται από υψηλό δυϊσμό και παραμένει πελατοκεντρική. Παρ’ όλ’ αυτά, οι εκκολαπτόμενοι νέοι στον χώρο της, ακολουθώντας τις εξελίξεις της ψηφιακής μεταβολής είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσουν ένα καινούργιο, καλύτερο αστικό περιβάλλον. Τα μέσα για κάτι τέτοιο δεν λείπουν. Αν το ελληνικό κράτος ξεφύγει από την φαυλότητα που χαρακτηρίζει την ύπαρξή του και προσαρμοστεί σε κανόνες κράτους δικαίου που ισχύουν στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες νομίζω ότι εκ των πραγμάτων η ελληνική αστική τάξη της ψηφιακής εποχής θα προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα που δεν έχουν καμία σχέση με το γνωστό παρελθόν. 

Η λεγόμενη αστική τάξη έχει υποστεί επικρίσεις, δυσφήμιση, διακωμώδηση, συκοφαντία. Όμως, είναι η μοναδική κοινωνική κατηγορία που δημιούργησε πολιτισμό στην Ελλάδα. Βλέπετε να αναπτύσσεται σήμερα μια «σοβαρή» αστική τάξη με παρελθόν, παρόν και μέλλον; Και πώς διαγράφεται αυτό το μέλλον; 

Το βιβλίο «Πλούτος και Φτώχεια των Εθνών» καταγράφει με εντυπωσιακά στοιχεία γιατί οι λαοί που πλούτισαν μπόρεσαν σε δεδομένες εποχές να ξεφύγουν από περιβάλλοντα ανελευθερίας, εθελοδουλείας και υποταγής σε μυθολογικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, που ήσαν αναχώματα στην πρόοδο. Η πρόοδος όπως γράφει και ο συγγραφέας του βιβλίου David Landes, ξεκινάει από την περιέργεια, από την διάθεση να ανακαλύψει κανείς κάτι καινούργιο. Πρόκειται για τη γνωστή θέση του δικού μας αποκαλούμενου σκοτεινού φιλοσόφου Ηράκλειτου, ότι τα πάντα ρέουν. Δεν είναι τυχαίο ότι σύγχρονοι συγγραφείς όπως για παράδειγμα ο Eric Weiner στο βιβλίο του «Η Γεωγραφία της Μεγαλοφυΐας», στο οποίο περιγράφει τις πιο δημιουργικές περιοχές του κόσμου, ξεκινά από την αρχαία Αθήνα και φτάνει στη Silicon Valley. Αν μπορέσουμε να ξανα-ανακαλύψουμε στην Ελλάδα μια τέτοια νέα εποχή νομίζω ότι η χώρα θα γίνει ενεργός επιχειρούσα κοινωνία η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει και πηγή εμπνεύσεων.

Ο David Landes, τον οποίον αναφέρετε, εξηγεί στο «Πλούτος και Φτώχεια των Εθνών» γιατί στην ιστορία της ανθρωπότητας μερικοί λαοί πλούτισαν ενώ άλλοι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από το τέλμα της φτώχειας. Η Ελλάδα φάνηκε να ξεκολλάει, πλην όμως σέρνοντας μαζί της βαθιά νοσηρότητα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που μας έχουν κάνει κοινωνία λίγο νεόπλουτη, λίγο μίζερη, πικρά διχασμένη, λίγο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα», λίγο μούφα;

Πράγματι, σχετικά λίγες επιχειρήσεις λειτουργούν στην Ελλάδα με τρόπο κοινωνικά υπεύθυνο που να ευνοεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως είναι οι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι, οι πελάτες, οι προμηθευτές και οι ανταγωνιστές, καθώς και οι οργανώσεις του κοινωνικού τομέα, οι τοπικές ή και οι ευρύτερες κοινότητες. Για τις σχέσεις μιας επιχείρησης με κάθε ένα από τα παραπάνω ενδιαφερόμενα μέρη υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια στο βιβλίο… Πολλά από τα επιχειρήματα υπέρ αυτού του τρόπου δράσης διατυπώνονται σε όρους «φωτισμένου συμφέροντος», ότι, δηλαδή, η επιχείρηση αναλαμβάνει διάφορες κοινωνικές ευθύνες διότι έτσι προάγει πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά της: οι θεωρούμενες ως κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις, αυτές που ενσωματώνουν τα ESG κριτήρια στη στρατηγική τους [δηλ. κριτήρια περιβαλλοντικά (Ε), κοινωνικά (S) και διακυβέρνησης (G)] μπορεί να ενισχύουν την εταιρική εικόνα τους (φήμη, brand), να έχουν περισσότερους, πιο ικανοποιημένους και πιο σταθερούς πελάτες, να προσελκύουν καλύτερους και πιο αφοσιωμένους υπαλλήλους, να χρηματοδοτούνται με ευνοϊκότερους όρους ή, τέλος, να συμβάλλουν θετικά στη δημιουργία μιας πιο ασφαλούς, καλύτερα εκπαιδευμένης και περισσότερο ευημερούσας κοινωνίας, πράγμα που με τη σειρά του δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τη λειτουργία και την ανάπτυξη της ίδιας της επιχείρησης σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Τα επιχειρήματα αυτά, «ωφελιμιστικού χαρακτήρα» συμπυκνώνονται στη φράση «να ευημερούμε κάνοντας το καλό» (doing well by doing good).

