- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: Μιλάει για το νέο του ιστορικό μυθιστόρημα «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας»
Το επάγγελμα του συγγραφέα είναι πολύ μοναχικό
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: Μιλάει στην Athens Voice για το νέο του μυθιστόρημα «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» εκδ. Καστανιώτη
Συναντιόμαστε με τον Σαντιάγο Ρονκαλιόλο στα γραφεία των Εκδόσεων Καστανιώτη, τον εκδοτικό οίκο που εκπροσωπεί τον Περουβιανό συγγραφέα στην Ελλάδα, με εκείνον και τον μεταφραστή του, Κώστα Αθανασίου.
Είναι νωρίς το μεσημέρι και έχει πολύ ζέστη, όμως ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο είναι ευδιάθετος και πρόθυμος να απαντήσει στις ερωτήσεις μου, ακόμα κι αν τα αγγλικά του δεν είναι άπταιστα.
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: Μιλάει με αφορμή το νέο του ιστορικό μυθιστόρημα «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας»
— Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας, «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» (2024), ο κεντρικός χαρακτήρας βρίσκεται σε μία αναζήτηση της αλήθειας, όπως συμβαίνει και με τους χαρακτήρες άλλων μυθιστορημάτων σας, με τη διαφορά ότι εδώ η ιστορία διαδραματίζεται τον 17ο αιώνα. Πώς πήρατε την απόφαση να τοποθετήσετε χρονικά την ιστορία αυτή σε μια τελείως διαφορετική εποχή;
Η Λίμα του 17ου αιώνα ήταν ένας μαγευτικός τόπος και η εμπειρία της εξερεύνησής του, για όσο χρόνο έγραφα το μυθιστόρημα, ήταν συναρπαστική. Στη δουλειά μου, πάντα μου αρέσει να μελετώ τρομακτικούς χαρακτήρες: Κακοποιητές, τρομοκράτες, πληρωμένους δολοφόνους, κλπ. Με ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά· το κακό. Κακός (ή τέρας) είναι πάντα εκείνος που δεν καταλαβαίνουμε. Η κοινωνία χρειάζεται τέρατα για να ρίχνει επάνω τους το φταίξιμο για τα δικά της κακώς κείμενα, σαν αποδιοπομπαίους τράγους. Σε αυτό το μυθιστόρημα, επικεντρώθηκα περισσότερο στο θρύλο των μαγισσών.
Έτσι, ξεκίνησα να διαβάζω για την Ιερά Εξέταση, που κυνηγούσε τις μάγισσες εκείνη την περίοδο. Οι μάγισσες επινοήθηκαν για να προσάψουν οι άντρες όλα τα προβλήματά τους στις γυναίκες Βρήκα ένα εγχειρίδιο της Ιεράς Εξέτασης επάνω στη μαγεία, που εξηγούσε ότι αν ήθελες να συνουσιαστείς με μία μάγισσα και δεν τα κατάφερνες, δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο, αλλά δικό της. Αν είχες «δαιμονιστεί» και άφηνες μία γυναίκα έγκυο, το παιδί δεν ήταν δικό σου, αλλά του Διαβόλου. Αυτές οι πεποιθήσεις υπήρξαν αναπόσπαστα μέρη της Χριστιανικής πίστης, από την εποχή του Αδάμ και της Εύας. Για όλα έφταιγε η γυναίκα. Όλα τα προβλήματα εκείνη την εποχή τα προξενούσαν οι μάγισσες. Αυτό συνέβαινε στην Ευρώπη.
