Βιβλιο

«Ματαδόρ» του Βαγγέλη Μαρινάκη: Προδημοσίευση

Μια νουβέλα που θα κυκλοφορήσει εντός των επόμενων εβδομάδων από την Κάπα Εκδοτική.

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ματαδόρ» του Βαγγέλη Μαρινάκη, Κάπα Εκδοτική: Διαβάστε ένα απόσπασμα σε προδημοσίευση

O Βαγγέλης Μαρινάκης μεγάλωσε στην Κόρινθο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Από το 2020 εργάζεται ως δημοσιογράφος στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο καλύπτοντας διεθνές και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Η νουβέλα «Ματαδόρ» είναι το πρώτο του βιβλίο και θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από την Κάπα Εκδοτική σε επιμέλεια Χαριτίνης Ξύδη και σχεδιασμό Ιωάννη Κ. Τσίγκα.

«Ματαδόρ» του Βαγγέλη Μαρινάκη: Απόσπασμα από το βιβλίο, από το κεφάλαιο «Παράκαμψη»

Στον Αντώνη Χάλαρη 

«Κύριε Νίκο, το πήρε και άφησε κάτι. Ναι, είχατε δίκιο, πολύ όμορφη». Αυτά ήταν τα λόγια της κυρίας Λίτσας, σε σιγανό τέμπο, όταν μου εξομολογούνταν σε συνωμοτικό τόνο το γεγονός. Την είχα ορίσει μεσάζοντα χωρισμού, «τμήμα επιστροφών», συγκεκριμένα. Όπως ξεκινώ από την Κυψέλη, με τα πόδια, παίρνω τον δρόμο για Πατησίων. Βαδίζω στην αρχή, αλλά ο πόνος σπρώχνει τα νεύρα, κι εκείνα εσένα. Επιταχύνω, περνώντας τα τοπόσημα. 

Au Revoir, ΑΣΟΕΕ, Πεδίον Άρεως, Πολυτεχνείο. Στρίβεις Στουρνάρη από Εξάρχεια. Λαμαρίνα και μπάτσοι. Νεότευκτες πανσιόν με ψαγμένα ονόματα, gastro-bar και νεο-καφενεία. Όλα στην υπηρεσία σας / τους. Θεματικό πάρκο Αθήνα. Ανθίζουν οι εντερπρενέρς, και η νέα αντιπαροχή συλλαβίζεται με τρία γράμματα. Σομελιέ Κόκα-Κόλας προτείνουν το κατάλληλο σεβίτσε για καπνισμένο ουίσκι, μετά το brunch. Στην πόλη αυτή, μόνο τα αδέσποτα σκυλιά είναι ακόμη καθαρά στις προθέσεις.

Όσο κονταίνει η απόσταση για το Rue de Marseille, μεγαλώνει η επαναφορά στα πρωτογενή της θλίψης. Το σκηνικό στήνεται στο μυαλό μου. Γωνία. Ο Αντώνης Χάλαρης βρίσκεται στην άκρη του μπαρ. Κοστούμι, γραβάτα, χαμόγελο. Τα χέρια πέρα δώθε, σαν τροχονόμος. Διαγώνια, μόνο για να φέρει το τσιγάρο στο στόμα. Η αλογοουρά να κυματίζει ελαφρά, σε κάθε κίνηση του κεφαλιού. Μια κοπέλα, με κρίκο στη μύτη και όμορφες πλάτες, μου μιλάει για τη Μασσαλία. Ένας σκύλος παρακαλάει, γαβγίζοντας, για πατατάκια. Λογικά, τώρα, η κυρία Λίτσα θα μας ρωτούσε: «Θέλετε πίτσα μήπως;». 

Όμως, δεν είναι τέτοια μέρα. Σήμερα, είναι η πιο μαύρη μέρα στο πιο κόκκινο φόντο. Προετοιμάζομαι, με ένα ουφ, δέκα μέτρα πριν περάσω την πόρτα του ημιυπογείου, έτσι για την προσαρμογή. Έχει την πλάκα του όταν παίρνεις ένα περίεργο φορτίο στα χέρια σου, λες και κρατάς οβίδα τσέπης. Πας προετοιμασμένος και ψύχραιμος, μοιάζει όλο αυτό πολύ με εκείνες τις πρώτες βουτιές στη θάλασσα, όταν εσύ αναρωτιέσαι, πριν μπεις στο νερό, «πώς θα αντέξω» και όταν τελικά, πάντα μα πάντα, πούστη μου, αντέχεις. Μπαίνεις για λίγο στη θέση του πυροτεχνουργού.

Προστατευτική κάλυψη: Φορτώνεις μνήμες, τις διαιρείς, τις προαυλίζεις, βγάζεις βόλτα όσες δαγκώνουν, σε βρίζεις, τη βρίζεις. Σε δικαιολογείς, τη χαϊδεύεις. Αντιλαμβάνεσαι τα εξάμηνα βίτσια του επερχόμενου μέλλοντος: Γάτα, όχι γάτα· σκύλος, γιατί πόζες με κανέναν καυλάντη φουσκωτό που σου είπε μαλακίες, σε κάποιον διάδρομο γυμναστηρίου· μετά όχι σκύλος, γιατί αυτός είναι ρηχός και εσύ φλερτάρεις το κενό σου. Κύκλος συντελεσμένος. Πτώση, νομοτελειακή και ευκταία, που την ακολουθεί μάζεμα υλικού για μπάζα και ρήματα, σε ελεύθερη ερμηνεία, γιατί τα ρήματα μεταφέρουν ενέργεια. Έτσι, έχω συνυπολογίσει κάθε σενάριο άμυνας πια. 