Ο αριθμός των επιχειρήσεων που λειτουργούν επί τη βάσει των αντιλήψεων αυτών είναι μικρός, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, για δύο λόγους κυρίως: Πρώτον, στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οικογενειακού κυρίως χαρακτήρα ή και αυτοαπασχολούμενων. Οι επιχειρήσεις αυτές —οι οποίες, κατ’ ευφημισμό θα λέγαμε, αποκαλούνται «ραχοκοκαλιά της οικονομίας»— αδυνατούν να αναπτύξουν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, να εφαρμόσουν οικονομίες κλίμακας και αρχές σύγχρονου μάνατζμεντ και να δημιουργήσουν εταιρική κουλτούρα υπευθυνότητας. Προσπαθούν να επιβιώσουν πιέζοντας «να πέσουν περισσότερα χρήματα στην αγορά», παρέχοντας χαμηλούς μισθούς στους (λίγους) απασχολούμενους σ’ αυτές, καταφεύγοντας συχνά σε φοροαποφυγή/φοροδιαφυγή και εν πάση περιπτώσει, αδυνατώντας να παράξουν και να προσφέρουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά σε ανταγωνιστικό συνδυασμό ποιότητας και τιμής. Ο δεύτερος λόγος είναι το ίδιο το κράτος, το οποίο με την υπέρμετρη γραφειοκρατία, την πολυνομία, την κακονομία και τη βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης αλλά και τη συχνή μη ολοκλήρωση της πλήρους κυβερνητικής θητείας για διάφορους λόγους, αποτελεί πηγή αβεβαιότητας με δυσμενή αντίκτυπο στην προσέλκυση επενδύσεων, στη δημιουργία κατάλληλης εταιρικής κουλτούρας και στην οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. 

Σκέφτομαι συχνά ότι η έλλειψη δυναμισμού και ατομικής πρωτοβουλίας οφείλεται μεταξύ άλλων στη δομή της ελληνικής οικογένειας, στην Ελληνίδα μάνα που κυνηγάει τα παιδιά της για να τα ταΐσει μέχρι τα βαθιά τους γεράματα· στο ότι δεν υπάρχει χειραφέτηση από την οικογένεια. Επικρατεί αμοραλιστική οικογενειοκρατία, ευνοιοκρατία. Ό,τι έγραφε το 1957 ο Εdward Banfield για τους Ιταλούς, ισχύει για μας μέχρι σήμερα. 

Οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία έχουν αναμφισβήτητα, τη θετική τους πλευρά: αποτελούν ένα αναγκαίο ψυχολογικό στήριγμα, μέσο μεταλαμπάδευσης αξιών και κοινωνικής συνοχής, συχνά δε βοηθούν οικονομικά νεότερα ιδίως άτομα να ανταπεξέλθουν σε δύσκολες περιστάσεις. Από την άλλη μεριά, η υπέρμετρη και παρατεταμένη οικογενειακή στήριξη αποτελεί αντανάκλαση της κουλτούρας χαμηλής εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία και βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με την αξιοκρατία. Έχει λεχθεί ότι «το να σε εμπιστεύονται αποτελεί μεγαλύτερο κομπλιμέντο από το να σε αγαπούν». Πράγματι, θεμέλιο όλων των σχέσεων και σημαντικός παράγων θετικών αποτελεσμάτων σε κάθε τομέα, την πολιτική, τις διαπροσωπικές σχέσεις, και, βεβαίως, την οικονομία και τον κόσμο των επιχειρήσεων, είναι η εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη, με πολύ απλά λόγια, σημαίνει ότι είσαι σε θέση να γνωρίζεις τι μπορείς να περιμένεις από του άλλους ανθρώπους – συναλλασσόμενους, προϊστάμενους, υφιστάμενους, πολιτικούς, συμπολίτες. Η εμπιστοσύνη βασίζεται στην αμοιβαία κατανόηση και δημιουργεί προβλεψιμότητα. Όταν αυτή αυξάνεται, η ταχύτητα των αποφάσεων και των συναλλαγών επίσης αυξάνονται ενώ τα σχετικά κόστη μειώνονται. Σε χώρες με κουλτούρα υψηλής εμπιστοσύνης η δημιουργία μεγάλων και εύρωστων επιχειρήσεων διευκολύνεται ενώ το αντίθετο συμβαίνει όταν, σε χώρες όπως η Ελλάδα, εμπιστοσύνη υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά προς τα μέλη μιας στενής ή ευρύτερης οικογένειας, τα οποία έχουν προβάδισμα για την κάλυψη κρίσιμων ή σημαντικών θέσεων. Σχετικός είναι ο όρος «νεποτισμός», προερχόμενος από τη λατινική λέξη nepos, που σημαίνει «ανεψιός» και πηγάζει από την τακτική των καθολικών παπών και επισκόπων να αναθέτουν σημαντικές θέσεις στα ανίψια τους.