Όταν οι Κονκισταδόρες πήγαν στην Αμερική, καλλιέργησαν μια εμμονή με τις δυναστείες και θέλησαν να μάθουν τα γενεαλογικά δέντρα του καθενός. Το σεξ ήταν το κυρίως πρόβλημα, καθώς το σεξ δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με την ιδιοκτησία. Στην Ευρώπη, πολλά από τα εξώγαμα παιδιά δεν φανερώθηκαν ποτέ, καθώς είχαν το ίδιο χρώμα δέρματος με τους γονείς τους. Τα πράγματα, όμως, ήταν διαφορετικά στον Νέο Κόσμο. Εκεί, οι αποικιστές είχαν διαφορετικό χρώμα δέρματος από τους ιθαγενείς. Έτσι, η ιδέα του «δαιμονισμού» άρχισε να διαδίδεται γρήγορα. Πίστευαν πως όλοι καταδιώκονται από τον Διάβολο.
Υπήρχαν όλα αυτά τα παιδιά που είχαν γεννηθεί εκτός γάμου ενώ, ταυτόχρονα, ήρθαν αντιμέτωποι με μία ντόπια κουλτούρα, όπου οι γυναίκες δεν ήταν καταπιεσμένες. Αντιθέτως, οι γυναίκες ήταν πολύ σημαντικές στις περισσότερες φυλές των Ινδιάνων. Αποτελούσαν σύμβολο της γονιμότητας, οπότε έπρεπε να είναι κι εκείνες γόνιμες, για να είναι γόνιμη η γη. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο μια γυναίκα έπρεπε να φέρεται ήταν διαμετρικά αντίθετος από εκείνον στην Ευρώπη και οι γυναίκες κατέληξαν να μοιάζουν στους ευρωπαίους αποικιστές με μάγισσες.
Δεν υπήρξε μόνο μια τάση να κατηγορούν τις γυναίκες για όλα, αλλά και οποιονδήποτε διέφερε, είτε εξαιτίας της καταγωγής του, της σεξουαλικότητάς του, ή του χρώματος του δέρματός του. Πρόκειται για ένα σύμβολο αυτής της πατριαρχικής, ξενοφοβικής ισχύος. Άρχισα να διερευνώ αυτή την ιδέα, μέχρι που ανακάλυψα ένα ολόκληρο σύμπαν «μαγικού ρεαλισμού» και γοτθικού τρόμου. Ήταν πολύ καλό για να μην γραφτεί πουθενά. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα μυθιστόρημα για την εμπειρία του 17ου αιώνα στο Περού, οπότε αποφάσισα να γράψω εγώ ένα.
— Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον παππού σας, ο οποίος, όπως μας εξηγείτε, έζησε και κατανόησε περισσότερο τον 17ο αιώνα απ’ ότι τον 20ο. Πώς ήταν η σχέση σας μαζί του και με ποιο τρόπο έχει επηρεάσει αυτό το μυθιστόρημα;
Ο παππούς μου ήταν ένας πολύ παράξενος άνθρωπος. Ήταν αξιαγάπητος όταν ήμασταν παιδιά, όμως όταν γίναμε 15, σταμάτησε να ενδιαφέρεται για εμάς. Ήταν ένας εξαιρετικός ιστορικός και διάβασα μερικά από τα βιβλία του όταν έκανα την έρευνα για το δικό μου μυθιστόρημα. Θεωρούταν συντηρητικός ιστορικός, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα έγκυρο. Ένας συντηρητικός θέλει τα πράγματα να μείνουν για πάντα όπως είναι τώρα, ή να γίνουν όπως ήταν πέντε ή δέκα χρόνια πριν. Ο παππούς μου ήθελε να επιστρέψουμε στον 17ο αιώνα!
Ήταν στο διπλωματικό σώμα του Περού, οπότε εργάστηκε για την κυβέρνηση σε μια περίοδο πολιτικής αναταραχής. Είδε πραξικοπήματα, δικτατορίες, κλπ. Καθώς έκανα την έρευνά μου, διαβάζοντας τα βιβλία του ένιωσα πως τον καταλάβαινα καλύτερα. Κατάλαβα γιατί, όπως ο Δον Κιχώτης, ένιωθε πιο άνετα σε μια εποχή που δεν είχε ζήσει. Βρήκε αυτά τα βιβλία για τον 17ο αιώνα πιο αληθινά από την πραγματικότητα που βίωνε. Ήταν αστείο, γιατί δεν προχωρούσε σε αναλύσεις και δεν έβγαζε δικά του συμπεράσματα. Αυτό είναι περισσότερο μία τάση των φιλελεύθερων. Εκείνος ήταν θετικιστής. Η ιστορία για εκείνον βρισκόταν στα αρχεία, στα γεγονότα.
