Βιβλιο

Ο τελευταίος λευκός του Μόχσιν Χαμίντ: Όταν οι λευκοί γίνονται μαύροι

Μια ιστορία αγάπης, απώλειας και συμφιλίωσης σε καιρούς ανησυχητικών αλλαγών

Άρης Σφακιανάκης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Παρουσίαση του βιβλίου «Ο τελευταίος λευκός» του Μόχσιν Χαμίντ (εκδόσεις Ψυχογιός)

Ο ήρωας του Κάφκα, ο Γκέοργκ Σάμσα, στη «Μεταμόρφωση», ξυπνάει ένα πρωί και ανακαλύπτει ότι δεν είναι πια άνθρωπος, είναι μια κατσαρίδα. Έξω από την πόρτα της κάμαράς του οι γονείς του τον πιέζουν να βιαστεί γιατί έχει καθυστερήσει να πάει στη δουλειά. Όμως πώς να εμφανιστεί στην εργασία του κουνώντας ντροπαλά τις οστέινες κεραίες του; Πώς θα φανεί στη μητέρα ο γιος της σείοντας τα καφετιά φτερά του χωρίς να τσαλαπατηθεί από την έντρομη γυναίκα;

Υιοθετώντας το εύρημα του Κάφκα, ο Πακιστανός συγγραφέας Μόχσιν Χαμίντ, βάζει τον ήρωα του βιβλίου του «Ο τελευταίος λευκός», έναν λευκό τριαντάρη που δουλεύει σε κάποιο συνοικιακό γυμναστήριο, να ξυπνάει ένα ωραίο πρωί και να διαπιστώνει έντρομος ότι η λευκότητα της επιδερμίδας του έχει αρχίσει να υποχωρεί. Για την ακρίβεια, το έως τότε πάλλευκο δέρμα του έχει αρχίσει να σκουραίνει. Κοντολογίς, γίνεται μελαψός, μαύρος, αράπης. Με δυο λόγια, μεταμορφώνεται σε ένα μίασμα. Γιατί, τι άλλο είναι ένας σκούρος σε έναν κόσμο λευκών;

Αχ, τι ωραία περιγράφει ο συγγραφέας μας τον τρόμο ενός λευκού που γίνεται σιγά σιγά μαύρος. (Βοηθάει και η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου σε αυτό.) Ο Άντερς, αυτός ο κακότυχος, έχει μια ερωμένη που προσπαθεί να κατανοήσει αυτήν την καινούργια κατάσταση μαζί με τη μητέρα της που προσπαθεί να την αποτρέψει από τον συναγελασμό της με αυτό το σκουρόχρωμο βδέλυγμα - πρώην λευκό. Ο πατέρας του Άντερς λίγο έλειψε να τον πυροβολήσει βλέποντας έναν άγνωστο να μπαίνει στο σπίτι του. Ο ήρωας δεν τολμά να εμφανιστεί στον χώρο εργασίας του και δηλώνει ασθένεια.

Ωστόσο, σταδιακά, στη χώρα όπου ζει ο ήρωας, οι αλλαγές στο χρώμα των ανθρώπων αυξάνουν συνεχώς. Οι λευκοί γίνονται μαύροι. Ξεκινάνε ταραχές στον τόπο από εκείνους που εξακολουθούν να διατηρούν το χρώμα τους ενάντια στους μεταλλαγμένους. Συνοικίες παραδίδονται στις φλόγες, ομάδες πολιτοφυλάκων κυνηγούν τους έγχρωμους, γονείς απαρνούνται τα τέκνα τους (ούτε εγώ ξέρω τι θα έκανα αν η κόρη μου εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου σαν Νουβία καλλονή διεκδικώντας την κληρονομιά της).

Σε αυτές τις συνθήκες εμφύλιας σύρραξης, οι κάτοικοι της πόλης απομονώνονται στα σπίτια τους και ζουν λες και βρίσκονται σε νέα πανδημία. Είναι ο καιρός να ανακαλύψουν πάλι τον εαυτό τους, να επανασυστηθούν με το εσώτερο είναι τους, να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να αποδεχτούν τη νέα κατάσταση των πραγμάτων.

Σε μια εποχή όπου δεν έχει κυριαρχήσει ακόμα η Τεχνητή Νοημοσύνη, όταν η κλιματική αλλαγή δεν έχει φέρει ακόμα τον Αρμαγεδδώνα, όπου ο σύγχρονος άνθρωπος καταπολεμάει την πλήξη με τη βοήθεια της οθόνης του κινητού του, η έκπληξη να δει κάποιος το χρώμα του να αλλάζει μπορεί να είναι μια κάποια λύση στη μονοτονία των ημερών και ίσως επιφέρει κάποια αλλαγή ακόμη και στην πνευματική σκευή του – λέμε τώρα…