Κάπως έτσι διαμορφώνεται ο ελληνικός ψευτοκαπιταλισμός, μια λέξη που μας καθησυχάζει εφόσον ο καπιταλισμός ακούγεται σαν βρισιά: οι περισσότεροι άνθρωποι τον ταυτίζουν με μια κοινωνία όπου το μοναδικό κίνητρο δράσης, ο μοναδικός στόχος, είναι το χρήμα. Νομίζετε ότι μπορεί να βρεθεί κάποια ισορροπία ανάμεσα στον αρπακτικό καπιταλισμό —υπάρχει κι αυτός— και στον καπιταλισμό που πλαισιώνεται από θεσμούς;

Λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι οικονομικά αναλφάβητοι, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι ο καπιταλισμός ακούγεται από πολλούς σαν βρισιά. Στην πραγματικότητα το σύστημα αυτό βασίζεται σε δύο θεσμικά χαρακτηριστικά: πρώτον αναγνωρίζεται νομικά προστατευμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και, δεύτερον, οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, όπως και των διαφόρων κατηγοριών εισοδημάτων (μισθοί, ενοίκια, κέρδη) προσδιορίζονται από τη λειτουργία της αγοράς, δηλ. την αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης. Τόσον η θεωρητική ανάλυση όσον και η ιστορική παρατήρηση (που δεν είναι του παρόντος) αποδεικνύουν ότι τα κράτη που εφαρμόζουν σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό το σύστημα οργάνωσης της οικονομίας τους, έχουν μεγαλύτερη οικονομική ευημερία αλλά και, κατά κανόνα, περισσότερη πολιτική ελευθερία σε σχέση με άλλα κράτη που εφαρμόζουν πλήρως προγραμματισμένη ή διατεταγμένη οικονομία (command economy).

Πάντως, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει ως μοναδικό στόχο το χρήμα. Η θεωρία της ιεράρχησης των αναγκών του Αbraham Maslow εξηγεί ότι υπάρχει πυραμίδα αναγκών (και, αντιστοίχως, κινήτρων), στη βάση της οποίας υπάρχουν οι βιολογικές ανάγκες, ακολουθούν κατά σειρά οι ανάγκες ασφάλειας, αγάπης (love needs), διάκρισης (ego needs) και, σε ανώτερο επίπεδο, οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης (self-actualization). Η ικανοποίηση των αναγκών της χαμηλότερης βαθμίδας (όχι απαραιτήτως σε ποσοστό 100%) οδηγεί σε προσπάθειες ικανοποίησης αναγκών υψηλότερων βαθμίδων.

Το κράτος έχει να παίξει θεμελιώδη ρόλο, δημιουργώντας κατάλληλο πλαίσιο θεσμών και νόμων, φροντίζοντας για την τήρηση των νόμων και της τάξης έναντι όλων, αδιακρίτως, εξασφαλίζοντας την άμυνα έναντι εξωτερικών εχθρών, παρέχοντας ένα δίχτυ ασφαλείας σε όσους πράγματι το έχουν ανάγκη. Οι σπουδαίες αυτές αρμοδιότητες πρέπει να ασκούνται με περίσκεψη και με εφαρμογή των κατάλληλων μεθόδων του σύγχρονου μάνατζμεντ, γιατί αλλιώς μπορεί μια χώρα, σχετικά εύκολα, να περιπέσει σε κατάσταση «αρπακτικού κρατισμού», η διαφυγή από την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.