Αυτά θεωρούσε ιστορία. Οτιδήποτε άλλο ήταν «ποίηση για χίπις». Ήταν εξαιρετικός ερευνητής και γνώριζε όποιον άνθρωπο έζησε κατά τον 17ο αιώνα, αν αυτός είχε βαπτιστεί, ή είχε αφήσει την περιουσία του στα παιδιά του, ή είχε παντρευτεί σε εκκλησία. Γνώριζε με λεπτομέρεια τους πάντες σε εκείνη την κοινωνία. Ζούσε μαζί τους όταν έκανε την έρευνά του. Πολλά στοιχεία, όπως το κεφάλαιο με το θέατρο, προέρχονται από το έργο του παππού μου. Ήξερε πόσο κόστιζε να πας στο θέατρο τότε, πόσα έβγαζαν οι ηθοποιοί, τα έργα που είχαν λογοκριθεί και γιατί, από πού ήταν ο κάθε ηθοποιός, κλπ. Νομίζω πως θα του άρεσε αυτό το βιβλίο, γιατί είναι τόσο λεπτομερές. Πιστεύω θα ενέκρινε.
— Η ιδέα ενός βιβλίου μυστηρίου, με φόντο την Ιερά Εξέταση, θυμίζει έντονα το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, «Το όνομα του ρόδου» (1980). Νιώθετε πως έχετε επηρεαστεί από τον Ουμπέρτο Έκο;
Ναι, βέβαια. «Το όνομα του ρόδου» το διάβασα πολλά χρόνια πριν, αλλά με εντυπωσίασε. Ήμουν είκοσι χρονών όταν το διάβασα, και πέρασα ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο μαζί του. Δεν μίλησα με κανέναν για δύο μέρες. Δεν το άφησα κάτω ούτε για να φάω. Είναι ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο. Είναι γραμμένο στα ιταλικά, από έναν Ιταλό συγγραφέα και λαμβάνει χώρα στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα η Ιταλία, όμως στην πραγματικότητα υπάρχει αποκλειστικά στον κόσμο των βιβλίων.
Ο Χόρχε του Μπούργος, ο τυφλός ανταγωνιστής, είναι στην ουσία ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η Βιβλιοθήκη είναι επίσης σαν τη «Βιβλιοθήκη της Βαβέλ». Ολόκληρο το σύμπαν ενυπάρχει σε αυτή. Μερικές φορές, οι χαρακτήρες μιλάνε για βιβλία τα οποία δεν είχαν γραφτεί ακόμα, κατά τον 14ο αιώνα. Μοιάζει κάπως με το βιβλίο της Ναόμι Κλάιν, «Doppelganger: A Trip Into the Mirror World» (2023), όπου η φιλελεύθερη δημοσιογράφος συναντάει το ακροδεξιό σωσία της, με τον οποίο συχνά οι άλλοι άνθρωποι την μπερδεύουν. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη δύναμη των «social media» και πως αυτά μπορούν να αποφασίσουν για σένα τι θα διαβάσεις και τι όχι. Η φύση των «social media» υποτίθεται πως είναι δημοκρατική, όμως συχνά μπορούν να γίνουν έως και τυραννικά. Είναι στην ουσία ένα βιβλίο για τις λέξεις και τη δύναμη: Τα ίδια θέματα που ερευνά και «Το όνομα του ρόδου».