Μετά, όμως, όσο απομακρύνεσαι από τη γνώριμη ζώνη, ε; Βγαίνοντας από το Πανεπιστήμιο, μπαίνω στον πειρασμό να περιεργαστώ το περιεχόμενο της σακούλας. Το ξέρω ήδη, ένα σορτς και μια φανέλα, αυτό που τα καλοκαίρια ονομάζουμε πιτζάμες (τις λέμε με τζ, ρε μαλάκα, τι διορθώνεσαι, λες και μου φτιάχτηκες Γάλλος μεσοαστός). Τα πιάνω στα χέρια μου, και αμέσως τα αφήνω να πέσουν και πάλι στο καφέ χάρτινο υλικό. Χρατς χρουτς, κλείνω και προχωρώ. Λες κάπου εδώ «θα συνεχίσω, γάμα το, ξέρω τι, ξέρω πώς». Εντούτοις, ανά πενήντα μέτρα, θυμάσαι, και καταφεύγεις πάλι στον γνώριμο ήχο από σπορτέξ παιδικά. 

Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι το ρούχο, το θέμα είναι το μπρος-πίσω, που σπάει την πανοπλία, γιατί το πόδι, όπως σέρνεται στον δρόμο, σφαδάζει από τους αχινούς που πατήσαμε και ο συνειρμός είναι αλυσίδα: η καψαλισμένη σου πλάτη (φάτσα κάρτα στις αδιάγραφες φωτό μου), το μαλακισμένο σου αστείο με τον γλάρο, μέρος από τα εύρετρα της ληστείας την οποία διέπραξες, όταν σε μια ορισμένη ώρα της μέρας μπόρεσες και έκανες ηλίθια αστεία, γεμάτα ατάκες παρηγορητικές και πένθιμες. Έκτοτε, προσπαθώ σαν τον τεμαχιστή να ξεχωρίσω πέτσα και σάρκα από το ψάρι. 

Ψάρι είπα. Διασχίζοντας τη Σταδίου, περνώντας την Ερμού και φτάνοντας στη Σκούφου, κοζάρω πλάγια το νέο sushi bar της πόλης. Φτιάχνω ένα σχήμα σου, συνοδεία μου. Μπαίνουμε, ντυμένοι με καφέ παλτά και μαύρα ζιβάγκο, για να φάμε, αλλά δεν καθόμαστε, γιατί δεν έχεις λεφτά και δεν θες να εξαρτάσαι, ούτε στο δεκάρικο. Συνεχίζουμε, και πέφτουμε στην Κέκρωπος, πάνω σε μια λιλιπούτεια μπιραρία που έχει καταληφθεί από εκνευριστικά νέους ανθρώπους. Σε ρωτάω: «Τι λες για μια μπίρα;». Πυροβολείς με νοηματικά σύνολα: Διαλειμματική δίαιτα, αλκοόλ, να μην ξεφύγω. Ποντάρω στο όχι, αλλά, ενώ έχω στρίψει το αριστερό μου πόδι δεξιά, μου το γυρίζεις σε ναι.

Καθόμαστε σε δύο ψηλές καρέκλες. Παραγγέλνουμε. Στην πρώτη γουλιά, ζητάς ψαλίδι και χαρτί, κόβεις τα μαλλιά σου με το ένα χέρι· με το άλλο, υπογράφεις χειρόγραφο θανάτου. Το βλέμμα σου έχει αλλάξει, γλαρώνεις κάθε άγιο στη σειρά, με το δεξί σου μάτι, και από το άλλο ρέει κλάμα διαμάντι, που ξεστομίζει: «Φιλάς τέτοιο κορίτσι;». 

Φταις; Δεν φταις. Φταίμε εμείς που καταθέσαμε βιογραφικά και φιλοδοξούμε να πιάσουμε ένα περίστροφο που μας προσφέρεις, μέσα από φθόγγους και νότες, πριν έρθει η ώρα να μας αφήσει ένα λεωφορείο κενούς, με αποφθέγματα για όπλα.

Πόσα ποτά, χρωματιστά, χρειάζονται για να στάξεις, πάλι, γάλα βρεφικό. Πόσες φολίδες έχει το μυαλό σου, για να βγαίνουν γαμημένοι γυρίνοι, από φόβο και ψέμα; Πόσα κουβαλάμε ψόφια αγγεία, κληροδοτημένα τσιτάτα, από γονείς που μας κάνανε γούτσου γούτσου και τίποτα άλλο; «Να την προσέχεις», μου είχε πει η μάνα σου, «θα μου χαλάσει το σερβίτσιο, πριν με πετάξει από το σπίτι». 

Καθώς συνέρχομαι, νυσταγμένος, έξω από την αγαπημένη μου πολύχρωμη είσοδο πολυκατοικίας στη Λεωφόρο Αμαλίας, αυτή, που μοιάζει με τουαλέτα από διαστημόπλοιο, καταλαβαίνω πως έχω μπει σε λειτουργία αεροπλάνου. Έχω αρματωθεί, για τους καιρούς σου, κι έτσι όπως θα είμαι πανέτοιμος, θα παίξουμε. Να ξέρεις, έχω αφήσει σημειώματα για σένα σε lounge cafe αεροδρομίου. Γράφουν: ψηλή, μελαχρινή, κοντά νύχια, πουλιά ερριμμένα, στην κορφή της ράχης. Μη χαθείς. Τα σενάριά μας έχουν εξαντληθεί για σήμερα. Παρομοίως κι εγώ. Χρατς χρουτς, κλείνω και προχωρώ.