Στο βιβλίο σας περιγράφετε πώς εξελίχθηκε ο «επιχειρηματίας» στο πέρασμα των αιώνων. Ποιος, πώς, είναι ο ιδεώδης επιχειρηματίας σήμερα;

Σε ολόκληρο το βιβλίο μας προσπαθούμε να αναδείξουμε το μοντέλο του υπεύθυνου σύγχρονου επιχειρηματία, αυτού που συνδυάζει την επιτυχημένη οικονομική δραστηριότητα με το θετικό κοινωνικό αποτύπωμα εντός και εκτός επιχείρησης και την περιβαλλοντική ευαισθησία, δηλαδή τη σωστή και αποτελεσματική διαχείριση των φυσικών πόρων, έτσι ώστε αυτοί να αναπαράγονται και να διατηρούνται στο μέλλον.

Χρειάζεται κάποια κουλτούρα leadership…

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Νέες ηγετικές ικανότητες για νέες εποχές» αναπτύσσουμε την έννοια της Πολιτικής Νοημοσύνης (PQ), δηλαδή την ηγετική ικανότητα στρατηγικής διάδρασης σε έναν κόσμο όπου κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και κοινωνίες μοιράζονται την ισχύ για τη διαμόρφωση του μέλλοντος σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Οι πολιτικά νοήμονες ηγέτες βρίσκουν βελτιωμένους τρόπους συνεργασίας μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού και κοινωνικού τομέα για τη δημιουργία ευημερίας, κερδών αλλά και καλύτερων συνθηκών ζωής που ωφελούν τόσο τις παρούσες όσο και τις επόμενες γενεές.

Συστατικά στοιχεία της πολιτικής νοημοσύνης είναι: α) ο προσανατολισμός στο μέλλον (η ικανότητα να βλέπει μπροστά), β) η άσκηση επιρροής για την επίτευξη αποτελεσμάτων θετικών για όλους τους εμπλεκόμενους, γ) η ενσυναίσθηση που επιτρέπει τη δημιουργία ισχυρών δεσμών με όλα τα ενδιαφερόμενα  μέρη που επηρεάζουν την έκβαση ενός κοινού σκοπού ή σχεδίου, δ) η ευελιξία με στοχοπροσήλωση, δηλαδή η ικανότητα ταχείας και πλήρους ανταπόκρισης σε απαιτητικές, ραγδαία μεταβαλλόμενες καταστάσεις, με σωστή αξιολόγηση του πότε πρέπει να είσαι προσαρμοστικός και διακριτικός και πότε άκαμπτος και απόλυτα εστιασμένος, και, τέλος ε) η εμπιστοσύνη, στην οποία αναφερθήκαμε εκτενέστερα απαντώντας σε προηγούμενο ερώτημά σας. Περισσότερη ανάλυση των όρων αυτών και των άλλων παραγόντων που (πρέπει να) χαρακτηρίζουν τον «ιδεώδη επιχειρηματία» σήμερα περιέχονται στα οικεία κεφάλαια του βιβλίου.

Ναι, αναφέρεστε συχνά στο ζήτημα της αξιοπιστίας, στο πώς αποτελεί το θεμέλιο της καλής επιχείρησης.

Στο βιβλίο μας αναφερόμαστε αναλυτικά στην έννοια της εμπιστοσύνης, συστατικά της οποίας είναι πρώτον, η ακεραιότητα, δεύτερον, οι προθέσεις και τα κίνητρα ενός ατόμου, τρίτον, οι ατομικές ικανότητες, τα ταλέντα, οι δεξιότητες και οι γνώσεις, και τέταρτον, τα αποτελέσματα (track record) και του παρελθόντος και του παρόντος και (τα προβλεπόμενα) του μέλλοντος. Τα αποτελέσματα του παρελθόντος δημιουργούν τη φήμη, γι’ αυτό οι επιχειρήσεις επικαλούνται, μεταξύ άλλων, τη διάρκειά τους, χρησιμοποιώντας φράσεις, όπως: «Στην εξυπηρέτησή σας για πενήντα χρόνια» ή «Οίκος ιδρυθείς το 1958». Τα τρέχοντα αποτελέσματα ικανοποιούν τις ανάγκες του παρόντος και δημιουργούν την πεποίθηση ότι και τα μελλοντικά αποτελέσματα θα είναι εξ ίσου ή περισσότερο θετικά.