Η κυρίως ομοιότητα μεταξύ της «Χρονιάς που γεννήθηκε ο δαίμονας» και του «Ονόματος του ρόδου» έγκειται στο ότι και τα δύο διαδραματίζονται σε ένα μοναστήρι. Νομίζω, ωστόσο, πως είναι δύσκολο να βρεις άλλο μυθιστόρημα με τόσους αρσενικούς χαρακτήρες όσους έχει το «Όνομα του ρόδου». Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες στο βιβλίο είναι άντρες. Υπάρχει μόνο μία γυναίκα, η οποία δεν μιλάει, και τελικά την καίνε στην πυρά. Εδώ, σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες είναι γυναίκες. Οπότε, κατά ένα τρόπο, είναι διαμετρικά αντίθετα.
— Από πού προήλθε η ιστορία του «δαιμονισμού»; Σας επηρέασαν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα;
Επηρεάστηκα από την ιστορία της Αγίας Ρόζας της Λίμας. Ήταν ιστορικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη αγία της Λατινικής Αμερικής, που δοξάστηκε εξίσου στο Περού και τις Φιλιππίνες: η Πατρόνα. Η Ιερά Εξέταση την κυνήγησε και την καταδίκασε σε θάνατο. Είναι αδύνατον να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ μιας μάγισσας και μιας αγίας. Μπορεί να μιλάς με τον Θεό, που κάνει τα θαύματά του, ή με τον Διάβολο, που χειρίζεται τη μαύρη μαγεία. Σήμερα, θα την έβλεπαν σαν παράφρονα. Αυτοτραυματιζόταν, έβλεπε οράματα. Όμως, την ίδια στιγμή, κατάφερε να έχει μια διαφορετική ζωή από τις άλλες γυναίκες της εποχής της, τη δική της.
Έγινε διάσημη και ελεύθερη από κάποιο σύζυγο. Η μόνη δυνατότητα που είχε μια γυναίκα εκείνη την εποχή ήταν να γίνει σύζυγος κάποιου. Εκείνη δεν παντρεύτηκε. Φορούσε την ενδυμασία της δομινικανής παράδοσης και οι μοναχοί την προστάτευαν. Χρειαζόντουσαν αγίους στις νεοκατακτηθείσες περιοχές. Η Ισπανία έψαχνε για άγιους να κηρύξουν το Λόγο του Θεού. Το μυστήριο, ωστόσο, παραμένει για μένα. Ήταν αυτή η γυναίκα μία αγία; Ήταν τρελή; Ήταν μήπως μία ελεύθερη, πολιτικά ώριμη γυναίκα; Ούτε ο Αλόνσο δεν είναι βέβαιος ποια είναι η σωστή απάντηση. Αυτό είναι το κεντρικό μυστήριο του βιβλίου. Ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να αποφασίσει ο ίδιος.
— Πέρα από τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, διακρίνουμε και αρκετά πολιτικά στοιχεία σε αυτό το βιβλίο. Η Ιερά Εξέταση, για την ακρίβεια, παρουσιάζεται ως μια γραφειοκρατία της Εκκλησίας και ο κεντρικός χαρακτήρας δεν διαφέρει πολύ από έναν σύγχρονο αστυνομικό ντετέκτιβ. Ήταν ένας από τους στόχους σας να κάνετε μια έμμεση δήλωση σχετικά με τη δική μας εποχή, μέσω αυτού του ιστορικού δράματος;
Είχα σκοπό να κάνω δύο πράγματα: Ένα ήταν να γράψω ένα μυθιστόρημα στο οποίο οι χαρακτήρες δεν θα σκέφτονται σαν να ζουν στον 21ο αιώνα. Έχω διαβάσει πολλά ιστορικά βιβλία όπου οι χαρακτήρες μοιάζουν λες και βρίσκονται στη σκηνή, και υποδύονται χαρακτήρες από την εποχή κατά την οποία η ιστορία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται. Ήθελα ο αναγνώστης να εισχωρήσει πραγματικά στο μυαλό κάποιου που προσπαθεί να καταλάβει γιατί έχει εμφανιστεί ο Διάβολος. Αυτή ήταν η έρευνα που έκανα. Ήθελα να δούμε την κοινωνία από την οπτική του Αλόνσο. Έτσι, δεν έχει να κάνει μόνο με το σετ, αλλά με τις ιδέες. Ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα για την πεμπτουσία της Ιεράς Εξέτασης.
Δεν έκαιγαν απλώς ανθρώπους στην πυρά, τους γελοιοποιούσαν μπροστά σε όλους. Τους περιφέραν στους δρόμους, με αυτή την απαίσια αμφίεση και όλοι τους έφτυναν και εξαπέλυαν προσβολές εναντίον τους. Αυτό κάνουν, ουσιαστικά, και τα «social media» σήμερα. Ξεφτιλίζουν τους ανθρώπους δημοσίως και κανείς δεν λέει τίποτα. Σκεφτόμουν πως, όταν μια γυναίκα πέφτει θύμα βιασμού, υπάρχουν φωνές που λένε: «Ίσως να έφταιγε κι εκείνη», ή «Κοίτα τι φόραγε». Είναι το ίδιο κόνσεπτ με το να κατηγορείς τη γυναίκα για όλα. Αυτό ξεκινάει από την κουλτούρα. Υπάρχει, επίσης, ο φόβος για τις ξένες κουλτούρες που συνεχίζει να μεγαλώνει στις μέρες μας. Μπορεί να μην νομίζουμε ότι έχουν «δαιμονιστεί», αλλά τους θεωρούμε επικίνδυνους. Το δεύτερο σχέδιό μου ήταν να δείξω ότι αυτό που περιγράφει ο κεντρικός χαρακτήρας συνεχίζει να υπάρχει σήμερα στην κοινωνία μας. Ο 17ος αιώνας ήταν απλώς η αρχή.
— Γεννηθήκατε στο Περού, ζήσατε για κάποιο καιρό στο Μεξικό και τώρα μένετε μόνιμα στην Ισπανία. Πώς έχουν επηρεάσει αυτά τα μέρη το συγγραφικό σας έργο;
Στην πραγματικότητα έχω ζήσει μέχρι τώρα περισσότερο στην Ισπανία απ’ ότι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Ήμουν αρχικά στη Μαδρίτη και εδώ και κάποια χρόνια μένω πια στην Βαρκελώνη. Όσον αφορά το έργο μου, εξελίσσεται. Μου παίρνει έως και δεκαετίες, μερικές φορές, να προετοιμάσω το πλάνο για ένα μυθιστόρημα. Κάνω έρευνες και γράφω σημειώσεις για χρόνια. Όταν μου ήρθε η ιδέα για τη «Χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» ζούσα στην Ισπανία. Η ιστορία λαμβάνει μεν χώρα στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Περού, όμως είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο που μιλάει για την Ισπανία.
Το προηγούμενο μυθιστόρημα διαδραματιζόταν στη Λίμα, αλλά ο κεντρικός χαρακτήρας μεγάλωσε στο εξωτερικό. Φαινόταν στο πρόσωπό του ότι ήταν ξένος. Αφορά μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης. Υπήρξε επίσης μία συλλογή από διηγήματα που διαδραματίζονται στην Ευρώπη, η οποία δεν νομίζω πως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Δεν θα υπάρξω ποτέ εκατό τοις εκατό Ισπανός, όπως δεν είμαι και εκατό τοις εκατό Περουβιανός. Βρίσκομαι κάπου στη μέση. Προκειμένου να πεις μια ιστορία, πρέπει να αποφασίσεις ποιος είσαι και αυτό δεν είναι πάντα τόσο απλό. Στα περισσότερα βιβλία μου, επιστρέφει το θέμα των αγοριών που προσπαθούν να ακολουθήσουν τους πατεράδες τους. Το Περού είναι η πατρίδα του πατέρα μου, αλλά η Ισπανία είναι το μέρος όπου γεννήθηκαν τα παιδία μου.