Σε μερικές χώρες γίνεται προσπάθεια να στηριχθούν και να επιβιώσουν οι μικρές επιχειρήσεις, τα μαγαζάκια της γειτονιάς. Πώς μπορεί να γίνει αυτό και ποιο είναι το κοινωνικό όφελος;

Ο κεντρικός προγραμματισμός δεν μπορεί να προβλέψει καλύτερα από τη λειτουργία της αγοράς πόσα μαγαζάκια ή πόσα περίπτερα πρέπει να υπάρχουν σε μια μικρή πόλη ή σε μια γειτονιά. Ας θυμηθούμε τις τραγικές αποτυχίες του επιστημονικού προγραμματισμού στα πενταετή πλάνα της περιβόητης Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία για παράδειγμα, παρήγαγαν πολλά και ανθεκτικά παπούτσια αλλά μόνο για … το αριστερό πόδι! Το μόνο βέβαιο, πάντως, είναι ότι στη χώρα μας, όπως ήδη παρατηρήσαμε, υπάρχει δυσανάλογα μεγάλος αριθμός (πολύ) μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, που κατά κανόνα αδυνατούν να παράξουν και να προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες σε ανταγωνιστικό συνδυασμό ποιότητας και τιμής. Θα ήταν καλό και για τους ίδιους τους επιχειρηματίες της κατηγορίας αυτής αλλά και για την εθνική οικονομία γενικότερα να συνενωθούν σε μεγαλύτερα σχήματα εξασφαλίζοντας (και) με τον τρόπο αυτό αναγκαίες οικονομίες κλίμακας.

Πιστεύετε ότι το μοντέλο της συνδιοίκησης των επιχειρήσεων που εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες, π.χ. στη Γερμανία, ευνοεί την καινοτομία και την παραγωγικότητα;

Η συμμετοχή των εργαζόμενων στη λειτουργία και τη λήψη αποφάσεων μιας επιχείρησης μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως κατανομή αρμοδιοτήτων, πληροφόρηση, διαβούλευση ή και συναπόφαση. Η μορφή και η έκταση της συμμετοχής των εργαζομένων διαφέρει από χώρα σε χώρα, πάντως, σε αυξανόμενο βαθμό, κρίνεται ότι οι συμμετοχικές διαδικασίες επηρεάζουν θετικά την απόδοση των εργαζόμενων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εκ μέρους τους δημιουργικότητα και ευελιξία. Όπως κάθε δικαίωμα, όμως, έτσι και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι δυνατό να ασκηθούν κατά τρόπο καταχρηστικό, κατά τρόπο δηλ. που να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή ο κοινωνικός / οικονομικός σκοπός που οδήγησε στην αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών. Τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται συχνά, κυρίως σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπου απεργίες μπορεί να κηρύσσονται για πολιτικούς ή κομματικούς λόγους σε βάρος βασικών δικαιωμάτων ή συμφερόντων άλλων, πολυάριθμων ομάδων του πληθυσμού ή μιας ευρύτερης κοινωνίας.

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου μας εξετάζουμε τη συμπεριφορά της επιχείρησης προς τους εργαζόμενους και αναπτύσσουμε θέματα όπως η υπεύθυνη άσκηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ο «εξανθρωπισμός» της εργασίας και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.

Στη Γαλλία, στους περισσότερους τομείς, ισχύει η εβδομάδα των 35 ωρών και υπάρχει προοπτική για εβδομάδα 4 ημερών. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτές τις εξελίξεις;

Οι τεχνολογικές και οι οικονομικές εξελίξεις είναι πιθανό να καταστήσουν δυνατή, μετά από μερικά χρόνια, την εβδομάδα των τεσσάρων ημερών ή τριάντα δύο ωρών, κάτι που παλαιότερα εθεωρείτο αδιανόητο! Είναι κι αυτό το θέμα μια επιπλέον απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η ελεύθερη οικονομία, μέσω της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και της αύξησης της παραγωγικότητας, βοηθά τους εργαζόμενους. Αρκεί να μην σπεύσουν αδαείς και ψηφοθηρούντες πολιτικοί να επιβάλουν το μειωμένο ωράριο πριν αυτό καταστεί εφικτό από τις προαναφερθείσες εξελίξεις, γιατί μια πρόωρη νομοθετική επιβολή θα οδηγούσε σε κλείσιμο οριακές επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, σε αύξηση της ανεργίας.

Πιστεύετε ότι «το λιγότερο κράτος» είναι η λύση για καλύτερες οικονομικές επιδόσεις και καλύτερα κοινωνικά αποτελέσματα; Τι θα σήμαινε «λιγότερο κράτος» στην πράξη; Θα μπορούσαν να ιδιωτικοποιηθούν τομείς όπως η ύδρευση ή το οδικό δίκτυο; Και γιατί αυτό θα έφερνε «καλύτερα» κοινωνικά αποτελέσματα; 

Απαντώντας στο ευρύτατο αυτό ερώτημά σας θα ξεκινήσουμε λέγοντας ότι είναι σημαντικό το κράτος να αποφεύγει να αναλαμβάνει το ρόλο του επιχειρηματία. Και τούτο γιατί, παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ εισροών (input) και εκροών (output), δηλαδή μεταξύ χρησιμοποιούμενων πόρων και παραγόμενων αποτελεσμάτων, είναι κατά κανόνα δυσμενέστερη στο δημόσιο τομέα σε σχέση με τον ιδιωτικό. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε εύκολα διορθώσιμο. Οφείλεται σε λόγους μόνιμης και παγκόσμιας ισχύος, όπως: μειωμένα κίνητρα στο δημόσιο τομέα, μεγάλο μέγεθος που καθιστά δυσκολότερη την προσαρμογή στις διαρκώς μεταβαλλόμενες τεχνολογικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, αυξημένη γραφειοκρατία (έως ένα βαθμό αναγκαία), αναξιοκρατική επιλογή προϊσταμένων και στελεχών λόγω κομματισμού και πελατειακών σχέσεων, κ.λ.π. Εξαιτίας των δεδομένων αυτών, το τεκμήριο αρμοδιότητας πρέπει να λειτουργεί σε βάρος του δημόσιου τομέα, ούτως ώστε να γίνεται πιο παραγωγική χρήση των πόρων, που πάντοτε είναι σε στενότητα. Το κράτος, επομένως, πρέπει να αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες εκείνες που από τη φύση του μπορεί μόνον αυτό (επειδή διαθέτει το μονοπώλιο της έννομης βίας) να επιτελέσει ή εν πάση περιπτώσει, μπορεί να επιτελέσει πιο αποτελεσματικά σε σχέση με ιδιωτικούς φορείς. Τέτοιες αρμοδιότητες, εξαιρετικής μάλιστα σημασίας, που κατά τη γνώμη μας ανήκουν στο κράτος είναι:

  1. Δημιουργία σωστών θεσμών και νόμων.
  2. Τήρηση των νόμων και της τάξης έναντι όλων αδιακρίτως (κυβερνώντων και κυβερνωμένων).
  3. Άμυνα έναντι εξωτερικών εχθρών.
  4. Παροχή δημόσιων αγαθών, οριζόμενων περιοριστικώς. Πέραν της άσκησης εξωτερικής πολιτικής, της παροχής ασφάλειας και της απονομής δικαιοσύνης, εδώ υπάγονται η προστασία του περιβάλλοντος, η μέριμνα για την κλιματική αλλαγή, η προστασία από φυσικές καταστροφές και υγειονομικές κρίσεις. Επίσης, η παροχή δημόσιας υγείας, παιδείας και ασφάλισης (αν και δεν συνιστούν δημόσια αγαθά εν στενή εννοία), με παράλληλη ενθάρρυνση ιδιωτικών παρόχων στους τομείς αυτούς.
  5. Δημιουργία αναγκαίων υποδομών. Οι υποδομές αυτές μπορεί και πρέπει να αφορούν κατά προτεραιότητα στις συγκοινωνίες / τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, την ύδρευση, την πράσινη ανάπτυξη, την ανακύκλωση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.
  6. Ρύθμιση και τόνωση του ανταγωνισμού στον ιδιωτικό τομέα.
  7. Παροχή δικτύου ασφαλείας σε όσους το έχουν ανάγκη.
  8. Χρηματοδότηση των δαπανών για την επιτέλεση των παραπάνω αρμοδιοτήτων μέσω λελογισμένων φόρων και δανεισμού με διατήρηση της νομισματικής και δημοσιονομικής σταθερότητας. 

Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι επιπτώσεις της ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ασία; Έχουμε συμφέρον να εφαρμόσουμε κάποιου είδους προστατευτισμό έναντι των μαζικών εισαγωγών από την Κίνα;

Δύο είναι οι βασικές επιπτώσεις της τεράστιας βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ασία και σε άλλα μέρη του κόσμου: Πρώτον, συνέβαλε στην έξοδο εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από τη μεγάλη φτώχεια στην οποία βρίσκονταν (γεγονός που δεν φαίνεται να εκτιμάται αρκετά από του απανταχού της γης «ευαίσθητους» και κοπτόμενους κατά των ανισοτήτων). Δεύτερον, είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών, σε όλες τις χώρες του πλανήτη να προμηθευθούν αναγκαία βιομηχανικά και λοιπά προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές, πράγμα που συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου. Βεβαίως, η λειτουργία του ανταγωνισμού σε όσο το δυνατόν ευρύτερη κλίμακα σε παγκόσμιο επίπεδο δημιουργεί και ζημιωμένους: είναι οι επιχειρήσεις (και οι απασχολούμενοι σ’ αυτές) που για να επιβιώσουν ζητούν ακριβώς περιορισμό των μαζικών εισαγωγών από την Κίνα ή από οπουδήποτε αλλού, δασμολογικά τείχη (σαν αυτά που απειλεί να υψώσει εκ νέου ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ), επιδοτήσεις και κάθε μορφής κρατικής «προστασία». Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο ανταγωνισμός της αγοράς, όταν αυτή αφήνεται να λειτουργήσει ελεύθερα (εντός, όπως είναι αυτονόητο,  του νομικού πλαισίου που θεσπίζει ένα κράτος δικαίου), προστατεύει τον καταναλωτή πολύ αποτελεσματικότερα από τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που επιβάλλει το κράτος. Για τους χαμένους από τον ανταγωνισμό, δηλ. αυτούς που μένουν άνεργοι, το κράτος, όπως αναφέραμε απαντώντας σε προηγούμενο ερώτημά σας, μπορεί και πρέπει να παράσχει εισοδηματική στήριξη, υπό τη μορφή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μέχρις ότου, όσο το δυνατόν περισσότεροι από αυτούς και όσο το δυνατόν συντομότερα, επανενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Κάνετε λόγο για τις «κοινωνικές» επιχειρήσεις, για τις επιχειρήσεις με κοινωνική ευαισθησία. Ο Peter Drucker τις χαρακτήριζε «με ανθρώπινο πρόσωπο». Ποιες θα έπρεπε να είναι οι «ευαισθησίες» μιας σύγχρονης επιχείρησης στη σημερινή Ελλάδα;