Το επόμενο πρότζεκτ μου θα έχει να κάνει με την Ισπανία. Ο παππούς μου, για τον οποίο σας μίλησα και προηγουμένως, είχε καταγωγή από την Ευρώπη. Οι γονείς του ήταν Γερμανοί. Από την άλλη πλευρά της οικογένειάς μου, κατάγομαι από την Ισπανία, ενώ το «Ρονκαλιόλο» είναι ιταλικό. Έτσι, κατά έναν περίεργο τρόπο, επέστρεψα στην παλιά πατρίδα. Φαντάζομαι πως με συνδέει κάτι συναισθηματικό με την Ισπανία.
— Ο πατέρας σας, Ραφαέλ Ρονκαλιόλο, υπήρξε διπλωμάτης και πολιτικός και υπηρέτησε από το 2011 έως το 2013 στην κυβέρνηση του Περού ως Υπουργός Εξωτερικών. Πώς επηρέασε το μεγάλωμά σας μέσα σε μια τέτοια οικογένεια την μετέπειτα πορεία σας;
Το να μεγαλώνεις σε μια πολιτική οικογένεια είναι πραγματικά απαίσιο. Κάναμε πολιτικές αναλύσεις στο πρωινό τραπέζι. Χρησιμοποιούσαμε αυτόν τον χρόνο για να συνεδριάζουμε. Μιλούσαμε για όλα τα νέα που είχαμε διαβάσει στις εφημερίδες και τα σχολιάζαμε. Το ποδόσφαιρο δεν υπήρχε στη ζωή μου. Οι φιλελεύθεροι, κατά τη δεκαετία του 1970, θεωρούσαν το ποδόσφαιρο το «όπιο του λαού». Ήμουν μάλλον ένα παράξενο αγόρι. Ερχόμουν από αυτή τη σημαντική φιλελεύθερη οικογένεια και στο σχολείο με έβλεπαν σαν τον γιο του Φιλελεύθερου. Κάναμε εξορία στο Μεξικό και όταν επιστρέψαμε, μιλούσαμε παράξενα. Δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι έλεγαν οι άλλοι. Θα έλεγα πως δεν ένιωθα ότι ανήκω πουθενά, οπότε άρχισα να ανήκω στον κόσμο των βιβλίων. Διάβαζα από πολύ νωρίς και ήμουν μεγαλωμένος σαν διανοούμενος. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο βιβλιοφάγοι και μάλλον, στο τέλος, αυτά ήταν που με οδήγησαν στο να γίνω συγγραφέας.
Όταν πήγα στην Ισπανία, το έκανα εν μέρει για να ξεφύγω από αυτή την προδιαγεγραμμένη ζωή. Ο πατέρας μου ήταν διάσημος στο Περού, οπότε όταν μιλούσαν μαζί μου, νόμιζαν ότι εμμέσως μιλάνε μαζί του. Περίμεναν να τους απαντήσω όπως θα τους απαντούσε εκείνος. Έπρεπε να ξεφύγω το συντομότερο δυνατό. Ο θείος μου ο Σαντιάγο, με τον οποίο μεγάλωσα, είχε σχέση με το Σαντιάγο στη Χιλή, όπου βρισκόταν το Πανεπιστήμιο του Σαλβαδόρ Αλιέντε και όπου ο Αουγούστο Πινοσέτ ξεκίνησε το δικό του πραξικόπημα. Άκουγα, καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, ένα κουβανέζικο τραγούδι του τροβαδούρου Πάμπλο Μιλανές, για ένα μέρος που πλημμύρισε με αίμα. Φόραγα κοντομάνικα μπλουζάκια με σύμβολα της επανάστασης. Είχα και ένα με το πρόσωπο του Σαντάμ Χουσεΐν, γιατί ήταν σοσιαλιστής.
Όπως και να ‘χει, αυτά με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ήθελα να κάνω την επανάστασή μου, αλλά δεν μπορούσα. Πώς μπορούσα να είμαι επαναστάτης όταν ο πατέρας μου τους λάτρευε; Δεν ήθελε να είναι απολυταρχικός. Ακόμα κι όταν πήγαινα σπίτι μεθυσμένος με είκοσι άλλα άτομα, και κάναμε σεξ ή ό,τι άλλο, ο πατέρας μου μας έβλεπε και έλεγε, «Ε, έφηβοι είναι». Όταν ήμουν 17, έγινα δεξιός για δυο βδομάδες και ήταν τέλεια. Επιτέλους, έκανα την επανάστασή μου. Το μισούσε τόσο πολύ. Θυμάμαι που μου έλεγε: «Πρέπει να κάνεις περισσότερα ναρκωτικά, γιατί έτσι όπως είναι το μυαλό σου δεν σου χρησιμεύει ούτως ή άλλως!» Δεν ήμασταν μια φυσιολογική οικογένεια.
— Υπήρξατε και μεταφραστής για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, και έχετε μεταφράσει έργα από τα γαλλικά στα ισπανικά. Επίσης, έχετε εργαστεί ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Πώς έχουν διαμορφώσει το ύφος σας όλες αυτές οι διαφορετικές φόρμες;
Έχω υπάρξει μεταφραστής, αλλά, ακόμα κι αν μου άρεσαν τα βιβλία που μου έδιναν να μεταφράσω, όπως τα έργα του Αντρέ Ζιντ και του Ζαν Ζενέ, δεν τα επέλεγα ο ίδιος. Κάποτε, όταν μετέφρασα δύο μυθιστορήματα της Τζόις Κάρολ Όουτς στα ισπανικά, ένιωσα πως υπήρχε μία σύνδεση μεταξύ της δουλειάς μου και της δικής της. Της αρέσουν κι εκείνης τα ψυχολογικά θρίλερ που μιλάνε για τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Τα βιβλία της που μετέφρασα είχαν τους σύντομους τίτλους, «Κτήνη» και «Βιασμός». Οι μεταφράσεις ήταν ενδιαφέρουσες για μένα, γιατί μέσα από αυτές κατάφερνα να παρατηρήσω τις λεπτότερες πτυχές του κάθε έργου.
Ήταν πολύ σημαντικές στην εκπαίδευσή μου ως συγγραφέα. Η δημοσιογραφία με εκπαίδευσε επίσης στο να γράφω καθαρά και χωρίς περιττές πληροφορίες. Εκεί δεν έγραφα για ακαδημαϊκούς, αλλά για όλον τον κόσμο. Ακόμα γράφω μερικές φορές σενάρια για ταινίες, τα οποία με βοηθάνε στο να προσεγγίζω την ιστορία ενστικτωδώς. Με βοηθάνε επίσης στο να προσαρτώ στοιχεία από την ποπ κουλτούρα τα οποία μου αρέσουν. Προσπαθώ πάντα να πειραματίζομαι. Ακόμα και με podcast, μη λογοτεχνικά βιβλία ή βιβλία για παιδιά.
— Τι είδους βιβλία διαβάζετε στον ελεύθερο χρόνο σας; Διαβάζετε περισσότερο λογοτεχνία ή σας αρέσουν και άλλα είδη;
Διαβάζω σχεδόν τα πάντα. Συνήθως διαβάζω όταν κάνω έρευνα. Πρόσφατα, διάβασα το βιβλίο του Αντρέ Αγκάσι, «Open» (2009), για ένα πρότζεκτ επάνω στο οποίο δουλεύω, και ήταν το πιο εντυπωσιακό βιβλίο με σπορ απομνημονεύματα που έχω διαβάσει ποτέ μου. Με εντυπωσίασε περισσότερο από οτιδήποτε λογοτεχνικό έχω διαβάσει φέτος. Δεν θέλω να είμαι συνέχεια ο ίδιος άνθρωπος. Θέλω να αλλάζω παραστάσεις, να έχω διαφορετικές εμπειρίες. Τόσο σαν αναγνώστης, όσο και σαν συγγραφέας. Συνήθως, διαβάζω με πολύ χαοτικό τρόπο, πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αλλά είναι ωραίο να μπορείς να το κάνεις αυτό και να ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα με κάθε νέα ιστορία.