Στο βιβλίο μας τονίζουμε ότι η επιχειρηματικότητα μόνο σε συνθήκες ελευθερίας μέσα σε ένα κράτος δικαίου μπορεί να ανθίσει και να παράσχει την καθοριστική συμβολή της στη δημιουργία πλούτου. Η ελευθερία, όμως, ουδέποτε είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, θα περιοριζόταν η ελευθερία των άλλων, φυσικών και προσώπων που διαβιούν σε μια κοινωνία. Και όπως σε ατομικό επίπεδο, η ελευθερία συνδέεται με την ευθύνη, η οποία αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, έτσι και στο επιχειρηματικό επίπεδο, η ελευθερία συνδέεται αδιάσπαστα με την υπευθυνότητα, την επιδίωξη ευρύτερων – πέραν των στενών οικονομικών – στόχων και την υιοθέτηση μιας ηθικής διάστασης στην επιχειρηματική συμπεριφορά.

Οι «ευαισθησίες» μιας σύγχρονης επιχείρησης, όχι μόνο στη σημερινή Ελλάδα αλλά σε κάθε σημείο της γης, συμπυκνώνονται στην αντίληψη ότι η ανάπτυξη που δημιουργεί πρέπει να είναι διατηρήσιμη ή βιώσιμη, πρέπει δηλ. να καλύπτει τις ανάγκες της παρούσας γενεάς χωρίς να μειώνει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να καλύπτουν τις δικές τους ανάγκες.

Η συνισταμένη των απόψεων αυτών έχει τρεις επιμέρους διαστάσεις: την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική. Η επιχείρηση έχει ευθύνες που εκτείνονται πέραν από την απλή δημιουργία κερδών χάριν των ιδιοκτητών της, των μετόχων της. Πρόκειται για την έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, η οποία αποτελεί μίαν εθελοντική δέσμευση μιας επιχείρησης που συμπληρώνει τους ελέγχους της νομοθεσίας, του ανταγωνισμού και του εθιμικού δικαίου και οδηγεί την επιχείρηση να λαμβάνει εκείνες τις αποφάσεις, να επιδιώκει εκείνες τις πολιτικές και να ακολουθεί εκείνες τις δράσεις που προάγουν ευρύτερα συμφέροντα και, επομένως, είναι αποδεκτές από την κοινωνία.

Πιο συγκεκριμένα, οι «ευαισθησίες» μιας σύγχρονης επιχείρηση πρέπει να εκδηλώνονται με μίαν ισορροπημένη, έντιμη και ηθικά αποδεκτή συμπεριφορά προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλ. τα άτομα ή τις ομάδες εκείνες των οποίων τα συμφέροντα επηρεάζονται (ωφελούνται ή ζημιώνονται) από τη δραστηριότητα της επιχείρησης. Οι ομάδες αυτές είναι οι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι, οι πελάτες, οι προμηθευτές, οι ανταγωνιστές, ακόμη και μια τοπική κοινωνία, οργανώσεις του κοινωνικού τομέα ή και ένα ολόκληρο κράτος.