— «Η χρονιά που γεννήθηκε ο δαίμονας» είναι ένα πολύ οπτικό μυθιστόρημα, σχεδόν κινηματογραφικό. Κάποια από τα έργα σας έχουν διασκευαστεί για το σινεμά. Πιστεύετε πως κάποια μέρα θα δούμε και αυτό το έργο σας στη μεγάλη οθόνη;
Δουλεύουμε επάνω σε ένα πρότζεκτ αυτή τη στιγμή. Το πρόβλημα είναι ότι η βιομηχανία του κινηματογράφου είναι πολύ ακριβή. Πρότζεκτ μπορεί να εγκριθούν ή να απορριφθούν εξαιτίας πραγμάτων επάνω στα οποία δεν έχεις κανέναν έλεγχο. Οπότε θα δείξει. Αυτό που μου αρέσει ακόμα στα βιβλία είναι ότι δεν έχουν όρια. Αν θέλεις να βάλεις μια ομάδα από ελέφαντες να βομβαρδίζουν μια μεγάλη πόλη με ροζ λέιζερ, μπορείς απλά να το γράψεις και θα είναι εκεί. Όταν όμως προσπαθήσεις να μεταφέρεις το ίδιο στο σινεμά, θα κοστίσει ακριβά.
Οι ενδυμασίες, οι δημόσιοι χώροι, τα ζώα. Καλύτερα ξέχνα το! Μου αρέσουν και τα δύο, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Το επάγγελμα του συγγραφέα είναι πολύ μοναχικό. Εκείνο του σεναριογράφου, από την άλλη, απαιτεί ομαδική δουλειά. Είναι σαν να παίζεις με τους φίλους σου. Δεν είναι καθόλου προσωπικό και δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Μου αρέσει, παρ’ όλα αυτά, να μιλάω με άλλους συγγραφείς και με τους συντελεστές μιας ταινίας. Το βρίσκω πολύ βοηθητικό.
— Συμμετέχετε στο Literature en Atenas για μία ακόμη χρονιά φέτος, που το Φεστιβάλ σημειώνει την 16η του επέτειο. Είναι κατά ένα τρόπο μοναδικό, ανάμεσα σε άλλα διεθνή λογοτεχνικά δρώμενα, καθώς επικεντρώνει σε ισπανόφωνους και πορτογαλόφωνους συγγραφείς, ενώ λαμβάνει χώρα στην Αθήνα. Σας αρέσει που επισκέπτεστε ξανά την Ελλάδα με αυτή την αφορμή;
Είχα σταματήσει να έρχομαι στην Ελλάδα τόσο συχνά. Παλιά, πήγαινα συνέχεια στην Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια, συμμετέχω στο ΛΕΑ. Συνήθως, συναντάω πολλούς καλούς συγγραφείς εκεί. Μάλιστα, γνωρίζω περισσότερους εδώ απ’ ότι στην Ισπανία. Οι διοργανωτές κάνουν εξαιρετική δουλειά. Είναι πραγματικά μια μοναδική εμπειρία. Η Ανδριάνα Μαρτίνες είναι εξαιρετική. Θαυμάζω την ενέργειά της και την επιμονή της. Φέτος θα πάω και στα Χανιά. Έχω επισκεφτεί διάφορες περιοχές στην Ελλάδα: το Ναύπλιο, τη Θεσσαλονίκη, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα. Νιώθω άνετα εδώ, πολύ οικεία. Οι άνθρωποι μοιάζουν με τους λατινοαμερικανούς, γιατί τους αρέσει η καλή ζωή, οι παρέες, το καλό φαγητό, κτλ. Νομίζω πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει κανείς τη ζωή του.