Ποιο πιστεύετε πως είναι το μέλλον της οικονομίας με την υποδομή της Τεχνητής Νοημοσύνης; 

Όντας από φύση αισιόδοξος νομίζω ότι η εποχή της Τεχνητής Νημοσύνης είναι μια νέα επανάσταση η οποία βέβαια θα έχει κερδισμένους και χαμένους αλλά στο πλαίσιο αυτό ο δυτικός κόσμος και μαζί με αυτόν και η Ελλάδα έχουν όλες τις δυνατότητες να διατηρήσουν πρωτεύοντα ρόλο και να προσφέρουν νέα πρότυπα κοινωνικής ισορροπίας. Ιδού πεδίον δόξας λαμπρό για μια καινούργια σοσιαλδημοκρατία. Αρκεί βέβαια να επιλυθούν σοβαρά προβλήματα όπως είναι η φθίνουσα δημογραφία, η άναρχη μετανάστευση και οι κίνδυνοι που πηγάζουν από θρησκευτικούς και εθνικιστικούς φανατισμούς.

Πώς βλέπετε τις επιχειρήσεις-κολοσσούς όπως η Amazon; Πολλοί αναλυτές προειδοποιούν για τις επιπτώσεις αυτού του γιγαντισμού.

Το μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα του γιγαντισμού επιχειρήσεων όπως η Amazon και άλλες δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο μέσα από μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης των κανόνων δικαίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ασφαλώς το θέμα είναι πολυσύνθετο αλλά μπορεί να αντιμετωπισθεί στο μέτρο που οι δημιουργικές τεχνολογικές προσπάθειες προστατεύονται από αθέμιτες ανταγωνιστικές συνθήκες.

Τέλος, μια ερώτηση γύρω από την ακρίβεια. Τι σημαίνει «ακρίβεια»; Πώς δημιουργείται; Πώς διαμορφώνονται οι τιμές και πώς μπορεί να αντιμετωπιστούν η κερδοσκοπία, η υπερτιμολόγηση, οι κομπίνες σχετικά με τη διάθεση των προϊόντων; Πράγματι, η αγορά έχει μαγικό χέρι;

Η «ακρίβεια» στην καθομιλουμένη έχει αντικαταστήσει τον οικονομικό όρο «πληθωρισμός», που σημαίνει σημαντική και παρατεταμένη αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών.

Πώς διαμορφώνεται η τιμή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας; Η τιμή που ισχύει κάθε φορά είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του νόμου προσφοράς και ζήτησης, γι’ αυτό ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό στην Αθήνα κοστίζει 0,50 ευρώ, ενώ στη Σαχάρα πιθανόν, το εκατονταπλάσιο. Αν, επομένως, θέλουμε να μειωθεί η τιμή ενός ή του συνόλου των αγαθών / υπηρεσιών, πρέπει να μειωθεί η συνολική ζήτηση ή και να αυξηθεί η συνολική προσφορά (ή και τα δύο) σε σταθερή κατά το δυνατόν βάση. Αυτό συνήθως δεν είναι εφικτό σε βραχυχρόνια περίοδο. Ιδιαίτερα δύσκολη είναι η αύξηση της προσφοράς, όταν αυτή έχει μειωθεί λόγω προηγούμενων φυσικών καταστροφών, υγειονομικών κρίσεων, πολεμικών συρράξεων κ.λ.π. Οι παρεμβάσεις στη λειτουργία των τιμών – οι οποίες τιμές δίνουν σήματα για τη μεταφορά πόρων σε τομείς όπου υπάρχουν ελλείψεις, π.χ. διάφορες κατηγορίες τροφίμων – μέσω ελέγχων, διατιμήσεων, δασμών, μείωσης φόρων κατανάλωσης, φορολογίας «υπερκερδών» κ.ά. επιφέρουν αντίθετα των επιδιωκομένων αποτελέσματα: ενισχύουν τη ζήτηση και αποθαρρύνουν την προσφορά, αυξάνουν δηλαδή τις πιέσεις για περαιτέρω άνοδο των τιμών. Μόνο τα εντελώς βραχυχρόνια οφέλη και η άγνοια των πολιτικών και των ψηφοφόρων εξηγούν τη συχνή καταφυγή στους ελέγχους και τις διατιμήσεις.

Κανένα μαγικό χέρι δεν έχει η αγορά (όπως δεν έχουν και οι πολιτικοί). Ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ έλεγε ότι δεν είναι από την αγαθή προαίρεση του κρεοπώλη, του φούρναρη ή του ζυθοποιού που προμηθευόμαστε αυτά τα αγαθά αλλά από την επιδίωξη του ατομικού τους συμφέροντος – από την έμφυτη διάθεση κάθε ανθρώπου να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής του. Στην εποχή μας, απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, μείωση της γραφειοκρατίας, κλίμα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, αύξηση παραγωγικών επενδύσεων είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την καταπολέμηση της ακρίβειας και τη δημιουργία διατηρήσιμου πλούτου, ο οποίος μόνον αφού υπάρξει μπορεί να ανακατανεμηθεί για να στηριχθούν τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας. Απλές οικονομικές αλήθειες που συχνά λησμονούνται.